Lucian–Ilie Galis (Ρουμανία, Υπ. Δρ. Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ) Η σλαβική γλήσσα στο ρουμανικό χώρο

Εισήγηση στο πλαίσιο των τριήμερων εκδηλώσεων του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ για την επέτειο των 1150 χρόνων από την αποστολή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, φωτιστών των Σλάβων στη Μεγάλη Μοραβία

Ο ρουμανικός  λαός  είναι μια ανάμιξη του ντόπιου γετοδακικού πληθυσμού με τους Ρωμαίους αποίκους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον καρπαθίνο-δανοβιάνο χώρο του Πόντου μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους (101-102,105-106 μ.Χ.). Η διαμόρφωση του ρουμανικού λαού πέρασε μία μακρά και συνεχής διαδικασία και ολοκληρώθηκε στα 271-275, μετά την απομάκρυνση των ρωμαϊκών στρατευμάτων. Η ρουμανική γλώσσα είναι λατινογενής, τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στην γραμματική της δομή.

Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, o απόστολος Αντρέας ο Πρωτόκλητος κληρώθηκε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Έλληνες καθώς και στους Σκήθες, όπως μαρτυρεί ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος ο επίσκοπος  της Καισαρείας  Παλαιστίνης.

Η παρουσία της σλαβικής γλώσσας στο ρουμανικό λαό αποτελεί μια πραγματικότητα, ένα φαινόμενο που δεν αμφισβητείται. Σύμφωνα με τα μνημεία, τα χειρόγραφα και τα εκτυπωμένα βιβλία, η σλαβική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε στα ρουμανικά Πριγκιπάτα τη μεγαλύτερη περίοδο του μεσαίωνα. Οι Ρουμάνοι πολίτες, ειδικά οι άνθρωποι των γραμμάτων βρίσκονταν σε μια παράξενη κατάσταση: σκέφτονταν στη μητρική τους γλώσσα αλλά αναγκαζόταν να εκφραστούν σε άλλη γλώσσα. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται αναμφίβολα σε κάποιες συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Στην αρχή οι Ρουμάνοι ήταν προσανατολισμένοι προς τα δύο μεγάλα κέντρα: τη Ρώμη και το Βυζάντιο. Με το πέρασμα του χρόνου όμως μεταξύ των ρουμανικών Πριγκιπάτων και της Ρώμης εγκαταστάθηκαν οι Ούγγροι (στα τέλη του 10ου αιώνα), οι οποίοι είχαν ασπαστεί τον Ρωμαιοκαθολικισμό και κατά συνέπεια, χρησιμοποιούσαν τη λατινική γλώσσα, τόσο στη λατρευτική ζωή, όσο και στη γραφειοκρατία των δημοσίων σχέσεων. Ο ρωμαιοκαθολικός προσηλυτισμός και η τάση για επεκτατισμό της ουγγρικής  βασιλείας προς τα ρουμανικά Πριγκιπάτα ανάγκασαν τους Ρουμάνους να απορρίψουν τη χρήση της λατινικής και να δεχτούν τη χρήση της σλαβικής γλώσσας. Αυτή έγινε για μερικούς αιώνες η επίσημη γλώσσα στην Ουγκροβλαχία, στην Μολδαβία και στην Τρανσυλβανία, με άλλα λόγια, υπήρχε ένα μέσο για τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστεως στη λατρευτική ζωή και τη σημείωση και καταγραφή των πολιτικών και διοικητικών πράξεων.

Από την άλλη πλευρά, μεταξύ των ρουμανικών Πριγκιπάτων και του Βυζαντίου βρέθηκαν οι σλαβικοί λαοί, οι οποίοι, χάρη στους Αγίους Μεθόδιο και Κύριλλο, είχαν τη σλαβική γλώσσα, η οποία ήταν για τους λαούς των Βαλκανίων ό,τι ήταν η λατινική γλώσσα για τη Δύση, δηλαδή ιερή γλώσσα για την Εκκλησία και επίσημη για τις δημόσιες σχέσεις.

