«Η τέχνη του ερευνάν και συγγράφειν». Τα στάδια εκπόνησης μιας διπλωματικής εργασίας

Η ομιλία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας Κυριακής Δερματίδου στην Ημερίδα για τη μεθοδολογία Έρευνας και Συγγραφής Επιστημονικών Εργασιών

1. Τι είναι και σε τι χρησιμεύει μια διπλωματική εργασία

Διπλωματική εργασία είναι ένα δακτυλόγραφο πόνημα με έκταση που ποικίλει κατά μέσο όρο από εκατό έως τετρακόσιες σελίδες στο οποίο ο φοιτητής πραγματεύεται ένα θέμα σχετικό με το αντικείμενο στο οποίο έχει επιλέξει να ειδικευθεί και αποτελεί μια πρωτότυπη ερευνητική εργασία, αφού καλείται να παρουσιάσει κάτι που δεν έχουν πει προηγούμενοι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα.[1]

Μια εργασία σχετική με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως είναι η επιστήμη της Θεολογίας, πρέπει να προσφέρει μια νέα «ανακάλυψη». Λέγοντας «ανακάλυψη» θεωρείται ένας νέος τρόπος ανάγνωσης ενός κλασσικού κειμένου ή ενός χειρογράφου που διαφωτίζει τη βιογραφία ενός δημιουργού ή δίνει διαφορετικό νόημα σε ένα κείμενο, καθώς και η ανασύσταση και επανάγνωση προηγούμενων μελετών που οδηγεί σε συστηματοποίηση ιδεών που πλανώνται σκόρπιες σε άλλα κείμενα.[2]

Μια διπλωματική μπορεί να μην είναι ερευνητική αλλά συνθετική.  Στην συνθετική εργασία ο μελετητής καλείται να αποδείξει ότι απέκτησε κριτική αντίληψη για ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας που αφορά το αντικείμενο και πέτυχε να την εκθέσει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, προσφέροντας μια σφαιρική επισκόπηση, ακόμη και για έναν ειδικό του κλάδου που δεν εμβάθυνε ποτέ στο συγκεκριμένο πρόβλημα.[3]

Η ερευνητική είναι πάντα πιο μακρόχρονη, απαιτητική και κοπιαστική ενώ η συνθετική μπορεί να είναι κι αυτή μακρόχρονη και κοπιαστική αλλά μπορεί να συνταχθεί σε μικρότερο χρόνο και με λιγότερους κινδύνους.

Ωστόσο όμως, μια συνθετική εργασία μπορεί να περιλαμβάνει και έρευνα, αν ο ερευνητής πριν ξεκινήσει την προσωπική του έρευνα, επιθυμεί να τη στοιχειοθετήσει αποσαφηνίζοντας ορισμένα πράγματα.[4]

Συνεπώς  η επιλογή μεταξύ ερευνητικής ή συνθετικής εργασίας γίνεται με βάση την ωριμότητα, την ικανότητα εργασίας του υποψηφίου αλλά και λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς παράγοντες, εφόσον κάποιες έρευνες απαιτούν για παράδειγμα την αγορά δαπανηρών βιβλίων ή ταξίδια σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού, κ.ά.

(Επομένως η εκπόνηση μιας διπλωματικής εργασίας είναι η οργάνωση των ιδεών και των δεδομένων, κάτι που αποτελεί εμπειρία μεθοδικής εργασίας.)

2. Η επιλογή του θέματος

Αρχικά για την επιλογή του θέματος είναι απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ του φοιτητή που έχει κάποιο ενδιαφέρον και του συμβούλου καθηγητή που είναι διατεθειμένος να ερμηνεύσει τις απαιτήσεις του.

