A. Miltenova, Η μεταφρασμένη από τα ελληνικά κατηχητική γραμματεία και η κυριλλομεθοδιανή ιεραποστολή – Catechetical Literature translated from Greek and Cyrillo-Methodian Mission

Εισήγηση της Καθηγήτριας και Διευθύντριας του Ινστιτούτου της Μεσαιωνικής Βουλγαρικής Γλώσσας και Γραμματείας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών A. Miltenova στην ημερίδα με θέμα: Ψηλαφώντας τα ίχνη της Κυριλλο-Μεθοδιανής ιεραποστολικής διαδρομής

Η μελέτη της κατηχητικής γραμματείας στο Βυζάντιο καθώς και στη μεσαιωνική Βουλγαρία παρεμποδίζεται από την έλλειψη πρωτογενών πηγών στις οποίες θα προσδιοριζόταν πλήρως και με ακρίβεια. Ο γραμματειακός όρος καθαυτός και το εύρος των έργων που εκείνος καλύπτει ορίζονται κυρίως σύμφωνα με τη λειτουργική πρακτική και επί τη βάσει εμμέσων τεκμηρίων — σχετικώς με τη χρήση των συγκεκριμένων κειμένων προ της λήψεως του Βαπτίσματος (κατά την προετοιμασία του Μυστηρίου) και αμέσως κατόπιν (για την επιβεβαίωση της πίστεως). Διατυπώνεται η υπόθεση ότι τα κυριότερα χριστιανικά κείμενα που διδάσκονταν και ερμηνεύονταν στους κατηχουμένους ήσαν τέσσερα: Το Σύμβολον της Πίστεως, οι Μακαρισμοί, η Κυριακή Προσευχή, και οι Δέκα Εντολές. Τούτο συνέβαινε με έναν απλοποιημένο, καταληπτό τρόπο. Όταν ομιλούν για κατηχητικά κηρύγματα από την πρωιμότερη περίοδο των παλαιοσλαβικών γραμματειών, οι ερευνητές συνήθως παρέχουν ως παράδειγμα την παλαιο-βουλγαρική μετάφραση των Κατηχητικών Ομιλιών του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων.

Υπάρχουν δύο αντιλήψεις του προβλήματος στην επιστημονική γραμματεία: μια πιο περιορισμένη και μια ευρύτερη. Στις μελέτες τους για το Βυζαντινό ιεραποστολικό έργο, οι Igor Shevchenko, Sergei Ivanov, και άλλοι ερευνητές βασίζονται σε συγκεκριμένες πηγές — όπως Βίος του Αγίου Παγκρατίου του Ταυρομενίου (8ος αιώνας) και ο Βίος του Αγίου Θεοδώρου της Εδέσσης  — για να υποστηρίξουν ότι της βαπτίσεως προηγείτο προφορική διδαχή επί των βασικών δογμάτων του Χριστιανισμού, με χρήση του Ευαγγελίου, του Αποστόλου, και κάποιων χωρίων από τη Λειτουργία. Ο βρετανός ερευνητής Joseph A. Munitiz ορίζει μια σημαντικώς ευρύτερη ομάδα έργων ως «κατηχητικά». Συνδέοντας την ιεραποστολική πρακτική με την εκπαίδευση και τη διδαχή εις την πίστιν, διατυπώνει τη θέση ότι οι κατηχήσεις δεν περιορίζονταν μονάχα σε κείμενα από την Αγία Γραφή και τη Λειτουργία. Ο Munitiz θέτει το ερωταποκριτικό είδος πρώτο μεταξύ των κατηχητικών διδακτικών βοηθημάτων, ακολουθουμένου από συνόψεις των βιβλικών κειμένων, οι οποίες έχουν μια πολύ παλαιά παράδοση. Υπογραμμίζοντας το ρόλο μεσαιωνικών καταλόγων «αναφοράς» για γεγονότα και ονόματα βιβλικών προσώπων, ο Munitiz ταξινομεί ως κατηχητική γραμματεία τις συνοπτικές αφηγήσεις περί των Οικουμενικών Συνόδων, τις συνοπτικές χρονολογίες της παγκόσμιας ιστορίας, και τους καταλόγους των αιρέσεων. Σύμφωνα με αυτόν, ένας άλλος τύπος κειμένου που εισήγαγε τους κατηχουμένους στη χριστιανική πίστη ήσαν τα αποφθέγματα και τα ανθολόγια, παραινετικές ομιλίες με αλφαβητικές ακροστιχίδες και οι συλλογές από ανεκδοτολογικές παραβολές (exempla).

