Ομιλία στο επιμορφωτικό θεολογικό σεμινάριο του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών που έγινε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με θέμα: «Η περίοδος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου»
Εισαγωγή
Η B’ Οικουμενική Σύνοδος, με εξαίρεση την οριστική διατύπωση του τριαδικού δόγματος, την διαμόρφωση δηλαδή της χριστιανικής πνευματολογίας, έχει μείνει στην ιστορία εξαιτίας της εκκλησιολογικής ριζοσπαστικότητάς της, όπως αυτή διατυπώθηκε στον επί αιώνες αμφιλεγόμενο 3ο Κανόνα της, με τον οποίο επετράπη στον «της Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην». Και λέγω ριζοσπαστική και αμφιλεγόμενη αυτήν την απόφαση, γιατί πέρα από την αμφισβήτησή της από τη Ρώμη – που αγνόησε εντελώς αυτό το κανόνα μέχρι και το 1215 μ.Χ., μετά δηλαδή μετά το Μεγάλο Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως – και την Αλεξάνδρεια – που για αιώνες έπαιξε καταλυτικό ρόλο μέχρι την εποχή του Μικρού Σχίσματος με τις αντι-χαλκηδόνιες εκκλησίες – η αδιαίρετη τότε Εκκλησία προέβη σε διάστημα μισού μόνον αιώνα (μεταξύ 325 και 381, της Α’ δηλαδή και της Β’ Οικουμενικής Συνόδου) σε πλήρη ανατροπή των αποφάσεων για το θέμα αυτό της Α’ Οικουμενικής, της «Μεγάλης» αυτής συνόδου, όπως συχνά αναφέρεται στις μεταγενέστερες οικουμενικές συνόδους, η οποία στον 3ο της Κανόνα εθέσπισε: «τα αρχαία έθη κρατείτω…και εν ταις άλλαις επαρχίαις, τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις εκκλησίας».
Η εκκλησιολογική αυτή ανατροπή, που από πολλούς ερευνητές έχει θεωρηθεί ως οφειλόμενη σε κοσμική επίδραση, ολοκληρώθηκε με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία αφού συγκεκριμενοποίησε στον 17ο Κανόνα της, ότι «τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω» (παράλληλα με την κατοχύρωση του «εκκλήτου» για τον Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και την δικαιοδοσία του επί της «βαρβαρικής», που ως γνωστόν ταλανίζει μέχρι σήμερα την ενότητα της Ορθοδοξίας), με τον 28ο Κανόνα της επεξέτεινε την εκκλησιολογική αυτή ρύθμιση ακόμη παραπέρα, απονέμοντας «τα ίσα πρεσβεία τιμής…τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω», που από αιώνες ίσχυαν «τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη».
Την απάντηση στο καίριο αυτό ζήτημα, δηλαδή την «συνοδική» κατοχύρωση του «πρωτείου» θα επιχειρήσω να αναλύσω από τη σκοπιά της Αγίας Γραφής, με αναφορά στην πραγματική με τα τότε δεδομένα Α’ οικουμενική σύνοδο της Εκκλησίας, δηλαδή την «Αποστολική Σύνοδο».[1] Συνοδικότητα και πρωτείο αποτελούν δύο πτυχές της χριστιανικής εκκλησιολογίας, αναπόσπαστα όμως συνδεδεμένες μεταξύ τους.[2] Η έννοια της συνοδικότητας κατανοείται τόσο με την ευρύτερη σημασία του όρου (περιεκτικότητα, συμμετοχικότητα, καθολική διαβούλευση επί θεολογικών και πρακτικών θεμάτων της εκκλησιαστικής ζωής κλπ.), όσο και με τη στενότερη σημασία του, αυτήν δηλαδή του πολιτεύματος της εκκλησιαστικής διοίκησης. Η συνοδικότητα, με άλλα λόγια, αποτελεί έκφραση της χαρισματικής υπόστασης της Εκκλησίας. Με την αντίστοιχη λογική, η έννοια του πρωτείου για αιώνες τώρα – κυρίως στην προτεσταντική θεολογία, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν και σε σημαντικό τμήμα της νεότερης Ορθόδοξης θεολογίας – σχετίζεται με την καθιδρυματική της υπόσταση. Αναμφίβολα, όμως, τόσο στην Κ.Δ. όσο και στην πατερική θεολογία της αδιαίρετης Εκκλησίας, έχει όχι απλά κανονική, αλλά και θεολογική θεμελίωση.[3]
Η αντιθετική αυτή κατανόηση των δύο παραπάνω πτυχών της χριστιανικής εκκλησιολογίας αναπτύχθηκε σε παλαιότερα δογματικά εγχειρίδια της νεότερης Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας, προερχόμενη κυρίως από το θεολογικό περίγραμμα της σχολαστικής δογματικής. Εκεί η εκκλησιολογία εσφαλμένα άρχιζε με έναν ορισμό, που σε γενικές γραμμές περιέγραφε την Εκκλησία αποκλειστικά «ως θείο καθίδρυμα της επί γης κοινωνίας των πιστών, που έχει την προέλευσή του στον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, οι οποίοι μεταβιβάζουν την εξουσία στους επισκόπους».[4]
Στους ορισμούς αυτούς το σώμα της Εκκλησίας κατενοείτο ιεραρχικά, ως κλήρος και λαός, μέσα σε ιστορικά, διοικητικά και θεολογικά περιγράμματα. Φαίνεται δηλαδή να εξαντλείτο η ουσία και η φύση του μυστηρίου της Εκκλησίας ανάμεσα σε δύο πόλους· του καθιδρύματος απ’ τη μια και της κοινωνίας απ’ την άλλη. Κατά συνέπεια, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο αείμνηστος Νικόλαος Ματσούκας, «όλοι οι νεότεροι δογματολόγοι, δεχόμενοι πως οι δύο παραπάνω έννοιες είναι βασικές για την περιγραφή της Εκκλησίας, αγωνίζονται με δραματικό πολλές φορές τρόπο να συμβιβάσουν τα νοήματα των δύο αυτών εννοιών. Έτσι ποικίλλουν οι απόψεις ως προς την έμφαση και τη βαρύτητα που δίνουν στη μια ή στην άλλη έννοια».[5]
