Αρχές της Ιεραποστολής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και η πρόσληψή τους από τη σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση

Αποσπάσματα από την εισήγηση του Επίκ. Καθηγητή Στυλιανού Τσομπανίδη στο πλαίσιο των τριήμερων εκδηλώσεων του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ για την επέτειο των 1150 χρόνων από την αποστολή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, φωτιστών των Σλάβων στη Μεγάλη Μοραβία

Οι θεμελιακές ιεραποστολικές αρχές

Οι θεμελιακές ιεραποστολικές αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας πήγασαν και συνεχίζουν πάντοτε να πηγάζουν μέσα από την ενσάρκωση του Λόγου. Όπως ακριβώς «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσε εν ημίν» (Ιω 1, 4) προκειμένου να επιτελέσει το σωτηριώδες έργο του, έτσι και ο λόγος του Ευαγγελίου, το χριστιανικό μήνυμα, για να επιτελέσει το σωστικό και θεραπευτικό ρόλο του, πρέπει να λάβει την ανθρώπινη «σάρκα», που λέγεται π.χ. γλώσσα, πολιτισμός, ταυτότητα και τρόπος σκέψης των λαών, για να γίνει προσιτό και κατανοητό από τους ανθρώπους, στους οποίους απευθύνεται. Με βάση αυτή τη θεμελιώδη αρχή της σάρκωσης του Λόγου εκάστοτε και εκασταχού, και ως απόρροια αυτής, η Εκκλησία κατά την ιεραποστολική της μαρτυρία και πορεία από την εποχή της γενέθλιας ημέρας της, την Πεντηκοστή, ακολούθησε και άλλες αρχές, που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους:

α) Η αρχή της χρησιμοποίησης διαφορετικών γλωσσών ή της πολλαπλότητας των γλωσσών. Η αρχή αυτή συνίσταται στο να κηρύσσεται το ευαγγέλιο σε κάθε λαό στη δική του γλώσσα και με αυτή να τελείται η θεία λατρεία. Η αρχή αυτή βρίσκεται σε συμφωνία προς το πνεύμα της Πεντηκοστής.

β) Η δεύτερη αρχή σχετίζεται με την υπέρβαση του εθνικισμού και τη δυναμική και πειστική διακήρυξη του ευαγγελίου της καθολικής αγάπης και δικαιοσύνης. Η αρχή αυτή συνδέεται με το όραμα που αποκάλυψε στον απόστολο Πέτρο ο Χριστός, όταν ανέκυψαν κάποια προβλήματα μεταξύ των πρώτων μαθητών σχετικά με το κήρυγμα και το βάπτισμα των εθνικών, και που τον ανάγκασε να ομολογήσει: «ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι» (Πραξ 10,34-35).

γ) Η τρίτη αρχή αναφέρεται στη σπουδή και αποδοχή του πολιτισμού από την πλευρά αυτών που μεταφέρουν το ευαγγέλιο σε ένα καινούργιο πολιτιστικό περιβάλλον και έχει εκφραστεί κατά τον καλύτερο τρόπο από τον απόστολο Παύλο: «Καὶ ἐγενόμην τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὡς ᾿Ιουδαῖος, ἵνα ᾿Ιουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω… ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. Τοῦτο δὲ ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι (Α΄ Κορ 9,20-23).

δ) Η τέταρτη αρχή έχει σχέση με το διακονικό και μεταμορφωτικό έργο της Εκκλησίας στον κόσμο. Η ορθόδοξη και η αποστολική παράδοση διδάσκει ότι όταν ο Λόγος του Θεού «σάρξ εγένετο» συμπεριέλαβε όλη τη δημιουργία με σκοπό να ανανεώσει τον πεπτωκότα κόσμο και να τον μεταμορφώσει σε Βασιλεία του θεού. Η αρχή αυτή συνδέεται επίσης με την εσχατολογική προσδοκία «καινού ουρανού και καινής γης» (Απ 21,1), καθώς και με το χρέος του πιστού «να γίνεται πλησίον» παντός ανθρώπου  (Λκ 10,36).

