Η ταυτότητα και οι στόχοι της Ελληνικής Σλαβολογίας

Εισήγηση του προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Σλαβολόγων Ι. Ταρνανίδη (Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ) στην ημερίδα με θέμα: Ψηλαφώντας τα ίχνη της Κυριλλο-Μεθοδιανής ιεραποστολικής διαδρομής

Αποκωδικοποιώντας (και απομυθοποιώντας) τη συνοπτική και αγιολογική περιγραφή των Βίων, όπου γίνεται λόγος για την αποστροφή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ προς τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, λέγοντάς τους ότι ως θεσσαλονικείς θα πρέπει να γνωρίζουν να ομιλούν καλά τη σλαβική, πολύ δε περισσότερο, ότι ο άγιος Κύριλλος εδημιούργησε τη σλαβική γραφή και μετέφρασε στη σλαβική γλώσσα το ‘ευαγγέλιο’ ύστερα από θεία φώτιση κατά τη διάρκεια ειδικής προσευχής, διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην αποκάλυψη της μεγαλύτερης, σημαντικότερης και ανθεκτικότερης τομής στην πνευματική πορεία και ζωή όχι μόνο του Βυζαντίου και κατ’ επέκταση του Ελληνισμού, αλλά και ολόκληρης της ευρωπαϊκής περί την Αυτοκρατορία πολυεθνικής κοινότητας. Συνεκτιμώντας εκ των υστέρων και με δεδομένη τη σιγουριά των γνωστών αποτελεσμάτων αυτής της πρωτοβουλίας, διαπιστώνουμε ότι από την εποχή της καθόδου των Σλάβων στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη(7ος-8ος αι.) και παράλληλα με τις πολεμικές και λοιπές συγκρούσεις με τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, μέχρι την εποχή των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου (προχωρημένος 9ος αιώνας), είχαν συντελεστεί τόσο βαθιές και τόσης έκτασης πνευματικές ζυμώσεις μεταξύ των βυζαντινών πολιτών και των νεοφερμένων στην περιοχή τους σλάβων επήλυδων, ώστε μόνο με υπερβολές και αγιολογικές υπερβάσεις να ήταν εφικτή η  καταγραφή τους και από αυτούς ακόμα τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες που βιογράφησαν τους αγίους μας.

Παρακολουθώντας, λοιπόν, τους Βίους των αγίων μας, των οποίων την επιτυχή πολύπλευρη δράση ανάμεσα στους Σλάβους της Μεγάλης Μοραβίας έχουμε την τιμή να εορτάζουμε εφέτος με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 1150 χρόνων από το ξεκίνημα της ιεραποστολής τους, και διασταυρώνοντας τις πληροφορίες που μας παρέχουν με τα χειροπιαστά τεκμήρια επαλήθευσής τους(τα εκατομμύρια των Σλάβων ορθόδοξων και όχι μόνο πιστών, τα κάθε τόσο αναδυόμενα από το σκοτάδι της λήθης πρώιμα σλαβικά εκκλησιαστικά λειτουργικά και λοιπά κείμενα κλπ), βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκπληκτική κοσμογονία και πραγματικότητα, με συγκεκριμένη δυναμική αρχή και ακόμα πιο δυναμική και ζωντανή συνέχεια, που φτάνει μέχρι τις ημέρες μας, λαμβάνοντας παγκόσμιες διαστάσεις. Στην διεθνή, βέβαια, επιστήμη οι όροι Slavic Studies, Etudes slaves ή Slavistica κλπ, δεν διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους, για τους Έλληνες όμως επιστήμονες η Σλαβολογία έχει πάντα και κάτι από ελληνική ιστορία, γραμματεία, πολιτισμό.