Το δίλημμα «καθίδρυμα» – «κοινωνία» σε θεωρητικό θεολογικό επίπεδο είναι παραπλήσιο με το δίλημμα «χριστολογική» ή «πνευματολογική» διάσταση της Εκκλησίας.[6] ή με το δίλημμα που κυριαρχούσε στη βιβλική έρευνα του περασμένου αιώνα αναφορικά με τον «χαρισματικό» ή «αξιωματικό» χαρακτήρα της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας.[7] Κατ’ επέκταση δηλαδή αφορούσε τη σχέση «ιεραρχικής» ή «δημοκρατικής» δομής της Εκκλησίας, και σε τελευταία ανάλυση τη σχέση «πρωτείου»-«συνοδικότητας».[8]
Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι η διαλεκτική «πρωτείου»-«συνοδικότητας» διαφαίνεται στους ορισμούς περί Εκκλησίας, οι οποίοι ως γνωστόν άρχισαν να διατυπώνονται μετά το σχίσμα, κυρίως στη Δύση κατά την ταραχώδη εποχή της Μεταρρυθμίσεως και της Αντιμεταρρυθμίσεως. Και όπως είναι φυσικό οι ορισμοί αυτοί είχαν χαρακτήρα ομολογιακής αμφισβήτησης και πολεμικής εμπάθειας.
Αντίθετα, στην προσέγγιση του μυστηρίου της Εκκλησίας, όπως αυτό εβιώνετο από τους πατέρες της Β’ Οικουμενικης Συνοδου, αλλα και γενικοτερα από ολους τους Πατέρες της αδιαίρετης Εκκλησίας, κυριαρχούσε η μεταφορική και συμβολική γλώσσα της ευλάβειας, που είναι άλλωστε και η γλώσσα της Αγίας Γραφής. Η αληθινή φύση της Εκκλησίας, και επομένως και η σχέση πρωτείου-συνοδικότητας, μπορεί ευχερέστερα να παρασταθεί, να περιγραφεί, παρά να καθοριστεί, αφού από τη φύση του ο κάθε ορισμός περιορίζει αυστηρά τα οριζόμενα, αποκλείοντας ό,τι δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτόν τον ορισμό. Κι αυτό ακριβώς γίνεται τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στη μετέπειτα εκκλησιαστική γαμματεία. Επειδή δεν «ἀρκεῖται ἕν ὄνομα παραστῆσαι τό ὅλον», η Αγία Γραφή, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, και η ιερά παράδοση μπορούμε να συμπληρώσουμε, χρησιμοποιεί «μύρια ὀνόματα ἵνα παραστήσῃ αὐτῆς (της Εκκλησίας) τήν εὐγένειαν».[9] Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από τις εικόνες που χρησιμοποιούνται: «σῶμα», «φυτεία», «οἰκοδομή», «ναός», «νύμφη», «ὄρος», «σκηνή», «οἶκος», «πύργος», «παράδεισος», «ἄμπελος», ή «ἀμπελών», «παρθένος», «ἁγνή», «λυχνία», «ναῦς», «βασίλισσα», «στῦλος», «λιμήν», «ποίμνη», «κιβωτός», «νέα Σιῶν», «ἄνω Ἱερουσαλήμ», «φορεῖον», «στέφανος», «μήτρα» κ.ά.[10]
Στη σύντομη αυτή εισήγησή μας, αφού πρώτα (α) παρουσιάσουμε πολύ σύντομα το θεολογικό υπόβαθρο της σύγχρονης Ορθόδοξης εκκλησιολογικής προβληματικής, (β) θα επιχειρήσουμε μια σφαιρική θεώρηση της βιβλικής – με άλλα λόγια της αρχέγονης χριστιανικής – εκκλησιολογίας, εμμένοντας (γ) στον πυρήνα της, που δεν είναι άλλος από την παύλεια «περιεκτική» ευχαριστιακή θεολογία, κυρίως επειδή αυτή ήταν το αποκλειστικό αίτιο και η προϋπόθεση της συνοδικότητας, όπως αυτή καθιερώθηκε στην Αποστολική Σύνοδο. Είναι αυτονόητο, φυσικά, πως η βιβλική θεώρηση που ακολουθεί θα επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στην συνοδικότητα και δευτερευόντως στο πρωτείο, το οποίο εθεωρείτο αυτονόητο κατά την πρώιμη «αποστολική» αυτή περίοδο.
Α. Η σύγχρονη Ορθόδοξη εκκλησιολογική προβληματική
Είναι ευρύτατα γνωστή η συμβολή, και καθοριστική για την Ορθόδοξη θεολογία, του αειμνήστου π. Γεωργίου Φλορόφσκυ στις νεότερες εκκλησιολογικές αναζητήσεις, που από τη δεκαετία του ’40 επέμενε στην έλλειψη δογματικών προϋποθέσεων αναφορικά με το εκκλησιολογικό πρόβλημα. «Δεν υπάρχει κανένας ορισμός που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναγνωρισμένη δογματική αυθεντία. Τέτοιον ορισμό δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στους Πατέρες, ούτε στις αποφάσεις ή τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, ούτε στα μεταγενέστερα μνημεία. Οι δογματικές εκθέσεις τις οποίες συνέταξε η Ανατολική Εκκλησία σε διάφορες περιστάσεις κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και τις οποίες –κατά τον Φλορόφσκυ– κακώς ονομάζουν μερικοί «συμβολικά» κείμενα της Ορθοδοξίας, δεν δίνουν ούτε αυτές ορισμό της Εκκλησίας, πέρα από μια αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο του ‛Συμβόλου της Πίστεως’»[11]. Στη μοναδική, όμως, αυτή δογματική αυθεντία περιγράφονται οι ιδιότητες (ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα, αποστολικότητα) και όχι η φύση της Εκκλησίας καθαυτή.
