Ο Οικουμενικός Διάλογος και η πολιτική–κοινοβουλευτική διάστασή του

Η ομιλία του Κώστα Μυγδάλη (Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ, Σύμβουλου της Διεθνούς Γραμματείας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας) στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη

Η σημερινή τιμητική εκδήλωση μας παρέχει την ευκαιρία να θέσουμε προς συζήτηση θέματα τα οποία αναφέρονται στο μέλλον και τις προοπτικές των οικουμενικών λεγομένων διαλόγων. Τιμούμε σήμερα τον αγαπητό μας Πέτρο για τα όσα έχει κάνει και έχει γράψει για τους οικουμενικούς διαλόγους και μάλιστα για το Π.Σ.Ε., αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής το γεγονός, ότι από το 48 μέχρι τις μέρες μας, πίσω από την δραστηριότητα του Π.Σ.Ε. και των διαλόγων των θρησκειών, υπήρχε πάντα μια πολιτική ατζέντα, κρυφή ή φανερή, άλλοτε σκληρότερη άλλοτε χαλαρότερη. Μια πραγματικότητα που πρέπει διακριτικά και επίμονα να αξιολογούν κατά περίπτωση οι χειριστές αναλόγων θεμάτων, προκειμένου να αντιλαμβάνονται την πολιτική συγκυρία και να συντονίζουν τις πρωτοβουλίες τους  με αυτές του χώρου   της πολιτικής, οποίος εν τέλει είναι αυτός, και μόνο αυτός και ουδείς άλλος και το τονίζω, που εκφράζει την βούληση των λαών.

Οι πάσης φύσεως εξελίξεις και πρωτοβουλίες εκκλησιαστικού και οικουμενικού χαρακτήρα στην Ευρώπη και τον κόσμο αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν την απόλυτη στήριξη, αν όχι κινήθηκαν μετά από πολιτικές πρωτοβουλίες της Δύσης, του Δυτικού κόσμου. Αυτές, όπως επίσης και οι όποιες πρωτοβουλίες οικουμενικών διαλόγων, αποτέλεσαν αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής σε απάντηση αναλόγων πρωτοβουλιών εκκλησιαστικο-πολιτικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ. Ο κόσμος ήταν χωρισμένος στα δύο, με την Ορθοδοξία στο μεγάλο της τμήμα να ανήκει στον χώρο του «παραπετάσματος» και το Βατικανό να ανήκει στην πλευρά των ηττημένων της Ιταλίας, έχοντας ανοιχτά θέματα με το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, αλλά και με όλους τους εναπομείναντες ισραηλίτες. Κατηγορείτο ευθέως ότι είχε ανεχτεί έως και συναινέσει σε περιπτώσεις στην εξόντωση τους. Η κατηγορία αυτή ακουμπούσε και την τότε κεφαλή της εκκλησίας τον Πάπα Πίο ΧΙΙ.

Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, από το 1945 και ενώ ο πόλεμος δεν έχει καλά καλά κοπάσει, εκλέχθηκε πανηγυρικά και με τις ευλογίες του Στάλιν ο πατριάρχης Αλέξιος. Και όχι μόνο αυτό. Διορίζεται επισήμως κάποιος Κάρποφ ως ο «Πρόεδρος του Συμβουλίου επί των υποθέσεων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παρά τω συμβουλίω λαϊκών Επιτρόπων της Ε.Σ.Σ.Δ.», και καλούνται στην Μόσχα για την ενθρόνιση του Αλεξίου 200 υψηλοί καλεσμένοι και πατριάρχες ή εκπρόσωποί τους από Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία και την Εγγύς Ανατολή. Είναι εκεί που ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστόφορος κατά την ενθρόνιση του Αλεξίου Μόσχας, το 1945 στη δεξίωση στο “Μετροπόλ” είπε το απίστευτο:… «ο στρατάρχης Στάλιν… είναι ένας από τους μεγαλύτερους ανθρώπους της εποχής μας, έχει εμπιστοσύνη στην Εκκλησία και τη βλέπει με ευμένεια… Γι’ αυτό ο στρατάρχης Στάλιν, ο ανώτατος διοικητής, υπό την καθοδήγηση του οποίου διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις σε τεράστια κλίμακα, απολαμβάνει άφθονη θεία χάρη και ευλογία και ο ρωσικός λαός υπό την ιδιοφυή καθοδήγηση του μεγάλου του ηγέτη επιφέρει με ανυπέρβλητη αυταπάρνηση συντριπτικά πλήγματα κατά των αιώνιων εχθρών του… Οι ανατολικοί πατριάρχες…θα αναμένουν ώστε να επεκταθεί σε αυτούς η προστασία της Ρωσίας σε καθαρά χριστιανικό πνεύμα, σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού και την από καιρό ευνοϊκή τους μέριμνα για την Ορθόδοξη Ανατολή…».

