Ερμηνευτική και Οικουμενικός Διάλογος στο έργο του Πέτρου Βασιλειάδη

Η εισήγηση της Δρ. του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ και διδάσκουσας στο Ε.Α.Π. Ελένης Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη στο οικουμενικό συμπόσιο “Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα” 

Είναι μεγάλη χαρά και τιμή να βρίσκομαι σήμερα εδώ, στο συμπόσιο προς τιμήν του θεολόγου ερευνητή, συγγραφέα και δασκάλου Πέτρου Βασιλειάδη για να μοιραστώ μαζί σας σκέψεις και διαπιστώσεις για το έργο και την προσφορά του στη θεολογία και την του Χριστού Εκκλησία. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου για την πρόσκληση.

Αναζητώντας υλικό για τη συγγραφή μιας από τις έξι βιβλικές μελέτες που θα αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα της επόμενης Γενικής Συνέλευσης του ΠΣΕ στο Busan της Κορέας τον ερχόμενο Οκτώβριο, βρήκα στη βιβλιοθήκη μου το βιβλίο του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη με τίτλο: «Άρα γε γινώσκεις α αναγινώσκεις;». Η γνωστή σε όλους φράση προέρχεται από το βιβλίο των Πράξεων, το όγδοο κεφάλαιο (8:26-40) και το διάλογο του Φιλίππου με τον Αιθίοπα ευνούχο. Ο Σάββας Αγουρίδης, στη συλλογή αυτή άρθρων του, μεταξύ άλλων θίγει, και το μεγάλο πρόβλημα της ερμηνευτικής, των μεθόδων δηλαδή που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε και να μεταφέρουμε στο εδώ και στο τώρα τον λόγο της Αγίας Γραφής. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «η εφαρμογή νέων μεθόδων στη μελέτη των Αγίων Γραφών συνδέεται με το πνεύμα των νεότερων χρόνων και την ανάπτυξη των επιστημών, ιδιαίτερα της φιλολογίας και της ιστορίας. αν θα θέλαμε να πάμε το πράγμα βαθύτερα, θα λέγαμε πως η σύνδεση αυτή προχωράει και στη νεώτερη γενικά αντίληψη για τον κόσμο και τη ζωή. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει. Μήπως ο αρχαίος κόσμος ή ο Μεσαίωνας δεν είχαν τις δικές τους μεθόδους πρόσβασης στα νοήματα των Γραφών; Γιατί ο νεώτερος άνθρωπος να μην έχει τα ίδια δικαιώματα με τον αρχαίο και το μεσαιωνικό άνθρωπο, όταν μέσα από μια νέα εμπειρία ζωής, ωθείται από τα πράγματα να επιλέξει νέες μεθόδους προσέγγισης των Γραφών; Επιτρέπεται θεολογικά να δεχθούμε πως το νόημα των Γραφών και οι μέθοδοι μελέτης τους συνδέονται εσωτερικά; Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, γιατί και ο παλαιός Ισραήλ και ο νέος, δηλαδή η εκκλησία, δανείστηκαν πάντοτε από το πνευματικό πολιτιστικό περίγυρο τις μεθόδους κατανόησης των Γραφών. Κι ούτε αυτές ήταν πάντοτε μιας και της ίδιας κατεύθυνσης» (σελ. 27).

Στην εισήγησή μου, αφού αναφερθώ με συντομία  σε κάποιους από τους σταθμούς της περί ερμηνευτικής συζήτησης στο πλαίσιο της ‘οικουμένης’ και του ΠΣΕ,   θα δείξω πώς ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, με το πολύπλευρο και πολυδιάστατο συγγραφικό του έργο, προσπάθησε να διαλεχθεί με τις νέες ερμηνευτικές μεθόδους και να δουλέψει συστηματικά πάνω σε πολλά από τα καίρια και σημαντικά ερωτήματα που αυτές θέτουν προς το βιβλικό κείμενο. Το μεγάλο εύρος και η ποικιλία των εργασιών του, δεν μας επιτρέπουν, βέβαια, στο πλαίσιο του χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας να παραπέμψουμε σε όλες, αλλά μόνο σε μέρος τους. Κι αυτός ας θεωρηθεί και ο κύριος περιορισμός της εισήγησής.