Στην περίπτωση αυτή η επιλογή του θέματος γίνεται με βάση τέσσερις κανόνες που είναι οι εξής :

  1. Το θέμα να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα του υποψηφίου.
  2. Οι πηγές στις οποίες θα ανατρέξει να είναι προσιτές, δηλαδή στα πλαίσια των υλικών δυνατοτήτων του υποψηφίου.
  3. Οι πηγές στις οποίες θα ανατρέξει να είναι εύχρηστες, δηλαδή στα πλαίσια των μορφωτικών δυνατοτήτων του υποψηφίου.
  4. Το μεθοδολογικό πλαίσιο της έρευνας που αφορά την πείρα του υποψηφίου.[5]

Α) Μονογραφική ή Πανοραμική και Ιστορική ή Θεωρητική διπλωματική

Ένας υποψήφιος μπορεί να επιλέξει έναν εκ των τεσσάρων τύπων διπλωματικής εργασίας. Οι τέσσερις αυτοί τύποι είναι οι εξής:

–        Moνογραφική ή Πανοραμική διπλωματική και

–        Ιστορική ή Θεωρητική διπλωματική.

Στην μονογραφική διπλωματική ο υποψήφιος περιορίζεται να αναλύσει και να εργαστεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο χρονικό ή ιστορικό ή με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Στην πανοραμική εργάζεται πάνω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που μπορεί να περιλαμβάνει μία μεγάλη χρονική ή ιστορική περίοδο ή περισσότερα από ένα πρόσωπα.

Συνοψίζοντας, όσο περιορίζουμε το πεδίο τόσο καλύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια δουλεύουμε. Για το λόγο αυτό μια μονογραφική είναι προτιμότερη από μια πανοραμική διπλωματική.[6]

Η ιστορική διπλωματική συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενα όπως η Ιστορία των μαθηματικών, η Νεολατινική φιλολογία ή η Ιστορία της Γαλλικής λογοτεχνίας.

Η Θεωρητική διπλωματική αντιμετωπίζει συχνότερα αφηρημένα προβλήματα που μπορεί να γίνονται αντικείμενα στοχασμού όπως η φύση της ανθρώπινης βούλησης, η ιδέα της ελευθερίας ή η ύπαρξη του Θεού.[7] 

Β) Χρόνος συγγραφής μιας διπλωματικής

Η διάρκεια συγγραφής καλό θα είναι να μη ξεπερνά τους έξι μήνες, που απαιτούνται για την σύνταξη μιας καλής μελέτης για την οποία χρειάζεται η κατάρτιση σχεδιαγράμματος, η αναζήτηση βιβλιογραφίας, η αποδελτίωση των στοιχείων ώστε να φτάσουμε στο τελικό στάδιο που είναι  η γραφή του κειμένου. Η διάρκεια των έξι μηνών αναφέρεται στη χρονική περίοδο που μεσολαβεί από τη σύλληψη της πρώτης ιδέας του αντικειμένου που θα πραγματεύεται η εργασία, έως και την τελική παράδοσή του.[8]

Η έγκαιρη επιλογή ενός θέματος συνίσταται και δεν αποτελεί δέσμευση[9], αφού ο υποψήφιος έχει το χρονικό περιθώριο να διαφοροποιήσει την αρχική ιδέα του είτε επεκτείνοντας το θέμα αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα ή να το παραλλάξει προς μία άλλη κατεύθυνση από την αρχική.

Γ) Η γνώση ξένων γλωσσών

Όπως στις περισσότερες επιστήμες έτσι και στις ανθρωπιστικές που ανήκει η επιστήμη της Θεολογίας δημιουργείται η ανάγκη για ανάγνωση κειμένων σε ξένη γλώσσα όπως η αγγλική και η ιταλική (π.χ. κείμενα Λατίνων Πατέρων). Για το λόγο αυτό η επιλογή της διπλωματικής θα πρέπει να γίνεται εκτός των άλλων και με βάση της γλώσσες που ο υποψήφιος γνωρίζει ή είναι διατεθειμένος να μάθει. Γιατί αν τα βασικά στοιχεία του θέματος ενός υποψηφίου είναι σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζει θα αντιμετωπίσει κινδύνους που δεν θα μπορεί να προσπεράσει γιατί δεν μπορεί να γίνει διπλωματική:

-Για έναν ξένο συγγραφέα αν δεν τον διαβάζουμε στο πρωτότυπο, γιατί πρώτον δεν είναι πάντα όλα τα έργα μεταφρασμένα και δεύτερον οι μεταφράσεις που πιθανόν έχουν γίνει, δεν αποδίδουν πάντα την ορθή σκέψη του.