Είχε προλάβει λοιπόν ο Στάλιν να πιάσει την Δύση στον ύπνο; Φαίνεται τελικά πως ναι. Οι σχέσεις του ΚΚΣΕ με την Εκκλησία ομαλοποιούνται τελείως το 1947, όταν «…Η Γραμματεία της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ συζήτησε σε κλειστή συνεδρίαση τον Οκτώβριο του 1947 την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ της κυβέρνησης της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη ανάπτυξής τους….». Τονίστηκε, όμως, πως οι προοπτικές της Εκκλησίας δεν θα έπρεπε να υπερεκτιμηθούν, ούτε να της δοθεί υπερβολική προστασία, γιατί αυτό θα προκαλούσε την απορία των κομμουνιστών. Είχε προηγηθεί στις 9 Φεβρουαρίου 1946 η ομιλία του Στάλιν στο θέατρο Μπολσόι με αφορμή τις «εκλογές» για την ανάδειξη του πρώτου μεταπολεμικού Ανώτατου Σοβιέτ. Ο λόγος του Στάλιν, βαθιά εμποτισμένος από ιδεολογική ρητορεία, αποτέλεσε μια διακήρυξη της ύπαρξης δύο κόσμων ασύμβατων μεταξύ τους. Παράλληλα, έδωσε μια ζοφερή εικόνα της μεταπολεμικής εποχής: οι ανταγωνισμοί και οι αντινομίες του καπιταλιστικού συστήματος και του «ιμπεριαλισμού» θα προκαλούσαν αργά ή γρήγορα νέα γενική ανάφλεξη. Ο Σοβιετικός ηγέτης κάλεσε την κομματική νομενκλατούρα σε νέες θυσίες, ώστε να ενισχυθεί το παραγωγικό δυναμικό της ΕΣΣΔ – με έμφαση πάλι στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας παρά στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών – και να υπάρξει ραγδαία πρόοδος στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο.

Όλα αυτά ακριβώς λίγες μόνο εβδομάδες πριν από την αποστολή του «μακρού τηλεγραφήματος» του Τζωρτζ Κένναν. Ως σύμβουλος στην πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μόσχα ο Τζωρτζ Κένναν απαντώντας στα ερωτηματικά της Ουάσινγκτον για τον Στάλιν υπαγόρευσε τον Φεβρουάριο 1946 ένα μνημόνιο 5.542 λέξεων, το λεγόμενο «μακρύ τηλεγράφημα», που θεωρείται ίσως το πιο βαρυσήμαντο τηλεγράφημα στην ιστορία των αμερικανικών διπλωματικών υπηρεσιών, στο οποίο εξηγούσε με ποιόν τρόπο η Δύση έπρεπε να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με τον Κένναν η πρώην σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών επιζητούσε την επέκταση της επιρροής της εις βάρος της Δύσης «ώστε να γεμίσει κάθε διαθέσιμη κόχη, κάθε χαραμάδα στην κοιλότητα της διεθνούς ισχύος». Στο κείμενό του καλούσε τις ΗΠΑ να εφαρμόσουν «μια μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σθεναρή τακτική, ανασχετική της Σοβιετικής Ένωσης πολιτικής».