Ένας αριθμός συγγραφέων επισημαίνουν ότι το όριο μεταξύ παραινετικής και κατηχητικής γραμματείας είναι προσωρινό — εάν ο όρος «κατήχησις» γίνεται αντιληπτός στην ευρύτερη έννοιά του. Αυτή η θέση υποστηρίζεται επιπλέον από ορισμένες πηγές, όπως ο Βίος του Αγίου Αθανασίου του Άθω, όπου ο όρος «κατηχήσεις» χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο «παραινέσεις» για να περιγράψουν τις διδαχές του Αγίου Αθανασίου προς τους προσήλυτους. Τα απαραίτητα επίσημα χαρακτηριστικά ενός κατηχητικού κειμένου ορίζονται συνήθως ως η απλότητα, η σαφήνεια και η συντομία του. Σημειώνεται ότι η μνημονική μορφή του κειμένου, τουτέστιν μια μορφή που το καθιστά εύκολο στην απομνημόνευση και την επανάληψη, είναι επίσης πολύ σημαντική.

Οι Ερωταποκρίσεις, κείμενα που αποτελούνται από σύντομες ερωτήσεις και απαντήσεις, πληρούν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις προϋποθέσεις και γι’ αυτό θεωρούνται ως μια από τις τυπικές μορφές της κατηχητικής γραμματείας. Μολονότι είναι ανεξαιρέτως συνταχθέντες σε ένα απρόσωπο ύφος, οι ρόλοι του «δασκάλου» και του «μαθητού» συχνά υπονοούνται σε αυτές. Το ερωταποκριτικό είδος αναδύθηκε τον 3ο–4ο αιώνα ως μια παραλλαγή κειμένων ερμηνευτικού τύπου που εξηγούσαν τα πιο σημαντικά χωρία της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Το ερωταποκριτικό είδος χρησιμοποιήθηκε από έναν αριθμό διασήμων χριστιανών εξηγητών, όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Ισίδωρος Σεβίλλης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεοδώρητος Κύρρου, ο Ησύχιος Ιεροσολύμων, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, και ο Αθανάσιος Σιναΐτης. Στην Κυριλλο-Μεθοδιανή παράδοση το είδος εκπροσωπείται πολύ καλά με τα αποκαλούμενα «ανθολόγια» που επέτρεπαν στον αναγνώστη ή ακροατή να γνωρίσει (ή να εξεταστεί σχετικώς με) τα βασικά θέματα του δόγματος και τις πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειές του σε μια κατανοητή μορφή.

Τα πρωιμότερα σωζόμενα παραδείγματα στη σλαβική παράδοση είναι ο Σύμμεικτος Κώδικας του Συμεών (Izbornik του 1073) και ο αποκαλούμενος Ηφεμονικός Σύμμεικτος Κώδικας (Κnyazheski Izbornik του 1076). Όμως αυτοί δεν ήσαν οι μόνοι κώδικες με τέτοιο περιεχόμενο — σύμφωνα με μεταγενέστερα αντίγραφα του 13ου και 14ου αιώνα, πολλά άλλα ανθολόγια μπορούν να ανασυντεθούν. Ακολουθεί εδώ μια σύντομη περιγραφή μερικών χαρακτηριστικών του περιεχομένου τους:

  • Στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα, υπήρχε ένας συμπιληματικός κύκλος κειμένων της παλαιοσλαβικής γραμματείας, τα οποία είχαν τη μορφή συντόμων ερωτήσεων και απαντήσεων (Σχόλιον επί των Ευαγγελικών Παραβολών και Συντάξεις των Αγίων Λόγων). Τα Σχόλια αυτά ολοκληρώνονταν με μια Ομιλία κατά της ματαίας επαναλήψεως στην προσευχή. Το έργο συνήθως διαδιδόταν μαζί με ένα ανώνυμο Σχόλιον επί της Κυριακής Προσευχής. Η λειτουργία αυτού του κύκλου ήταν αναμφίβολα κατηχητική. Τα αρχαϊστικά γλωσσικά του χαρακτηριστικά υποδεικνύουν ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν έργο των μαθητών του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.
  • Στο πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα νέες μεταφράσεις εμφανίστηκαν τόσον του ερωταποκριτικού έργου Σχόλια επί των Ευαγγελικών Παραβολών όσο και του Σχολίου επί της Κυριακής Προσευχής. Η εμφάνισή του συνδέθηκε με ένα ολόκληρο σύνολο κειμένων δογματικής φύσης, ξεκινώντας με τα Σχόλια επί του Συμβόλου της Πίστεως. Αυτά συμπεριελήφθησαν στους Κώδικες Κανονικού Δικαίου (Kormchaya) της αποκαλούμενης «Σερβικής Εκδόσεως». Οι μεταφράσεις που στρέφονταν εναντίον των αιρέσεων, είχαν πιθανώς συνταχθεί εντός ή εγγύς της πρωτεύουσας του Α΄ Βουλγαρικού Κράτους.
  • Μία ανθολογία μεταφρασμένων κειμένων που ήσαν πιθανώς σχεδιασμένα για διδαχή και ηθική καθοδήγηση αντιγράφηκε σε μοναστηριακούς σύμμεικτους κώδικες του 10ου αιώνα. Αυτή η ανθολογία περιλαμβάνει την Ομιλία επί των Δέκα Εντολών, γνωστή από ένα πρωιμότερο αντίγραφο του 13ου-14ου αιώνα, που συντάχθηκε με την ορθογραφία της Rashka αλλά η οποία διασώσει αρχαϊκά γλωσσικά χαρακτηριστικά. Η ανθολογία αποτελείται από αποσπάσματα διδακτικών έργων σε διάφορα είδη, ακολουθώντας τις τάσεις των σύμμεικτών κωδίκων από τους χρόνους του Α΄ Βουλγαρικού Κράτους.

Παράλληλα με τις ερωταποκρίσεις, τα ανθολόγια που αποτελούνταν από γνώμες και αποφθέγματα είχαν συνάμα και μια κατηχητική λειτουργία. Θα σχολιάσω εν συντομία ένα παράδειγμα από τα γραπτά των μαθητών του Κυρίλλου και του Μεθοδίου του 9ου-10ου αιώνα, το οποίο καταδεικνύει τη στενή σύνδεση μεταξύ κατηχητικών και παραινετικών κειμένων. Τούτο είναι τα αποκαλούμενα Stoslovets (Εκατό Ρητά), γνωστά στη σλαβική παράδοση συχνότατα υπό το όνομα το Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως (†471), αλλ’ επίσης υπό τα ονόματα του Νήφωνος Κωνσταντιανής, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, ή και ανωνύμως, δίχως αναφορά συγγραφέως. Το πρωιμότερο γνωστό αντίγραφο αυτού του έργου βρίσκεται στο Izbornik του 1076 και ανήκει αναμφίβολα στην παλαιοσλαβική γραμματεία.

Αυτό το έργο συνιστά μια συλλογή εκατό ρητών (γνωμών) που εξηγούν βασικές αρχές της χριστιανικής πίστεως και ηθικής, και είναι μια σύντομη αλλά περιεκτική έκθεση του δόγματος. Μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί το αρχέτυπο του κειμένου, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε μεταφραστεί από τα Ελληνικά. Εικάζεται πως είναι ένα συμπίλημα από διαφορετικές πηγές που είχε συνταχθεί ήδη στο Βυζάντιο ή (σύμφωνα με τον M. N. Speransky) συντάχθηκε στη Βουλγαρία σε πρώιμη εποχή. Υπάρχουν πάνω από τριάντα γνωστά αντίγραφα των Stoslovets (Ρωσικά, Νοτιορωσικά, Μολδαβικά, και Σερβικά), που βρίσκονται σε σύμμεικτους κώδικες μικτού περιεχομένου, καθώς και στους ρωσικούς κώδικες Izmaragd και Zlataya Chep. Έτσι, στο αρχέτυπο του Izmaragd, τα Stoslovets ήσαν στην αρχή του.