Ι. Ερμηνευτική στο πλαίσιο της οικουμένης

Ο ερευνητής που ασχολείται με την ιστορία της θεολογίας διαπιστώνει ότι ο 20ος αιώνας δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως ο αιώνας αλλαγής παραδείγματος και ανατροπών, όχι πάντα προς μια κατεύθυνση άγνωστη και νέα, αλλά πολλές φορές σε αρχές και αξίες του παρελθόντος, που κρίθηκαν απαραίτητο, αφού επανερμηνευθούν να χρησιμοποιηθούν ξανά. Δύο σημαντικοί παράγοντες συνέβαλαν στην αλλαγή στο χώρο της ερμηνευτικής: η έννοια της συνάφειας και η ανάδυση της σημασίας της εμπειρίας.

Το ερώτημα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής αποτελεί ένα από τα κεντρικά ερωτήματα και θέματα του οικουμενικού διαλόγου. Η κατανόηση και η ερμηνεία της Γραφής στο πλαίσιο της ‘οικουμένης’ συνδέεται με τις εξελίξεις στο χώρο της ευρύτερης ερμηνευτικής και τη θεωρία σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Hans-Georg Gadamer, ο Paul Ricoeur κ.α. που επηρέασαν το διάλογο για και με την Αγία Γραφή. Αν για παράδειγμα ο Dilthley αντιλαμβανόταν την ερμηνευτική ως μια γενική μεθοδολογία των επιστημών του πνεύματος, ο Gadamer διακηρύσσει την οντολογική παγκοσμιότητα της κατανόησης. Η κατανόηση είναι ο πρωταρχικός οντολογικός χαρακτήρας του ανθρώπινου βίου. Ο όρος ερμηνευτικός: «δείχνει τη θεμελιακή ενέργεια της ύπαρξης, μια ενέργεια που συγκροτεί την ύπαρξη στην τελειότητα και στην ιστορικότητά της και αγκαλιάζει με αυτόν τον τρόπο ολόκληρο το σύνολο της εμπειρίας της ύπαρξης στον κόσμο. Το να λέμε λοιπόν ότι η ενέργεια κατανόησης έχει έναν παγκόσμιο χαρακτήρα ή ότι αποτελεί συστατικό της ύπαρξης δεν συνιστά αυθαίρετη ή συστηματική ακρότητα μιας ιδιαίτερης άποψης» (H.G. Gadamer, Wahrheit und Methode, Tubingen, 19906,  σελ. XVIII στο Gibellini, σελ. 79). Σύμφωνα με την ίδια άποψη, ο άνθρωπος ανήκει στην ιστορία και προσδιορίζεται από την ιστορία. Η ιστορικότητα χαρακτηρίζει το κατανοούν υποκείμενο, το κατανοηθέν υποκείμενο και την ίδια τη διαδικασία της κατανόησης.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί οικουμενιστές εξέφρασαν μια υπέρμετρη, θα έλεγα, αισιοδοξία ότι η Αγία Γραφή θα μπορούσε να αποτελέσει την κοινή βάση για ενότητα. Στη συνέλευση του  Τμήματος Πίστις και Τάξις του ΠΣΕ που έλαβε χώρα στην Οξφόρδη (Wadham College) το 1949, η επίδραση της βιβλικής θεολογίας γίνεται εμφανής. Η ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης τονίζεται και σε συνδυασμό με την ομολογιακή θεολογία, δίνεται έμφαση στην ανάγκη βαθύτερου οικουμενικού διαλόγου και προβληματισμού σε θέματα ερμηνείας.

