Zoran Rancović (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου), Η Κυριλλο-μεθοδιανή παράδοση και η λειτουργική γλώσσα στη Σερβική Εκκλησία – Kirilo-metodijevska tradicija i bogosluzbeno predanje Srpske Crkve

Εισήγηση στην ημερίδα με θέμα: Ψηλαφώντας τα ίχνη της Κυριλλο-Μεθοδιανής ιεραποστολικής διαδρομής

Είναι πραγματικά ευχάριστο να ομιλεί κανείς στη Θεσσαλονίκη για την Κυριλλο-μεθοδιανή παράδοση στους Σέρβους, και στους Σλάβους γενικότερα, διότι η πόλη αυτή είναι η γενέτειρα των Αγίων Θεσσαλονικέων αδελφών. Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο για τον επιπρόσθετο λόγο της συμπλήρωσης εφέτος των 1150 ετών από την απαρχή του εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού έργου του Κυρίλλου και του Μεθοδίου στους σλαβικούς λαούς.

Η εξάπλωση του Χριστιανισμού στους τόπους οι οποίοι αργότερα θα αποτελούσαν συστατικά στοιχεία του μεσαιωνικού σερβικού κράτους δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή.  Ο εκκλησιαστικός οργανισμός που δημιουργήθηκε την περίοδο του ύστερου Ρωμαϊκού Κράτους καταστράφηκε στους χρόνους των αβαρο-σλαβικών επιθέσεων και των μετοικίσεων σλαβικών πληθυσμών. Οι νεοεγκατασταθέντες Σλάβοι, μεταξύ δε αυτών οι περίφημοι Σέρβοι, υπήρξαν παγανιστές και, ως εκ τούτου, αποτέλεσαν κατάλληλο έδαφος για ιεραποστολική δράση των γειτονικών χριστιανικών χωρών και πρωτίστως του Βυζαντίου.

Όχι πλούσια, αλλά μοναδική πηγή γνώσης για τους Σέρβους από την κάθοδό τους στην Βαλκανική Χερσόνησο έως τα μέσα του 10ου αιώνα, είναι πραγματικά το «Περί τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (913-959) που προέκυψε ανάμεσα στα έτη 948 και 952. Ο Κωνσταντίνος μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641) εκχριστιάνισε τους Σέρβους που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές που ο ίδιος είχε παραχωρήσει σ’ αυτούς. Ο Πορφυρογέννητος μαρτυρεί ότι και ο Βασίλειος ο Α΄(867-886) κατέβαλε επίμονες προσπάθειες ώστε να εκχριστιανισθούν όσοι δεν είχαν ως τότε δεχτεί τον Χριστιανισμό. Τα πρώτα χριστιανικά ονόματα Στέφανος (υιός του Μουλτιμίροβ) και Πέτρος (υιός του Γκόικοβ) μαρτυρούν περί ενός κύματος εκχριστιανισθέντων Σέρβων την περίοδο αυτή.

Οι ανατολικές σερβικές περιοχές ήδη από τον πρώιμο μεσαίωνα εστράφησαν στην βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Αυτή λοιπόν η πνευματική επίδραση των Βυζαντινών δεν ανεκόπη ούτε ακόμα κι όταν αναπτύχθηκαν μεταξύ τους πολεμικές αντιπαλότητες. Ωστόσο, στις νοτιοδυτικές και δυτικές περιοχές η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά. Η βυζαντινή στρατιωτική και διοικητική ενότητα, το περίφημο θέμα της Δαλματίας, δεν εισχώρησε στον ευρύτερο κύκλο του βυζαντινού πολιτισμού. Η αιτία του φαινομένου αυτού θα πρέπει να αναζητηθεί στις εκκλησιαστικές διασυνδέσεις των περιοχών αυτών που ήδη είχαν δρομολογηθεί προς το κέντρο της δυτικής χριστιανοσύνης τη Ρώμη. Οι Σέρβοι, όπως ήταν φυσικό, ήρθαν σε άμεση επαφή με τους λατινογενείς κατοίκους των περιοχών αυτών.