Το κείμενο ξεκινά με το Σύμβολον της Πίστεως. Έπειτα ακολουθούν εκκλήσεις για βεβαίωση της πίστεως στη Θεοτόκο, στο Σταυρό του Χριστού, στις εικόνες, για τη λατρεία των αγίων και των λειψάνων τους, την πίστη στα Μυστήρια, κ.ο.κ. Το κείμενο συνεχίζει με γνώμες σχετικές με την υπακοή στις εγκόσμιες Αρχές — στον τσάρο, στους έχοντες εξουσία, στους πλουσίους, κ.ο.κ. Παρακάτω, το κείμενο ενθαρρύνει τις παραδοσιακές χριστιανικές αρετές: ταπεινοφροσύνη, υπομονή και ηπιότητα, μετάνοια, φιλανθρωπία, δωρεά στους πτωχούς και παροχή φροντίδας στους πάσχοντες, ανεκτικότητα προς τους ξένους, μετριοπάθεια και εγκράτεια, κ.ο.κ. Η T. Kopreeva (η πρώτη που μελέτησε εκτενώς το Stoslovets και τις πηγές του σύμφωνα με το αντίγραφο της Συλλογής Pogodin 1032, RNB) εκτιμά ότι είχε αναντίρρητα ένα σκοπό πολεμικής, ιδιαίτερα σχετικώς με την υπακοή στις εγκόσμιες Αρχές και τη διατήρηση της υφιστάμενης ιεραρχίας στην κοινωνία. Διαβλέπει στο τμήμα αυτό του κειμένου μια απήχηση του κοινωνικού μηνύματος της πραγματείας του Κοσμά του Πρεσβυτέρου κατά των Βογομίλων, ο οποίος είχε τονίσει ότι οι αιρετικοί παρωθούν προς την ανυπακοή έναντι των Αρχών, κατήγγελλαν τους βογιάρους και απεχθάνονταν τον τσάρο και τους πλουσίους.

Η πλήρης (ή εκτενής) έκδοση των Stoslovets έχει μια συνεκτική δομή και συνοχή θεμάτων. Παρουσιάζει μιαν εικόνα πλήρως ανεπτυγμένων κοινωνικών σχέσεων στο μεσαιωνικό κράτος. Η βραχύτερη έκδοση δεν περιέχει τα χωρία που αφορούν στην υπακοή προς τον τσάρο (πρίγκιπα) και το κείμενο περιορίζεται στο σεβασμό προς τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους, και στις χριστιανικές αρετές. Μια ακόμη διαφορά μεταξύ της εκτενούς και της βραχύτερης έκδοσης έγκειται στην ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως: στην εκτενή έκδοση δίνεται διακριτή έμφαση στη Σάρκωση του Υιού του Θεού σε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, που κατά πάσα πιθανότητα αποσκοπούσε στην ανασκευή της αιρετικής (μονοφυσιτικής) αντίληψης της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό. Η κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση κατά το β΄ ήμισυ του 10ου αιώνα ενδέχεται να ενέπνευσε επίσης τη ρητή εντολή σχετικώς με τη τιμή προς τη Θεοτόκο, που απέρριπτε η βογομιλική διδασκαλία. Οι εκδότες της τελευταίας έκδοσης του Izbornik του 1076 υποστηρίζουν τη θέση της Kopreeva ότι η βραχύτερη έκδοση είναι μεταγενέστερη και συνιστά μια ρωσική αναθεώρηση του περιεχομένου της αυθεντικής εκδοχής του έργου, παραλείποντας τα χωρία που αφορούν στην κοινωνική ιεραρχία.