Η ελληνική Σλαβολογία είναι η αρχαιότερη ειδική και βιωματική επιστήμη σ’ αυτό τον τομέα, αφού ουσιαστικά ξεκίνησε τον 8ο αιώνα στο Βυζάντιο  με το έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος δεν υπήρξαν μόνο διανοούμενοι και ικανοί μεταφραστές. Το έργο τους υπήρξε μια ολοκληρωτική διείσδυση στη ζωή, τη σκέψη, τη λογική και τη συμπεριφορά του σλαβικού κόσμου∙ έχοντας ως βασικά τους εφόδια την υψηλή ελληνική μόρφωση, την ορθόδοξη θεολογική κατάρτιση, αλλά και την ευαισθησία και ψυχική καλλιέργεια, εισχώρησαν στα ενδότερα της σλαβικής κοινωνίας και θεμελίωσαν το σλαβικό ορθόδοξο χριστιανικό οικοδόμημα το οποίο διαμόρφωσαν κατά τα βυζαντινά χριστιανικά και ελληνικά πρότυπα. Συνεπώς, υπήρξε και φιλολογικό και κοινωνικό και πολιτιστικό και βεβαίως πρωτίστως ιεραποστολικό, με ό,τι όμως μπορεί στην πράξη να σημαίνει η κατανόησης της χριστιανικής πίστης, θεολογίας και λατρείας. Επομένως η σλαβολογία ως πράξη, με στρατηγική, σχεδιασμό και εφαρμογή   υπήρξε έργο ελληνικό. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο και χωρίς εξήγηση το γεγονός ότι και μέχρι τον 11-12ο αιώνα το οικοδόμημα αυτό συνέχισε να χτίζεται και να ολοκληρώνεται με τα ίδια υλικά, του ελληνικού πολιτισμού και της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.  Αυτό, λοιπόν, το οικοδόμημα, με τα βυζαντινά υλικά, αλλά και τη σλαβική ζωντανή παρουσία, συμμετοχή, συγκεκριμένη και αδιάκοπη συμβολή,  καλούνται να μελετήσουν και να αναδείξουν και οι σημερινοί σλαβολόγοι απ’ όπου και αν προέρχονται.

Αναφερόμενοι, συνεπώς, στην Ελληνική Σλαβολογία, όχι υπό τη γεωγραφική ή λοιπή περιοριστική της έννοια, αναπόφευκτα οδηγούμαστε, κατά πρώτον μεν στο βασικό της στοιχείο, που είναι το έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, κατά δεύτερο όμως και εξίσου σημαντικό λόγο και στην περίοδο των μαθητών τους, γνωρίζοντας ότι το έργο της διάπλασης της σλαβικής γλώσσας και της προσαρμογής του σλαβικού βίου στα νέα δεδομένα, όπως ήταν φυσικό, συνεχίστηκε και στα κατοπινά χρόνια και εμπλουτίστηκε με νέες γνώσεις και νέες εμπειρίες. Με τον τρόπο αυτό, μαζί με τις μεταφράσεις μεταφέρθηκε και η όλη δομή της σκέψης και της σύνταξης της ελληνικής γλώσσας, η οποία και παγιώθηκε ως βασικό και θεμελιώδες γνώρισμα και της σλαβικής που σε γενικές γραμμές ισχύει μέχρι και σήμερα.

Παράλληλα, η βυζαντινή λατρευτική παράδοση αλλά και δογματική διδασκαλία, που φαινόταν να δέχεται χτυπήματα από τη Δύση και να ασφυκτιά μέσα στα κλειστά σύνορα της Αυτοκρατορίας, μέσω του σλαβικού στοιχείου βρήκε την καλύτερη διέξοδο προς τον έξω κόσμο και την δικαίωση της Οικουμενικότητάς της.

Στα πλαίσια αυτής της συνέχειας, υποχρέωση της ελληνικής σλαβολογίας αποτελούν και τα κατάλοιπα των μνημείων της αρχαίας σλαβικής πνευματικής δημιουργίας, τα οποία διασώθηκαν και φυλάσσονται σε ελληνικά μοναστικά κέντρα. Η παρουσία αυτών των μνημείων σε ελληνικό έδαφος ή και σε ελληνικό εκτός ελληνικών συνόρων περιβάλλον(βλ. αξιολογότατα ευρήματα του Σινά, παλαιά και νεότερα), εκτός του ότι μπορεί να διασώζει άγνωστες πληροφορίες ακόμα και για κάποια απωλεσθείσα ελληνική πνευματική παράδοση, αποτελεί κληρονομιά που εμπεριέχει πολιτισμό, δικαιούται δε σεβασμό και ανάλογη φροντίδα, καθώς και προβολή και από αυτούς που τα φιλοξενούν.