Δεν θα μπορούσε βεβαίως να παραλειφθεί από τη εισήγησή μας αυτή η πνευματική και πολιτιστική θεώρηση  των σχέσεων με τη Βουλγαρία στα τέλη του 9ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 10ου αιώνα. Η άνοδος του Βουλγαρικού κράτους και η εκπαιδευτική πρόοδος του ηγεμόνα Μπόρις Μιχαήλ και ιδιαίτερα βέβαια του τσάρου Συμεών, είχαν ασκήσει αναπόφευκτα επιρροές στις σερβικές χώρες. Να σημειώσουμε πως οι Βούλγαροι δέχτηκαν τον Χριστιανισμό δύο δεκαετίες πριν από τους Σέρβους. Ο ηγεμόνας Μπόρις βαπτίσθηκε το 864μ.χ. στην πρωτεύουσα Πλίσκα και έλαβε το χριστιανικό όνομα Μιχαήλ. Την περίοδο δε του τσάρου Συμεών (893-927) το Βουλγαρικό κράτος ενδυναμώθηκε, παράλληλα δε τόσο στην εκκλησιαστική λειτουργική γλώσσα όσο και στη γλώσσα της διοίκησης καθιερώθηκε η σλαβική. Η σερβο-βουλγαρική πολιτική, πολιτιστική και εν γένει πνευματική συνεργασία έχει τις απαρχές της την εποχή αυτή και συνεχίσθηκε στους χρόνους της βασιλείας του Πέτρου (927-969) υιού του Συμεών. Όταν λοιπόν ο βυζαντινός αυτοκράτορας κυριάρχησε στις περιοχές της ανατολικής και βορειοανατολικής Βουλγαρίας η πολιτική και πνευματική ζωή επεκτάθηκε στη νοτιοδυτική Βαλκανική Χερσόνησο στο βασίλειο του Σαμουήλ.

Τα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα της ήδη εκχριστιανισθείσας Σερβίας δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν μόνιμο και σταθερό όριο ανάμεσα στις δύο χώρες διότι απλούστατα οι Σέρβοι βρίσκονταν σε έδαφος βυζαντινό. Το Βυζάντιο λοιπόν εκλάμβανε τις περιοχές αυτές ως ιδικές του με συνέπεια και η Σερβία να μην οριοθετεί τα δικά της σύνορα. Την περίοδο του τσάρου Συμεών οι Βούλγαροι εισχωρούσαν στη σερβική ενδοχώρα με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα μόνιμης αποκατάστασης των συνόρων. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για ευμετάβλητα σύνορα ανάμεσα στο Βυζάντιο, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Αν και Σερβία και Βουλγαρία συχνά μεταξύ τους έφταναν σε πολεμικές διενέξεις, εν τούτοις, το γεγονός αυτό δεν τους εμπόδιζε να συνεργάζονται σε πνευματικά θέματα. Ομοίως οι διενέξεις αυτές δεν θα καταφέρουν να ματαιώσουν τη διδασκαλία της σλαβικής γραφής στη Βουλγαρία.

Το Βυζάντιο στις αρχές του 11ου αιώνα επέτυχε μεγάλες νίκες στα πεδία των στρατιωτικών μαχών και μετατόπισε τα σύνορά του έως τον Δούναβη και το Σρεμ. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄(976-1025) αφού κατέλαβε το βασίλειο του Σαμουήλ στη Βουλγαρία ίδρυσε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή με έδρα την Οχρίδα ως έδρα των νεοαποκτηθέντων περιοχών. Υπό την δικαιοδοσία της νέας αυτής αρχιεπισκοπής συστήθηκαν επτά επισκοπές οι οποίες αργότερα εντάχθηκαν στο σώμα της σερβικής αρχιεπισκοπής, μεταξύ δε αυτών η επισκοπή της Ράσκας, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει τον πυρήνα στη δημιουργία της κατοπινής ανεξάρτητης πια Σερβικής Εκκλησίας. Οι περιοχές ωστόσο δυτικά της Ράσκας όπως και στα αδριατικά παράλια εξακολούθησαν να βρίσκονται υπό την επίδραση των λατινικών κέντρων.