Υπάρχουν πολύ λίγα αντίγραφα των Stoslovets σε νοτιοσλαβικά χειρόγραφα (βουλγαρικά και σερβικά) — βρίσκονται είτε σε σύμμεικτους κώδικες, όπου υπάρχουν ίχνη ενός αρχαϊστικού αρχετύπου, ακολουθώντας το Izbornik του 1076, ή, από τον 14ο αιώνα και εξής, σε δογματικές και αντιρρητικές ανθολογίες. Ένα από τα πλέον σημαντικά αντίγραφα ανήκε σε ένα μεσοβουλγαρικό σύμμεικτο κώδικα του 14ου αιώνα, αριθμ. 439 (320) στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Βελιγραδίου, που κατεστράφη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε διδακτικό περιεχόμενο χαρακτηριστικό του τύπου προσευχής της lectio divina ή «θεία ανάγνωση» του 14ου αιώνα: κεφάλαια από τον Ησύχιο Ιεροσολύμων, Συμεών Νέο Θεολόγο και Γρηγόριο Σιναΐτη (έξι κεφάλαια) για την ηθική συγκρότηση των Χριστιανών και για τη μη μεταβολή (δεκατρία κεφάλαια), γνωμικά του Πατρός Θαλασσίου για την προσευχή, πνευματικώς ωφέλιμα κεφάλαια από τον Άγιο Θεόδωρο Εδέσσης (ενενήντα οκτώ κεφάλαια), και άλλα έργα. Ο σύμμεικτος κώδικας ολοκληρώνεται με τα Stoslovets στην πλήρη τους έκδοση και με τις απαντήσεις του Αθανασίου Αλεξανδρείας σε ερωτήματα του πρίγκιπος Αντιόχου. Αξιοσημείωτο είναι ένα σχόλιο περιθωρίου στο τέλος του σύμμεικτου που έλεγε ότι το βιβλίο είχε γραφεί από τον δεσπότη Stefan Lazarević, «δεσπότη και διάδοχο της γης του Braničevo», για τη σωτηρία της ψυχής του, έτος 6929 [= 1421], ιε΄ ινδικτιών, 20η Αυγούστου. Σε αυτήν την ιδιαίτερη περίπτωση, τα Stoslovets συμπεριελήφθησαν σε μια τυπική ησυχαστική ανθολογία, που δείχνει ότι η παράδοση πρωιμότερων κατηχητικών έργων από την κυριλλομεθοδιανή εποχή δεν είχε χαθεί και ότι ανταποκρίνονταν στα ενδιαφέροντα των νοτιοσλάβων ηγεμόνων.

Η μελέτη του ρεπερτορίου της γραμματείας από την εποχή του Α΄ Βουλγαρικού Κράτους (και ιδιαίτερα από τον 10ο αιώνα) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, συνολικώς, συνιστούσε «μια τυπική μοναστική βιβλιοθήκη όμοια με εκείνες στα σύγχρονά της Βυζαντινά μοναστήρια», όπως το έθεσε ο Francis Thomson. Αυτή η άποψη βασίζεται στις κυρίαρχες πλευρές της νοοτροπίας και των ενδιαφερόντων των παλαιοσλάβων λογίων που εργάζονταν στο πνεύμα της Ανατολικής Ορθοδόξου Χριστιανοσύνης, μεταφράζοντας και αντιγράφοντας κυρίως κείμενα που ανήκαν γενικώς στο κατηχητικό είδος (εξηγώντας και προετοιμάζοντας τους κατηχούμενους για τον Χριστιανισμό και την άσκησή του) και του παραινετικού είδους (περί ηθικής συγκρότησης, διδακτικό, προτρεπτικό) της χριστιανικής γραμματείας. Κατά τον 14ο αιώνα, αυτό το είδος γραμματείας ανακαλύφθηκε εκ νέου, οι παλαιές ανθολογίες άρχισαν να αντιγράφονται ξανά, και μολονότι οι αλλαγές στη γλώσσα ακολουθούσαν τις καινούργιες τάσεις της εποχής, το περιεχόμενο των μοναστικών συμμείκτων κωδίκων παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό το ίδιο με εκείνο των πολύ πρωιμότερων πρωτοτύπων. Όχι μόνο η γραμματειακή κληρονομιά του Α΄ και του Β΄ Βουλγαρικού Κράτους αλλά και η γραμματεία που συνδέεται με τους Σέρβους ηγεμόνες του 13ου και 14ου αιώνα και ιδιαίτερα με τις αθωνικές μονές από τον 14ο και 15ο αιώνα μαρτυρούν τη συνέχεια της κατηχητικής γραμματείας και την πολύ σημαντική θέση της στη Βαλκανική των Μέσων Χρόνων.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.