Αν, λοιπόν, ύστερα από τα παραπάνω, επιχειρούσαμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ του ελληνικού εκπροσωπευτικού οργάνου, που θα μπορούσε αξιοπρεπώς να δραστηριοποιηθεί στα πλαίσια της ευρύτερης σλαβολογίας, θα καταλήγαμε στις παρακάτω βασικές προϋποθέσεις παρουσίας και λειτουργίας του:

α) Πρώτα απ’ όλα να βασίζεται στην καλή γνώση της βυζαντινής ιστορίας, ιδιαίτερα της περιόδου του 8ου με 10ου-11ου αιώνα. Την εποχή ακριβώς που κατέβηκαν οι Σλάβοι και σταδιακά εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία των Βαλκανίων, διεκδικώντας και βυζαντινά εδάφη. Διότι από τότε, ερχόμενοι σε επαφή με τους Βυζαντινούς, αναπόφευφκτα και πριν από τη μεγάλη ιεραποστολή, άρχισαν να υιοθετούν στοιχεία της καθημερινής τους ζωής των ντόπιων ή να προσθέτουν στη βυζαντινή καθημερινότητα κάποια στοιχεία της δικής τους κουλτούρας.

β) Στην καλή γνώση κυρίως των βυζαντινών εκκλησιαστικών κειμένων, του τυπικού, των ακολουθιών και της λοιπής εκκλησιαστικής γραμματείας της συγκεκριμένης περιόδου, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η σύγκριση, ταυτοποίηση ή και χρονολόγηση κάποιου αχρονολόγητου και τυχαία ευρεθέντος σλαβικού χειρογράφου. ΄Ισως να προκαλεί κάποια ενόχληση σε ορισμένους κύκλους η τόσο έντονη αναφορά μας στην εκκλησιαστική γραμματεία, λες και αποτελεί αυτή η διαπίστωση θέμα προσωπικών επιλογών του ερευνητή που επέλεξε να ασχοληθεί με το εν λόγω επιστημονικό θέμα.  Αυτή όμως είναι η μοναδική και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα∙ οι Σλάβοι γνώρισαν τον πολιτισμό μέσω των εκκλησιαστικών κειμένων, γνώρισαν να γράφουν και να διατυπώνουν τις σκέψεις τους μέσω των εκκλησιαστικών και μόνον κειμένων, γνώρισαν την έννομη τάξη και συμπεριφορά μέσω των ανθρώπων της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής τάξης.

γ) Να μη στερείται παλαιογραφικών, κωδικολογικών και λοιπών ειδικών γνώσεων και εμπειριών που έχουν σχέση με την ιστορία και την εξέλιξη της γραφής και της γραφικής ύλης, ώστε ο ερευνητής να έχει τη δυνατότητα σύγκρισης με τα γνωστά ήδη και δημοσιευμένα πρότυπα.

δ) Πέραν των ανωτέρω, να περιλαμβάνει ως βασική προϋπόθεση κάποια γνώση της Παλαιοσλαβικής, της μεταγενέστερης Σλαβωνικής, καθώς και κατά το δυνατόν αριθμού των νεότερων τοπικών σλαβικών γλωσσών, όπως διαμορφώθηκαν αυτές με την πάροδο του χρόνου, ώστε, όταν πρόκειται για νέα σλαβικά ευρήματα, ο ερευνητής να μπορεί να αντιλαμβάνεται το πνευματικό περιβάλλον από το οποίο είναι δυνατό να προήλθαν.

ε) Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας της σλαβικής γραφής και γραμματείας, η οποία, από την πρώτη μεταφραστική φάση και απόλυτη εξάρτηση από την αντίστοιχη ελληνική, με την πάροδο του χρόνου απέκτησε την ανεξαρτησία της, χωρίς ποτέ-κατά το μεσαίωνα τουλάχιστον- να απομακρυνθεί από την αρχική της μήτρα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι ανωτέρω επιγραμματικές επισημάνσεις αποτελούν τους βασικούς μόνον άξονες της εν γένει παγκόσμιας μεσαιωνικής, αν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε έτσι, σλαβολογίας και οδηγούν στη μήτρα της που είναι η βυζαντινολογία.