Με την πτώση του βασιλείου του Σαμουήλ και την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής της Οχρίδας απέμεινε στο εσωτερικό της Βαλκανικής χερσονήσου χώρος σχετικά μικρός υπό την ηγεμονία του Βυζαντίου (1018-1180). Κατά τον 12ο αιώνα το κέντρο της πολιτικής ζωής των Σέρβων μετατοπίσθηκε στη Ράσκα. Όταν λοιπόν οι περιοχές των παραθαλασσίων και των ηπειρωτικών της Ράσκας υπό την διοίκηση του Σέρβου μεγάλου Ζουπάνου Στέφανου Νέμανια (1168-1196) ενώθηκαν σε μία κρατική υπόσταση και εν τέλει απελευθερώθηκαν από τους βυζαντινούς, το κρατικό αυτό δημιούργημα βασίσθηκε σε μία διπλή εκκλησιαστική παράδοση, καθώς περιελάμβανε περιοχές και της Ανατολικής και της Δυτικής εκκλησιαστικής επικράτειας. Αμέσως μετά, στους χρόνους του  Στέφανου Νέμανια και του υιού του Στεφάνου του Πρωτοστεφή (1196-1227) το σερβικό κράτος και η σερβική εκκλησία οριστικά πια συνδέθηκαν με την ανατολική εκκλησιαστική παράδοση. Απόδειξη των εξελίξεων αυτών αποτελεί η προαγωγή σε Βασίλειο του σερβικού κράτους και η ανύψωση της Σερβικής Εκκλησίας σε Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Σάββα στο αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Είναι βεβαιωμένο ότι στα χρόνια της βασιλείας του Συμεών, αλλά και του Πέτρου και του Σαμουήλ στις σερβικές χώρες γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ενίσχυση και εξέλιξη της Εκκλησίας στη βάση του σλαβικού τελετουργικού τυπικού. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε ούτε στους χρόνους της εκκλησιαστικής διοίκησης της Αρχιεπισκοπής Οχρίδος. Επτά επισκοπές της Αρχιεπισκοπής αυτής εντάχθηκαν στον χώρο εκείνο που αργότερα θα αποτελέσει τμήμα της αυτόνομης-αυτοκέφαλης πια Σερβικής Αρχιεπισκοπής υπό την πρωτοκαθεδρία του Αγίου Σάββα. Η προσπάθεια περεταίρω οργάνωσης ήταν σαφής. Οι επισκοπές δύνανται να συστήνονται μόνο εκεί όπου υπάρχει εκκλησιαστική ζωή. Κάθε επισκοπή είχε τον δικό της αριθμό ναών, ο οποίος βέβαια αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου. Οι καρποί της βουλγαρικής σλαβικής παιδείας και η εν γένει πνευματική της πρόοδος μεταλαμπαδεύτηκαν στη Σερβία και κατάφεραν να συναντηθούν σε μία άμεση συνάντηση με τον βυζαντινό πολιτισμό.  Έτσι οι Σέρβοι μπόρεσαν να δεχτούν το σλαβικό τελετουργικό στην πρώτη σλαβική λογοτεχνική γλώσσα – τα παλαιοσλαβικά – στη διάρκεια του 10ου αιώνα ή στην αρχή του 11ου αιώνα καθώς ήδη την περίοδο αυτή, έστω πρόσκαιρα, βρίσκονταν στη ζώνη επιρροής των βουλγάρων ηγεμόνων. Έτσι, τα μνημεία όπως η Τέμνιτσκι επιγραφή (10ος ή 11ος αιώνας) ή το ευαγγέλιο της Μαρίας (το αργότερο στις αρχές του 11ου αιώνα), στοχευμένα, με τα ιδιαίτερα καταγραφικά και ορθογραφικά χαρακτηριστικά τους, συνδέθηκαν με τον χώρο των σερβικών χωρών. Συμβολικά και αποδεικτικά τα μνημεία αυτά καταδεικνύουν την ύπαρξη δύο ισχυρών ρευμάτων στο χώρο αυτό: του γλαγολιτικού και του κυριλλικού. Οι πιο παλαιές σερβικές μαρτυρίες του 12ου αιώνα όπως είναι το Γκρουσκοβίτσιο και το Μιχανοβίτσεβο απομεινάρι χειρογράφου συνθέτουν απλώς την επιβεβαιωμένη εικόνα της ολοκλήρωσης και ζύμωσης των τάσεων αυτών.