Παρά την αδιαφιλονίκητη συμβολή του Φλορόφσκυ παραμένει προβληματική η ελλιπής αναφορά του στα βιβλικά δεδομένα. Για τον προσδιορισμό, όμως, μιας γνήσιας χριστιανικής εκκλησιολογίας δεν θα πρέπει να ξεκιναει κανείς από μεταγενέστερες θεολογικές περί Εκκλησίας διατυπώσεις και αναλύσεις (όπως π.χ. από την έννοια της προτεραιότητας της Εκκλησίας έναντι ολόκληρης της δημιουργίας, ή από την αγιότητα, την καθολικότητα κ.ο.κ.)[12], αλλά από τις βιβλικές προϋποθέσεις της περί Βασιλείας του Θεού διδασκαλίας του Χριστού, στο υπόβαθρο της παλαιοδιαθηκικής αντίληψης περί εκλογής και διαθήκης. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας το να γνωρίζει κανείς την ιστορική εξέλιξη από τις απαρχές της εκκλησιολογίας, όπως εμφανίζονται στα αυθεντικά κυριακά λόγια, στην πίστη της Πρώτης Εκκλησίας, από εκεί στην κορυφαία πρωτοχριστιανική συμβολή του αποστόλου Παύλου και από εκεί στις εκκλησιολογικές αναφορές των οικουμενικών συνόδων.
Μια τέτοια θεώρηση, η οποία θα βασίζεται ουσιαστικά τα βιβλικά δεδομένα, δεν έχει την έννοια της ανακάλυψης των αρχαιότερων και ως εκ τούτου γνησιότερων, εκκλησιολογικά απόψεων περί Εκκλησίας. Η προτεραιότητα της βιβλικής θεώρησης της εκκλησιολογίας δεν έχει ούτε την έννοια της βιβλικής τεκμηρίωσης της εκκλησιολογικής διδασκαλίας, γέρνοντας την πλάστιγγα του διλήμματος «Γραφή ή Παράδοση», «Βίβλος ή Πατέρες»[13] προς τη μεριά των πρώτων. Τέτοια ψευτοδιλήμματα υποκρύπτουν φονταμενταλιστικές τάσεις, ξένες προς την Ορθόδοξη παράδοση.[14] Είτε με τη μια είτε με την άλλη μορφή, στο βάθος υπολανθάνει ένα σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα· η παραθεώρηση των βιβλικών δεδομένων διασπά την ενότητα και συνέχεια της Εκκλησίας, ενώ η αποκλειστική έμφαση στα δεδομένα της Γραφής άμεσα ή έμμεσα εκλαμβάνει την Κ.Δ. ως τη μοναδική πηγή της θεϊκής αποκάλυψης, υποσκαπτοντας την διαρκη παρουσια του Αγιου Πνευματος στη ζωη της Εκκλησιας. Η ιστορική προσέγγιση του προβλήματος, αρχής γενομένης από την Κ.Δ., κρίνεται απολύτως αναγκαία προκειμένου να έρθουν στο προσκήνιο και να αναδειχθούν πρωταρχικής σημασίας στοιχεία της χριστιανικής εκκλησιολογίας, χωρίς τη γνώση των οποίων είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το βαθύτερο περιεχόμενο της μεταγενέστερης χριστιανικής εκκλησιολογίας και της αδιάσπαστα βιούμενης εκκλησιαστικής πραγματικότητας.
Μια σύντομη αναφορά στους δυο κορυφαίους σταθμούς της στο χώρο της εκκλησιολογικής προβληματικής είναι αρκετή για να δείξει τη σπουδαιότητα του προβλήματος. Ο Βλ. Λόσσκυ με το έργο του Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας[15] ήταν εκείνος, που ανανέωσε το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για την πνευματολογική διάσταση της Εκκλησίας, μετά τις ενδιαφέρουσες, πλην όμως μονομερείς, απόψεις του Α. Χομιάκωφ[16] κ.ά., γέρνοντας ουσιαστικά την πλάστιγγα του διλήμματος «πρωτείο»-«συνοδικότητα» προς την πλευρά της συνοδικότητας.
Η πρωτοτυπία του Λόσσκυ βρίσκεται στον εντοπισμό δύο όψεων της Εκκλησίας, μιας πνευματολογικής και μιας χριστολογικής, κάτι που απορρέει από την ύπαρξη ξέχωρης «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα προς την «οικονομία του Υιού»[17]. Κατά τον Λόσσκυ, η χριστολογική όψη της Εκκλησίας μάς αποκαλύπτεται μέσω της πνευματολογικής.[18] Η Εκκλησία είναι βέβαια σώμα Χριστού, αλλά δεν είναι ακόμη «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου». Το έργο του Χριστού τελείωσε με την επίγεια παρουσία του, αυτό που αναμένεται να συντελεστεί είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος.[19] Έτσι οι δύο θεμελιώδεις πτυχές της Εκκλησίας, χριστολογικός και πνευματολογικός, είναι ισότιμοι και αδιάσπαστοι, αν και διαφαίνεται καθαρά η προτίμηση του Λόσσκυ στο δεύτερο.