Κατά μια μερίδα ο λόγος αυτός του Στάλιν είναι και η επίσημη έναρξη της περιόδου του ψυχρού πολέμου. Κατ’ άλλους το εναρκτήριο λάκτισμα ήταν του Τσώρτσιλ κατά την εκφώνηση του λόγου του στο Φούλτον του Μισσούρι (όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «σιδηρούν παραπέτασμα»), και στον οποίον η Δύση κάλεσε τους θρησκευτικούς παράγοντες της περιοχής της Βαλτικής να υποστηρίξουν τις δυνάμεις των αστών εθνικιστών. Ως απάντηση, η Μόσχα προχώρησε σε σφράγισμα ναών, μοναστηριών, χώρων λατρείας και θεολογικών σχολών. Το 1947 για παράδειγμα, από την Λιθουανία εκδιώχτηκε το ένα τρίτο των καθολικών ιερέων του κρατιδίου.

Ποιες άλλες πρωτοβουλίες αναλαμβάνει η Δύση προκειμένου να απαντήσει στις πρακτικές του Στάλιν; Επιβάλει σε Τουρκία, Ελλάδα και Φανάρι τον Αθηναγόρα ως Οικουμενικό Πατριάρχη. Προσπαθεί να αποκαταστήσει το βαρύτατα τρωθέν κύρος του Βατικανού από τις συναλλαγές του με τους Χίτλερ και Μουσολίνι, διορίζοντας ως πρέσβη στο Βατικανό έναν εμπειρότατο διπλωμάτη της απόλυτης εμπιστοσύνης του προέδρου Τρούμαν, στο οποίο παρέχεται  το προνόμιο να αναφέρεται κατευθείαν στον πρόεδρο, τον Μάιρον Τέηλορ. Με αλλεπάλληλα ταξίδια σε Τελ Αβίβ και Ουάσιγκτον τελικά επιβάλει στο Ισραήλ τον απαιτούμενο σεβασμό στο πρόσωπο του Πάπα Πίου Πατσέλι, ο οποίος προκειμένου να αποκαταστήσει το κύρος του, αλλά και την ομαλότητα στις σχέσεις του Βατικανού με την Δύση, συναινεί σε μια διαδικασία αποκήρυξης του κομουνισμού. Πρόκειται για το Decreto πού εκδόθηκε από την «Suprema S. Congregatio S. Officii» (το αρμόδιο για θέματα πίστης όργανο του Βατικανού) και δημοσιεύτηκε από την «Acta Apostolicae Sedis» στις 14 Ιουλίου 1949. Έγγραφο λιτό, σκληρό, καθαρό. Υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ χριστιανού και κομουνιστή και αποκλείει από την θεία μετάληψη κάθε μέλος  του κομμουνιστικού κόμματος!

Και τέλος μεταβαίνει ο πρέσβης Τέηλορ στην Κωνσταντινούπολη για να πείσει τον δικό τους Αθηναγόρα να πράξει και αυτός το ίδιο, να αποκηρύξει δηλαδή τον κομμουνισμό εξ ονόματος των Ορθοδόξων, με την ιδιότητά του ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Ο Αθηναγόρας όμως, μάλλον διπλωματικά, αποθάρρυνε τον απεσταλμένο, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε μόνος του, χωρίς την σύγκληση κάποιας μείζονος συνόδου, να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στο επιχείρημα της σύγκλησης συνόδου με την συμμετοχή και άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά προσθέτει και άλλα δύο επιχειρήματα: πρώτα απ’ όλα, η Ορθοδοξία «εκ παραδόσεως απέφυγε την επίσημον και αφ’ υψηλού επέμβασιν». Σημαντικότερος όμως είναι ο παρακάτω συλλογισμός, ο οποίος πρέπει και να αποθάρρυνε την παραμικρή σκέψη  για άσκηση πιέσεων στον Οικουμενικό Πατριάρχη: η καταδίκη του κομμουνισμού, στην παρούσα φάση, θα προκαλούσε διάσπαση της Ορθοδοξίας. Κάθε διάσπαση, έστω και επιφανειακή, μπορεί να οδηγήσει σε μονιμότερα αποτελέσματα. Αυτό δεν συμφέρει ούτε την ελλαδική εκκλησία, ούτε τον ελληνισμό γενικότερα,  αλλά μακροσκοπικά ούτε την Δύση, αφού ο κομμουνισμός μπορεί στο μέλλον να εκλείψει, όμως δεν θα εκλείψουν ούτε οι ελληνοσλαβικές σχέσεις, ούτε η σχέση γειτονίας με τα περισσότερα κράτη-δορυφόρους της Μόσχας.

