Χρυσή Αυγή και Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα μικρό απόσπασμα από το πέμπτο κείμενο του βιβλίου του Σταύρου Ζουμπουλάκη, Χρυσή Αυγή και Εκκλησία

Ένα από τα πράγματα που πρέπει η Εκκλησία να επανεξετάσει σε αυτή την αυτοκριτική διεργασία είναι η σχέση της με την πολιτική. Στα χριστιανικά περιβάλλοντα ακούς συχνά, από τους θερμότερους μάλιστα χριστιανούς, ότι «εμείς δεν ασχολούμαστε με την πολιτική», και πράγματι διαπαιδαγωγούνται με αυτόν τον τρόπο, ότι η πολιτική είναι κάτι κακό, η ανάγνωση της εφημερίδας σχεδόν αμαρτία. Βέβαια κάνουν πάντα μια εξαίρεση: τα εθνικά θέματα. Δηλαδή δεν ασχολούμαστε με την πολιτική αλλά ασχολούμαστε μετά πάθους με τα εθνικά ζητήματα, που είναι τα μείζονα πολιτικά θέματα. Και κάνουν και μια δεύτερη εξαίρεση: κινητοποιούμαστε όταν θίγεται η Εκκλησία, μόνο η Ορθόδοξη, εννοείται, αλλά ποτέ όταν θίγονται οι άλλες Εκκλησίες ή θρησκείες. Όσον αφορά δε τη διοικούσα Εκκλησία, αυτή δίνει συνεχείς πολιτικές μάχες για τη διατήρηση των προνομίων της.

Θα συμφωνήσω πάντως και εγώ ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική. Ποια πολιτική όμως; Την πολιτική του επηρεασμού ή της χειραγώγησης των πιστών υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, και την πολιτική του κατεξουσιασμού της κοινωνίας. Ναι, με αυτήν την πολιτική δεν πρέπει να ασχολείται η Εκκλησία. Κάθε πιστός ας ψηφίζει ό,τι θέλει, αρκεί το κόμμα που ψηφίζει να δέχεται τις δημοκρατικές αξίες. Η Εκκλησία όμως δεν μπορεί να αποφύγει την πολιτική, γιατί έχει την υποχρέωση να δίνει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου μέσα στην κοινωνία. Αυτή η μαρτυρία δεν είναι κάτι γενικό και αφηρημένο, συνεπάγεται συγκεκριμένες πράξεις υπέρ των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων, και είναι πάντα κατά της βίας. Οι πράξεις αυτές μοιραία, αναπόφευκτα, θα φέρουν τους χριστιανούς σε σύγκρουση με δυνάμεις, συμφέροντα, πολιτικά κόμματα, ιδέες και πρακτικές, συγκρούσεις τις οποίες οι χριστιανοί πρέπει να φέρουν σε πέρας ως χριστιανοί, χωρίς να επιδιώκουν δηλαδή την κυριαρχία και την επικράτηση έναντι του άλλου, πράγμα τρομερά δύσκολο μέσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Άρα είναι αφέλεια, όταν δεν είναι υποκρισία, η αδιαφορία ή η απαξίωση της πολιτικής. Καταθέτοντας ως χριστιανοί τη μαρτυρία μας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, απέναντι σε συγκεκριμένους ανθρώπους, είναι υποχρεωτική η ανάμειξή μας στην πολιτική. Αυτό όμως δεν πρέπει να σημάνει ποτέ πολιτικοποίηση της πίστης, κανενός είδους πολιτικοποίηση του κηρύγματος, καμιά άμεση προσαρμογή του στην πολιτική συγκυρία και επικαιρότητα. Το κήρυγμα της Εκκλησίας πρέπει να μείνει πάντα ευαγγελικό, με άξονα τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, κήρυγμα μετανοίας, αναγγελία της Βασιλείας. Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει μια πολιτική θεολογία. Από το Ευαγγέλιο δεν συνάγεται καμιά μορφή οργάνωσης της πολιτικής κοινότητας, κανένα πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα.

Η Εκκλησία μαρτυρεί για το Ευαγγέλιο μέσα σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα και δεν πρέπει επίσης να γίνει ποτέ μια «αντι-κοινωνία», κλειστή και εχθρική προς την περιβάλλουσα κοινωνία. Το πράγμα δεν είναι διόλου εύκολο, γιατί, όπως όλοι λέμε και πιστεύουμε, η Εκκλησία είναι εν τω κόσμω μα δεν είναι εκ του κόσμου. Το αυγουστίνειο ερώτημα της σχέσεως των δύο πολιτειών δεν πρόκειται, όσο συνεχίζεται η ιστορία, να λάβει ποτέ οριστική απάντηση. Θα τίθεται και θα επανατίθεται διαρκώς, ανάλογα με την εποχή και τον πολιτισμό.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.