Το θεολογικό όμως αυτό οικοδόμημά του ο Λόσσκυ το στηρίζει εντελώς αυθαίρετα σε ένα βιβλικό χωρίο, το Εφ 1,23 όπου ο Απ. Παύλος, πάντα κατά τον Λόσσκυ, συνοψίζει σ’ ένα μόνο στίχο τον διφυή χαρακτήρα της Εκκλησίας[20]. Εάν ο Χριστός, λέγει, είναι «ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἔστι τό σῶμα αὐτοῦ», το Άγιο Πνεύμα είναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».[21] Πουθενά όμως το τελευταίο αυτό ημιστίχιο της προς Εφεσίους, τόσο στην πατερική εξηγητική, όσο και στη νεότερη βιβλική επιστήμη δεν έχει ερμηνευθεί – και δεν είναι θεμιτό με βάση την ιστορικο-κριτική ανάλυση – ως άμεση αναφορά στο Άγιο Πνεύμα.[22]
Στην προτεραιότητα της πνευματολογικής διάστασης της Εκκλησίας του Λόσσκυ αντιτάχθηκε με σθένος ο Φλορόφσκυ:[23] «Καμιά συνεπής εκκλησιολογία δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς να γίνει ανεπιφύλακτα παραδεκτή η κεντρική θέση του Ιησού ως ενσαρκωθέντος Κυρίου και Βασιλέως της δόξης».[24] Αναφερόμενος στις σύγχρονες οικουμενικές αναζητήσεις για το πρότυπο της εκκλησιαστικής δομής, με πάθος υποστηρίζει τη χριστολογική σε σχέση με την πνευματολογική προσέγγιση της έννοιας της Εκκλησίας, δίνοντας κυρίαρχη θέση στην παύλεια εικόνα του σώματος του Χριστού. Έχει μεγάλη σημασία, υποστηρίζει, πού θα δοθεί προτεραιότητα. Δεν θα πρέπει να ξεκινά κανείς από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Εκκλησία αποτελεί «κοινωνία», «λαό Θεού» και μετά να αναζητά τη δομή και τα χαρακτηριστικά της. Αντίθετα, θα πρέπει να ξεκινά από τον Χριστό, τον σαρκωθέντα λόγο του Θεού, και στη συνέχεια να ερευνά τις συνέπειες του όλου δόγματος της ενανθρωπήσεως, που περιλαμβάνει τη δόξα του αναστάντος, αναληφθέντος αλλά και καθίσαντος στα δεξιά του Πατρός Κυρίου.[25]
Και αυτός, βέβαια, ο υπερτονισμός της χριστολογικής βάσεως στη θεώρηση του μυστηρίου της Εκκλησίας έχει θεωρηθεί από πολλούς σύγχρονους εκκλησιολόγους, όπως ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, μονομερής.[26] Αυτό όμως, που κάνει ακόμη περισσότερο προβληματική την ανάλυση και του Φλορόφσκυ είναι ο ισχυρισμός του ότι «η προς Εβραίους επιστολή μαζί με την προς Εφεσίους φαίνονται να είναι η πλέον κατάλληλη αγιογραφική εκκίνησις για την εκκλησιολογία»,[27] κάτι που σημαίνει ότι ο Φλορόφσκυ φαίνεται να παραθεωρεί την εκκλησιολογική συνείδηση της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας πριν από τα μεταγενέστερα αυτά καινοδιαθηκικά κείμενα.
Β. Η βιβλική θεώρηση της χριστιανικής εκκλησιολογίας
Για την κατανόηση της έννοιας της συνοδικότητας κρίνεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ενδεδειγμένη η αναφορά στη παύλεια εκκλησιολογία. Άλλωστε, από όλες τις εικόνες με τις οποίες επιχειρείται περιγραφή του μυστηρίου της Εκκλησίας, η παύλεια εικόνα του «σώματος» είναι η επιτυχέστερη και η πλέον εκφραστική.[28] Και στην παύλεια αυτή διδασκαλία με περισσό ζήλο ενέκυψαν και θεολόγησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.[29] Είναι χαρακτηριστική η έκφραση του ιερού Αυγουστίνου περί της Εκκλησίας ως του όλου Χριστού, «totus Christus caput et corpus», κάτι που βαθμιαία λησμονήθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα να γίνεται συχνά λόγος, αλλά και να αποτελεί ασυναίσθητα και συνείδηση, ότι η Εκκλησία είναι περισσότερο «σώμα πιστών» (corpus fidelium, όπου φυσικά η συνοδικότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο), παρά «σώμα Χριστού» (corpus Christi, όπου η κεφαλή του, ο Χριστός και επομένως και ο «τύπος» και η «εικόνα» του ασφαλώς υποδεικνύουν την ανάγκη κάποιου είδους πρωτείου).[30]
Πριν, όμως, εξετάσουμε τη συμβολή του Απ. Παύλου στην κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας. Έτσι τις δυο πρώτες δεκαετίες μετά την Πεντηκοστη, η αρχική χριστιανική κοινότητα κατανόησε την ύπαρξή της ως τη γνήσια έκφραση του «λαού του Θεού». Με μια σειρά από όρους παρμένους από την Π.Δ. τονίζεται στην Κ.Δ. πως η Εκκλησία είναι «o Ισραήλ του Θεού» (Γαλ 6,16), «οἱ άγιοι» (Πράξ 9,32·41· 26,10· Ρωμ 1,7-8,27· 12,13· 15,25· 16,5· Α´ Κορ 1,2· κλπ.), «οἱ ἐκλεκτοί» (Ρωμ 8,33· Κολ 3,12 κ.ά.) το «ἐκλεκτόν γένος» (Α´ Πε 2,9), το «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πε 2,9) κλπ., ο άγιος δηλαδή λαός του Θεού κατά τους έσχατους χρόνους, για τον οποίον ισχύουν όλες οι επαγγελίες της Γραφής. Ό,τι δηλαδή αναφέρει η Έξοδος για τον Ισραήλ (19,6· 3,12εξ), η αρχική χριστιανική κοινότητα πίστευε ότι ίσχυε για τον εαυτό της, αφού αυτή αποτελούσε το λαό του Θεού par excellence.[31]
Σ’ αυτήν την πρώιμη περίοδο χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας ταυτίζονται με την Εκκλησία, είναι η Εκκλησία, δεν είναι απλώς μέσα στην Εκκλησία, δεν αποτελούν δηλαδή μέλη ενός οργανισμού ή μιας, θρησκευτικής έστω, ομάδας.[32] Ο Παύλος παραλαμβάνει την παραπάνω χαρισματική ως λαού του Θεού αντίληψη για την Εκκλησία, της δίνει όμως παράλληλα παγκόσμιο και οικουμενικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία ανήκουν δυνάμει όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι και Εθνικοί, αφού οι δεύτεροι μπολιάστηκαν στον ίδιο κορμό του λαού του Θεού (Ρωμ 11, 11εξ). Η Εκκλησία, έτσι, ως ο νέος Ισραήλ συγκροτείται όχι με εξωτερικά κριτήρια (περιτομή κλπ.), αλλά με βάση την πίστη της στον Ιησού Χριστό. «Οὐ γάρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ οὗτοι Ἰσραήλ» (Ρωμ 9,6).