Σε λιγότερο από μια δεκαετία βέβαια είχε γίνει εμφανές ότι το πρόβλημα ήταν πιο περίπλοκο. Σύντομα οι θεολόγοι άρχισαν να ασχολούνται συστηματικότερα κι εντατικότερα με τους τρόπους με τους οποίους οι εκκλησιαστικές παραδόσεις (Παράδοση και παραδόσεις) εξυπηρετούσαν την βιβλική ερμηνευτική. Οι διάλογοι στο πλαίσιο του Τμήματος Πίστις και Τάξις άρχισαν να επικεντρώνονται στις ποικίλες κατανοήσεις της Γραφής και της γραπτής Παράδοσης, οδηγώντας στο κείμενο της Τέταρτης Γενικής Συνέλευσης του Πίστις και Τάξις (Μόντρεαλ 1963) με θέμα: «Γραφή, Παράδοση και παραδόσεις». Η διαφοροποίηση μεταξύ Παράδοσης (με κεφαλαίο Π) και ιδιαίτερων εκκλησιαστικών, ομολογιακών παραδόσεων (με μικρό π) άνοιξε το δρόμο για τη συζήτηση των διαφορετικών εκφράσεων κι ερμηνειών του ίδιου ευαγγελίου. Επίσης, η νέα αυτή δυναμική επέτρεψε μια πιο ανοιχτή θεώρηση της σχέσης ευαγγελίου και Παράδοσης. Μετά το Μόντρεαλ η συζήτηση συνεχίστηκε κυρίως για τις διαφορετικές εκκλησιολογίες της Καινής Διαθήκης (όπως αυτή εκφράστηκε χαρακτηριστικά στη σύγκρουση Ernst Kasseman και Raymond Brown). Η συνάντηση του Πίστις και Τάξις στο Bristol με θέμα: Η σημασία του ερμηνευτικού προβλήματος για την οικουμενική κίνηση (The Significance of the Hermeneutical Problem for the Ecumenical Movement) (1967) έδωσε έμφαση στον ανθρώπινο χαρακτήρα της Γραφής ως συλλογής βιβλίων καθώς και στις φιλολογικές της προϋποθέσεις. Ένα από τα σημαντικά σημεία της έκθεσης αφορούσε το θέμα της θεοπνευστίας των Γραφών, η οποία κατανοήθηκε κυρίως ως αποτέλεσμα της πίστης που προκύπτει από την εμπειρία της εκκλησίας.

Το 1971 έχουμε την έκθεση του Πίστις και Τάξις (Λουβαίν) με θέμα : «Η αυθεντία της Βίβλου» (The Αuthority of the Bible). Η έκθεση αρνείται να ορίσει ένα κεντρικό σημείο ως ερμηνευτικό κλειδί εντός της Γραφής και προτείνει την ύπαρξη πολλών και σε συνάρτηση κέντρων (relational centers). Η ίδια η Γραφή δεν είναι τίποτα άλλο παρά συλλογή ερμηνειών πολλών και διαφορετικών γεγονότων. Η έκθεση της Λουβαίν ανοίγει παράλληλα σημαντικά και προκλητικά για τις εκκλησίες ερωτήματα όπως: ποιος και με ποια εξουσία μπορεί και πρέπει να ερμηνεύει την Γραφή.

Οι συζητήσεις της δεκαετίας 70 και 80 ανέδειξαν τέσσερα σημαντικά σημεία: α. τη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης σε σχέση με την Καινή (Locuum, 1978), β. τη χρήση της Γραφής στην λειτουργική ζωή, γ. την συνείδηση των προβλημάτων των χριστιανών στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, όπου αρχίζει να δίνεται έμφαση στη σημασία της συνάφειας (context) και άρα της συναφειακής κατανόησης και ανάγνωσης της Γραφής και δ. την αναπτυσσόμενη πεποίθηση ότι μπορούμε να μιλάμε για πολλές και διαφορετικές στρατηγικές ανάγνωσης κι ερμηνείας της Γραφής, συμπεριλαμβανομένων της στρουκτουραλιστικής και της πολιτικής, που αρχίζουν να θέτουν ερωτήματα για την αξία και τη σημασία της ερμηνευτικής διαδικασίας στην μεταμόρφωση και αλλαγή του κόσμου.

