Η θρησκευτική εκπαίδευση στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο

Η ομιλία του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Νικόλαου Μαγγιώρου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Είναι γεγονός πως η θρησκευτική εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα πολυσυζητημένα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της εκπαίδευσης παρουσιάζουν μια πολυπλοκότητα και ποικιλομορφία, η οποία οφείλεται αφενός μεν στους πολλούς και διαφορετικούς εμπλεκόμενος παράγοντες, αφετέρου δε στη φύση του περιεχόμενου και τη μεθόδου της, τα οποία υπερβαίνουν το εξωτερικό γνωσιολογικό πεδίο του εκπαιδευόμενου και διεισδύει σε  εσωτερικότερες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η θρησκευτική εκπαίδευση στηρίζεται σε τρεις κύριους πυλώνες, οικογένεια, θρησκεία και Κράτος. Η θρησκευτική εκπαίδευση αφορά καταρχήν τους μαθητές, οι οποίοι λόγω της ηλικίας τους βρίσκονται σε μια διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους και ενδιαφέρονται  να εμβαθύνουν τόσο στο αποκτημένο από την οικογένεια αξιακό και φιλοσοφικό σύστημα πεποιθήσεων και θρησκευτικών αντιλήψεων όσο και στα αντίστοιχα συστήματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Οι γονείς και οι κηδεμόνες των μαθητών δεν είναι άσχετοι με αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα έχουν δικαίωμα να εξασφαλίζουν τη μόρφωση και την εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις δηλαδή τις γενικότερες κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις τους (αρθ. 2 1ου πρωτ. ΕΣΔΑ).

Η ΘΕ αναμφίβολα αφορά τις θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες με τους δικούς τους ρυθμούς και διαδικασίες παράγουν, βιώνουν και μετεξελίσσουν τη διδασκαλία και της δράση τους, οριοθετώντας έτσι τη θέση τους στο δημόσιο χώρο. Οι θρησκευτικές κοινότητες αποτελούν μια από της πρωτογενείς πηγές από τις οποίες αντλείται το υλικό για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών απασχολεί τις πολιτικές κοινότητες. Τα πολιτικά κόμματα έχουν θέσεις για το τι είδους θρησκευτική εκπαίδευση οφείλει να παρέχει το Κράτος ενώ η πολιτεία ρυθμίζει το θέμα νομοθετικά λαμβάνοντες υπόψη το γενικότερο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο ρύθμισης των σχέσεών της με τις θρησκευτικές κοινότητες που δραστηριοποιούνται στα όρια της επικράτειας της. Η θρησκευτική εκπαίδευση είναι μέρος της ευρύτερης προβληματικής των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, σχέσεις οι οποίες στη Ελλάδα συχνά δημιουργούν συγχύσεις αρμοδιοτήτων και κατά συνέπεια εντάσεις. Η ισχύουσα κάθε φορά  εκπαιδευτική νομοθεσία αντανακλά την ισχύουσα επιτευχθείσα συμφωνία για το ρόλο της θρησκείας στην εκπαίδευση και την κοινωνία γενικότερα. Το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας του ΜτΘ αποτελούν συχνά παράγοντες όχι μόνο κοινωνικής αλλά και πολιτικής έντασης που σε τελική ανάλυση αντικατοπτρίζουν θεολογικές αντιλήψεις, ιδεολογικές τοποθετήσεις ή αλλιώς το πως αντιλαμβανόμαστε σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο το ρόλο της θρησκείας στο δημόσιο χώρο.

Τέλος η θρησκευτική εκπαίδευση αφορά άμεσα εκείνους που την υπηρετούν, τους καθηγητές του μαθήματος των θρησκευτικών από τους οποίος εξαρτάται ο τρόπος και ο χαρακτήρας της διδασκαλίας αλλά και η επιτυχία των σκοπών της.