Εκεί όμως που πανθομολογουμένως αναγνωρίζεται η ουσιαστική του συμβολή στη χριστιανική εκκλησιολογία είναι ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστοῦ». Απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Κορίνθου τονίζει· «ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α´ Κορ 12,27), δίνοντας έτσι έναν πρωτογενή και κατά γενική ομολογία επιτυχέστατο εικονικό/περιγραφικό ορισμό του μυστηρίου της Εκκλησίας. Ο απόστολος υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι «ὁ Θεός ἔθετο τά μέλη ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθώς ἠθέλησεν» (12,18), τονίζοντας μάλιστα ότι τα μέλη του σώματος που φαίνονται να είναι τα πιο αδύναμα είναι τα πιο αναγκαία (12,22), και στη συνέχεια περιγράφει την ποικιλία των χαρισμάτων, με πρώτο το αποστολικό και τελευταίο εκείνο της γλωσσολαλίας (12,28).[33] Στην πρωτογενή επομένως χρήση του όρου (ή ακριβέστερα της εικόνας) «σῶμα» για τον εκκλησιολογικό προσδιορισμό της χριστιανικής κοινότητας, όλα τα χαρίσματα, με κάποια ιεραρχία βέβαια, είναι απαραίτητα. Η έννοια, επομένως της συνοδικότητας αποτελούσε αδιαφιλονίκητα το sine qua non της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας, χωρίς όμως να αγνοείται και η έννοια του πρωτείου (βλ. ιεράρχηση των χαρισμάτων με πρώτο εκείνο του αποστόλου).
Δεν θα επιμείνω στο ερμηνευτικό πρόβλημα σχετικά με τον όρο «σῶμα Χριστοῦ» είναι η προέλευσή του.[34] Δεν πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δύο ευχαριστιακές αναφορές της Α´ Κορ έχουν πολλά κοινά με την ενότητα στην οποία ανήκει ο στίχος που εξετάσαμε πιο πάνω (πρβλ. «τοῦτό μου ἐστι τό σῶμα» 11,24· «τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔστιν ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (10, 16εξ). Επομένως η Εκκλησία για τον Απόστολο Παύλο στην αρχαιότερη πρωτογενή της μορφή δεν είναι παρά μια χαρισματική ευχαριστιακή κοινότητα.
Είναι φανερό από τις μαρτυρίες της Κ.Δ. ότι κατά την περίοδο της συγγραφής των παύλειων κειμένων η χαρισματική ευχαριστιακή αυτή κοινότητα ήταν υπεύθυνη για ολόκληρο το φάσμα της εκκλησιαστικής ζωής.[35] Συλλογικά (δηλαδή «συνοδικά») η κοινότητα υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος ξεχωρίζει τους ιεραποστόλους (Πράξ 13,2), αποστέλλει με συγκεκριμένα καθήκοντα τους διαφόρους απεσταλμένους (Φιλιπ 2,25· Β´ Κορ 8,19). Ακόμη και τα απαιτούμενα πειθαρχικά μέτρα λαμβάνονταν «συνοδικά», από το σύνολο της κοινότητας (Α´ Κορ 4,3· 5,3εξ). Σε περιπτώσεις μάλιστα διαφορετικών εκτιμήσεων ή προβληματικών καταστάσεων καλείται το σύνολο της κοινότητας για να αποφασίσει (Πράξ 15,22.30· 6,2.5), κάτι που απετέλεσε το θεμέλιο και τη βάση του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας.
Αν σταματούσαμε σ’ αυτό το σημείο τη θεώρηση των εκκλησιολογικών δεδομένων της παύλειας γραμματείας θα περιορίζαμε επικίνδυνα την ευρύτατη σημασία της παύλειας εικόνας της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστοῦ», τονίζοντας την πνευματολογική μόνο πλευρά του θέματος.