Η μεγαλύτερη και πιο παραδειγματική ιστορική στιγμή εφαρμογής αυτών των αρχών είναι η εποχή που οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος αναλαμβάνουν και ασκούν το ιεραποστολικό τους έργο στους σλαβικούς λαούς υπό την έμπνευση του μεγάλου πατριάρχη Φωτίου.

[…] Οι δύο αδελφοί – σε αντίθεση με τους λατίνους ιεραποστόλους, που έδειχναν περιφρόνηση προς τους ειδωλολάτρες ή προσπαθούσαν να ξεριζώσουν και να μεταβάλουν θεμελιακά τα καινούργια πολιτιστικά περιβάλλοντα που συναντούσαν, χωρίς καμιά εκτίμηση των θετικών τους σημείων – εμπνέονταν από το γνήσιο χριστιανικό οικουμενικό πνεύμα, το οποίο σέβεται την ελεύθερη θέληση των ανθρώπων και τις πολιτιστικές ή γλωσσικές ιδιομορφίες των λαών, σπουδάζει τον τοπικό πολιτισμό και προσπαθεί να τον κατανοήσει και να τον ενστερνισθεί, γονιμοποιώντας ό,τι είναι θετικό.

[…] Έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί με την ιεραποστολή τους δεν επεδίωξαν να «κατακτήσουν» τον κόσμο ούτε να αυξήσουν την εξουσία της οργανωμένης Εκκλησίας, αλλά να υπηρετήσουν τον κόσμο με αγάπη και ταπείνωση, να του προσφέρουν τη σωτηρία. Δεν επιζήτησαν μόνο την μεταστροφή μεμονωμένων ατόμων στον χριστιανισμό, αλλά τη μεταμόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας […]

Η πρόσληψη των αρχών της ιεραποστολής των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου

Η κληρονομιά των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου  υπερέβει το χρόνο και την ιστορία και απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και επικαιρότητα στη σύγχρονη οικουμενική κίνηση. Είναι γνωστό ότι ένας από τους κύριους παράγοντες γένεσης της οικουμενικής κίνησης ήταν η ελλειπτική, προβληματική, ανταγωνιστική, πολυδιασπασμένη και η – εξαιτίας όλων αυτών – μη αποτελεσματική ιεραποστολική δράση. Ήταν φυσικό μέσα σε αυτές τις συνθήκες – και εξαιτίας της πληρέστερης, όσο περνούσαν τα χρόνια, συμμετοχής της Ορθοδοξίας στην οικουμενική κίνηση – ο τρόπος, ο τύπος, και η τακτική της επιτυχημένης ιεραποστολής των δύο αδελφών ιεραποστόλων να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της οικουμενικής κοινότητας. Αρχές και βάσεις που για την ορθόδοξη ιεραποστολική προσπάθεια αποτελούσαν ανέκαθεν αναμφισβήτητα θεμέλια άρχισαν να υιοθετούνται από τις δυτικές ιεραποστολές. Η Θεολογία της εκάστοτε και εκασταχού σαρκώσεως του Λόγου γίνεται αποδεκτή σήμερα από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και ακολουθείται ως κατευθυντήρια αρχή στην ιεραποστολική θεωρία και πράξη.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ύστερα από έντεκα αιώνες με τη μεγάλη ανανέωση και το οικουμενικό άνοιγμα που πραγματοποίησε στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο αποδέχθηκε τελικά ως λειτουργικές γλώσσες τις γλώσσες των λαών. Η οικουμενική  προσέγγιση και το ανθρωπιστικό ιδεώδες των δύο αδελφών, καθώς και η συμβολή τους στον πνευματικό προσανατολισμό της Ευρώπης αναγνωρίσθηκαν από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ και ανακηρύχθηκαν με την Εγκύκλιο Slavorum Apostoli  (2-6-1985) «προστάτες της Ευρώπης». Ακόμη, πιο πρόσφατα, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ στη δημόσια ακρόασή του στις 17 Ιουνίου 2009 υπογράμμισε ότι «ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος αποτελούν στην πραγματικότητα κλασικό παράδειγμα αυτού που εννοούμε σήμερα με τον όρο ‘inculturation’ (=‘πολιτισμική σάρκωση’): κάθε λαός πρέπει να ενσωματώνει το αποκεκαλυμμένο μήνυμα στο δικό του πολιτισμό και να εκφράζει τη σωτηριώδη αλήθεια αυτού του μηνύματος στη δική του γλώσσα». Στο τέλος της ομιλίας του ο Πάπας δήλωσε:  «Οι δύο αδελφοί άγιοι μας άφησαν μια σημαντική μαρτυρία προς την οποία η Εκκλησία σήμερα στρέφει το βλέμμα της, προκειμένου να αντλήσει από αυτήν έμπνευση και κατευθυντήριες γραμμές».