Μάλλον είναι αυτονόητο το ενδιαφέρον των μαθητών και των γονέων τους για τη θρησκευτική εκπαίδευση στο σχολείο. Μπορεί να οφείλεται είτε σε μια  εσωτερική ανάγκη διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης η απλά στην γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο.  Για την Εκκλησία και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες επίσης είναι εύκολο να εξηγηθεί είτε ως επιβίωση της Παράδοσης στο χρόνο, συμβολή του κράτους στο κατηχητικό της έργο, επιθυμία ηθικής διαπαιδαγώγησης των νέων με βάση συγκεκριμένες αξίες, είτε για τους πιο δύσπιστους ως μια εξουσιαστική παρέμβαση στο δημόσιο χώρο.

Το ερώτημα είναι γιατί το Κράτος ενδιαφέρεται για μια δημόσια θρησκευτική εκπαίδευση στο σχολείο. Πριν απαντήσουμε ας δούμε τα μοντέλα ΘΕ που κυριαρχούν στις διάφορες χώρες.

Είναι γεγονός πως αρκετά κράτη δεν παρέχουν δημόσια θρησκευτική εκπαίδευση στο σχολείο. Φιλελεύθερα συντάγματα (liberal constitutionalism) όπως αυτά των ΗΠΑ[1] της Ιαπωνίας[2] και της Νοτίου Κορέας απαγορεύουν την θρησκευτική εκπαίδευση εντός του δημόσιου σχολείου. Στις ΗΠΑ δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθούν θρησκευτικά μαθήματα εκτός του σχολείου.

Το σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (αρθ 36) προστατεύει τις διάφορες θρησκευτικές δραστηριότητες αρκεί να μην διαταράσσουν τη δημόσια τάξη και να μην  παρεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό σύστημα του Κράτους. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο του Κινεζικού Συμβουλίου Επικρατείας

“Οι θρησκευτικές οργανώσεις στην Κίνα μπορούν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους ελεύθερα και να δημιουργούν θρησκευτικά σχολεία, να δημοσιεύουν κλασσικά θρησκευτικά έργα και περιοδικά, και να οργανώνουν κοινωνικές υπηρεσίες σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η θρησκεία δεν είναι αντικείμενο που διδάσκεται στα σχολεία της εκπαίδευσης του λαού, αν και ορισμένα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ερευνητικά ιδρύματα διδάσκουν ή πραγματοποιούν έρευνες σχετικά με τη θρησκεία. Τα διάφορα θρησκευτικά σχολεία και τα ιδρύματα που έχουν συσταθεί από τις ποικίλες θρησκευτικές οργανώσεις διδάσκουν θρησκευτική γνώση, σύμφωνα με τις ανάγκες τους.[3] Ο στόχος αυτών των σχολείων είναι να εκπαιδεύουν επαγγελματίες θρησκευτικούς λειτουργούς, οι οποίοι να στηρίζουν την  ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, να αγαπούν τη σοσιαλιστική πατρίδα, να έχουν μια πλούσια πνευματική ζωή με πίστη και γνώση, να αποτελούν  παράγοντα ενότητας για του πιστούς τους και να αναπτύσσουν τις τοπικές, ανεξάρτητες θρησκευτικές οργανώσεις.

Στη Λατινική Αμερική μόνο στην Κούβα απαγορεύεται απόλυτα η θρησκευτική εκπαίδευση. Στο Μεξικό την Ουρουγουάη, τις περισσότερες περιφέρειες της Αργεντινής, την Παραγουάη και το Εκουαδόρ επιτρέπεται μόνο στα ιδιωτικά σχολεία που ανήκουν σε εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες.[4]

Στη Ρωσική ομοσπονδία μάθημα με τίτλο “Βασικά στοιχεία του Ορθόδοξου Πολιτισμού” εισήχθη στο 81% των περιφερειών της χώρας. Παράλληλα από το 2010 σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός ακόμα πιο ανοιχτού μαθήματος που να στηρίζεται στο σεβασμό της διαφορετικότητας ορισμένες περιφέρειες εισήγαγαν το μάθημα Βασικά Στοιχεία Θρησκευτικών πολιτισμών και Ηθική (Civil Ethics). [5]

Στην  Ευρώπη υπάρχουν  χώρες που δεν παρέχουν  μάθημα θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο. Στην Γαλλία, με εξαίρεση της περιφέρεια Αλσατίας-Moselle τα θρησκευτικά δεν αποτελούν μέρος του προγράμματος σπουδών. Λόγος για τις θρησκείες γίνεται κατά τη διδασκαλία άλλων σχολικών μαθημάτων όπως η ιστορία, η γεωγραφία, οι γλώσσες, οι τέχνες, τη φιλοσοφία και διδάσκονται από τους δασκάλους αυτών των κλάδων. Θρησκευτικοί λειτουργοί μπορεί να διδάξουν θρησκευτικά εκτός του ωρολογίου προγράμματος. Παρόμοιο μοντέλο ακολουθεί η Τσεχία και η Ουγγαρία.