Για να συμπληρωθεί επομένως η εικόνα της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» χρειάζεται να τονιστεί και η altera pars, η χριστολογική δηλαδή όψη του θέματος. Στη βιβλική σκέψη, όπως και στη μακραίωνη παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας, όλες οι πτυχές της χριστιανικής θεολογίας είναι συνάρτηση της χριστολογίας. Τυχόν αυτονόμηση της εκκλησιολογίας από το χριστολογικό δόγμα μπορεί να οδηγήσει μοιραία σε διαστρεβλώσεις, όπως συνέβη και με τη σωτηριολογία, η οποία σε κάποια ιστορική στιγμή απετέλεσε ιδιαίτερο κεφάλαιο στα δογματικά εγχειρίδια της Δύσης και με την «περί ικανοποιήσεως θεωρία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας οδήγησε τον χριστιανισμό εκεί που τον οδήγησε.[36] Άλλωστε η Εκκλησία είναι ο καρπός του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και η «σύνοψή» του.[37] Διάσπαση επομένως της ενότητας αγιοπνευματικής και χριστολογικής βάσεως του περί Εκκλησίας δόγματος είναι ανεπίτρεπτη, αφού άλλωστε δεν υπάρχει αντίθεση, ούτε μάλιστα και διαφοροποίηση, ανάμεσα στις δύο παύλειες εκφράσεις «ἐν Χριστῷ» και «ἐν Πνεύματι».[38]
Θεωρείται τελείως λανθασμένη η παλαιοτερη κατανοηση του Δευτερου Προσωπου της Αγιας Τριαδος, ειτε ως ηγετη και δημιουργου μιας θρησκειας, ειτε αποκλειστικα με βαση την θεικη η ανθρωπινη υποσταση του, όπως σήμερα είναι λανθασμένη η εκτίμηση, ότι καθώς σταδιακά διαμορφώνονταν στη ζωή της Εκκλησίας ορισμένα καθαρά περιγεγραμμένα αξιώματα, σταδιακά υποχωρούσαν τα χαρίσματα και λειτουργήματα της κοινότητας.[39] Δεν αμφισβητείται πλέον ότι η αρχέγονη χριστιανική Εκκλησία ως λαός του Θεού και χαρισματική ευχαριστιακή κοινότητα απέκτησε από την πρώτη κιόλας στιγμή μια ορισμένη τάξη διοικητικών διακονημάτων και διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο πολίτευμα.[40] Μπορεί ακόμη να υποστηριχθεί με βεβαιότητα πως από τη γέννησή της η Εκκλησία ποτέ δεν έζησε χωρίς «τάξη»,[41] ουσιαστικά δηλαδή με κάποια υβριδική μορφή «πρωτείου».[42]
Λίγο αργότερα, μάλιστα, στις προς Εφεσίους και Κολοσσαείς επιστολές η πρωτογενής παύλεια εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού αναπτύσσεται περισσότερο. Εδώ για πρώτη φορά χαρακτηρίζεται ο Χριστός ως η «κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας. Ακριβέστερα μόνο στις επιστολές αυτές μπορούμε να πούμε πως έχουμε τη συγκεκριμένη διδασκαλία περί Εκκλησίας που ιστορικά καθιερώθηκε στο χριστιανικό χώρο, με τον Χριστό δηλαδή ως κεφαλή της Εκκλησίας, με ό,τι αυτό εκκλησιολογικά συνεπάγεται. Ιδιαίτερα στην προς Εφεσίους επιστολή ο Θεός προσφέρει τον Χριστό «κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἥτις ἔστιν τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμά του τά πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου» (1,23).[43] Και η εικόνα αυτή έμμεσα αναγνωρίζει και την αναγκαιότητα του πρωτείου.
Η διαλεκτική αυτή προσέγγιση του μυστηρίου της Εκκλησίας (πρωτείου-συνοδικότητας) θα ήταν ελλιπής και μονομερής, αν αγνοηθεί ο εσχατολογικός χαρακτήρας. Η χριστολογική και ταυτόχρονα πνευματολογική βάση της παύλειας εκκλησιολογίας, μέσα από αυτή την εσχατολογική προοπτική, είναι ολοφάνερη στην κατανόηση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.[44] Στους Κορινθίους ο Απόστολος θα τονίσει ότι στην καρδιά της Εκκλησίας, στο μυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, «τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλομεν… ἄχρις οὗ έλθη» (Α´ Κορ 11,26). Αυτή την εσχατολογική προοπτική διακρίνουμε εξελισσόμενη σε ολόκληρο το φάσμα της πρωτοχριστιανικής γραμματείας. Η Εκκλησία ως προληπτική φανέρωση και έκφραση της Βασιλείας του Θεού δεν αντέγραψε την ιεραρχικά δομημένη ιερατική τάξη της Ισραηλιτικής θρησκείας,[45] αλλά περιστράφηκε γύρω από το πρόσωπο του Χριστού, εικόνα του οποίου είναι ο επίσκοπος, ενώ ο έτερος βαθμός της ιερωσύνης, οι πρεσβύτεροι, σαφώς αναφέρονται στη συλλογική έννοια των πρεσβυτέρων της Π.Δ. Τα παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα της εορτής της Πεντηκοστής με περισσή και αφοπλιστική τόλμη προβάλλουν την δράση του Πνεύματος του Θεού σε όλη την κοινότητα: το πρώτο (των Αριθμών 11,16εξ.) στο σώμα των «πρεσβυτέρων» για την καθοδήγηση του λαού του (πέραν δηλαδή των φυσικών ηγετών του, Μωυσή και Ιησού του Ναυή), το δεύτερο (του Ιωήλ) στο σύνολο του λαού, «επί υιούς και θυγατέρας» κατά την μεσσιανική εποχή, και το τρίτο (του Ιεζεκιήλ) προχωρώντας ακόμη πιο πέρα, υπενθυμίζει πως ούτε οι ηγέτες, ούτε και ο συμβατικός Νόμος, αλλά το Πνεύμα του Θεού θα καθορίζει στο μέλλον τη συμπεριφορά των πιστών. Σ’ αυτήν ακριβώς την προφητεία, σε συνδυασμό με μια παράλληλη του Ιερεμία (31,31εξ), στηρίχθηκε και ο απόστολος Παύλος (Β΄ Κορ. 3,3) για να προβάλει τη νέα «ηθική» του χριστιανισμού, σύμφωνα με την οποία οι ηθικές εντολές δεν καθοδηγούν τους ανθρώπους εκ των έξω, αλλά εκ των έσω, από το Πνεύμα δηλαδή του Θεού.[46]
Όλες οι εκκλησιολογικές αναφορές της αποστολικής και μεταποστολικής περιόδου έχουν την αφετηρία τους στην παύλεια εκκλησιολογία και δεν είναι παρά περαιτέρω θεολογικές επεξεργασίες της εικόνας της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού.[47] Με την εσχατολογική σύλληψη του μυστηρίου της Εκκλησίας η αρχέγονη χριστιανική κοινότητα ήθελε να δείξει πως δεν ήταν απλώς μια ιεραρχικά δομημένη θρησκευτική κοινότητα, αλλά η αντανάκλαση της εσχατολογικής φανέρωσης της Βασιλείας του Θεού, ουσιαστικά δηλαδή σώμα του ζώντος Χριστού. Είναι, κατά συνέπεια, εντελώς διαφορετική μια ιστορική από μια εσχατολογική θεώρηση, και φυσικά αιτιολόγηση, τόσο της συνοδικότητας όσο και του πρωτείου για την κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Όπως επίσης είναι εντελώς διαφορετική μια κανονιστική από μια ευχαριστιακή κατανόηση της συνοδικότητας.