Πολύτιμη παρακαταθήκη, πρότυπο και ενθάρρυνση στη σύγχρονη ιεραποστολή θεωρείται το έργο των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Σε μια εκδήλωση «εις τιμήν και μνήμην» των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στην έδρα του Συμβουλίου το 1985 ο συντονιστής της εκδήλωσης αυτής Μ. Πρωτοπρεσβύτερος  Γεώργιος Τσέτσης,  μόνιμος τότε Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Έδρα του ΠΣΕ, επισήμανε ότι η κληρονομιά τους υπερβαίνει την ιστορία και το χρόνο και ότι δεν θα ήταν λάθος εάν κανείς υποστήριζε ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης προβληματικής του ΠΣΕ. Παρέπεμψε μάλιστα στην έκθεση της ΣΤ΄ Γενικής Συνέλευσης του Βανκούβερ το 1983 σχετικά με τη «Μαρτυρία σε ένα διηρημένο κόσμο» παρατηρώντας ότι αυτή «αντικατοπτρίζει, κατά τον πιο διαφανή τρόπο, το πνεύμα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου». Και συνεχίζει: «Η αντίληψή τους για την καθολικότητα της χριστιανικής πίστης, το ιεραποστολικό τους όραμα και η έμφασή τους στη σχέση μεταξύ Ευαγγελίου και πολιτισμού, αποτέλεσαν μοναδικά στο είδος τους ιεραποστολικά πρότυπα, τα οποία, αν ακολουθούσαν τα σύγχρονα ιεραποστολικά κινήματα της Δύσης, ο χριστιανισμός στον κόσμο θα παρουσίαζε μια διαφορετική όψη».

Μετά τη Γενική Συνέλευση στο Βανκούβερ η εκτίμηση των ιεραποστολικών αρχών που θα πρέπει να διέπουν τη χριστιανική ιεραποστολή και ιδιαίτερα το θέμα «Ευαγγέλιο και Πολιτισμός» ήταν από τα κεντρικότερα θέματα όχι μόνο της Επιτροπής για την «Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό» του ΠΣΕ, αλλά και των Γενικών Συνελεύσεων που ακολούθησαν μέχρι σήμερα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ζ΄ Γενική Συνέλευση στην Καμπέρρα, το Μήνυμα και η Τελική Έκθεση της οποίας αντικατοπτρίζουν τις αρχές και το πνεύμα των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Σταχυολογώ: Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού οφείλει να ενσαρκωθεί σε όλες τις πολιτιστικές παραδόσεις. Είναι πλέον σαφές ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επιβολή του Ευαγγελίου. Και γίνεται σε όλους φανερό ότι είναι αναπόφευκτη η αντίδοση όταν και όπου ο χριστιανισμός συναντά ένα πολιτισμό. Το Ευαγγέλιο σέβεται το πνεύμα του τοπικού πολιτισμού στα πλαίσια αποδοχής αυτού του πολιτισμού, επιχειρεί μια κριτική αξιολόγηση και ο πολιτισμός με τη σειρά του θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα, για να μπορεί να κατανοεί το Ευαγγέλιο, ώστε να είναι σε θέση να εκφράζει το ευαγγελικό μήνυμα με δικό του τρόπο. Ο τρόπος με τον οποίο οι χριστιανοί επέβαλαν το Ευαγγέλιο σε ορισμένους πολιτισμούς απαιτεί πράξεις μετάνοιας. Πρέπει να θέτομε το ερώτημα: η Εκκλησία δημιουργεί εντάσεις ή κομίζει την καταλλαγή; (§74).

