Παναγιώτης Αρ. Υφαντής, Το Μελάνι και το Αίμα. Πατρολογικές και Αγιολογικές Προσεγγίσεις, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2012

Από τον πρόλογο του βιβλίου

Tά κείμενα που απαρτίζουν τον παρόντα τόμο άποτελούν ισάριθμες έρευνητικές άπόπειρες πρόσβασης ή «προσεγγίσεις» στον χώρο της πατερικής σκέψης και της αγιολογίας. Ή άλλου προφανής και άλλου ύποδηλούμενη φιλοδοξία αυτών τών μελετημάτων, πέρα από το όποιο ακαδημαϊκό τους αντίκρισμα, είναι νά άνιχνεύσουν καί, ει δυνατόν, νά άναδείξουν τή σχέση άνάμεσα στήν αγιότητα ώς έμπειρία και στήν θεολογία τών Πατέρων, άρχικά, ώς καταγραφή του γεγονότος της αγιότητας και στή συνέχεια ώς έπεξεργασία, σχολιασμό, άναστοχασμό άλλά και ποιμαντική έμπέδωση και άξιοποίηση του γνωστικού και κυρίως σωστικού περιεχομένου της. Και άντιστρόφως: νά δείξουν μέ ποιόν τρόπο, ή διδασκαλία τών Πατέρων, τροφοδοτούμενη από τήν πνευματική ώριμότητα και τήν έκκλησιαστική μέριμνα, οδηγεί στήν αγιότητα, ένορχηστρώνοντας τον πνευματικό άγώνα, άποτρέποντας ή θεραπεύοντας πλάνες και καθηλώσεις και φυτεύοντας πολύτιμους οδοδείκτες στήν πορεία της κοινότητας και κάθε πιστού προς τήν τελείωση.

Το «μελάνι» που άποτυπώνει τή θεολογική ευφυΐα των Πατέρων ούτε αντιστρατεύεται ούτε λειτουργεί αυτόνομα από το «αίμα» που συμβολίζει την έμπειρία των αγίων. Με τόν τρόπο που ακόμη και οί πλέον απαίδευτοι άγιοι ένσαρκώνουν με τη ζωή τους μία ψηλαφητή έκδοχή της έκκλησιαστικής πίστης, έτσι και οί Πατέρες αληθεύουν στό μέτρο που τα κείμενά τους διατηρούν ή μεταφράζουν -με τήν απαραίτητη πιστότητα αλλά και έλευθερία που απαιτεί μία έπιτυχημένη μετάφραση- σε λόγο τή σωστική έμπειρία του σώματος. Εντέλει, αν ό κόμπος που δένει τα δύο μεγέθη είναι ή σωτηρία, τό ύπαρκτικό πλαίσιο που στεγάζει τους ποικίλους όρους ή τις έκδοχες αυτής τής σχέσης είναι έκκλησιαστικό. Πράγματι, ή κοινότητα είναι αυτή που τιμά στα πρόσωπα των αγίων, ανδρών και γυναικών, τόν ένσαρκο και ίστορικά κατορθωμένο ύπαρξιακό και πνευματικό προορισμό στόν όποίο ή ίδια τείνει. Και είναι ή ίδια κοινότητα που αναγνω­ρίζει στα κείμενα των Πατέρων τόν προαπαιτούμενο φωτισμό που τους έπιτρέπει να διερμηνεύουν με ακρίβεια ή και να ύπερασπίζονται όποτε χρειάζεται τό σωτήριο αντίκρισμα τής πίστης που συνέχει όλα τα μέλη.

Οί παραπάνω παραδοχές, όπως είναι φυσικό, όχι μόνο δεν απογυμνώνουν τα δύο μεγέθη -τό «μελάνι» και τό «αίμα»- από τήν ίστορική τους ύπόσταση αλλά μάλλον τήν καθιστούν πιό ανάγλυφη. Αυτός ό χωροχρονικός προσδιορισμός αποτελεί τόν πολύτιμο όρο ώστε να αποφευχθούν δύο παγίδες, που απειλούν τόσο τήν πνευματικότητα όσο και τή θεολογική έρευνα.

Πρώτον, τήν πρόσληψη και θεωρητική έπεξεργασία της μέν αγιότητας ώς άσαρκης συλλογικής φαντα­σίωσης του έκκλησιαστικού σώματος καί, δεύτερον, τήν είδωλοποίηση της πατερικής σκέψης, δηλαδή τήν άντιμετώπιση και χρήση της ώς μιας στατικής -άκίνητης και άνέγγιχτης σάν ταμπού- αύθεντίας, ίκανής νά τροφοδοτεί μονάχα τήν ομολογιακή αύταρέσκεια τών διαχειριστών της. Άπο τήν άλλη πλευρά, έξαιτίας της ίστορικότητάς τους, αύτά τά μεγέθη, της αγιότητας και της πατερικής σκέψης, δέν είναι άπαλλαγμένα άπό τις ποικίλες πτυχές του πολιτισμικού κοσμοειδώλου, που τά στεγάζει και τους προσφέρει τήν άπαραίτητη ύλη προκειμένου νά ένσαρκωθεί το διαχρονικό τους νόημα. Έξ ού και οί ποικίλες έπικαιρικές προβολές πάνω στο καίριο, οί ύπογραμμίσεις τών έπιμέρους που ένίοτε μοιάζουν νά άνταγωνίζονται το καθόλου, οί άπολυτοποιήσεις τών οδών (καί τών μεθόδων) που φαινομενικά συγχέονται μέ τον προορισμό. Είναι εύνόητο ότι όλες αύτές οί έκφάνσεις της ιστορικότητας και τών δεσμεύσεών της, συνιστώντας ταυτόχρονα τον άπαραίτητο όρο του ρεαλισμού τών μεγεθών και συνάμα τον περιορισμό τους, καθιστούν τή μελέτη τους έξαιρετικά άπαιτητική και γιά τον ίδιο λόγο διπλά ένδιαφέρουσα.