Ένα δεύτερο μοντέλο είναι αυτό της διδασκαλίας για ή σχετικά με τις θρησκείες (about religion). Το μοντέλο αυτό οργανώνεται, διευθύνεται και ελέγχεται από το Κράτος. Το κράτος είναι υπεύθυνο για την εκπαίδευση, την επιλογή, το διορισμό των εκπαιδευτικών καθώς και την ανάπτυξη προγραμμάτων σπουδών, σχολικών εγχειριδίων και γενικότερα εκπαιδευτικού υλικού. Συνήθως το μάθημα είναι υποχρεωτικό (εκτός Εσθονίας και Σλοβενίας) και δίνεται η δυνατότητα απαλλαγής. Η συνεργασία με θρησκευτικές κοινότητες (ΗΒ) δεν αποκλείεται ενώ δεν απορρίπτεται η δυνατότητα να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο Χριστιανισμό (Δανία, ΗΒ).

Τέλος, υπάρχουν χώρες που ακολουθούν το μοντέλο της διδασκαλίας από τη θρησκεία (of religion), προέχει δηλαδή η διδασκαλία μιας συγκεκριμένης θρησκείας. Συνήθως αυτή η διδασκαλία οργανώνεται, και ελέγχεται από τη θρησκευτική κοινότητα (συχνά σε συνεργασία με το κράτος). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι θρησκευτικές αρχές έχουν την εξουσία να επιλέγουν τους δασκάλους. Ακόμα και όταν ο δάσκαλος διορίζεται και πληρώνεται από το κράτος, δεν μπορεί να διδάσκει χωρίς την άδεια της θρησκευτικής κοινότητας. Η ανάκληση της άδειας διδασκαλίας υποχρεώνει τον δάσκαλο να αποχωρήσει από το σχολείο. (Πορτογαλία, Φιλανδία, Πολωνία, Αυστρία, Βέλγιο, Ισπανία, Λετονία,  Λουξεμβούργο Ιταλία). Οι Θρησκευτικές κοινότητες εμπλέκονται επίσης (ανάλογα από χώρα σε χώρα), στον ορισμό του αναλυτικού προγράμματος, της διδακτέας  και εξεταστέας ύλης και την των σχολικών βιβλίων. Στην περίπτωση αυτή οι μαθητές έχουν το δικαίωμα επιλογής ή εξαίρεσης καθώς και τη δυνατότητα να παρακολουθούσουν εναλλακτικό μάθημα.

Από τα παραπάνω προκύπτει καταρχήν ότι τόσο στα κράτη με φιλελεύθερα συντάγματα όσο και σε εκείνα που ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν το επιτρέπουν και η κομματική κατήχηση θεωρεί ότι απειλείται από την αντίστοιχη θρησκευτική, η θρησκευτική εκπαίδευση λειτουργεί ως ένα βαθμό. Στην πλειοψηφία των κρατών και ιδιαίτερα στην Ευρώπη εφαρμόζονται τα δυο τελευταία μοντέλα .δηλαδή της διδασκαλίας από τη θρησκεία και σχετικά με τη θρησκεία.

Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση ότι το κράτος ενδιαφέρεται για τη θρησκευτική εκπαίδευση. Τη θεωρεί τόσο παράγοντά πολίτικης στήριξης και κοινωνικής συνοχής όσο και μέσο καλλιέργειας της συνείδηση των πολιτών. (παράδειγμα το αρ. 16,2 του ελληνικού συντάγματος το οποίο τονίζει τη ανάγκη καλλιέργειας της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών). Το κράτη σήμερα στοχεύουν στην κοινωνική ενσωμάτωση των θρησκευτικών μειονοτήτων, και στην ενίσχυση του σεβασμού στη διαφορετικότητα και την πολυπολιτισμικότητα.

