Ηλίας Ευαγγέλου (Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ), Η κυριλλομεθοδιανή παράδοση στον κόσμο των Σλάβων

Εισήγηση στην ημερίδα με θέμα: Ψηλαφώντας τα ίχνη της Κυριλλο-Μεθοδιανής ιεραποστολικής διαδρομής

Ο βίος, το έργο και η παράδοση που θεμελίωσαν οι άγιοι θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος – Κύριλλος και Μεθόδιος στον σλαβικό κόσμο προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων, οι οποίοι, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πέτυχαν να φωτίσουν και να αναδείξουν διάφορες πτυχές του έργου τους. Όλη αυτή η εργασία που προηγήθηκε είχε ως αποτέλεσμα να αναδειχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό διάφορες πτυχές του κυριλλομεθοδιανού έργου και της παράδοσης που θεμελιώθηκε επάνω του. Σήμερα η ειδική έρευνα χωρίς να έχει πάψει να μελετά το κυριλλομεθοδιανό έργο και την παράδοσή του έχει ξεκινήσει και συνεχίζει την προσπάθεια αξιολόγησης και συνολικής αποτίμησής του, καθώς και της συμβολής του στην πολιτική, πολιτισμική, κοινωνική και θρησκευτική ιστορία της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί μια συμβολή στην προσπάθεια της θεολογικής αποτίμησης του έργου των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στον σλαβικό κόσμο λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα και τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.

Όπως είναι γνωστό σήμερα οι δύο θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος – Κύριλλος και Μεθόδιος δεν έφτασαν στη Μ. Μοραβία ως ιεραπόστολοι σταλμένοι από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως αλλά ως διπλωματικοί απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα του ηγεμόνα της Μεγάλης Μοραβίας, Ρόστισλαβ. Έτσι η αποστολή τους είχε πρωτίστως διπλωματικό χαρακτήρα και εξυπηρετούσε τις στοχεύσεις της εξωτερικής πολιτικής της Κωνσταντινούπολης, η οποία με την κίνηση αυτή επιδίωκε να διευρύνει τα όρια της πολιτικής και πολιτισμικής ακτινοβολίας της στον ευρωπαϊκό χώρο ως αντίβαρο στην απώλεια των ανατολικών της επαρχιών και της επιρροής της εξαιτίας της επέκτασης των Αράβων μετά τον 7ο αιώνα. Η δράση ωστόσο των θεσσαλονικέων αδελφών στη Μ. Μοραβία υπερέβη τα όρια μιας απλής διπλωματικής αποστολής και επηρέασε καθοριστικά την ιστορική εξέλιξη και τον πνευματικό κόσμο όχι μόνο των Μοραβών αλλά ολόκληρου του σλαβικού κόσμου. Μάλιστα οι Σλάβοι ως αποδέκτες του έργου του Κωνσταντίνου – Κυρίλλου και του Μεθοδίου τιμώντας την προσφορά τους, η οποία υπερέβη κατά πολύ τα όρια μιας απλής διπλωματικής αποστολής, τους κράτησαν στη μνήμη τους και τους τιμούν ως αγίους διδασκάλους, θεμελιωτές του πνευματικού τους πολιτισμού και της εκκλησιαστικής τους παράδοσης.

Η μελέτη του έργου του Κωνσταντίνου – Κυρίλλου και του Μεθοδίου αποκαλύπτει την εκκλησιαστική διάσταση του έργου τους και τη σημασία του για την πολιτισμική και πνευματική χειραφέτηση των Σλάβων της Μοραβίας η οποία αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική χειραφέτηση που επιδίωκε ο ηγεμόνας Ρόστισλαβ.

Η εκκλησιαστική διάσταση αποτυπώνεται με ευκρίνεια τόσο στο συγγραφικό και μεταφραστικό τους έργο όσο και στην παράδοση που θεμελιώθηκε επάνω σε αυτό από τους μαθητές και συνεχιστές τους.

Σημαντικό τμήμα του έργου τους καταλαμβάνουν όπως είναι γνωστό τα λειτουργικά βιβλία τα οποία πρώτα από όλα μετέφρασαν στην παλαιοσλαβική γλώσσα οι δύο αδελφοί. Αν και η μελέτη τους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα και η σύγχρονη έρευνα εξακολουθεί να προβληματίζεται σχετικά με μια σειρά ζητημάτων που προκύπτουν, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη των γκλαγκολικών λειτουργικών βιβλίων της Νέας Συλλογής της Μονής Σινά, είναι φανερό ότι τα λειτουργικά βιβλία και η παράδοση την οποία έφεραν έπαιξε σημαντικό ρόλο για την πνευματική και πολιτισμική συγκρότηση του σλαβικού κόσμου και τελικά για τη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής του ταυτότητας.

Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφέρουμε μόνο μια σειρά ζητημάτων που συνδέονται με τα λειτουργικά βιβλία όπως η χρήση της παλαιοσλαβικής γλώσσας στη λατρεία σύμφωνα με την παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας, η υιοθέτηση των ανατολικών λειτουργικών παραδόσεων με τη μετάφραση των Ανατολικών Λειτουργιών και του Τυπικού των Ακολουθιών του Νυχθημέρου και η υιοθέτηση των λατρευτικών εθίμων της Ανατολικής Εκκλησίας.

Επίσης ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι και η αντίδραση των φράγκων κληρικών στην εισβολή της λειτουργικής παράδοσης της Ανατολής, καθώς αποκαλύπτει τόσο το μέγεθος της διείσδυσης της ανατολικής λειτουργικής παράδοσης στη Μεγάλη Μοραβία – δηλαδή στο κλίμα της Εκκλησίας της Ρώμης – όσο και τις βαθύτερες και ουσιαστικότερες συνέπειές της που υπερβαίνουν τα ζητήματα της λατρείας και αγγίζουν τη σφαίρα επιρροής της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.

Στενά συνυφασμένη με τη λειτουργική παράδοση που εισήγαγαν στη Μεγάλη Μοραβία ο Κωνσταντίνος – Κύριλλος και ο Μεθόδιος και την οποία στη συνέχεια καλλιέργησαν οι μαθητές τους είναι και η αγιολογική παράδοση που καθιέρωσαν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ενδεικτικά και μόνο να επισημάνουμε την τιμή προς τον Κλήμη Ρώμης του οποίου τα λείψανα, όπως σημειώνουν οι βιογράφοι τους εντόπισαν κατά την αποστολή τους στους Χαζάρους, και τα οποία μετέφεραν στη Μοραβία και κατόπιν στη Ρώμη, όπου τα εναπόθεσαν στον ναό που ήταν αφιερωμένος στη μνήμη του, καθώς και την τιμή προς το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης προς τιμήν του οποίου ο Μεθόδιος συνέθεσε ειδικό Κανόνα που αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο πρωτότυπο λειτουργικό έργο στην παλαιοσλαβική γλώσσα. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με την αγιολογική παράδοση που μετέφεραν στη Μεγάλη Μοραβία τιμήθηκαν αμέσως μετά τον θάνατό τους και οι ίδιοι ως άγιοι ενώ η τιμή του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης καθιερώθηκε στη συνείδηση ολόκληρου του σλαβικού κόσμου ως ενός από τους πιο σεβαστούς αγίους του σλαβικού κόσμου μέχρι σήμερα.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του έργου των αγίων αδελφών αφορά την εισαγωγή στον κόσμο των Σλάβων της πνευματικής παράδοσης της Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία αποτυπώνεται κυρίως στα πατερικά συγγράμματα, τα οποία μετέφρασαν για τους σλάβους μαθητές τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα την επιλογή της μετάφρασης του Ευαγγελίου και των λειτουργικών βιβλίων στη γλώσσα τους – μια επιλογή που ήταν σύμφωνη με το φιλελεύθερο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας, που ενδιαφερόταν πρωτίστως για την εμπέδωση του ευαγγελικού μηνύματος και όχι για την πνευματική ποδηγέτηση του αλλόγλωσσου λαού.

Στενά συνυφασμένη με τα παραπάνω ήταν και η μετάφραση και καθιέρωση στη Μεγάλη Μοραβία από τον Μεθόδιο του νομικού πλαισίου, εκκλησιαστικού και πολιτικού, της Κωνσταντινούπολης. Με την επιλογή αυτή, που αποτυπώνεται στα δύο σημαντικότερα νομικά έργα που μετέφρασε ο ίδιος ο Μεθόδιος, τον Νομοκάνονα του πατριάρχη Ιωάννη Σχολαστικού και τον Νόμο για την κρίση των ανθρώπων, δημιουργείται ένα επαρκές νομικό πλαίσιο για τη διοργάνωση της κοινωνικής, της πολιτικής αλλά και της εκκλησιαστικής ζωής της Μεγάλης Μοραβίας.

