ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Ομιλία του καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ π. Βασίλειου Καλλιακμάνη σε εκδήλωση που οργάνωσε η Συντονιστική Επιτροπή Ορθοδόξων Χριστιανών Φοιτητών με την ευκαιρία της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ στις  24 Ιανουαρίου 2013.

Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την τριακοστή Ιανουαρίου, -ημέρα μνήμης των Τριών Ιεραρχών-, ως εορτή των γραμμάτων και της παιδείας, ίσως διέβλεπε προφητικά την πολιτιστική απορία και τις ακρότητες του νέου ελληνισμού. Στους μεταγενέστερους χρόνους, κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες και τη βούληση της άρχουσας τάξης, ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό, ο οποίος αιωρούνταν ανάμεσα στη μεγάλη ιδέα και το σύμβολο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, την Αγία Σοφία αφενός, και τα περικαλλή μνημεία του Παρθενώνα και της Ακρόπολης των Αθηνών αφετέρου. Ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τη Βυζαντινή Ελλάδα. Κι ακόμη, ίσως η Σύγκλητος τότε να χρησιμοποίησε ως πρότυπα  παιδείας και πηγή έμπνευσης για φοιτητές και εκπαιδευτικούς τους Τρεις Ιεράρχες, διότι ο λαός τους τιμούσε και τους αναγνώριζε ως ανθρώπους του Πνεύματος, αφού ακόμη και στα κάλαντα πρόβαλαν να κρατούν «χαρτί και καλαμάρι».

Πέρα όμως από τις υποθέσεις εργασίας για τη σκοπιμότητα ορι­σμού της εορτής· πέρα από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και ζυμώσεις που α­κο­λούθησαν στο πλαίσιο του νέου ελληνισμού και που ερευνώνται από ιστο­ρικούς, κοινωνικούς και άλλους επιστήμονες· πέρα από αυτό που ανα­φέρει ο ποιητής, ότι η συλλογική μας  μνήμη περιλαμβάνει την Πίνδο και τον Άθωνα[1], με ότι αυτό συνεπάγεται, είναι γεγονός αναντίρρητο ότι: Ο τρόπος ζωής και το συγγραφικό έργο, που κληροδότησαν στην αν­θρω­πό­­τητα οι Τρεις Ιεράρχες, αποτελεί σπουδαία κληρονομιά και μεγάλη πα­ρα­καταθήκη, που  όχι μόνο αντέχει στις αλλαγές του χρόνου, αλλά βρί­σκε­ται στο επίκεντρο του σύγχρονου ηθικού και κοινωνικού προβλη­μα­τι­σμού. Γι’ αυτό και τα συγγράμματά τους μελετώνται με ιδιαίτερο ενδια­φέ­ρον τα τελευταία χρόνια σε Ανατολή και Δύση. Η Θεολογική Σχολή του Πα­νε­πιστημίου Θεσσαλονίκης έχει καθιερωθεί διεθνώς για την εμβά­θυν­ση στις πατερικές, βιβλικές και ανθρωπιστικές σπουδές.

Η ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα και η αφομοίωση της  γνώ­­σης  εκτός από οξυδέρκεια και οξύνοια  απαιτεί και «ασκητική διά­θε­ση». Τους τελευταίους αιώνες κορυφαίοι επιστήμονες με ολόθυμη αφιέ­ρω­ση στο γνωστικό τους αντικείμενο έφεραν στο φως νέα επιτεύγματα και ευεργέ­τησαν πολλαπλώς την ανθρωπότητα. Η διαλεκτική, ο στοχασμός, το καθαρό μυαλό, η παρατήρηση, το πείραμα, η απόδειξη και τα εξωτερι­κά ερεθίσματα αποτελούν γνωστικά εργαλεία του επιστήμονα. Όχι σπά­νια ο επιστήμονας εργάζεται αυτοθυσιαστικά, για να φέρει σε πέρας το έργο του, το οποίο μπορεί στην αρχή να παρουσιάζεται ως θεωρία, αλλά στη συνέχεια έχει πρακτικές εφαρμογές.