Φαίνεται ότι οι Ρουμάνοι υιοθέτησαν τη σλαβική γλώσσα, την εκκλησιαστική παράδοση, τη Θεία Λειτουργία και άλλα στοιχεία πολιτικής διοργανώσεως από τους Βούλγαρους. Δεν γνωρίζουμε, όμως, μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την αρχή της εισαγωγής της σλαβικής γλώσσας στο ρουμανικό λαό. Κατά το Πρώτο Βουλγαρικό Κράτος υπήρχαν στην Δακία κρατίδια (κνεζάτα και βοεβοδάτα). Μερικά από αυτά είχαν Σλάβους ηγέτες, οι οποίοι έχοντας την υποστήριξη του Τσάρου Συμεών, υπέταξαν το ρουμανικό λαό. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Βούλγαροι είχαν δεχτεί τον Χριστιανισμό κατά το 864-865, και στις αρχές του 10ου αιώνα υιοθέτησαν το κυριλλικό αλφάβητο. Η χριστιανική ζωή πλέον είχε υιοθετηθεί με μεγάλο ενθουσιασμό από τους ηγέτες τους, ώσπου κάποια πρόσωπα ανώτατης τάξεως έγιναν μοναχοί ακόμα και άγιοι. Μετά  την ίδρυση του δευτέρου κράτους γύρω από την πρωτεύουσα Τύρνοβο στα 1185-1187, οι πολιτικοί ηγέτες φρόντιζαν να συγκεντρώσουν στο Τύρνοβο από τα διάφορα μέρη όσα λείψανα αγίων μπόρεσαν και έκτισαν λαμπρούς ναούς στη μνήμη τους. Άλλωστε, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα υπήρχε στο Τύρνοβο ένα ισχυρό εκκλησιαστικό κέντρο. Η εκκλησία των Βλάχων υπαγόταν στο Πατριαρχείο του Τυρνόβου. Στη Ρουμανία μόλις τον 14ο αιώνα ιδρύθηκαν κρατικά συγκροτήματα, ισχυρά πολιτικά και οικονομικά: τον 1330 το Κράτος της Βλαχίας, το 1359 το Κράτος της Μολδαβίας και το 1346 το Κράτος της Δοβρουτσάς. Τα νεοσύστατα αυτά κράτη ζούσαν συνεχείς συγκρούσεις ανάμεσα στους τοπικούς άρχοντες για την επίδραση και την εδραίωση τους. Αυτή η καθυστέρηση  είχε συνέπειες και στην διοργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι οι Ρουμάνοι της Δακίας από τα βόρεια μέρη του Δουνάβεως έρχονται σε επαφή με σλαβική γλώσσα κατά το τέλος του 6ου αιώνα και τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν οι Σλάβοι έρχονται στην περιοχή των Βαλκανίων. Η επιρροή του σλαβικού στοιχείου στη ρουμανική γλώσσα γίνεται γεγονός από τα τέλη του 6ου αιώνα και μετά, χωρίς όμως να αλλάξει τη λατινική δομή της. Ο  Ρουμάνος ιστορικός P. P. Panaitescu είναι της άποψης ότι οι σλάβοι, οι οποίοι υπήρχαν στον έδαφος των Βλάχων, είχαν συγχωνευτεί με τους αυτόχθονες κατοίκους της Δακίας. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτοί δανείστηκαν από ντόπιους στοιχεία πολιτισμού και χριστιανικής διδασκαλίας, όπως και οι Βλάχοι δανείστηκαν από τους Σλάβους τη γλώσσα και άλλα στοιχεία της κουλτούρας τους. Υιοθετώντας τα σλαβικά στοιχεία η   δακορουμανική γλώσσα αποκτά τον προσωπικό της χαρακτήρα και παράλληλα διαχωρίζεται  από τη δημώδη λατινική,  δεν χάνει όμως τις λατινικές της ρίζες. Οι ιστοριογράφοι και οι γλωσσολόγοι συμφωνούν στην ίδια γραμμή, ότι έως τον 10ο αιώνα, κατά τον οποίο οι Ρουμάνοι υιοθετούν τη σλαβική Λειτουργία με την προσπάθεια των  Αγίων  Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία, και έτσι έγινε η διάσωσή της από τους Βουλγάρους και η μετάδοση της στους Ρώσους, οι Ρουμάνοι τελούσαν τη Θ. Λειτουργία στα λατινικά.