Αυτό δεν είναι τυχαίο αν σκεφτεί κανείς πως ζούμε σε μια εποχή που δεν υπάρχουν ομοιογενείς κοινωνίες. Στην πραγματικότητα ζούμε για πολλές δεκαετίες ένα είδος θρησκευτικής αναταραχής: οι λαοί έχουν τεθεί σε κίνηση μεταφέροντας τους βωμούς στις αποσκευές τους. Η θρησκεία παγκοσμιοποιήθηκε, όπως και κάθε άλλο σύστημα συναλλαγής (σχέσεων). Η εξέλιξη στα μέσα μαζική μεταφοράς και επικοινωνίας δημιούργησε τις συνθήκες να μεταδίδονται στιγμιαία τα θρησκευτικά μηνύματα και να εμφανίζονται εικονικές κοινότητες πιστών σε παγκόσμια κλίμακα. Η παραδοσιακή μορφή της ιεραποστολής έχει περιοριστεί αισθητά. Η σημερινή στηρίζεται στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας τα οποία επέτρεψαν το μετασχηματισμό μικρών σεχτών σε επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας.

Η θρησκεία επιστρέφει δριμύτερη και η γνώση γι’ αυτή έχει να κάνει με τη αξίες, τις ελευθερίες, τις προτεραιότητες, το τρόπο ζωής, το μέλλον κάθε κοινωνίας.

Η γνώση για τις θρησκείες  από τη μια  και η ανεκτικότητα από την άλλη είναι ποσά ανάλογα. Αντίστροφα παρερμηνείες και αρνητικά στερεότυπα είναι ανάλογα της αύξησης του ανταγωνισμού και της βίας.[6] Σε κάθε περίπτωση η πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλομορφία παραμένει αξία σταθερή, η οποία αφενός μεν ενισχύει τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των κοινωνιών αφετέρου ως διαφορετικότητα αποτελεί κεντρικό παράγοντα για την προώθηση του αμοιβαίου σεβασμού και της κατανόησης.[7]

Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι πολλοί παγκόσμιοι και ευρωπαϊκοί οργανισμοί αντιλαμβάνονται την ανάγκη ενίσχυσης της γνώσης για τις θρησκείες και τις πεποιθήσεις και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην εκπαίδευση των νέων ανθρώπων. Οι νέοι μπορούν να συμβάλουν στην καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας και των διακρίσεων εφόσον εκπαιδευτούν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο και σε νεαρή ηλικία σε συναφή αντικείμενα με βασικό αυτό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[8]Παράλληλα η ανάπτυξη εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών και στρατηγικών πρέπει να συμπεριλαμβάνει μέτρα για την προώθηση της καλύτερης κατανόησης των διαφορετικών πολιτισμών, εθνοτήτων θρησκειών ή πεποιθήσεων.[9] Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίο ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο, το οποίο μεταξύ άλλων να διασφαλίζει την ισονομία και την έλλειψη μισαλλοδοξίας.[10]

Η προσέγγιση του θέματος της ευρωπαϊκής – ελληνικής θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Η σύνδεση της θρησκείας με την πολιτιστική και κοινωνική ετερότητα δίνει τη δυνατότητα μελέτης και ανάλυσης του θέματος από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρόκειται για μια διεπιστημονική διαδικασία, η οποία φαίνεται να οδηγεί στην παραδοχή ότι η γνώση για τις θρησκείες αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας ποιοτικής εκπαίδευσης, η οποία σκοπό έχει μεταξύ άλλων να καλλιεργήσει την δημοκρατική συνείδηση του πολίτη, να ενισχύσει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και σε τελική ανάλυση το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Η άγνοια του ρόλου των θρησκειών και των πεποιθήσεων στην ιστορία και τον πολιτισμό από ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει μέσα από τη δημιουργία αρνητικών στερεοτύπων στη σύγκρουση και τη βία, η οποία με τη σειρά της μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα.[11]