Από το άλλο μέρος, στους νεότερους χρόνους λόγω εξάρτησης δια­φό­ρων επιστημών από οικονομικούς ή πολιτικούς παράγοντες, γίνεται λόγος για «στράτευση της επιστήμης» στο όνομα του κέρδους ή άλλων επιδιώξεων. ΄Εχει υποστηριχθεί μάλιστα, ότι η κυριαρχία της επιστήμης έχει προσλάβει «θρησκευτικές διαστάσεις»[2] με δογματικούς όρους. Όμως, η έντονη και ζωηρή αμφισβήτηση  της ορθολογικότητας της επιστήμης δεν γίνεται τόσο από θρησκευτικούς ή εκκλησιαστικούς κύκλους. Σπου­δαίοι στοχαστές του 20ου αιώνα, όπως ο T. Kuhn και P. Feyerabend, προσδί­δουν ιστορικο-κοινωνική διάσταση στην επιστήμη, αμφισβητώντας έντο­να  την κυριαρχία της.

Αυτά που απαντούν στο χώρο των επιστημών και της επιστημο­λο­γίας εμφανίζουν ομοιότητες, αλλά και διαφορές με όσα συμβαίνουν στην πνευ­ματική ζωή και τη θεολογία. Στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας καταρχήν απαντάται διπλή μεθοδολογία. Στο  ε­ρώ­τημα για τον κόσμο που μας περιβάλλει, μπορεί κάποιος ακολου­θώ­ντας τη λογική να παρατηρεί, να πειραματίζεται και να στοχάζεται δια­τυ­πώνοντας διάφορες θεωρίες, οι οποίες επιβεβαιώνονται ή διαψεύ­δο­νται.

Όμως, σχετικά με το περί Θεού ερώτημα και τη θεογνωσία ακολου­θεί­ται διαφορετική μέθοδος. Εργαλεία «παρατήρησης» και μέθεξης της θεό­τητας είναι η καθαρή καρδιά και ο φωτισμένος νους. Η συντε­τριμ­μένη καρδία και το ανυπόκριτο ήθος. Κι αυτά λειτουργούν εντός της μυ­στη­­ριακής διάστασης της Εκκλησίας. Η ανθρώπινη λογική δεν αποβάλ­λεται, αφού αυτή είναι που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα, αλ­λά συμβάλλει στην καταγραφή της πνευματικής εμπειρίας. Σε κάθε περί­πτωση, κέντρο της αλήθειας της Εκκλησία είναι ο Σταυρωθείς και Αναστάς Κύριος, ο «Ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ»[3] .

Όποιος έρχεται σε κοινωνία με το πρόσωπο του Παντοκράτορος, σχετικοποιεί, χωρίς να υποτιμά, κάθε κοσμική σοφία και γνώση. Κλασικό παράδειγμα οι Τρεις Ιεράρχες.

Οι Τρεις Ιεράρχες που τιμάμε σήμερα μετά τις εγκύκλιες σπουδές τους έζησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα ασκούμενοι στην ησυχία της ερήμου, λαμβάνοντας εκεί άλλου είδους παιδεία, την πνευματική. Ερεύνησαν το εσώτατο είναι του ανθρώπου μέσω της ευαγγελικής σοφίας και της καθημερινής εμπειρίας. Αναδίφησαν τον κόσμο και παράλληλα μελέτησαν την κοινωνία, αποστασιούμενοι όμως από αυτή. Εξάλλου, η εσωτερική ησυχία και «αναχώρηση» είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών μεγάλων ποιητών, μουσικών, επιστημόνων και δημιουργών του πνεύματος όλων των αιώνων.

Ο άνθρωπος της κοινωνικής δράσης, για να βλέπει καθαρά και διο­ρα­τικά τα πράγματα, έχει ανάγκη εσωτερικής καλλιέργειας, «εμφιλο­σό­φου βίου» και διαύγειας πνευματικής. Οι τιμώμενοι άγιοι με αφετηρία αυ­τές τις αρχές ακολούθησαν στη συνέχεια ασκητική οδό, εκούσια πτωχεία και λιτή ζωή. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το μέγιστο δείγμα της κοινω­νι­κής τους προσφοράς. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: Εκείνος που έχει τη δύ­ναμη να ρυθμίζει την ψυχή του και να άρχει του εαυτού του, μπορεί να κυ­βερνήσει το σπίτι του. Εκείνος που είναι σε θέση να κυβερνήσει το σπίτι του, θα μπορέσει να κυβερνήσει την πόλη, αλλά και την οικουμένη. Και ερωτά: Αν κάποιος δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει τον ψυχικό του κόσμο, πως θα μπορέσει να κυβερνήσει την οικουμένη; Εκείνος που έχει στην ψυχή του άπειρα τυραννικά πάθη, πώς θα μπορέσει να αποκόψει τα πάθη των άλλων;[4]  Είναι αυτονόητη η επικαιρότητα της θέσης αυτής του Χρυ­σο­στόμου και ο καθένας μπορεί να κάνει τις αναγωγές του.