Το κεντρικό σημείο δράσης της Αρχιεπισκοπής Οχρίδος εκτεινόταν πια εμφανώς στη σλαβική σφαίρα επιρροής, οριστικά αποκομμένο από την ακτίνα δράσης της Ρωμαϊκής εκκλησίας. Η Βαλκανική Χερσόνησος βρέθηκε υπό ένα κύμα εξελληνισμού. Συνέβαινε δε το εξής: η εκκλησία έγινε ελληνική και το ποίμνιο στην πλειονότητά του ήταν σλαβικό. Το γεγονός αυτό επέδρασε στον σχηματισμό του λειτουργικού τελετουργικού στη βάση την ελληνική ενώ η έκφραση του τελετουργικού γινόταν στη σλαβική γλώσσα. Στις εκκλησίες και στα μοναστήρια τελούσαν τις τελετές ασφαλώς ιερείς και ιερομόναχοι σλαβικής καταγωγής. Οι ακολουθίες ωστόσο πραγματοποιούνταν στους  ναούς με ροή είτε στην ελληνική είτε στη σλαβική γλώσσα. Άμεσες πληροφορίες για την αλληλουχία του ελληνικού και σλαβικού τυπικού, δυστυχώς, δεν υπάρχουν. Η πραγματική κατάσταση υποθετικά και έμμεσα μόνο μπορεί να τεθεί.

Εν τούτοις, η συμβίωση των Ελλήνων και των Σέρβων ιερέων και μοναχών άφησε τα ίχνη της στην εικονογραφία των ναών στους οποίους διακόνησαν. Για παράδειγμα, στο ησυχαστήριο του αγίου Πέτρου Κόρισκογκ, που χτίστηκε τον 12ο αιώνα, πέριξ των φωτοστέφανων των αγίων υπάρχουν επιγραφές και ελληνικές και σερβικές. Στη σερβική χειρόγραφη – γραπτή παράδοση περισσότερο απ ό,τι στις εικονογραφικές αναπαραστάσεις μαρτυρείται η συμβίωση αυτού του ελληνο-σλαβικού εκκλησιαστικού τυπικού. Στις μικρογραφίες των αγίων Πέτρου και Παύλου, στον ελληνικό Απόστολο, του 10ου και 11ου αιώνα, (Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Pc 149) αναμιγνύονται ελληνικές και σλαβικές επιγραφές στα φωτοστέφανα των αγίων και στον φεγγίτη. Στη βιβλιοθήκη της Οξφόρδης στο εκκλησιαστικό βιβλίο «Ιερατικόν» υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα, στο περιθώριο του κειμένου, απόστιχα γραμμένα στα σερβοσλαβικά. Ένα σερβικό Προσευχητάριο που συμπεριελάμβανε και την θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που βρίσκεται σήμερα στην βιβλιοθήκη του Βατικανού (Pc 10), στη σύνθεση του βασικού σλαβικού κειμένου υπάρχουν σε τρία σημεία σύντομες προσευχές στα ελληνικά, το ελληνικό δε κείμενο είναι γραμμένο με κυριλλικούς χαρακτήρες.