Γ. Η παύλεια «περιεκτική» ευχαριστιακή θεολογία
αίτιο και προϋπόθεση της συνοδικότητας
Για να κατανοήσουμε σε βάθος τη ριζοσπαστική συμβολή του αποστόλου Παύλου στη διαμόρφωση της χριστιανικής εκκλησιολογίας, και επομένως να συλλάβουμε τη βαθύτερη σημασία και της ιστορικής διαμόρφωσης της συνοδικότητας, όπως αυτή εκφράστηκε επίσημα στην αρχέγονη χριστιανική κοινότητα με την Αποστολική Σύνοδο, είναι απολύτως αναγκαίο να αναφερθούμε στην ευχαριστιακή πρακτική της Πρώτης Εκκλησίας. Η Ευχαριστία δεν ήταν μια απλή λατρευτική τελετή, απλή ανάμνηση του Πάσχα των Εβραίων, αλλά η ζωντανή έκφραση της εσχατολογικού χαρακτήρα της εκκλησιολογικής ταυτότητας της χριστιανικής κοινότητας.[48]
Αλλά και όσοι από τους νεότερους βιβλικούς θεολόγους ασχολήθηκαν με την Ευχαριστία, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι «εκείνο που διέκρινε τον Ιησού από πολλούς σύγχρονούς του ραββινικούς κύκλους ήταν η πρακτική του της ανοιχτής κοινωνίας στα γεύματα».[49] Αυτή η «ανοιχτή κοινωνία τραπέζης», καθώς και η έννοια της «περιεκτικότητας», αποτελούν στοιχεία που υπογραμμίζονται όχι μόνο στη διδασκαλία και την καθημερινή πρακτική του ιστορικού Ιησού, αλλά και στα κοινά δείπνα, τα οποία συνήθιζε να ευλογεί και στα οποία συμμετείχε κατά τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας του.
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, ότι κατά την εν γένει δράση του o Χριστός αμφισβήτησε την κοινωνική χρησιμότητα του νόμου περί καθαρότητας του Ioυδαϊσμoύ. Οι περισσότερες θεραπείες τoυ έχoυv αποδέκτες ανθρώπους, που σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο ήταν ακάθαρτοι. Άλλοι απ’ αυτούς απoκλείovταv από τις κοινωνικές σχέσεις με τoυς υπόλoιπoυς Iσραηλίτες όπως oι λεπρoί (Μαρκ. 1,40-45, Ματθ. 8,1-4, πρβλ. Λoυκ. 17,11-19) και η αιμoρρooύσα γυvαίκα (Μαρκ. 5,25-34, Ματθ. 9,20-22, Λoυκ. 8,43-48), και άλλοι απoκλείovταv από τo Ναό λόγω φυσικoύ ελαττώματoς, όπως oι δαιμovισμέvoι, oι παράλυτoι, oι χωλoί και oι τυφλoί).[50]
Αυτήν ακριβώς την πρακτική της «ανοιχτής κοινωνίας τραπέζης» και «περιεκτικότητας», ακολούθησε πιστά και ο Απόστολος Παύλος. Η αταλάντευτη αυτή θέση του πήρε επικίνδυνες διαστάσεις μόλις άρχισε η εξάπλωση του χριστιανισμού. Ενώ μέχρι τότε η εισδοχή πρώην ειδωλολατρών στη χριστιανική κοινότητα δεν προκαλούσε σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Πρώτης Εκκλησίας, τα προβλήματα άρχισαν να δημιουργούνται από τις πρακτικές συνέπειες αυτής της εισδοχής, κυρίως κατά τα κoιvά ευχαριστιακά δείπνα πρώην Ιoυδαίων και πρώην ειδωλολατρών χριστιανών.
Το γνωστό επεισόδιο στην Αντιόχεια, που περιγράφει με έντονα και μελανά γράμματα στην προς Γαλάτας επιστολή του ο απόστολος Παύλος, είναι ενδεικτικό.[51] Σύμφωνα με την εξιστόρηση, o Παύλος θεωρούσε oτι το απoστoλικό του αξίωμα και κατ’ επέκταση το Ευαγγέλιο που κήρυττε, του δοθήκαν “δι’ απoκαλύψεως Iησoυ Χριστoυ” (Γαλ 1,11-12). Πίστευε πως ήταν πρooρισμέvoς από τηv κoιλιά της μάvας τoυ vα κηρύξει στoυς ειδωλoλάτρες (1,15-16), κι’ αυτό το έκανε χωρίς vα απαιτεί την τήρηση βασικών διακριτικών ιoυδαϊκώv καvόvωv, όπως η περιτομή, η διάκριση μεταξύ καθαρών και ακαθάρτων τρoφώv, το Σάββατο και οι λοιπές ιoυδαϊκές εoρτές.