Η Αμερική, η Δύση θέλησε σύντομα να κλείσει αυτές τις πληγές και να αποκτήσει η θρησκευτική της έκφραση, μια μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια. Οι κινήσεις που αποφασίζονται και ενισχύονται είναι πρώτα από όλα η ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβούλιου Εκκλησιών και η συμμετοχή σε αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ελλαδικής και της Κυπριακής Εκκλησίας. Η συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν ήταν βέβαια καθόλου εύκολη υπόθεση, μια και εδώ στην χώρα μας μαινόταν εμφύλιος και ένα πλήθος προτεσταντικών οργανώσεων υπό το κάλυμμα της ανθρωπιστικής βοήθειας διενεργούσαν έναν ακραίο προσηλυτισμό. Οι φίλοι μας οι Ευαγγελικοί, που μετά την δικτατορία εμφανίστηκαν με αντιστασιακές περγαμηνές, πρέπει να γνωρίζουν ότι την περίοδο εκείνη η εκκλησία τους προσηλύτιζε μετά μανίας, έχοντας την βοήθεια της ΟΥΝΡΡΑ ως μέσο προσηλυτισμού. Τα κίτρινα τρίγωνα τυράκια.

Οι τρείς αυτές χώρες είναι που ανήκουν στο Δυτικό μπλοκ ενώ τα άλλα πρεσβυγενή Πατριαρχεία όχι μόνο δεν συμμετέχουν, αλλά έχοντας σε εξέλιξη τον πόλεμο του ’48 με το Ισραήλ, και προκειμένου να εκφράσουν τον Αραβικό λαό, στρέφονται προς την Ρωσία. Ας μην ξεχνάμε εδώ πως, όχι στο πολύ μακρινό 1925 ιεράρχες από τα 4 πρεσβυγενή Πατριαρχεία συμμετείχαν σε τελετές της Αγγλικανικής Εκκλησίας φορώντας τις πλήρεις ιερατικές στολές τους, και ο Φώτιος Αλεξανδρείας μάλιστα διάβασε το «Πιστεύω», χωρίς βέβαια την προσθήκη «και εκ του υιού». Πολλά χρόνια αργότερα ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Ιερώνυμος Κοτσώνης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) χαρακτηρίζει το γεγονός «ενέργειαν ομοίαν της οποίας δεν έχει άλλη η ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», και κατά την γνώμη του μία προς αποφυγή πράξη μυστηριακής επικοινωνίας με ετεροδόξους».

Προσπάθησα μέσα από συγκεκριμένες αναφορές, εκτός των άλλων, να καταδείξω την ιστορική απαίτηση ώστε, οι οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες, όπως αυτές των οικουμενικών διαλόγων, να συνεκτιμούν με προσοχή πολιτικά δεδομένα και συγκυρίες. Τα εκκλησιαστικά, τα θρησκευτικά ζητήματα ποτέ δεν πήγαιναν μόνα τους.

Βέβαια την ανάλογη προσοχή πρέπει να επιδεικνύει ο χώρος  της πολιτικής, όταν ασχολείται με εκκλησιαστικά θέματα. Εκτιμώ όμως πως οι πολιτικοί στις μέρες μας συνεχίζουν να αγνοούν και να αποφεύγουν  να χειριστούν θέματα που έχουν να κάνουν με τις θρησκείες, με τις εκκλησίες, και κατ’ επέκταση με τους μεταξύ τους διαλόγους, μια και συχνά πυκνά σε τέτοιες δημόσιες συζητήσεις τουλάχιστον στον τόπο μας, παράγοντες της εκκλησίας, αρχιερείς, με εξαιρετική ευκολία υπερβαίνουν τα εσκαμμένα ενός δημοκρατικού  διαλόγου, ο οποίος προκειμένου να είναι   ουσιαστικός και τελεσφόρος πρέπει να είναι ακριβής, τίμιος, χωρίς την χρήση μεταφυσικών, φοβικών και  συναισθηματικών συμβολισμών. Ας θυμηθούμε δύο κακές στιγμές στον τόπο μας, που πλήγωσαν τον όποιο διάλογο Εκκλησίας – Πολιτείας το 1987 με τον νόμο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ένας νόμος που προσπαθούσε να διασώσει το δημοσκοπικό φυλλορρόημα του ΠΑΣΟΚ. Θυμηθείτε, όμως, και τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να εμφανίζεται σε διάφορα κρεσέντο  στις τηλεοράσεις, που κατέληγαν στην φράση … «μα και τα καντήλια θα μας πάρετε;». Θυμηθείτε ακόμη το 2000 με την υπόθεση των ταυτοτήτων  και  το λάβαρο της επανάστασης του 1821, και εδώ στην πλατεία Αριστοτέλους.

