Το κανονικό αδίκημα της αποστασίας. Διδακτορική Διατριβή του κ. Γεωργίου Βλαχάκη που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ και βαθμολογήθηκε με άριστα

Όπως δηλώνεται στον τίτλο, η διατριβή πραγματεύεται «το κανονικό αδίκημα της αποστασίας», δηλαδή την εκούσια ή ακούσια άρνηση της χριστιανικής πίστης και την προσχώρηση στην αθεΐα ή σε άλλη θρησκεία-αίρεση. O Δρ. Θεολογίας κ. Γεώργιος Βλαχάκης είχε κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής του σύμβουλο καθηγητή τον κ. Θεόδωρο Γιάγκου, ενώ τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής τους ήταν ο αναπλ. καθηγητής, π. Αθανάσιος Γκίκας και ο επίκ. καθηγητής, κ. Γεώργιος Γκαβαρδίνας. Στην εν λόγω διατριβή εξετάστηκε το αδίκημα της αποστασίας διαχρονικά με γνώμονα τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία στην ιστορική της πορεία αντιμετώπισε ποιμαντικά τους αποστάτες, καθορίζοντας και τις μεθόδους της μετάνοιας για την επανενταξή τους. Το πηγαίο υλικό, στο οποίο στηρίχθηκε η συγκεκριμένη έρευνα ήταν: οι Ιεροί Κανόνες και ο τρόπος εφαρμογής τους – ερμηνευτικά σχόλια, οι κανονικές διατάξεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι παλαιές και πιο πρόσφατες συνοδικές αποφάσεις, οι νομοκανονικές συλλογές, τα λειτουργικά κείμενα, καθώς και το βυζαντινό ποινικό δίκαιο.

Ο κ. Βλαχάκης επιχείρησε να διαχωρίσει με ακρίβεια τους όρους «αιρετικός» και «αποστάτης», ενώ διαπίστωσε ακόμη ότι στα εννοιολογικά όρια ανάμεσα στην αποστασία και την αίρεση φαίνεται να επικρατεί σύγχυση/ασάφεια. Γι αυτό:

Στο πρώτο κεφάλαιο (από τα έξι συνολικά της διατριβής) ο συγγραφέας ασχολήθηκε με το εννοιολογικό περιεχόμενο και τις επιμέρους σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις του όρου «αποστασία». Ο όρος αποστάτης μελετήθηκε στην Αγία Γραφή, στην πατερική γραμματεία και στη βυζαντινή ποινική νομοθεσία.

Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρονται τα αίτια και οι μορφές αποστασίας. Η αποστασία ως εκκλησιαστικό αδίκημα απορρέει κυρίως από πολιτικά αλλά και προσωπικά αίτια. Έτσι το αδίκημα της αποστασίας διακρίνεται σε: α) ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ, β) ΟΙΟΝΕΙ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ και γ) ΣΥΧΡΟΝΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ.

Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει την κανονική αντιμετώπιση των αποστατών, σύμφωνα δηλαδή με τους ιερούς κανόνες. Ο τρόπος της αποστασίας και η ιδιότητα του αποστάτη, δηλαδή αν αυτός ήταν λαϊκός, κληρικός ή κατηχούμενος, αποτελούσαν και τον βασικό γνώμονα για τη διάρκεια της μετάνοιας. Παράλληλα εφαρμόστηκαν και λιγότερο αυστηρά μέτρα σε σχέση με την ισόβια μετάνοια για περιπτώσεις: α) βίαιης αποστασίας, β) οικειοθελούς αποχώρησης από τον χριστιανισμό, ενώ γ) δεν έλειψαν και περιπτώσεις υποκρινόμενης αποστασίας. δ) Επιπλέον, αναφέρονται δύο ακόμα κατηγορίες αποστατών από τις πιο ενδιαφέρουσες. Η πρώτη αναφέρεται σε εκείνους οι οποίοι είχαν δεχτεί τη χριστιανική διδασκαλία αλλά δεν είχαν ακόμα βαπτιστεί και η δεύτερη στους κατηχουμένους.

Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται τα αυστηρά μέτρα για το αδίκημα της αποστασίας που προέβλεπε το Βυζαντινό ποινικό δίκαιο. Εδώ περιλήφθηκαν νομοθετικά κείμενα από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τη Δυναστεία των Μακεδόνων. Η αυστηρότητα που παρατηρείται πηγάζει από την προσπάθεια επικράτησης (από πλευράς του νομοθέτη) της κοινωνικής συνοχής, της ενότητας και της ειρήνης, αφού οι αιρετικές ομάδες δεν περιοριζόταν μονάχα στη διαστρέβλωση του περιεχομένου της ορθόδοξης πίστης αλλά πραγματοποιούσαν και εξωθρησκευτικές δραστηριότητες, αναταραχές και ενέργειες.

Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα σχετικά με το θέμα κεφάλαια από τις νομοκανονικές συλλογές της πρωτοβυζαντινής, μεταβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου, καθώς και οι κανονικές αποκρίσεις και πατριαρχικές επιστολές του 11ου  και 14ου αιώνα αντίστοιχα. Από τις παραπάνω νομοκανονικές συλλογές και αποκρίσεις αποδεικνύεται ότι το αδίκημα της αποστασίας παρέμεινε διαχρονικό και «βαρύ» παράπτωμα στην εκκλησιαστική συνείδηση. Στις συλλογές αυτές, παρατίθενται οι κανονικές αποφάσεις και οι πολιτειακοί νόμοι, [Κώδικας Ιουστινιανού, Πρόχειρος νόμος, Μικρή Σύνοψη, Νεαρές Λέοντα του Σοφού] σχετικά με το αδίκημα της αποστασίας, επισημαίνεται η νοηματική αλληλουχία μεταξύ μάγων, αστρολόγων, γοητών και αποστατών, καθώς και ο συσχετισμός μεταξύ αίρεσης και αποστασίας. Αντίστοιχα στις πατριαρχικές επιστολές και αποκρίσεις καταγράφεται το ποιμαντικό ενδιαφέρον της εκκλησιαστικής αρχής για την αντιμετώπιση της αποκρυφίας και του εξισλαμισμού. Η Εκκλησία καλείται να προσαρμόσει την ποιμαντική της ευθύνη και διακονία, και αυτό γιατί εκείνο στο οποίο αποσκοπεί η εκκλησιαστική ηγεσία δεν είναι τόσο η απαρέγκλιτη τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων, όσο η ελπίδα διατήρησης της χριστιανικής πίστης, ακόμη και μέσω μιας ψεύτικης/θεωρητικής θρησκευτικότητας.

Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τη μετάνοια και την εκκλησιαστική επανένταξη των αποστατών σύμφωνα με την πατερική-λειτουργική διάταξη. Συστατικό στοιχείο για τη διαδικασία αυτή αποτελεί η μετάνοια και η εξομολόγηση, οι οποίες συνιστούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον αλλοτριωμένο χριστιανό στην περιοχή της εκκλησιαστικής χάριτος. Από τον 3ο αιώνα θα διαμορφωθεί -η γνωστή- τάξη των μετανοούντων. Σύμφωνα με τα πατερικά κείμενα επρόκειτο για μια επώδυνη διαδικασία, η οποία εκτός από την απομόνωση, περιλάμβανε αυστηρή νηστεία, θρήνο και κλαυθμό, πένθος,  αγρυπνίες, πράξεις ταπείνωσης και ελεημοσύνης, ως έμπρακτες εκφράσεις μετάνοιας και συντριβής. Κατά τον 9ο αιώνα ο τελετουργικός τρόπος αποδοχής των αποστατών θα ορίζεται με βάση τη διάταξη την οποία συνέταξε ο  Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος ο Α΄. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο τρόπος επανένταξης διαφοροποιείται. Η βασική πράξη, η οποία δεσπόζει για όσους αρνήθηκαν τον Χριστιανισμό, είναι η ομολογία τους στον Χριστό και την Εκκλησία, ενώ  ο μαρτυρικός θάνατος θεωρήθηκε ολοκληρωτική πράξη μετάνοιας, η οποία συνέπιπτε με την πλήρη συγχώρηση και κατά κάποιο τρόπο επανένταξη του αποστάτη στην Εκκλησία. Αναφορικά με τους σύγχρονους αποστάτες και αιρετικούς-αποστάτες η διαδικασία επανένταξης περιορίζεται στην ανάγνωση λιβέλλου, δηλαδή στην απόταξη της αίρεσης, την αποδοχή της χριστιανικής πίστης και την χρίση με Άγιο Μύρο. Στην ογκωδέστατη αυτή διατριβή ο κ. Βλαχάκης σημειώνει την προληπτική αντιμετώπιση της αποστασίας στο πλαίσιο της κατηχητικής και αντιαιρετικής δραστηριότητας της Εκκλησίας, καθώς και την οικογενειακή διαπαιδαγώγηση, η οποία αποτελεί ανατρεπτικό παράγοντα σε κάθε πρόσκληση-πρόκληση  αποστασίας.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.