Στην 5η Γενική Συνέλευση του Πίστις και Τάξις στο Santiago de Compostela (1993) μια ποικιλία από ομολογιακές και ιεραποστολικές φωνές από την Αφρική, την Ασία, τον Ειρηνικό και τη Λατινική Αμερική τόνισαν την ανάγκη για μια κοινή οικουμενική ερμηνευτική. Αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας και καρπός είναι το κείμενο με τίτλο: «A Treasure in Earthen vessels: An instrument for an ecumenical reflection on Hermeneutics» (1998). Ένα βιβλίο που θεωρείται κλασικό και δείχνει όλη την προσπάθεια για την ανεύρεση κοινών ερμηνευτικών κριτηρίων στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης εξέδωσαν το 2001 οι Dagmar Heller και Peter Bouteneff με τίτλο: Interpreting together: essays in Hermeneutics.

Σήμερα, η συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη και ο ρόλος της Γραφής και της ερμηνείας της στη ζωή των εκκλησιών και των διαφορετικών χριστιανικών παραδόσεων συνεχίζει να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Υπάρχουν μια σειρά από ερωτήματα βέβαια στα οποία οι εκκλησίες που βρίσκονται σε διάλογο θα κλιθούν να δώσουν απαντήσεις: α. σε έναν κόσμο που βιώνει την επανάσταση της επικοινωνίας πώς μπορεί η Βίβλος να μεταφραστεί και να αξιοποιηθεί μέσα από τα νέα μέσα και δεδομένα; β. Πως το περιεχόμενο  της Αγίας Γραφής μπορεί να συμβάλει στη σχέση και τον διάλογο μεταξύ χριστιανών και πιστών από άλλες θρησκείες; γ. Αφού οι θεολογίες αναπτύσσονται σε διαφορετικά πολιτιστικά περιβάλλοντα αλλά συναντώνται κι επικοινωνούν, ποια μπορεί να είναι η κοινή κατανόησή μας για τη σχέση ευαγγελίου και πολιτισμού; δ. Πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί λειτουργικά το κριτήριο «κατά τας Γραφάς», σε καταστάσεις όπου η η βιβλική ερμηνευτική βασίζεται σε διαφορετικά ομολογιακά υπόβαθρα και όπου οι διαφορετικές συνάφειες έρχονται σε σύγκρουση; ε. Μπορεί να βρεθεί ένας νέος τύπος βιβλικής θεολογίας που να λάβει σοβαρά υπόψη του την διαφορετικότητα και την ενότητα των βιβλικών παραδόσεων της πίστης και που θα βοηθήσει την οικουμενική κίνηση στην αναζήτηση ενός κοινού οράματος; («Bible», Dictionary of the Ecumenical Movement, σελ. 110-111).