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι διάλογοι με τις πολιτικές τάσεις, όπως για παράδειγμα αυτός των Ευρωπαίων φιλελευθέρων με τις χριστιανικές εκκλησίες ή ο διάλογος Εκκλησίας και Αριστεράς.

Στην Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας επί 20ετίας επιδιδόμεθα εκτός των άλλων, σε μια προσπάθεια κατανόησης των εκκλησιαστικών φαινομένων, από τους πολιτικούς. Υπάρχει ένα πλήθος δραστηριοτήτων στον τομέα αυτό, πολλοί από εσάς κληθήκατε να συμβάλετε και σας ευχαριστούμε πολύ, μεταξύ δε αυτών βοηθάει διαρκώς ο αγαπητός κ. Βασιλειάδης, τον οποίον σήμερα τιμούμε. Μάλιστα σας πληροφορώ  πως τις επόμενες ημέρες θα βγει στον αέρα διαγωνισμός με βραβεία για μεταπτυχιακούς φοιτητές με θέμα: «Οι κοινωνικές αξίες του χριστιανισμού στο χώρο της πολιτικής και η συμβολή της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (Δ.Σ.Ο) στην ανάδειξή τους». Τα πολιτικά πράγματα χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Οι όποιες πρωτοβουλίες δεν αρκεί να περιβάλλονται από καλές προθέσεις και να είναι απρόσεκτες στην επιλογή θεμάτων και χρονικής συγκυρίας.

Όμως το σύνθετο μετακομμουνιστικό πολιτικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των νέων τεχνολογιών, μας στρέφει όλους προς έννοιες και πρακτικές γνωστές στον χώρο της θεολογίας και της κοινωνιολογίας, την πολυπολιτισμικότητα, την ανεκτικότητα, τους πολιτιστικούς διαλόγους, την συνύπαρξη.