-Για ένα θέμα αν τα σημαντικότερα σχετικά έργα είναι γραμμένα σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζουμε.

-Για ένα συγγραφέα ή ένα θέμα διαβάζοντας τα έργα που έχουν γραφτεί σε γλώσσες που γνωρίζουμε, γιατί υπάρχει πιθανότητα το καθοριστικής σημασίας έργο του να έχει γραφεί στη γλώσσα που δεν γνωρίζουμε.[10]

3. Η αναζήτηση του υλικού

Η προσπέλαση στις πηγές

Μια διπλωματική μελετά ένα αντικείμενο κάνοντας χρήση συγκεκριμένων εργαλείων. Αντικείμενο είναι το θέμα της εργασίας και εργαλεία είναι τα σχετικά με το αντικείμενο βιβλία. Σε αυτό το σημείο έχουμε διάκριση κύριων και δευτερευουσών πηγών. Αν για παράδειγμα μια εργασία πραγματεύεται ένα έργο του Μ. Βασιλείου, την κύρια πηγή αποτελεί το κείμενο καθεαυτό του Μ. Βασιλείου ενώ τα άλλα κείμενα που μιλούν για αυτό αποτελούν τις δευτερεύουσες πηγές. Ασφαλώς ως πηγές θεωρούνται και διάφορα ιστορικά γεγονότα που όμως είναι πάντα προσπελάσιμα με τη μορφή γραπτού λόγου (κειμένων) για να αποτελούν τεκμήρια.

Πηγές από πρώτο και δεύτερο χέρι

Όταν δουλεύουμε με βιβλία, πηγή από πρώτο χέρι είναι μια πρωτότυπη έκδοση ή μία κριτική έκδοση του εξεταζόμενου έργου. Πηγή από δεύτερο χέρι αποτελεί ένα κείμενο μεταγενέστερο που γράφηκε για να ερμηνεύσει ή να επεξηγήσει το πρώτο. Πολλές φορές μερικά σύγχρονα κείμενα, στην προσπάθειά των συντακτών τους να ερμηνεύσουν κάποιο πρωτότυπο, να δίνουν διαφορετική διατύπωση σε καίρια σημεία του, με αποτέλεσμα να οδηγούν σε διαφορετικά ερμηνευτικά συμπεράσματα. Για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών συνιστάται η προσφυγή στις πηγές από πρώτο χέρι.[11]

Οργάνωση βιβλιογραφίας

Στην εκκίνηση της βιβλιογραφίας χρειάζεται ένας υποψήφιος να δει πολλά βιβλία, τα οποία θα πρέπει να τοποθετήσει σε μια ιεραρχική σειρά, ώστε να ανατρέχει στο βιβλίου που θέλει να χρησιμοποιήσει.[12]

Σημαντικό είναι να τονισθεί, όταν κάνουμε μια έρευνα δεν πρέπει να υποτιμάμε καμία πηγή κρίνοντας την ως μικρότερης σημασίας από άλλες που πιθανόν θεωρούμε σημαντικότερες, γιατί πολλές φορές σε «ασήμαντες» πηγές μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία ζωτικά που αφορούν τη διπλωματική μας. Στο βιβλίο του Umberto Eco αυτό χαρακτηρίζεται ως επιστημονική ταπεινοφροσύνη.[13]

4. Το πλάνο εργασίας και η αποδελτίωση

Η διπλωματική καλό θα είναι να οργανωθεί με βάση ένα πλάνο εργασίας που θα έχει τη μορφή ενός προσωρινού πίνακα περιεχομένων και θα αποτελεί ένα είδος περίληψης του περιεχομένου της εργασίας.