ΙΙ. Η ερμηνευτική στο έργο του Πέτρου Βασιλειάδη

Ολόκληρο το συγγραφικό έργο του Πέτρου Βασιλειάδη, από την διδακτορική του διατριβή μέχρι την πιο πρόσφατη μελέτη του στον Παύλο, αποδεικνύει την ευρεία και σε βάθος ενημέρωσή του για τον διάλογο που λαμβάνει χώρα τόσο στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης όσο και την ευρύτερη βιβλική επιστήμη. Απόψεις κι επιχειρήματα που συναντάμε σε σημαντικούς θεολόγους της καινοδιαθηκικής επιστήμης, της θεολογίας της απελευθέρωσης, σε γυναίκες θεολόγους της φεμινιστικής ερμηνευτικής και σε εκπροσώπους της πολιτικής θεολογίας, φιλοξενούνται στα έργα του Πέτρου Βασιλειάδη,  πάντα όμως φιλτραρισμένα με ορθόδοξα κριτήρια. Γράφει ο καθηγητής: «Η κριτική, λοιπόν, επιστημονική γνώση, η οποία αμφισβήτησε την βασισμένη στην πίστη παραδοσιακή θρησκευτική γνώση, εν ονόματι της βασισμένης στη λογική κριτικής επιστημονικής γνώσης σε σημαντικούς τομείς είναι το ίδιο σχετική με οποιαδήποτε θρησκευτική γνώση. Προσφέρει με άλλα λόγια εξίσου φανταστική και επινοητική ερμηνεία του κόσμου με την προ-νεωτερική. Άλλωστε, υπόκειται και αυτή σε συνεχείς αναθεωρήσεις. Μια από τις πιο δραματικές συνέπειες αυτής της σχετικοποίησης της γνώσεως ήταν και το γνωστό φαινόμενο της παλινόρθωσης της θρησκείας (religious resurgence) το οποίο θεωρείται ταυτόχρονα απειλή για την ανθρωπότητα αλλά και μια από τις πιο ελπιδοφόρες εξελίξεις της μετανεωτερικότητας» (Παύλος, σελ. 28).

Βασικό χαρακτηριστικό της ερμηνευτικής προσέγγισης του Βασιλειάδη αποτελεί, αυτό στο οποίο φαίνεται να καταλήγει η βιβλική επιστήμη σήμερα ότι δηλαδή: «προηγήθηκε η εσχατολογική εμπειρία της Εκκλησίας, βιούμενη περί την ευχαριστιακή τράπεζα ως προληπτική φανέρωση της Βασιλείας του Θεού και ως κοινωνία εσχάτων, και ακολούθησε η καταγραφή ως χαρμόσυνη είδηση (ευαγγέλιον)». Για τον Βασιλειάδη: ««το ευχαριστιακό» αυτό παράδειγμα επαναφέρει πάλι το κέντρο βάρους από το μήνυμα στην εμπειρία, από τη Χριστολογία (και φυσικά τη σωτηριολογία) στην Εσχατολογία, και τέλος από τον Χριστό, ως κέντρο και φορέα της Βασιλείας του Θεού, σ’ αυτό καθαυτό το γεγονός της Βασιλείας του Θεού, στην έννοια δηλαδή της κοινωνίας χωρίς βέβαια να αναιρείται η χριστοκεντρικότητα» (οπ.π. σελ. 29).

Ανάμεσα στα θέματα που απασχόλησαν τον Πέτρο Βασιλειάδη είναι και αυτό της σχέσης Γραφής και Λατρείας όπου έχει διατυπώσει με παρρησία και θάρρος το αίτημα της αναθεώρησης των λειτουργικών αναγνωσμάτων, προτείνοντας μεταξύ άλλων τα βιβλικά αναγνώσματα να εμπλουτιστούν με: «το διδακτικό υλικό της ευαγγελικής μας παράδοσης», «με τη συμπερίληψη του βιβλίου της Αποκαλύψεως», «με τη συστηματική επιλογή εκείνων των κειμένων που αναδεικνύουν την έννοια της κοινωνίας και δη κοινωνίας εσχάτων, και που θα συμβάλουν στο να ξαναγίνει το εκκλησίασμα «κοινότητα» και όχι σύνολο μεμονωμένων πιστών αναζητούντων την ατομική σωτηρία». Επίσης έχει προτείνει διάφορα συστήματα συνεχούς και κατ’ επιλογήν ανάγνωσης εν εκκλησίαις του λόγου του Θεού, «κυρίως για τις κυριακάτικες λειτουργίες, αφού σε αυτές πλέον περιορίζεται σήμερα η λατρευτική παρουσία του πληρώματος της εκκλησίας» (Lex Orandi, σελ. 247). Ως προς τα παλαιοδιαθηκικά τμήματα ο Βασιλειάδης υποστηρίζει ότι είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει ιδιαίτερα τα προφητικά και ασφαλώς από μετάφραση να αποτελέσουν τμήμα της χριστιανικής κατήχησης.