Αλλά και ο Μ. Βασίλειος στην πραγματεία του προς τους νέους α­να­­φέρει παραδείγματα από την αρχαία ελληνική γραμματεία, όπου φαί­νε­ται η βιωματική αφομοίωση και ο συνδυασμός προσωπικής και κοινω­νι­κής ευθύνης. Μνημονεύει τους Μ. Αλέξανδρο, Σωκράτη, Περικλή και άλ­λους και καλεί τους νέους να μιμηθούν το ήθος τους.

Όταν έφθανε ως κουρασμένος και κάτισχνος ερημίτης ο Θεολόγος Γρηγόριος το 379 στην Κωνσταντινούπολη, οι αντίπαλοι των ορθοδόξων, τους οποίους υποστήριζε η αυτοκρατορική αυλή και ο στρατός, δεν του έδωσαν σημασία και δεν ανησύχησαν. Με την πάροδο όμως του χρόνου τα πράγματα ανατράπηκαν. Με κέντρο το ναΐσκο της αγίας Αναστασίας ο Γρηγόριος εκφώνησε θαυμάσιους λόγους, απαύγασμα της αγίας βιοτής του, παίρνοντας με το μέρος του πλήθη λαού, πολλούς σπουδαίους θεολόγους ακόμη και κυνικούς φιλοσόφους. Κι ενώ η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος πανηγυρικά τον ανακήρυξε Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και του ανέθεσε την προεδρία, μόλις ετέθησαν ζητήματα κανονικότητας, τα γνωστά διαδικαστικά που εγείρονται συχνά ασκόπως και στις μέρες μας, όταν δεν θέλουμε άμεσο αποτέλεσμα, εκείνος παραιτήθηκε. Eκφω­νώ­ντας τον περίφημο Συναντακτήριο λόγο αναχώρησε, επιλέγοντας την ησυχαστική ζωή της πατρίδας του[5]. Η παραίτηση αυτή, καρπός εσωτε­ρι­κής αρμονίας, ισορροπίας και πραότητας, μόνο ως πράξη που εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον και την ειρήνευση της Εκκλησίας και της κοινωνίας μπο­ρεί να εκληφθεί. Αυτό είναι ακατανόητο για τον σημερινό αν­θρω­πο, που δεν μπορεί να εννοήσει ότι μια φαινομενική ήττα, μπορεί να α­ποτελεί σε βάθος χρόνου μεγάλη νίκη, νίκη ουσίας όχι εντυπώσεων.

Ο ιερός Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια είχε ανα­πτύ­ξει πλούσιο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο, αφού περιέθαλπε 3000 χήρες, ορφανά, ξένους, ασθενείς και φυλακισμένους. Αλλά αυτό ήταν ήσσονος σημασίας συγκρινόμενο με τις κοινωνικές θέσεις και τη στάση του Χρυσοστόμου απέναντι στην απειλούμενη τιμωρία για την εξέγερση των κατοίκων της πόλης κατά της φορολογίας και την καταστροφή των Ανδριάντων της αυτοκρατορικής οικογένειας. Σε περιόδους κρίσεων αναδεικνύονται τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα και οι γνήσιοι κοι­νω­νικοί εργάτες. Ο ιερός Χρυσόστομος με πλήθος μοναχών και ερημιτών, που είχαν σπεύσει να συνδράμουν στη σωτηρία της πόλης, βρίσκεται ανάμεσα στον εξαγριωμένο στρατό και το φοβισμένο πλήθος. Άνθρωποι θανατώνονταν, πλούσιοι, άρχοντες και σοφιστές έφευγαν στα όρη και υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Με αποφασιστικότητα ο ιερός πατήρ, άλλοτε ικετεύοντας και άλλοτε επιτιμώντας τους αυτοκρατορικούς απεστα­λμέ­νους ζητά ανοχή, προσφέροντας τον εαυτό του θυσία για την προστασία της Αντιόχειας. Προς το λαό ακολουθεί άλλη μέθοδο, αφενός τους παρα­μυ­θεί και τους ενθαρρύνει, ενώ αφετέρου τους ψέγει για τις οχλοκρατικές τους ενέργειες[6].