Ο αριθμός των σλαβικών χειρογράφων που γράφτηκαν ή αντιγράφτηκαν στα ρουμανικά εδάφη, μεταξύ του 14ου και 18ου αιώνα, ξεπερνά τα 10.000 αντίτυπα. Τα περισσότερα γράφτηκαν στη Μολδαβία. Με τον καιρό, ένα ποσοστό έχει καταστραφεί από τη χρήση, άλλο ποσοστό έχει χαθεί, ένα μέρος διασώζεται σε διάφορες βιβλιοθήκες και μουσεία στο εξωτερικό και άλλο μέρος (περίπου 800) διαφυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι.

Η ορθόδοξη σλαβική  κουλτούρα, όπως συναντιέται στους σλάβους από τα νότια μέρη του Δουνάβεως κατά το μεσαίωνα, δεν ήταν δημιούργημα δικό τους, αλλά είχε τις ρίζες του στο Βυζάντιο, ή με άλλη διατύπωση, ήταν μια βυζαντινή  κουλτούρα που έλαμπε στον σλαβικό κόσμο. Από την πλούσια βυζαντινή κουλτούρα οι σλάβοι έλαβαν τόσο όσο μπόρεσαν να λάβουν. Ο ρουμανικός ιστορικός P. P. Panaitescu την χαρακτηρίζει ως εξής: «μια εκκλησιαστική κουλτούρα βυζαντινό-ανατολικής καταγωγής προσαρμοσμένη στους αγροτικούς λαούς».

Το κίνημα του ησυχασμού με επίκεντρο το Άγιον Όρος και το Τύρνοβο επεκτάθηκε και στα ρουμανικά κρατίδια. Συνεπώς, μοναχικές προσωπικότητες, όπως ο Άγιος Νικόδημος της Τισμάνας (13ο αι.) φέρνουν καινούρια πνοή και αναδιοργάνωση της μοναχικής ρουμανικής ζωής. Ο αριθμός των σλαβικών χειρογράφων  στα ρουμανικά κρατίδια αυξήθηκε ακόμα περισσότερο μετά από την κατάκτηση της Βουλγαρίας από τούς Τούρκους το 1393. Ακολούθως, Βούλγαροι μοναχοί, προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς των τούρκων, κατέφυγαν στη Βλαχεία, φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα σλαβικά χειρόγραφα. Ταυτόχρονα, πολλά σλαβικά χειρόγραφα, κείμενα των Αγίων Πατέρων διασώθηκαν εδώ. Μαζί με τα κείμενα της βυζαντινής γραμματείας σε σλαβική μετάφραση, κυκλοφορούσαν στον εν λόγο χώρο και έργα των Βουλγάρων και Σέρβων συγγραφέων (π.χ. o Bίος του Κωνσταντίνου και του Κυρίλλου, του Αγίου Σάββα, κ.α.).

Στα ρουμανικά μοναστήρια λειτουργούσαν τα πρώτα σχολεία που διδασκόταν η σλαβική γλώσσα. Tαυτοχρόνως, αυτά ήταν κέντρα αντιγραφής των λειτουργικών και θεολογικών κειμένων. Σπουδαία κέντρα υπήρχαν στα: Νεάμτς, Ραδαούτσι, Πούτνα και Βάτρα Μολδοβιτσέι.