Για ακρίβεια το πλάνο εργασίας περιλαμβάνει τον τίτλο, το ευρετήριο ή πίνακα περιεχομένων και την εισαγωγή. Ο τίτλος από μόνος του αποτελεί ένα πλάνο εργασίας γιατί μέσα από αυτόν τίθεται το θεματικό πεδίο το οποίο θα πραγματεύεται η εργασία. Μέσα από το θεματικό πεδίο προκύπτουν τα επιμέρους στάδια της εργασίας που αποτελούν και τα κεφάλαια του πίνακα περιεχομένων.[14]

Επόμενο βήμα είναι η σχεδίαση της εισαγωγής, που είναι η ανάλυση του καταλόγου περιεχομένων.[15] Σκοπός της εισαγωγής είναι να βοηθήσει τον αναγνώστη να εισδύσει στην  διπλωματική, να συλλάβει την κεντρική ιδέα του θέματος και να καταλάβει τη πραγματεύεται η εργασία. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην εισαγωγή δεν πρέπει να αναφέρουμε στοιχεία που δεν συμπεριλάβαμε στο κύριο μέρος της διπλωματικής, γιατί θα θεωρηθεί ελλιπής.[16]

5. Η συγγραφή

Σε ποιόν απευθυνόμαστε

Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στη συγγραφή μιας διπλωματικής, είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφουμε, ανάλογα με το σύνολο των προσώπων που θέλουμε να απευθυνθούμε. Αυτό θα καθορίσει το ύφος και τη μορφή της παρουσίασης, δηλαδή αν θα είναι καθαρά επιστημονική ή κατά μια έννοια πιο απλουστευμένη, ώστε να μπορεί να διαβαστεί και από κάποιον εξοικειωμένο ή μη, με το αντικείμενο που πραγματεύεται.

Επειδή η διπλωματική εκτός από τον επιβλέποντα και την επιτροπή που θα την εξετάσει, θα μελετηθεί και από ανθρώπους που δεν θα έχουν σχέση με το αντικείμενο, συστήνεται μέσω αυτής να δίνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία στον αναγνώστη. Για το λόγο αυτό, πρώτον πρέπει να δίνονται όλοι οι ορισμοί ή οι επεξηγήσεις στα θέματα που εμπεριέχονται στη πραγματεία. Δεύτερον πρέπει ο υποψήφιος να γνωρίζει ότι, ο αναγνώστης που θα μελετήσει την εργασία του, δεν έχει ασχοληθεί με αυτήν, γι’ αυτό δεν πρέπει να παραλείπει στοιχεία που για τον ίδιο και τον επιβλέποντα είναι γνωστά. Οφείλει να δίνει όλα αυτά τα απαραίτητα στοιχεία που θα καταστήσουν την εργασία του κατανοητή και ευανάγνωστη.

Παραθέματα, παραφράσεις και λογοκλοπή

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής πολλές φορές συμβαίνει να επαναλαμβάνουμε με λόγια τη σκέψη ενός συγγραφέα ή χωρία  ενός βιβλίου από τη βιβλιογραφία μας, άλλοτε ως παραφράσεις και άλλοτε ακέραια αποσπάσματα εντός εισαγωγικών.

Κατά την αντιγραφή αποσπασμάτων από τα κείμενα της βιβλιογραφίας στη διπλωματική, πρέπει να βεβαιώνεται το γεγονός ότι είναι πράγματι παραφράσεις και όχι παραθέματα χωρίς εισαγωγικά. Γιατί όταν μεταφέρονται ακέραια αποσπάσματα χωρίς εισαγωγικά, διαπράττεται λογοκλοπή.[17]

Αν εντοπιστεί φαινόμενο λογοκλοπής σε μια διπλωματική, δημιουργεί κακή εντύπωση όχι μόνο στον επιβλέποντα καθηγητή αλλά και σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να τη δημοσιεύσει ή που θα κρίνει τις ικανότητες του υποψηφίου με βάση  αυτήν.

Η λογοκλοπή μπορεί να αποφευχθεί όταν καταφέρει ο υποψήφιος να μεταφέρει το νόημα του κειμένου που θέλει να αποδώσει, παραφράζοντας εν συντομία τα λόγια που χρησιμοποιούνται σε αυτό, χωρίς να χρειαστεί αντιγραφή ολόκληρου αποσπάσματος. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν έχει αντιγράψει, αλλά ότι κατανόησε και απέδωσε πλήρως το νόημα του κειμένου.