Σε συνέχεια της γνωστής Σύστασης 1720 του 2005 για την εκπαίδευση και τη θρησκεία, η οποία συνδέει τη γνώση για τις θρησκείες με την καλύτερη λειτουργία του δημοκρατικού τρόπου ζωής, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης σε μια νέα Σύσταση[12] προχωρά παραπέρα και συνδέει τη γνώση για τη θρησκεία με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κράτος δεν πρέπει να επιτρέπει τη διάδοση θρησκευτικών αντιλήψεων, οι οποίες, αν εφαρμοστούν στην πράξη, παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε περίπτωση αμφιβολίας τα κράτη πρέπει να απαιτούν από τους θρησκευτικούς ηγέτες να λάβουν μια σαφή θέση υπέρ της υπεροχής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υπερβαίνοντας κάθε θρησκευτική αρχή (17).

Η Σύσταση, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πως η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την καταπολέμηση της άγνοιας, των στερεοτύπων και των παρανοήσεων των θρησκειών και των ηγετών τους, και μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας. (12) Το σχολείο αποτελεί βασικό βήμα για τον διαπολιτισμικό διάλογο και θέτει τα θεμέλια καλλιέργειας συμπεριφορών ανεκτικότητας.·Έτσι μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά το φανατισμό, διδάσκοντας τα παιδιά την ιστορία και τη φιλοσοφία των κυριότερων θρησκειών με χαμηλούς τόνους και αντικειμενικότητα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι οικογένειες μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό. (13) Η γνώση των θρησκειών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γνώσης της ανθρώπινης ιστορίας και των πολιτισμών. Είναι διαφορετική από την πίστη και την πρακτική συμμετοχή σε μια θρησκεία. Ακόμα και οι χώρες, στις οποίες επικρατεί μία συγκεκριμένη θρησκεία, έχουν καθήκον να διδάξουν την προέλευση όλων των θρησκειών. (14)

Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη στην προσπάθειά του να βοηθήσει τα κράτη- μέλη να αντιληφθούν τη μελέτη και τη γνώση των θρησκειών και των πεποιθήσεων ως εργαλείο ενίσχυσης της θρησκευτικής ελευθερίας και να σχεδιάσουν νέα αναλυτικά προγράμματα εξέδωσε το 2007 τις Κατευθυντήριες Αρχές του Τολέδο για τη Διδασκαλία σχετικά με Θρησκείες και τις Πεποιθήσεις στο Δημόσιο Σχολείο. Ο πρακτικός αυτός οδηγός είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας νομικών, θεολόγων, παιδαγωγών και κοινωνιολόγων. Δεν απευθύνεται μόνο σε παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς αλλά και σε όσους ασκούν εκπαιδευτική πολιτική μέσω της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.

Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Αρχές του Τολέδο, το κράτος οφείλει να φροντίζει ώστε η πληροφόρηση και η γνώση που προσφέρουν τα  αναλυτικά προγράμματα να μεταδίδονται με τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό.  Ο κατηχητικός τρόπος διδασκαλίας δεν είναι αποδεκτός γιατί θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων. Αν τα αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών πληρούν τους όρους της αντικειμενικότητας, του κριτικού πνεύματος και του πλουραλισμού, το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να καταργήσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του. Στις περιπτώσεις όπου τα υποχρεωτικά μαθήματα που αφορούν τη διδασκαλία σχετικά με τις θρησκείες και πεποιθήσεις είναι επαρκώς ουδέτερα και αντικειμενικά, η υποχρεωτική συμμετοχή των μαθητών καθαυτή δεν παραβιάζει την ελευθερία της θρησκείας ή των πεποιθήσεων. Κατά συνέπεια, όταν τα κράτη έχουν αναπτύξει μια πραγματικά ισορροπημένη και αμερόληπτη θρησκευτική εκπαίδευση έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν την υποχρεωτικότητα του μαθήματος. Αντίστοιχα, όταν ένα υποχρεωτικό μάθημα δεν είναι επαρκώς αντικειμενικό, η αναγνώριση του δικαιώματος της εξαίρεσης μπορεί να είναι ικανοποιητική λύση για τους γονείς και τους μαθητές, μέχρις ότου επιτευχθεί η ουδετερότητα. Είναι σαφές πως η οι  προϋποθέσεις αντικειμενικότητας ενός μαθήματος που προαναφέρθηκαν δεν μπορούν πάντοτε να εξασφαλιστούν εκ των προτέρων, πριν δηλαδή το μάθημα εφαρμοστεί στην πράξη.