Ό συνδυασμος μεταξύ θεοκεντρικότητας και άνθρωποκεντρικότητας, μεταξυ ίστορικότητας και διαχρονικού νοήματος, έντέλει, μεταξύ ερμηνείας και παρερμηνείας της αγιότητας, πάντα μέ τή συνδρομή τής πατερικής σκέψης, απασχολεί τό πρώτο κείμενο, που έξαιτίας τής συνοπτικότητάς του, έπέχει τή θέση εισαγωγής. Τα ύπόλοιπα κείμενα χωρίζονται ισομερώς σε τρείς ενότητες. Ή πρώτη εστιάζει τό ένδιαφέρον σε πρόσωπα και γεγονότα αμιγέστερα αγιολογικά. Τό πρώτο από τα τρία μελετήματα προσεγγίζει τις περιπέτειες τής μνήμης του αγίου Γεωργίου στή δυ­τική Χριστιανοσύνη από τόν πρώιμο Μεσαίωνα μέ­χρι τόν 20ό αιώνα. Τό δεύτερο παρουσιάζει κριτικά τις έκκλησιολογικές προσλήψεις και έμπεδώσεις τής ίστορικής παρουσίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που αποτέλεσε τό διαχρονικό αγιολογικό πρότυπο του αγίου ήγεμόνα. Τό τρίτο μελέτημα αποτελεί μία συνοπτική χαρτογράφηση του φαινομένου των νεομαρτύρων στή Θεσσαλονίκη καθώς και τής θεολογικής έπεξεργασίας και τής ποιμαντικής αξιοποίησης του παραδείγματός τους.

Ή δεύτερη ενότητα στεγάζει τρία μελετήματα που ανατέμνουν ισάριθμες έκδοχες τής πατερικής σκέψης, στή διαχρονία της. Στό πρώτο μελέτημα τής ενότητας έπισημαίνονται οί κοινοί έμπειρικοί και θεωρητικοί τόποι μεταξύ του Αυγουστίνου Ίππώνος και του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου ώς πρός τή θεία γλυκύτητα, στό δεύτερο προσεγγίζεται κρι­τικά τό ανθρωπολογικό όραμα του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου καί, τέλος, έπιχειρείται μία νηφάλια αποτίμηση του συγγραφικού έργου και τής θεολογικής φυσιογνωμίας του αγίου Νεκταρίου, ό όποίος μοιάζει νά συνθέτει μία νεοτερική έκδοχή της ιεραρχικής και πατερικής αγιότητας.

Τα μελετήματα της τρίτης ενότητας προϋπο­θέτουν τις μεθοδολογικές αρχές και στοχεύσεις των δύο προηγούμενων. Το πρώτο μελέτημα αναδεικνύει το πλέγμα μεταξύ ιστορίας και έσχατολογίας στήν αθωνική πνευματικότητα τού 18ου αιώνα μέ φόντο τις θεολογικές και ιδεολογικές συνιστώσες της ταραγμένης έποχής και σημείο αιχμής κυρίως τα ανθρωπολογικά πρότυπα και παράγωγα κάθε πλευράς. Το δεύτερο, συνδυάζοντας τις σταθερές της έπιστημονικής ή θε­ωρητικής αγιολογίας μέ τις πρακτικές άνάγκες της ζωντανής λατρεύουσας κοινότητας, πραγματεύεται το αίτημα της αναγνώρισης των περίπου 1.300 έκτελεσθέντων Ναουσαίων το 1822, μετά τήν αποτυχημένη έξοδό τους από τήν πόλη, ώς νεομαρτύρων. Το τελευταίο μελέτημα της ενότητας και τού τόμου σταθμίζει το ποσοστό και τούς ιδιαίτερους όρους της πρόσληψης τού φραγκισκανικού μηνύματος στον ελλαδικό χώρο, απο τήν έποχή της Ενετοκρατίας μέχρι τήν αύγή τού 21ου αιώνα.

Τά ποιητικά σπαράγματα πού προλογίζουν τά κείμενα, έκτος από τή νοηματική τους συμβολή, παραπέμπουν στήν πεποίθηση τού κύπριου λογοτέχνη Κυριάκου Χαραλαμπίδη πώς απο τή μιά πλευρά, «ή υψηλή θεολογία δέν μπορεί, νά διατυπωθεί παρά μονάχα ποιητικά» και από τήν άλλη πώς «και ή ποίηση, γιά νά βρεί τήν αλήθεια της, διέρχεται μέσα από τήν θεολογική έπικουρία». Πράγμα που έκτος από την -πολύτιμη για τον γράφοντα- έπισήμανση της σχεδόν άναπόφευκτης συμβατικότητας που συνοδεύει μια έπιστημονική πραγμάτευση, συγκροτεί και έναν κανόνα ύφους, ή έπαλήθευση του οποίου, έν προκειμένω, απόκειται στόν άναγνώστη.

Δείτε επίσης τα περιεχόμενα του βιβλίου:

ΤΟ ΜΕΛΑΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ-Περιεχόμενα

Ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτης Υφαντής δημοσίευσε επίσης πρόσφατα στα ιταλικά μία άλλη μελέτη. Φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου που εκδόθηκε στα ιταλικά στη Βενετία (2012) βλέπετε αριστερά. Ο τίτλος αυτής της μελέτης  στα ελληνικά είναι: Η ορθόδοξη ιερωσύνη ανάμεσα στις πατερική κληρονομιά και στις σύγχρονες προκλήσεις.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.