Αν και ακούστηκε εχθές από τον κ. Γκουτζιούδη θα ήθελα να αναφερθώ κι εγώ στο χώρο που έδωσε ο Πέτρος Βασιλειάδης, αρχικά στην ιστορικοκριτική μέθοδο: «Σήμερα»…γράφει το 1990…. «περισσότερο από ποτέ, η ιστορικοκριτική μέθοδος ανάλυσης των βιβλικών κειμένων είναι απαραίτητη για τη θεολογία των καιρών μας. Όχι μόνο γιατί με αυτήν μπορούμε να διαλεχτούμε διομολογιακά. όχι μόνο γιατί είναι ανάγκη να μιλήσουμε στον τόπο μας, που κατακλύζεται από ένα σωρό αρνητικά έντυπα, με τη γλώσσα της ιστορίας. όχι μόνο γιατί η μέθοδος αυτή είναι απευθείας απόγονος της πατερικής τυπολογίας. αλλά κυρίως γιατί αυτό απαιτεί η γνήσια ορθόδοξη θεολογία» (Ερμηνεία των ευαγγελίων, σελ. 81).   Στη συνέχεια, ανοίγεται στις λεγόμενες νέες μεθόδους ερμηνείας της Αγίας Γραφής, αυτές δηλαδή που εμφανίζονται κυρίως μετά την δεκαετία του 70 και επηρεάζουν ιδιαίτερα τις δυτικές θεολογικές παραδόσεις. Ο Βασιλειάδης διδάσκει πολιτιστική ανθρωπολογία, φεμινιστική θεολογία κι ερμηνευτική, κοινωνιολογική ανάγνωση κι ερμηνεία των βιβλικών κειμένων,  μοιράζοντας σχετικό υλικό και παράλληλα επιβλέπει εργασίες (μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές) με παρόμοιο περιεχόμενο. Αν και με καθυστέρηση μιας και πλέον δεκαετίας είναι αυτός που για πρώτη φορά εισάγει σε ορθόδοξη θεολογική σχολή θεματικές που δεν ‘συνάδουν’ με την ορθόδοξη θεολογία, κατά την άποψη πολλών, αφού οι παραπάνω μέθοδοι ή προσεγγίσεις απέχουν από τις απόψεις των ερμηνευτών Πατέρων και της ‘παραδοσιακής’ ερμηνείας. Η έρευνα που διεξάγεται όμως αποδεικνύει ότι πολλές από τις θεολογικές αρχές και τους άξονες της ορθόδοξης θεολογίας έρχονται να συναντηθούν και να διαλεχθούν με τις αγωνίες και τα ερωτήματα αυτών των ρευμάτων. Ο Βασιλειάδης τολμά να συζητήσει την πρόταση της φεμινιστικής θεολογίας για το ανθρωπολογικό μοντέλο της αμοιβαιότητας εν τη ετερότητι, σύμφωνα με το οποίο, επί τη βάσει μιας γνήσιας ανθρωπολογίας, κάθε ανθρώπινο ον αν και διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, μετέχει ισότιμα και με πληρότητα στην ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Αυτό το μοντέλο ονομάζεται και μεταμορφωτικό, δεδομένου ότι συνεπάγεται και την εφαρμογή στην πράξη της υπέρβασης και μιας μεταμόρφωσης τόσο της παραδοσιακής σχέσης υποταγής/συμπληρωματικότητας της γυναίκας στον άνδρα όσο και της φεμινιστικής ριζοσπαστικής σχέσης της αφηρημένης ισότητας/ταυτότητας, αποβλέποντας συγχρόνως σε μια σχέση αναφορικότητας/αμοιβαιότητας θεμελιωμένη στην αρχή της ισοδυναμίας. Ο Βασιλειάδης κατάφερε μέσα από το έργο του να δημιουργήσει αυτό που ο δάσκαλος του Σάββας Αγουρίδης ευχόταν για την σύγχρονη ερμηνεία της Γραφής: «τα βιβλικά πρέπει να είναι τέτοια που όταν διδαχθούν να προκαλέσουν αντιρρήσεις, αντεγκλήσεις, ανταγωνισμούς».