Η φήμη του πρεσβυτέρου της Αντιόχειας έφθασε γρήγορα στην Κωνστα­ντινούπολη και μετά από λίγα χρόνια ο Αρκάδιος με τη συμβολή του ΄Υπατου Ευτροπίου συνέβαλε να έλθει ως αρχιεπίσκοπος στην πρω­τεύ­ουσα. Ο Χρυσόστομος όμως, όταν ανέλαβε το θρόνο δε χαρίσθηκε σε κα­νέναν. Ήλεγχε τη σπάταλη ζωή του παλατιού και τη σκανδαλώδη ζωή της βασιλομήτορος Ευδοξίας, αλλά και του Πρωθυπουργού πλέον Ευτρο­πίου. Η μεγάλη σύγκρουση έγινε όταν ο Ευτρόπιος θέλησε να καταργήσει το άσυλο των ιερών ναών. Διότι μέχρι τότε ίσχυε διάταξη σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσαν οι αρχές να συλλάβουν κάποιον που ζητούσε κα­τα­φύγιο σε ναό. Τη διάταξη αυτή κατήργησε ο πανίσχυρος πρωθυπουργός, πα­ρά τη σθεναρή αντίδραση του ιερού πατρός. Όμως, μετά από ένα χρό­νο, κυνηγημένος ο πρώην πανίσχυρος Ευτρόπιος από τον αρχηγό των γότθων Γαϊνά και το οργισμένο πλήθος κατέφυγε ικέτης στην Αγία Σο­φία, αγκάλιασε την αγία τράπεζα και ζητούσε άσυλο. Οι εχθροί του προ­σπά­θησαν να τον σύρουν έξω και να τον φονεύσουν[7]. Τότε επενέβη γεν­ναιόκαρδα ο Χρυσόστομος παραδίδοντας υψηλά μαθήματα κοινωνικής ευθύνης και χριστιανικού ήθους. Τον προστάτεψε με κίνδυνο της ζωής του και βρήκε την ευκαιρία να διδάξει το πλήθος λέγοντας: «Δεν πρέπει να αγανακτείτε που κατέφυγε στην εκκλησία, αυτός που προηγουμένως την δίωκε. Αντίθετα να δοξάζετε τον Θεό, που άφησε τον Ευτρόπιο να έλθει σε τέτοια ανάγκη, ώστε να καταλάβει τη δύναμη αλλά και τη φιλαν­θρω­πία της εκκλησίας, διότι έγινε ασπίδα και τον προφύλαξε με ασφάλεια»[8].

Γνώριζαν οι Πατέρες ότι η θεραπεία του κοινωνικού κακού δεν επι­τυγχά­νεται βιαίως και εκβιαστικά. Κατορθώνεται με την καλλιέργεια προ­σωπικής και κοινωνικής ευθύνης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και αμοι­βαιότητας, την ανάδειξη της συλλογικότητας και τη λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου. Έτσι βοηθούνται τα αδύναμα και εμπαθή μέλη της κοινωνίας να ενταχθούν στον κοινωνικό ιστό και να κοινωνικοποιηθούν. Ιδιαίτερα ο κληρικός αλλά και οι άνθρωποι του πνεύματος δεν μπορεί να ταυτίζονται με κοσμικές αρχές και εξουσίες, οι οποίες χρησιμοποιούν άλλα μέσα. Ο κληρικός αναζητά σε κάθε άνθρωπο, ακόμη και σε ένα ληστή την αμαυρωθείθα εικόνα του Θεού. Αναζητά «την πεσούσα φύση του Αδάμ».