[…] Η Συνέλευση στο Μήνυμά της αποκαλεί τους χριστιανούς «λαό ιεραποστολικό», όχι πια με την έννοια της κυριαρχίας λαών και εθνών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, αλλά με την έννοια της συμμετοχής στην αποστολή του Θεού, η οποία οδηγεί εφ’ ενός ολόκληρη την ανθρωπότητα στην κοινωνία με το Θεό και αφ’ ετέρου στο μοίρασμα των αγαθών και την κοινωνία της πίστης με όλους τους λαούς.

 Οι παραπάνω δηλώσεις αντανακλούν τις θέσεις της Επιτροπής για την «Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό», τα θέματα της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου.

[…] Με την πάροδο του χρόνου η Επιτροπή έκανε μία ιστορική στροφή προς τις ορθόδοξες εκκλησιολογικές και ιεραποστολικές ευαισθησίες. Πράγματι, τα περί ιεραποστολής και ενότητας της Εκκλησίας κείμενά της, η κλήση για ενσάρκωση του ευαγγελίου μέσα σε κάθε πολιτισμό και για ιεραποστολή κατά μίμηση του Χριστού, η διαδικασία κριτικής επανεξέτασης και απογαλακτισμού της αποστολής του Θεού από τη μήτρα του πολιτικού ιμπεριαλιστικού αποικιοκρατικού παρελθόντος πολλών Εκκλησιών και προπάντων η συνακόλουθη καταδίκη του προσηλυτισμού, και πιο πρόσφατα ο επαναπροσδιορισμός της ιεραποστολής ως καταλλαγής και ανανέωσης όλης της δημιουργίας, αποτέλεσαν αναμφίβολα οικουμενική πρόοδο που συμφωνεί με το παράδειγμα και ακολουθεί τα ίχνη των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Θα ήταν μεγάλη παράληψη να μην αναφερθούν εδώ οι πρωτεργάτες της ορθόδοξης μαρτυρίας μέσα στους κόλπους της Οικουμενικής Επιτροπής για την «Ιεραποστολή  και τον Ευαγγελισμό»: ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος και ο π. Ion Bria. Έχοντας ως Πατέρες και διδασκάλους τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο και θεωρώντας τους «άσπιλο πρότυπο» και «δείκτες πορείας» για κάθε νέα ορθόδοξη και γενικότερα χριστιανική ιεραποστολή, με τον ορθόδοξο θεολογικό τους λόγο και μέσα από τις επιτελικές θέσεις που είχαν στην Επιτροπή για την «Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό», ο πρώτος μάλιστα και ως συντονιστής πρόεδρός της (1983-1991) και πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνέλευσης της ίδιας Επιτροπής στο Σαν Αντόνιο (1989), άλλαξαν τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της ιεραποστολικής σκέψης μέσα στους κόλπους του ΠΣΕ.