Οι υποσέλιδες σημειώσεις

Οι σημειώσεις χρησιμεύουν για να δείχνουν τις πηγές των παραθεμάτων. Είναι προτιμότερες ως υποσέλιδες αντί για το τέλος του βιβλίου γιατί με ματιά μπορεί κανείς να ελέγξει την παραπομπή.

Ακόμη χρησιμεύουν για την εισαγωγή ενός ενισχυτικού παραθέματος, που δεν θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε μέσα στο κείμενο. Όταν καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα, παραπέμπουμε σε σημείωση στην οποία μια αυθεντία επιβεβαιώνει το συμπέρασμα αυτό.

Επιπλέον μια σημείωση εξυπηρετεί στο να διευρύνουμε τα συμπεράσματα που προέκυψαν στο κείμενο. Έτσι δεν βαρύνεται το κείμενο με επιπλέον παρατηρήσεις η οποίες επαναλαμβάνουν την βασική ιδέα μας, με πιο επεξηγηματικό τρόπο (αναλυτικά).[18]

Οι σημειώσεις χρησιμεύουν και στη διόρθωση των αποφάνσεων του κειμένου. Γιατί μπορεί ο υποψήφιος να είναι σίγουρος για όσα γράφει, αλλά πρέπει να γνωρίζει ότι κάποιος μπορεί να διαφωνεί με ορισμένα από αυτά. Έτσι, με τη χρήση υποσημειώσεων, αποδεικνύει όχι μόνο επιστημονική εντιμότητα αλλά και κριτικό πνεύμα.[19]

Τέλος οι σημειώσεις χρησιμοποιούνται για να παραθέσουν τη μετάφραση ενός αποσπάσματος, που εντός του κειμένου έπρεπε να δοθεί σε ξένη γλώσσα.

Κυρίως όμως με τις σημειώσεις παρατίθενται οι συγγραφείς και τα κείμενα που αποτέλεσαν τα ερεθίσματα για να αναπτυχθούν οι ιδέες της διπλωματικής, γεγονός που αποτελεί αρχή της επιστημονικής δεοντολογίας.[20]

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, με βάση όλες τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες οδηγίες καταλήγουμε στο γεγονός ότι ένας υποψήφιος μεταπτυχιακός οφείλει να επιλέξει με σύνεση και ενδιαφέρον το αντικείμενο και κατ’επέκταση το θέμα στο οποίο επιθυμεί να ειδικευθεί. Κατόπιν πρέπει να ορίσει το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εργασθεί ώστε να ολοκληρώσει την εργασία του, λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω στοιχειώδεις κανόνες. Και τέλος, αφού ολοκληρώσει την διπλωματική του έχοντας εργασθεί σκληρά για την εκπόνησή της, να υπερασπιστεί την προσπάθειά του, αποδεικνύοντας ότι έγινε «αυθεντία» στο αντικείμενο του, μελετώντας κάθε πηγή που αφορά σε αυτό. Γιατί  το μεράκι και η συνέπεια είναι τα κλειδιά για την επιτυχία ενός μεταπτυχιακού.


[1] Umberto Eco, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, (μτφρ. Μ. Κονδύλη), Αθήνα 2001, 31-32.
[2] Umberto Eco, ό.π., 33.
[3] Umberto Eco, ό.π., 33-34.
[4] Umberto Eco, ό.π., 34.
[5] Umberto Eco, ό.π., 39.
[6] Umberto Eco, ό.π., 46.
[7] Umberto Eco, ό.π., 47.
[8] Umberto Eco, ό.π., 52.
[9] Umberto Eco, ό.π., 53.
[10] Umberto Eco, ό.π., 58-59.
[11] Umberto Eco, ό.π., 93-97.
[12] Umberto Eco, ό.π., 103-104.
[13] Umberto Eco, ό.π., 201-203.
[14] Umberto Eco, ό.π., 163.
[15] Umberto Eco, ό.π., 164.
[16] Umberto Eco, ό.π., 166.
[17] Umberto Eco, ό.π., 229.
[18] Umberto Eco, ό.π., 232-233.
[19] Umberto Eco, ό.π., 233.

[20] Umberto Eco, ό.π., 234.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.