Παλαιοσλαβικά βιβλία από τις περιοχές της Οχρίδας κινήθηκαν προς το βορρά σε αντίστοιχες σερβικές περιοχές. Στις διάρκεια του 10ου και 11ου αιώνα στις σερβικές χώρες παγιώθηκε μία σειρά φωνητικών σερβικών γλωσσών. Η σλαβική γλώσσα στην περίπτωση των Σέρβων την οποίαν δέχτηκαν από το σλαβικό εκκλησιαστικό τυπικό, το οποίο ήταν βασισμένο στην Κυριλλο-μεθοδιανή παράδοση, στην παλαιοσλαβική μάλιστα γλώσσα, εξέφρασε το λαϊκό πνεύμα και την καθομιλουμένη λαϊκή τους γλώσσα. Έτσι, στις σερβόφωνες περιοχές ξεκίνησε ένα είδος εκσερβισμού της παλαιότερης εκκλησιαστικής γλώσσας των Σλάβων, κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε να δημιουργείται η σερβική έκδοση της εκκλησιαστικής και λογοτεχνικής γλώσσας όπως επίσης και η σερβική έκδοση της αρχαίων σλαβικών γραμμάτων που μετονομάσθηκαν και σλαβοσερβικά. Αυτή λοιπόν η σερβο-εκκλησιαστική και λογοτεχνική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε στη σερβική παράδοση επί μακρόν: από την εποχή της αποδοχής του σλαβικού εκκλησιαστικού τυπικού αδιάκοπα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Κατέστη στη μορφή αυτή γλώσσα του εκκλησιαστικού τυπικού, γλώσσα δηλαδή στην οποία οι Σέρβοι έγραφαν, διάβαζαν αναγνώσματα αλλά και έψαλαν, εν τούτοις δεν αποτελούσε την προφορική γλώσσα του λαού. Με τον τρόπο αυτό γράφτηκαν ιερατικά βιβλία, έργα θεολογικού περιεχομένου, ποικίλα λογοτεχνικά και διάφορα ακόμα με τη θεολογία έργα. Η διαμορφωμένη στα μέσα του 11ου αιώνα σερβική εκκλησιαστική εργογραφία κατέστη εν τη προόδω του χρόνου το μέσο γραφής πρωτότυπων έργων της λογοτεχνικής παραγωγής του σερβικού λαού.

Μετά την μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων υπό τον Αρσένιο Τσρνόγεβιτς τον Γ΄, το 1690,  και την μετοίκησή τους σε βορειότερες των ποταμών Σάβα και Δούναβη περιοχές ο λαός αυτός βρέθηκε εκτεθειμένος στη θρησκευτική και γλωσσική πίεση της καθολικής Αυστρίας, πνευματικά εστράφη προς τη Ρωσία και απηύθυνε έκκληση βοήθειας. Αποτέλεσμα αυτής της σερβο-ρωσικής προσέγγισης και του προσανατολισμού που επιχειρήθηκε είναι η δημιουργία σλαβικών σχολείων στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι το 1726, με τα οποία στο σερβόφωνο περιβάλλον ξεκίνησε η διδασκαλία και εν τέλει κυριαρχία της ρωσοσλαβικής γλώσσας. Με την προσπάθεια του μητροπολίτη Βικεντίου Γιοβάνοβιτς, την τελευταία τριακονταετία του 18ου αιώνα, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της μητρόπολης Βελιγραδίου- Καρλοβικίου εφοδιάσθηκαν με εκκλησιαστικά βιβλία ρωσικής προέλευσης. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα η ρωσοσλαβική γλώσσα, ως ύστερη ρωσική έκδοση της παλαιοσλαβικής, μόλις τότε, να καταστεί, και μέχρι σήμερα μάλιστα παραμένει ως τέτοια, η εκκλησιαστική λειτουργική γλώσσα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο νέο γλωσσικό περιβάλλον στη Σερβία, αυτή η ρωσοσλαβική γλώσσα ως ένα μεγάλο βαθμό προσαρμόσθηκε στη σερβική γλώσσα. Αυτός ο γλωσσικός εκσερβισμός αντανακλάται σήμερα κυρίως στη φωνητική εκφορά της γλώσσας. Έτσι προέκυψε η σερβική έκδοση της ρωσοσλαβικής γλώσσας γνωστή πια ως σλαβοεκκλησιαστική γλώσσα, της οποίας χαρακτηριστικό σημείο αντιπροσωπεύεται στο αποτέλεσμα της διαδικασίας εκσερβισμού της σλαβορωσικής γλώσσας. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η σημερινή λειτουργική εκκλησιαστική γλώσσα της Σερβικής Εκκλησίας  – τα σλαβοεκκλησιαστικά όπως λέγονται – αποτελούν έκφραση των σλαβορωσικών με σερβική προφορά.