Με τις τοποθετήσεις τους κα­τέ­στη­σαν σα­φές ό­τι σκο­πός της ι­ε­ρα­πο­στο­λής δεν εί­ναι η κα­τά­κτη­ση των εθνών, αλ­λά η με­τά­δο­ση του λό­γου και της χά­ρι­τος του Θε­ού, η φα­νέ­ρω­ση της δό­ξας του. Σκο­πός δεν εί­ναι η αύ­ξη­ση της δύ­να­μης μι­ας ορ­γα­νω­μέ­νης εκ­κλη­σί­ας, η κατά κόσμον επιτυχία στο έργο της οποιαδήποτε ιεραποστολικής εταιρείας ή Εκκλησίας, αλ­λά η δι­α­κο­νί­α του κό­σμου εν τα­πει­νώ­σει, η σω­τη­ρί­α του, η αι­σθη­το­ποί­η­ση της πα­ρου­σί­ας του Θε­ού, ο ο­ποί­ος εί­ναι α­γά­πη. Σκοπός δεν είναι η απλή αριθμητική αύξηση των ατομικών μεταστροφών, αλλά η δημιουργία ευχαριστιακών κοινοτήτων δοξολογίας του Θεού και υπηρεσίας του ανθρώπου, είναι τελικά η μεταμόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας.

Οι παραπάνω θέσεις υπήρξαν, όπως έχει σημειωθεί, επαναστατικές, κρινόμενες βέβαια από την πλευρά της κλασικής προτεσταντικής θεολογίας, ενώ από ορισμένες ομάδες ορθοδόξων με «πιλατιανή», δύσκαμπτη, απομονωτική, αντιοικουμενική νοοτροπία και τακτική αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία.

Με πρωτοβουλία του Γραφείου «Ιεραποστολικών Ερευνών και σχέσεων με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» της Επιτροπής για την «Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό», στο οποίο υπηρέτησαν και άλλοι νεότεροι ορθόδοξοι θεολόγοι (Γ. Λαιμόπουλος,  Ίοαν Σάουκα), οργανώθηκε ένας μεγάλος αριθμός ορθοδόξων διασκέψεων για την ιεραποστολική μαρτυρία των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τις πιο σημαντικές διασκέψεις στις οποίες έγινε μια γενική εκτίμηση των αρχών που θα πρέπει να διέπουν την ορθόδοξη ιεραποστολή στην εποχή μας ήταν αυτές που πραγματοποιήθηκαν στη Σόφια το 1985 και στη Νεάπολη/Θεσσαλονίκη το 1988.

Θα κλείσω με κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις της πρώτης, η οποία είχε συνέλθει επ’ ευκαιρία των 1100 ετών από το θάνατο του Αγίου Μεθοδίου. Η Ορθοδοξία είναι υπερήφανη, δηλώνει το κείμενο της Σόφιας, γιατί ποτέ στην ιστορία της η ιεραποστολή της δεν επιτελέστηκε μέσα σε ένα πνεύμα αποικιοκρατίας. Πάντοτε είχε την πρόθεση προσαρμογής της πίστης προς τα έθιμα, τη γλώσσα, την παράδοση των λαών στους οποίους μετέφερε το ευαγγέλιο. Οπουδήποτε η Ορθοδοξία συνεχίζει να ασκεί το ιεραποστολικό της έργο, θα πρέπει να διατηρεί και να επεκτείνει αυτή την πρακτική, η μεγαλύτερη στιγμή της οποίας είναι αυτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Το παράδειγμά τους «εγείρεται ακόμη ενώπιόν μας για να μας δώσει θάρρος και έμπνευση ώστε να αντιμετωπίσουμε, όπως εκείνοι, νέους πολιτισμούς, νέες γλώσσες, νέους λαούς, που θα πρέπει και αυτοί να βαπτισθούν και να μεταμορφωθούν από το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου».  Το «πορευθέντες» δεν είναι για τους χριστιανούς απλώς μια επιλογή μεταξύ άλλων, εξηγεί το κείμενο. Είναι αποστολική εντολή, ένα καθήκον που πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της κάθε Εκκλησία που έχει την αξίωση καθολικότητας και αποστολικότητας. Και προσθέτει υπογραμμίζοντας με έμφαση: «Η Εκκλησία είναι παρούσα για όλους τους ανθρώπους, όχι απλώς για ‘τους δικούς της’. Η Εκκλησία πρέπει να ‘βγει έξω’ από τον εαυτό της ώστε να φθάσει και εκείνους που είναι εκτός αυτής … πρέπει να είναι έτοιμη να αναγνωρίσει όλα όσα είναι καλά και θετικά στον κόσμο, να είναι έτοιμη να δεχθεί και να μεταμορφώσει τα στοιχεία αυτά οπουδήποτε τα συναντά, να υποστηρίξει τον αγώνα για αυθεντική κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη στο όνομα του Ευαγγελίου. Συγχρόνως, η Εκκλησία πρέπει να διακρίνει το κακό μέσα στον κόσμο και να το εξαλείψει, παραμένοντας η ίδια ‘αγία και άμωμος’».