Κάπoια στιγμή, για λόγoυς πoυ δε γvωρίζoυμε, o απόστολος Πέτρoς μεταβαίνει στηv Αvτιόχεια, όπου συμμετείχε στα ευχαριστιακά δείπνα μαζί με τους εξ εθvώv, απoδεχόμεvoς έτσι τηv πρακτική τoυ Παύλoυ. Όταv όμως “τιvές από Iακώβoυ” ήρθαv στηv Αvτιόχεια, τότε o Πέτρoς “υπέστελλε και αφώριζεv εαυτόv, φoβoύμεvoς τoυς εκ περιτoμής”, και άρχισε vα μετέχει σε διαφoρετικά ευχαριστιακά δείπνα και όχι στo έvα κoιvό δείπνο της κoιvότητας. Αυτό είχε ως συνέπεια vα παρασυρθoύv και άλλoι από τους εξ Ioυδαίωv και o Βαρvάβας.
Στη βάση τoυ επεισoδίoυ δεν βρίσκεται τo πρόβλημα της εισδoχής πρώηv ειδωλoλατρώv στηv κoιvότητα, αλλά τα κoιvά ευχαριστιακά δείπνα. Η μια τάση (της oμάδας της περιτoμής) ήθελε χωριστά δείπνα, έτσι ώστε oι βασικoί ιoυδαϊκoί καvόvες καθαρότητας και κατά συvέπεια η ιoυδαϊκή κληρovoμιά της κoιvότητας vα μηv απεμπoληθoύv. Πρόκειται για την ευχαριστιακή πρακτική της αποκλειστικότητας. Η άλλη (τoυ Παύλoυ), καταvoώvτας πoλύ διαφoρετικά τo είvαι εv Χριστώ, θεωρoύσε αδιανόητη μια τέτοια ευχαριστιακή πρακτική και επέμενε στo έvα κoιvό ευχαριστιακό δείπνο για όλη τηv κoιvότητα. Πρόκειται, δηλαδή, για την ευχαριστιακή πρακτική της περιεκτικότητας. Μέση λύση ή τρόπoς vα συμβιβαστoύv oι δυό τάσεις δεv υπήρχε.[52] Όταv μιλάμε για τα κoιvά δείπνα την επoχή του Παύλου εvvooύμε φυσικά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η απoδoχή ή η απόρριψη από τις πρωτoχριστιαvικές κoιvότητες της σημασίας πoυ είχαv oι vόμoι περί καθαρώv τρoφώv στov Ioυδαϊσμό τoυ πρώτoυ μ.Χ. αιώvα, και κατά συvέπεια και η στάση τους απέvαvτι στo Νόμo, είχαv αvτίστoιχα επιπτώσεις και στην εκκλησιολογία: Η έμφαση στις ιoυδαϊκές παρακαταθήκες oδηγoύσε τηv Εκκλησία στη συστoλή και στov απoμovωτισμό, αντίθετα o τovισμός της εvότητας και της oικoυμεvικής διάστασης, στη διαστoλή και στo γεγovός της βίωσης μέσα στηv ιστoρία τoυ μεταϊστoρικoύ-εσχατoλoγικoύ oράματoς της Βασιλείας τoυ Θεoύ.
Επίλογος
Χωρίς αμφιβολία αυτή η περιεκτική ευχαριστιακή εκκλησιολογία και πρακτική υπήρξε η καταλυτική αφορμή για τη σύγκληση της Αποστολικής Συνόδου από την έχουσα το «πρωτείο» τα «πρεσβεία τιμής» (mutatis mutandis) ιεροσολυμιτική κοινότητα, και επομένως της διαμόρφωσης της αρχής της «συνοδικότητας» στην Εκκλησία. Επομένως καμιά αποσπασματική θεώρηση της σχέσεως συνοδικότητας-πρωτείου δεν μπορεί να είναι ακριβής, χωρίς αναφορά στη θεολογία της «ανοιχτής κοινωνίας» και της «περιεκτικής εκκλησιολογίας» του Αποστόλου Παύλου. Αλλά και καμιά ουσιαστική διευθέτηση των δύο αυτών θεμελιωδών συστατικών – και μόνον εκ πρώτης όψεως συγκρουόμενων αντιλήψεων – της χριστιανικής εκκλησιολογίας δεν θα πρέπει να αποτολμάται, χωρίς αναφορά στο μυστήριο par excellence της Εκκλησίας, δηλαδή την Θεία Ευχαριστία. Ορθά, επομένως, ο θεολογικός διάλογος μεταξύ των μεγαλύτερων παραδοσιακών τμημάτων του χριστιανισμού (της Ορθόδοξης δηλαδή και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) γίνεται με αφετηρία την ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Όπως επίσης ορθά, αν και όχι τόσο έντονα, τονίζεται η εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας. Θα πρέπει όμως απαραίτητα να συνεκτιμηθούν στο μέλλον και τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της «περιεκτικότητας» και της «ανοιχτής κοινωνίας».[53] Και τέλος – για να επανέλθω στο θέμα που έθιξα στην εισαγωγή μου – η Εκκλησία μας σήμερα οφείλει να μιμηθεί την ριζοσπαστικότητα των αποφάσεων της Β’ (αλλά και Δ’) Οικουμενικής Συνόδου, που ακολούθησε το πνεύμα της εκκλησιολογίας της Καινής Διαθήκης (αλλά και της Α’ Οικουμενικής Συνόδου), και όχι το γράμμα τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