Ο Βασιλειάδης διάλεγε και διαλέγει πάντα τα θέματά του σε σχέση με το σήμερα και τις ανάγκες του. Π.χ. στο πρόσφατο σχετικά άρθρο του με θέμα: «Ο ιερός Αυγουστίνος ως ερμηνευτής του αποστόλου Παύλου και το πρόβλημα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας» ο Βασιλειάδης αναφέρει: «Από τη μια, λοιπόν, έχουμε τον ιερό Αυγουστίνο, τον οποίον ο δυτικός πολιτισμός δικαίως θεωρεί ως τον «δεύτερο θεμελιωτή της χριστιανικής πίστεως» με πολλά από τα έργα του να χαρακτηρίζονται ως μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού και από την άλλη το ζήτημα της ηθικής και μεταφυσικής σπουδαιότητας της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, ζήτημα στο οποίο από πλευράς χριστιανικής μαρτυρίας η Εκκλησία φαίνεται να χάνει στην ευρύτερη κοινωνία την αξιοπιστία της. Για το σημαντικότατο αυτό ζήτημα, και κυρίως με δεδομένες τις συνέπειες της πλήρους σεξουαλικής «απελευθέρωσης» στη σύγχρονη κοινωνία η Εκκλησία δεν μπορεί να μένει απαθής». Και στο άρθρο του για την Μαρία την Μαγδαληνή τονίζει: «Το κριτικό ερώτημα που τίθεται στην επιστήμη είναι, αν το πορτρέτο της Μαγδαληνής ως ηγετικής μορφής της πρώτης εκκλησίας απεικονίζει όντως την ιστορική πραγματικότητα; Πολύ πιθανόν. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την σημαίνουσα θέση που συνεχίζει να κατέχει στην ανατολική λειτουργική και αγιολογική παράδοση. Ορισμένοι  μελετητές της Κ.Δ. μάλιστα υποστηρίζουν ότι μπορεί ακόμη και να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των θηλέων ηγετικών προσωπικοτήτων, στους οποίους ο απόστολος Παύλος απευθύνει θερμό χαιρετισμό στο περίφημο 16 κεφ. της προς Ρωμαίους επιστολής του («ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς» 16:6). Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να παραμένει υποθετικό δεν υπάρχει όμως, καμιά απολύτως ιστορική ένδειξη, ή έστω και υποψία ότι η Μαγδαληνή ήταν πόρνη, ερωμένη, ή σύντροφος του Ιησού. Αντίθετα, είναι πέρα για πέρα επιβεβαιωμένο, ότι ήταν προβεβλημένη μαθήτριά του, απόστολος των αποστόλων και ότι τα στοιχεία αυτά στο διάβα της ιστορίας έχουν επιμελώς περιθωριοποιηθεί ή ακόμη και επιτυχώς διαγραφεί —τουλάχιστον μέχρι σήμερα, που η επιστήμη έχει πλέον αναδείξει την πραγματική σημασία της «Ιστορικής Μαγδαληνής».

Για τον Βασιλειάδη μια ριζική ανανέωση της λειτουργικής ζωής περνά μέσα από μια δυναμική, προφητική ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Αυτοί οι δύο παράγοντες-όπως εύστοχα επισημαίνει και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν-είναι το sine qua non της επιβίωσης της Ορθοδοξίας και της συνέχισης της αποστολής της.