Επιλογή Βιβλιογραφίας

Αναστασίου (Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2007.

Αναστασίου (Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), «Κύριλλος και Μεθόδιος: Δείκτες πορείας», του ίδιου, «Έως εσχάτου της γης». Ιστορικά και ιεραποστολικά μελετήματα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2009, 31-49.

Bria, I.-Βασιλειάδης, Π., Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία. Εγχειρίδιο ιεραποστολικής, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989. 

Θεοδώρου, Ευ., «Η δεοντολογία της ορθοδόξου εξωτερικής ιεραποστολής κατά τους αγίους Κυρίλλον και Μεθόδιον», Εκκλησία 43 (1966) 399-412.

Καλογήρου, Ι., «Ο από την πνευματικήν ζωήν της Θεσσαλονίκης προσδιοριζόμενος οικουμενικός χαρακτήρ της ιεραποστολής των αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου», Πρακτικά Συνεδρίου. Εορταστικαί εκδηλώσεις προς τιμήν και μνήμην των αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, Φωτιστών των Σλάβων (10-15 Μαΐου 1985), Θεσσαλονίκη 1986, 87-194.

Μαρτζέλος, Γ., «Η σάρκωση του Λόγου ως θεμελιώδης ιεραποστολική αρχή της αρχαίας Εκκλησίας», του ίδιου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, 51-68. 

Λαιμόπουλος, Γ. (επ.), Η Ζ΄ γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, Καμπέρρα,  Φεβρουάριος 1991. Χρονικό-Κείμενα-Αξιολογήσεις, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1991.

Λαιμόπουλος, Γ., Δομή και Λειτουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2012. 

Meyendorf, J., «Christ as Word: Gospel and Culture», International Review of Mission 74 (1985) 246-257.

«Μνήμη των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στην έδρα του ΠΣΕ», Ενημέρωσις 1985/12, σ. 4. 

Παπαδερός, Αλ.,  «Κυρίλλου και Μεθοδίου των αγίων Ιεραποστόλων μνήμη και υπόμνηση», Πρακτικά Συνεδρίου. Εορταστικαί εκδηλώσεις προς τιμήν και μνήμην των αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, Φωτιστών των Σλάβων (10-15 Μαΐου 1985), Θεσσαλονίκη 1986, 377-389. 

«Σύσκεψη για την ορθόδοξη ιεραποστολή: Σόφια, 21-26 Οκτωβρίου 1985», Επίσκεψις έτ. 16, αριθμ. 346, 15-11-1985, 12-16.

Ταρνανίδης, Ι., «Η υπερεθνική και οικουμενική διάσταση στο κήρυγμα των θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου», στο: Κύριλλος και Μεθόδιος. Παρακαταθήκες πολιτισμού. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Η πολιτισμική κληρονομιά του έργου των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου ως παράγοντας ενότητας με τους λαούς της Ευρώπης» (Αμύνταιο 21-22 Μαΐου 2010), (επ). Κ. Γ. Νιχωρίτης, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012, 235-247.

Timiadis, Emilianos (Metrpolitan), «Unity of Faith and Pluralism in Culture», International Review of Mission 74 (1985) 237-244.

Voulgarakis, E., «A Lesson in Evangelism. The Lives of Cyril and Methodius», International Review of Mission 74 (1985) 230-236.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.