Αλλά η στάση αυτή δεν είναι τυχαία. Προκύπτει από την αξία που α­ποδίδεται στον κάθε άνθρωπο. Η τιμή και ο σεβασμός προς αυτόν συν­δέεται με την πίστη στο Θεό της αγάπης. Κάθε άνθρωπος εικονίζει το Θεό ως ψυχοσωματική οντότητα, που διαθέτει λογικό και αυτεξούσιο. Και ο φαινομενικά ασήμαντος είναι μοναδικός. Γι’ αυτό προφανώς ο Βασίλειος ασπάζονταν τους λεπρούς της Βασιλειάδας. Εικόνιζαν τον Θεό.

«Ο άνθρωπος…κάν  δούλος ή, ουκ έστι μοι ευκαταφρόνητος», γράφει ο Χρυσόστομος[9]. Και ο Μ. Βασίλειος ενώ συχνά κάνει λόγο για τον «έσω ανθρωπο» και την πνευματική του διάσταση, ταυτόχρονα τονίζει «το ήμερο και κοινωνικό» ιδίωμά του. Οι σχέσεις των ανθρώπων για να είναι ομαλές, χρειάζεται ενάρετος βίος, ο οποίος συμβάλλει στην απόδοση του ίσου και την εφαρμογή της δικαιοσύνης.

Πέρα από όλες τις άλλες συμβολικές και ουσιαστικές διαστάσεις της, η εορτή των Τριών Ιεραρχών είναι εορτή ευγνωμοσύνης των μαθητών προς τους διδασκάλους, των νεοτέρων προς τους παλαιοτέρους. Είναι εορτή,  πού μικραίνει το χάσμα μεταξύ των γονέων, αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ τους και εκφράζει την ευχαριστία και το σεβασμό της νεώτερης προς την παλαιότερη. ΄Ετσι μεταδίδεται τη σοφία από τη μια γενιά στην άλλη, όπως χαρακτηριστικά διδάσκει η Γραφή: « Μη παρίδης διήγημα σοφών και εν ταις παροιμίαις αυτών αναστρέφου. ότι παρ’ αυτών μαθήση παιδείαν και λειτουργήσαι μεγιστάσιν. Μη αστόχει διηγήματος γερόντων, καί γάρ αυτοί έμαθον παρά των πατέρων αυτών»[10]. Είναι ακόμη εορτή ευγνωμοσύνης, όλων όσοι ασχολούνται με την παιδεία  στο Θεό για τις πλούσιες δωρεές του.

Ο ιερός Χρυσόστομος παρ’ όλες τις εξορίες πού υπέστη, είχε τήν δύναμη να εκφράζει την ευχαριστία του στο Θεό με τους λόγους: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»[11].

Άραγε, έχουμε την παιδεία, την χριστιανική αγωγή, τον πνευ­μα­τικό πλούτο και την πνευματική ευρυχωρία των Τριών Ιεραρχών να λέμε κι εμείς «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»; ΄Η ανακυκλώνουμε την κοινωνική μιζέρια, την  κατήφεια και την απαισιοδοξία των ημερών μας; Ο καθένας και η κάθε μια από μας ας δώσει έντιμα, υπεύθυνα και ανυπόκριτα τη δική του απάντηση στον εαυτό του.

 


[1] Οδ. Ελύτης, ΄Αξιον Εστι.
[2] Βλ. P. Feyerabend, Γνώση για ελεύθερους ανθρώπους, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσα­λο­νίκη 1986, σ. 105 κ.ε.
[3] Αποκ. 1,8
[4] Εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Ομιλία 52, 5, PG 60,366.
[5] Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ Δ΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006,  σ.114-116.
[6] Στ. Παπαδοπούλου, ΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόμ. Α΄, εκδ. Απ. Διακονίας, Αθήνα 1999, σ.28-29.
[7] Στ. Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 35-36.
[8] Ομιλία εις Ευτρόπιον Ευνούχον και ΄Υπαρχον, PG 52,393-394.
[9] PG 48,1029.
[10] Σοφ. Σειρ. 8,8-9.
[11] Παλλαδίου, Διάλογος περί  βίου και πολιτείας  Ιωάννου του Χρυσοστόμου, 11, PG 47,38.
 
Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.