Κλείνοντας επιτρέψτε μου λίγα λόγια από καρδιάς για τον Δάσκαλο μου…..

Σε μια από τις τελευταίες επιστολές του από τη φυλακή (3.8.44) ο Bonhoeffer γράφει: «Η Εκκλησία πρέπει να βγει από το τέλμα της. Πρέπει να επιστρέψουμε στον καθαρό αέρα της πνευματικής αντιπαράθεσης με τον κόσμο. Πρέπει να διακινδυνεύσουμε να πούμε ακόμη και πράγματα αμφισβητήσιμα, αν αυτό επιτρέπει να εγερθούν ζητήματα ζωτικής σημασία. Ως ‘σύγχρονος’ θεολόγος που ωστόσο φέρει μέσα του τη φιλελεύθερη κληρονομιά, εγώ θέλησα να θέσω επί τάπητος τέτοια ζητήματα»… Κάθε φορά που διαβάζω αυτό το απόσπασμα από την επιστολή του Bonhoffer στο νου μου έρχεται ο δάσκαλος Πέτρος Βασιλειάδης, αφού θεωρώ ότι, αυτό που μας δίδαξε με το λόγο, τη γραφή και την προσωπικότητα του είναι η ανάγκη να κοιτάμε τον κόσμο κατάματα και να προσπαθούμε να τον αλλάξουμε…να τον κάμουμε Εκκλησία…να μην δεχόμαστε, δηλαδή, απαθείς καμία μορφή αδικίας…να μην επαναπαυόμαστε στις εύκολες απαντήσεις…να μη φοβόμαστε…να αγνωνιζόμαστε….

Συνεργάστηκα μαζί του για πάνω από μια δεκαετία, ως ειδική μεταπτυχιακή υπότροφος και υποψήφια διδακτόρισσα του Τμήματος Θεολογίας. Δεν μπορώ να απαντήσω αν εκτιμώ κι αγαπώ περισσότερο το δάσκαλο Πέτρο Βασιλειάδη ή τον άνθρωπο Πέτρο. Ο Πέτρος είχε και έχει μεγάλη αγάπη για τη γυναίκα και τα παιδιά του, είναι λάτρης του ποδοσφαίρου και του ΠΑΟΚ, είναι φιλόξενος και ζεστός, στωικός και ήρεμος, πολύπλευρος και σύνθετος, απλός και ταπεινός, συμπονά τον άνθρωπο, τρέφει αγάπη για την Εκκλησία και την λατρεία της… πολλοί από εμάς σε ευτυχισμένες προσωπικές οικογενειακές στιγμές έχουμε απολαύσει την υπέροχη φωνή του   από το ψαλτήρι… Ο Πέτρος είναι άνθρωπος της προσευχής…. Ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης είναι ακούραστος, εργατικός, συνεπής στις θεολογικές του θέσεις, οραματιστής, θεολόγος ανοιχτών οριζόντων που δέχεται να διαλεχθεί ακόμη κι όταν διαφωνεί.  Το βέβαιο είναι ότι στην είκοσι πέντε χρόνων κοινής μας επιστημονική και προσωπική διαδρομή, αυτός ήταν πάντα εκεί…εγώ έφευγα…αυτός πάντα και τα πάντα ήλπιζε..εγώ  φοβόμουν…αυτός ήταν  βέβαιος για τις επιλογές του… εγώ  λιγοψυχούσα…γι’ αυτό, επιτρέψτε μου, εκτός από ένα μεγάλο ευχαριστώ, να του ζητήσω και μια μεγάλη συγγνώμη….!

Ο Πέτρος Βασιλειάδης μπήκε σε μια νέα φάση της ζωής του…είμαι βέβαιη, πως τώρα, θα αφοσιωθεί με περισσότερη ζέση στα δύο πράγματα που αγάπησε και αγαπάει περισσότερο: τη θεολογική συγγραφή και την οικογένειά του. Ο Θεός να σου δίνει υγεία, Δάσκαλε!

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.