Όταν άρχισε η τυπογραφική δραστηριότητα στο ρουμανικό έδαφος, τα πρώτα εκτυπωμένα βιβλία ήταν γραμμένα στη σλαβική γλώσσα. Κατά τον μεσαίωνα, πιο συγκεκριμένα κατά τον 15ο, τον 16ο και τον 17ο αιώνα στα ρουμανικά Πριγκιπάτα η σλαβική γλώσσα ήταν η γλώσσα των φεουδαρχών, αρχόντων, και των κληρικών. Η υιοθέτηση της σλαβικής κουλτούρας αποκαλείται από τον ερευνητή  P. P. Panaitescu: «η αρχαία ρουμανική κουλτούρα». Διαχρονικά η ρουμανική γλώσσα χρησιμοποίησε για τη σύνταξη κειμένων της διάφορα αλφάβητα: το λατινικό, το ελληνικό, το γκλαγκολιτικό, το κυριλλικό, ένα μεταβατικό και τέλος, πάλι το λατινικό μέχρι σήμερα. Mε την αντικατάσταση της σλαβικής γλώσσας η ρουμανική γλώσσα δεν άλλαξε και το αλφάβητο, διότι οι άνθρωποι των γραμμάτων ήταν συνηθισμένοι με τον κυριλλικό αλφάβητο, γι’ αυτό και το διατήρησαν και το χρησιμοποίησαν στα γραπτά κείμενα της ρουμανικής γλώσσας μέχρι προς το τέλος του 19ου αιώνα. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, στην Τρανσιλβανία υπήρχε μια σημαντική κίνηση των εγγραμμάτων ανθρώπων λεγόμενη (Το αρντελινό Σχολείο-Scoala Ardeleana). Οι εκπρόσωποι της (ο Πέτρος Σίνκαι-Petru Sincai, ο Γιώργος Μάιορ-Gheorghe  Maior κ.α.) αφού έκαναν σπουδές στις δυτικές χώρες της Ευρώπης, έχοντας υπόψη τους τη λατινική ρίζα της ρουμανικής γλώσσας, άρχισαν να προβάλλουν τη χρήση του ρουμανικού αλφαβήτου. Όπως στην περίπτωση της αντικατάστασης της σλαβικής γλώσσας με τη ρουμανική, έτσι και το φαινόμενο αντικατάστασης του κυριλλικού αλφαβήτου με το λατινικό έγινε σταδιακά. Το 1780  περίπου ξεκίνησε η επισημοποίηση του λατινικού αλφάβητου, ενώ το 1881 υπήρχε μία μεταβατική περίοδο, κατά την οποία, για τη σύνταξη των ρουμανικών κειμένων χρησιμοποιήθηκαν κατά προτίμηση το κυριλλικό, το ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο.

Η αρχή του φαινόμενου αντικατάστασης της σλαβικής γλώσσας με τη ρουμανική έγινε με μεγάλη δυσκολία γιατί οι ιερείς λειτουργούσαν στη σλαβική γλώσσα, αλλά ο πιστός λαός δεν την ήξερε. Μέσα στους κόλπους του ρουμανικού λαού επικρατούσε ένας φόβος απέναντι στην αλλαγή, κυρίως στην Τρανσυλβανία, όπου οι λουθηρανοί, οι καλβινιστές και οι ρωμαιοκαθολικοί, για την ευκολία στη διάδοση της διδασκαλίας τους υποστήριζαν την αλλαγή της σλαβικής με την εθνική γλώσσα. Πού έγινε όμως το πρώτο βήμα; Στην εκκλησία και μετά στην ιστορική και λογοτεχνική γραμματεία ή από το λαϊκό κόσμο και μετά επεκτάθηκε  και στην εκκλησία; Δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Οι περισσότεροι ιστοριογράφοι πιστεύουν ότι το πρώτα βήμα συνέβη στα έγγραφα ιστοριογραφικής προέλευσης (η επιστολή του άρχοντα Νeacsu από το Campulung προς το διοικητή δήμαρχο της πόλεως Brasov-Johannes Benkner), που γράφτηκε το 1521. Δυστυχώς, πολλές επιγραφές, χειρόγραφα, διπλωματικά έγγραφα και σημειώματα, γραμμένα στη ρουμανική γλώσσα, δεν διασώθηκαν από τον πολύπαθο ρουμανικό λαό.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι Ρουμάνοι οφείλουν να ευγνωμονούν αιώνια τους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.