Ήδη όμως καλούμαστε να αντικρίσουμε το μέλλον των οικουμενικών διαλόγων, εν μέσω της κρίσης την οποία βιώνουμε. Μια κρίση που στην αρχή την αντιμετωπίσαμε ως οικονομική,  μετά την χαρακτηρίσαμε με γενικότερους όρους, κοινωνική, πολιτική, θεσμική και κάποιοι του εκκλησιαστικού χώρου, καταχαρούμενοι που επί τέλους οι από αιώνων προσπάθειές τους να φορτώσουν την κοινωνία με φοβικά σύνδρομα πιάνουν τόπο, την ονόμασαν ηθική κρίση, και με τρόπο αντανακλαστικό απεφάνθησαν, ότι αυτή οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος ζει μακριά από τον θεό. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης, το κεντρικό νομίζω χαρακτηριστικό, αφορά στο φαινόμενο το οποίο εδώ και μερικές δεκαετίες βιώνουμε ως κοινωνία και ως επιστήμονες, την απίστευτη και ταχύτατη ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, οι οποίες ανατρέπουν κάθε μέρα σχέσεις και κανόνες τους οποίους η ανθρωπότητα από αιώνων και βασανιστικά είχε θεσμοθετήσει. Το βλέπουμε και το ζούμε εδώ και μερικές δεκαετίες αυτό το φαινόμενο, αλλά τελικά κάποιοι πίστευαν ότι θα αποφευχθούν οι μεγάλες ανατροπές και πως αυτό ήταν φαινόμενο διαχειρίσημο, και άλλοι εξ ημών πίστευαν ότι εν πάση περιπτώσει η κοινωνία διέθετε τους απαιτούμενους χρόνους ώστε να εξοικειωθούμε με αυτό. Κάποιοι όμως αποφάσισαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι. Η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, τα νέα χρηματιστηριακά προϊόντα άνοιξαν την πόρτα σε μια οικονομική κρίση, όμοια της οποίας δεν έχει γνωρίσει ο κόσμος, όχι σε ένταση αλλά σε αδυναμία διαχείρισης και ελέγχου και σύνθεσης μια ικανής πολιτικής πρότασης η οποία θα μας οδηγήσει στην έξοδο. Νομίζω πως τα κράτη δεν διαθέτουν ούτε τα μέσα, ούτε τους τις πρακτικές  να τιθασεύσουν τον καλπασμό των νέων τεχνολογιών, αλλά ούτε και τους τρόπους ακόμη να επιβάλουν κανόνες στην λειτουργία τους, κανόνες, οι οποίοι βέβαια δεν θα ανακόπτουν την ελεύθερη έρευνα και τις εν γένει κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Επί πλέον οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται, αυτές αυτοαναιρούνταν λόγω ακριβώς της ταχύτητας με την οποία τρέχουν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Πριν καν θεσμοθετηθούν θεωρούνται ξεπερασμένες. Άλλωστε, στις δημοκρατίες δύσκολα και βασανιστικά νομοθετούνται μέτρα περιορισμού της ελευθερίας της έρευνας, τα οποία τελικά δεν κατορθώνουν να προλάβουν τις εξελίξεις. Όμως εξ αρχής επιθυμώ να δηλώσω πως κατά την άποψή μου, όλα όσα ξέρουμε έχουν τελειώσει. Ζούμε απλά τον τελευταίο αποχαιρετισμό ενός κόσμου που φεύγει και ενός νέου που έρχεται. Το πόσο θα κρατήσει αυτός ο αποχαιρετισμός έχει να κάνει με το πόσο εμείς όλοι με καθαρή συνείδηση θα προσδιορίσουμε τις μεταβατικές διαδικασίες με χαμηλό κοινωνικό κόστος, βασισμένοι πάνω σε μια κοινωνική αντίληψη των πραγμάτων, αφού κατανοήσουμε πως η διάρκειά του δεν είναι προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και πως πρέπει να συμβάλουμε όλοι στην μετάβαση προς μια νέα εποχή που σίγουρα δύναται να έχει μεγαλύτερη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα στις αποφάσεις των κοινωνικών οργάνων, και αξιοκρατία. Στην νέα αυτή κοινωνία των νέων τεχνολογιών θα επανακαθορισθούν, εκ των πραγμάτων, τα πλαίσια δράσης των θεσμών της κοινωνίας και του πολιτεύματος, αλλά και οι ίδιοι οι θεσμοί. Θα επανακαθορισθούν ακόμη τα πλαίσια λειτουργίας και δραστηριότητας των κοινωνικών ομάδων και οι κανόνες που τα ρυθμίζουν. Σε μας έλαχε ο κλήρος και στην γενιά που ακολουθεί. Εδώ, σε αυτόν τον νέο κόσμο οι θρησκείες και τα θρησκευτικά φαινόμενα μπορεί να έχουν λόγο. Όσο όμως κάποιοι θεσμικοί ή περίπου θεσμικοί, συνεχίζουν να αφορίζουν το μέλλον επειδή είναι ανίκανοι να προσδιορίσουν τον δικό τους ρόλο και να κατανοήσουν τους νέους κανόνες, τόσο ο ρόλος αυτός εν τοις πράγμασι θα καθορίζεται από άλλους για αυτούς. Εάν η Εκκλησία του Χριστού έχει να πει κάτι στον σύγχρονο άνθρωπο των νέων τεχνολογιών είναι ανάγκη να το πει τώρα.

Όσοι  πιστεύουν ότι η συμβολή τους στην υπέρβαση της κρίσης, την οποία με τέτοια ένταση βιώνουμε στις μέρες μας, δύναται να εξαντλείται στην συνεχιζόμενη απαξίωση του πολιτικού κόσμου, μένοντας οι ίδιοι στην σκιερή πλευρά του θέματος, κάνουν λάθος διότι η κοινωνία μας τοποθετεί όλους, μα όλους, στο κάδρο και αναμένει τουλάχιστον από τον χώρο της Εκκλησίας μια στάση αυτοκριτική, η οποία φευ δεν έρχεται.