Η μετάφραση αυτών των νομικών έργων όμως στην παλαιοσλαβική γλώσσα καθιέρωσε τη νομική παράδοση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον κόσμο των Σλάβων και δημιούργησε μια ισχυρή βάση για την ένταξή τους στη σφαίρα επιρροής της, σύμφωνα με τις στοχεύσεις της αυτοκρατορικής διπλωματίας. Ανάλογες στοχεύσεις εξυπηρέτησε και η διάδοση του εκκλησιαστικού δικαίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία καθιερώθηκε στη συνείδηση των Σλάβων ως το εκκλησιαστικό κέντρο από το οποίο εξαρτώνταν και με το οποίο συνέδεσαν την εκκλησιαστική τους ζωή.

Κυρίες και Κύριοι,

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει νομίζω σαφώς ότι η στόχευση της αυτοκρατορικής διπλωματίας να προσεγγίσει τον σλαβικό κόσμο, που παρέμενε ακόμα τον 9ο αιώνα έξω από τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, και να τον εντάξει στη δική της σφαίρα επιρροής στηρίχθηκε κατεξοχήν σε δύο πυλώνες, στην καθιέρωση και διάδοση της εκκλησιαστικής εμπειρίας, η οποία άγγιξε όλους τους τομείς της πνευματικής και πολιτισμικής της ζωής και της νομικής της παράδοσης που διασφάλιζε τη δημιουργία θεσμών και δομών ομόλογων της Αυτοκρατορίας καθώς και την καθιέρωση αρχών, αντιλήψεων και πρακτικών που διασφάλιζαν όχι μόνο την προσέγγισή τους αλλά τη σύνδεση μαζί της με άρρηκτους ακατάλυτους στον χρόνο δεσμούς.

Αν όμως στο διπλωματικό επίπεδο οι σχεδιασμοί της αυτοκρατορικής διπλωματίας απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια θεολογική αποτίμηση των επιλογών του Κωνσταντίνου – Κυρίλλου και του Μεθοδίου, καθώς σε θεολογικό επίπεδο η επιτυχία ή αποτυχία ενός σχεδίου δεν υπόκειται στις ίδιες αρχές και τους ίδιους κανόνες που διέπουν την εγκόσμια λογική της εξουσιαστικής ισχύος.

Αποτιμώντας λοιπόν θεολογικά το έργο τους και την παράδοση που θεμελιώθηκε επάνω του πρέπει να επισημάνουμε ότι οι δύο θεσσαλονικείς αδελφοί υπερέβησαν τους κανόνες και τις αρχές της διπλωματίας. Πρόσφεραν στους σλάβους μαθητές τους ένα πνευματικό δώρο «… το καλύτερο, πιο πολύτιμο από κάθε χρυσό και ασήμι, από πολύτιμους λίθους και πλούτη που φεύγουν …», όπως σημειώνει εμφατικά και ο αυτοκράτορας στην επιστολή του προς τον μοραβό ηγεμόνα, το οποίο ακολουθώντας τις θεμελιώδεις αρχές του ευαγγελικού μηνύματος, προσφέρει όχι μόνο τη δυνατότητα της κατανόησης και της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός αλλά συγχρόνως ένα ολόκληρο και διαμορφωμένο πνευματικό και πολιτισμικό χώρο, που έχει διαμορφωθεί ήδη κατά την πρώτη χιλιετία του χριστιανισμού χάρη στην αλληλεπίδρασή του με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Ολόκληρη αυτή η δωρεά ωστόσο θεμελιώνεται αλλά και κατατείνει στην ελευθερία. Τη δυνατότητα δηλαδή οι Σλάβοι να ακούν στη γλώσσα τους το Ευαγγέλιο και να λατρεύουν τον Θεό επιλέγοντας από την ελληνική παράδοση ό,τι χρειάζονται και ό,τι τους ταιριάζει.

Αυτή η επιλογή της ελεύθερης ένταξης και της προσαρμογής φαίνεται ότι αποτέλεσε το θεμέλιο επάνω στο οποίο στηρίχθηκε ο σλαβικός κόσμος, ο οποίος μπόρεσε όχι μόνο να εμπεδώσει τη νέα πίστη αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων αιώνων να εμπεδώσει τη μακραίωνη παράδοση του ελληνορωμαϊκού κόσμου και να συμβαδίσει μαζί του ως το alter ego του.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.