Αν αναλογιστούμε, λοιπόν, ότι τουλάχιστον η μεσαιωνική σλαβολογία βασίζεται στην καλή γνώση της βυζαντινής ιστορίας και πραγματικότητας, στην καλή γνώση της βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας και λατρευτικής πρακτικής, στην ενημέρωση κυρίως επί των εν Κωνσταντινουπόλει διαδραματιζόμενων κατά την περίοδο της καθόδου και εγκατάστασης των σλαβικών φύλων στα Βαλκάνια, καθώς και στην καλή γνώση της σλαβικής γλώσσας και συμπεριφοράς, ξεκινώντας από την πρώιμη εποχή του 8ου-9ου αιώνα, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο οικεία προς την ελληνική πραγματικότητα και κατ’ επέκταση προς την ελληνική επιστημονική έρευνα βρίσκεται ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος.

Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί σε δύο αλληλένδετες όψεις της ελληνικής σλαβολογικής οπτικής. Η πρώτη σημαίνει ότι η ελληνική σλαβολογία δεν είναι μια ξένη επιστήμη, αλλά μια συνέχεια της γνωστής και παγίως καλλιεργούμενης στον απανταχού ελληνικό κόσμο βυζαντινολογίας, την οποία ο νέος ελληνισμός κάθε τόσο αναμοχλεύει αναζητώντας την καθαρότητα των αρχών και παραδόσεών του. Τούτο σημαίνει ότι ο έλληνας σλαβολόγος είναι συνειδητά ή όχι και θεράπων της βυζαντινολογίας, την οποία έχει διαρκώς μπροστά του.

Η δεύτερη οπτική, εξ ίσου σοβαρή και αδήριτη, είναι η υποχρέωση των Ελλήνων σλαβολόγων να μελετούν με σεβασμό, αντικειμενικότητα και την επιβαλλόμενη σοβαρότητα το προϊόν και τα παράγωγα αυτής της βυζαντινοσλαβικής πνευματικής συνάντησης και συνδημιουργίας από την εποχή των Κυρίλλου και Μεθοδίου και έως ότου θα εξακολουθούν αυτά να υφίστανται και να ισχύουν.

Εξ όσων λοιπόν εν συντομία εκθέσαμε, καθίσταται σαφές ότι, ενώ για τους περισσότερους ξένους η Σλαβολογία αποτελεί μια ενασχόληση επιλογής για την καλλιέργεια της σκέψης και της περισσής ενέργειας την οποία διαθέτουν(hobby), για τον Ελληνισμό, όπως βέβαια και για τους Σλάβους, αποτελεί απαίτηση της ιστορίας και της παράδοσής τους και για το λόγο αυτό και υποχρέωση και καθήκον.

Το γεγονός, βέβαια, αυτό δίνει μια προτεραιότητα στην ελληνική σλαβολογία έναντι κυρίως της ευρύτερης μη σλαβικής σλαβολογικής έρευνας. Οι λόγοι εμφανείς και εξηγήσιμοι: καθ’ όν χρόνον ο Έλληνας σλαβολόγος έχει μπροστά του ελληνικά κείμενα(που μεταφράστηκαν στα σλαβικά) να μελετήσει, ο ξένος(Γερμανός, Άγγλος, Γάλλος, Ιταλός κλπ) οφείλει πρώτα να μελετήσει την ελληνική γλώσσα και λοιπή ελληνική πραγματικότητα, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, και αφού την κατανοήσει όσο του είναι δυνατό, στη συνέχεια να μπει στο νόημα των πολλαπλών διεργασιών μεταφύτευσής τους στη σλαβική εκδοχή και στη σλαβική πνευματική ζωή. Η παρουσία και συνδρομή της ελληνικής Σλαβολογίας στα πλαίσια της διεθνούς σχετικής έρευνας είναι αυτονόητη και απαραίτητη, διότι το έργο της προγέγγισης και κατανόησης της σλαβικής γλώσσας και του σλαβικού πνευματικού βίου υπήρξε εκ των προτεραιοτήτων του ελληνικού στοιχείου, το οποίο δεν απέστη ποτέ από την Κυριλλομεθοδιανή παράδοση.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.