Το πέρασμα από την μία έκδοση της εκκλησιαστικής γλώσσας στην άλλη δεν θα πρέπει να θεωρηθεί βεβαίως ως μία διακοπή απαραίτητα της αλληλουχίας και συνέχειας της εκκλησιαστικής γλώσσας στους Σέρβους. Και τούτο διότι στην έκδοση και των δύο αυτών εκδοχών κείται μία και ενιαία γλώσσα, τα παλαιοσλαβικά, η παλαιότερη σλαβική εκκλησιαστική γλώσσα η οποία μας έγινε γνωστή με το ιεραποστολικό έργο των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου όπως αυτό πραγματώθηκε στις αρχές του δευτέρου μισού του 9ου αιώνα. Η εμφάνιση της σλαβικής Λειτουργίας και των σλαβικών βιβλίων μπορεί να ιδωθεί ως μια προέκταση του θαύματος της καθόδου του Αγίου Πνεύματος στους Αγίους Αποστόλους κατά την Πεντηκοστή.

Στα συμπέρασματα των παραπάνω εκτεθέντων μπορεί επίσης να συμπεριληφθεί η αδιάκοπη και αδιάσπαστη συνέχεια της Κυριλλομεθοδιανής παράδοση στη λειτουργική εκκλησιαστική γλώσσα της Σερβικής Εκκλησίας. Τα παλαιοσλαβικά ως η πρώτη εκκλησιαστική γλώσσα των Σλάβων, και των ιδίων των Σέρβων, αναμφίβολα, διατηρήθηκαν στη λειτουργική παράδοση της Σερβικής Εκκλησίας μέχρι σήμερα. Σ’ αυτό το μακρύ χρονικό μεσοδιάστημα αυτή η γλώσσα διήλθε μέσω της γλωσσικής φωνητικής προσαρμογής στη δομή της σύγχρονης σερβικής γλώσσας.

Το θεμέλιο της ιεραποστολής του Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι πράγματι η εκκλησιοποίηση ενός ολόκληρου λαού: του σλαβικού. Τέλος, η μεταστοιχείωση της ιερατικής γλώσσας στη λαϊκή δηλώνει την ενότητα λαού και Εκκλησίας, δίνει τη δυνατότητα να συγχρωτίζεται η Εκκλησία με όλα τα έθνη με την δική της ζωή, με τον δικό της προσωπικό, μοναδικό και απαράμιλλο τρόπο. Τούτο πραγματικά σημαίνει την επιβεβαίωση, στον χώρο της Χριστιανοσύνης, της ανεπανάληπτης ταυτότητας ενός εκάστου έθνους αλλά και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η Κυριλλο-μεθοδιανή λειτουργική παράδοση φανερώνει ότι κάθε  λαός και κάθε άνθρωπος μέσα του ικανώνει εαυτόν στην συνεισφορά του Θείου Λόγου, τούτο σημαίνει ότι με όλο του το είναι συμμετέχει στην ευλογία του Ευαγγελίου ή για να εκφραστούμε με την γλώσσα την λειτουργική: συμμετέχει στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος που είναι ποικίλες και ανεπανάληπτες και οι οποίες προσφέρουν στον άνθρωπο την αιώνιο ζωή.

Μετάφραση από τα σερβικά: Δρ. Αθανασιάδης Αθανάσιος

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.