Όσοι τέλος βολεύονται σε  αργόσυρτους διαλόγους που κρατάνε αιώνια, ή με προσωπικά μαγαζάκια που στήνονται για να αναδείξουν την δικιά τους ανικανότητα, όσοι συνεχίζουν να ταυτίζουν το συμφέρον της εκκλησίας με κρατικά, ημικρατικά  ή παρακρατικά συμφέροντα, όσοι  αναζητούν παντού κρυμμένες πολιτικές σκοπιμότητες, όλοι αυτοί εν τέλει προσπαθούν να εμποδίσουν το μέλλον.

Ο νέος κόσμος θα βασίζεται πάνω στις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, οι οποίες δεν θα αφήνουν πολλά περιθώρια πρωτοβουλιών μέσα σε  κλειστές διαδικασίες. Οι θρησκείες,  οι αποφάσεις των οργάνων τους και οι διαδικασίες διαλόγων τους, σύντομα θα βρίσκονται μπροστά στο κοινό, ένα κοινό βέβαια στην αρχή απαίδευτο και παρασυρόμενο  ίσως,  που όμως πιεστικά θα ζητάει και θα απαιτεί διαφάνεια και λογικές εξηγήσεις προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της κοινωνίας.  Θα απαιτεί αμεσότερη δημοκρατία στηριγμένη στις νέες τεχνολογίες, όπου ο λαός θα εκφράζεται πιο συχνά και οργανωμένα, με τεχνολογία αιχμής, με διαδικασίες δημοψηφισματικού χαρακτήρα για ζητήματα που τον αφορούν. Αν δηλαδή υποθέσουμε πως ο κάθε πολίτης είναι εφοδιασμένος με έναν κωδικό όπου από το σπίτι του και μέσα από τις νέες τεχνολογίες εκφράζει την βούλησή του για θέματα επί των οποίων καλείται να εκφρασθεί, η κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση, η κάθε θρησκευτική ηγεσία,  θα έχει νωπή και καταγεγραμμένη την βούληση των πολιτών επί θεμάτων ενδιαφέροντος, διαδικασία η οποία θα λειτουργήσει  προς το συμφέρον της κοινωνίας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να αναδεικνύει προτεραιότητες και αξίες στην ζωή του, οι οποίες μέχρι τώρα θεωρούντο δευτερεύουσες. Ζητά μάλιστα να εκφρασθεί πέραν της ψήφου του στις  βουλευτικές εκλογές. Αυτό εκτός του ότι μας οδηγεί στην σκέψη των πολλαπλών ψηφοφοριών επί πλέον μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι χώροι μέσα στους οποίους διαμορφώνονται επί μέρους απόψεις επί θεμάτων ζωτικού ενδιαφέροντος, δεν είναι τα κόμματα, αλλά άλλοι χώροι θεματικού προβληματισμού, των οποίων οι απόψεις πρέπει να είναι στην διάθεση της κοινωνίας.

Μπορεί όλα αυτά  να φαντάζουν ουτοπικά και δαιδαλώδη. Μπορεί μάλιστα και να είναι. Για ένα είμαι βέβαιος. Ότι δεν είναι ανεφάρμοστα. Και για κάτι ακόμη. Μπροστά στην πολύ μεγάλη κρίση αν το σύστημα του κοινοβουλευτισμού και των θεσμικών κανόνων θέλει να σώσει την παρτίδα, πρέπει να προχωρήσει σε περισσότερη και αμεσότερη συμμετοχή των πολιτών στην λήψη των αποφάσεων. Τα ημίμετρα δεν αρκούν να καλύψουν το πρόβλημα όταν όλο το θεσμικό εποικοδόμημα φαντάζει απαξιωμένο στα μάτια των πολιτών. Περισσότερη άμεση δημοκρατία τώρα. Οι νέες τεχνολογίες πάνω σε αυτό το αίτημα, μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.