Στην Ελλάδα κανένας πολιτικός φορέας  δεν αμφισβήτησε την ανάγκη παροχής θρησκευτικής εκπαίδευσης από το δημόσιο σχολείο. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε ι στις προτάσεις νόμου του ΚΚΕ και του Συνασπισμού με θέμα: Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησία, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας,” οι οποίες συζητήθηκαν στη Βουλή το Μάρτιο του 2006. Οι προτάσεις αντανακλούσαν το σχέδιο πρότασης νόμου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (και υιοθετήθηκαν επίσης από την πρόταση νόμου των ανεξαρτήτων βουλευτών Μάνου και Ανδριανόπουλου). Καμία από αυτές δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη ανάγκη ΘΕ στο δημόσιο σχολείο. Οι ενστάσεις των δυο κομμάτων αφορούσαν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του μαθήματος. Το ΚΚΕ περιορίστηκε στο να δηλώσει πως “θέλει το μάθημα των θρησκευτικών να ασχοληθεί με όλες τις θρησκείες, την καταγωγής τους και την ιστορία τους και όχι να διδάσκει το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα. Ο Συνασπισμός δια στόματος Φ. Κουβέλη και μέσα από μια νηφάλια συνολική προσέγγιση των σχέσεων Εκκλησίας Πολιτείας υποστήριξε ότι “ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών έχει ομολογιακό χαρακτήρα. Αποτελεί ομολογία πίστεως. .. Βεβαίως να διδάσκονται τα θρησκευτικά στα σχολεία σε όλες τις βαθμίδες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διδάσκονται με τη μορφή θρησκειολογίας.”

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινή βάση και αφετηρία συζήτησης με την αριστερά, η αναγνώριση δηλαδή της σημασίας της ΘΕ στο δημόσιο σχολείο. Υπάρχει θα λέγαμε  μια συμφωνία επί της αρχής ένας κοινός τόπος συνάντησης με την Εκκλησία αλλά και το θεολογικό χώρο γενικότερα. Ωστόσο ο χαρακτηρισμός του μαθήματος ως θρησκειολογικός έχω την εντύπωση πως αποτελεί περισσότερο ένα τεχνικό όρο ιδεολογικά φορτισμένο, επιστημονικά αμφιλεγόμενο, ο οποίος ενδεχομένως θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί. Τόσο η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου  όσο και τα κόμματα κινήθηκαν σε ένα καθαρά ιδεολογικό -νομικό πλαίσιο και προσπάθησαν να εντάξουν εκεί τη ΘΕ. Η ουσία του πράγματος δηλαδή το περιεχόμενο του μαθήματος και η μέθοδος διδασκαλίας του νομίζω είναι δουλεία ειδικών και μάλιστα ειδικών που προέρχονται από διαφορετικές επιστημονικές περιοχές.

Παρόλο που και τα δυο κυρίαρχα μοντέλα που προαναφέρθηκαν έχουν τις αδυναμίες τους το μοντέλο της διδασκαλίας από τη θρησκεία νομίζω πως παρουσιάζεται περισσότερο προβληματικό αν λάβει κανείς υπόψη τις πολίτικο κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην Ελλάδα. Ένα τέτοιο μάθημα προϋποθέτει καταρχήν έναν ομοιογενή κοινωνικό ιστό πράγμα που δεν ισχύει πια στη Ελλάδα. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ίση μεταχείριση όλων των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης αποτελούν κεντρικές αξίες των σύγχρονων πολυπολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Επιπλέον ένα τέτοιο μάθημα ανοίγει το δρόμο για μια γενικευμένη είσοδο των θρησκειών στο δημόσιο σχολείο. Δίνει το δικαίωμα σε όλες ανεξαρτήτως της θρησκευτικές κοινότητες της επικράτειας όχι μόνο να έχουν λόγο αλλά και να διεκδικούν ισότιμα χώρο στο δημόσιο σχολείο. Η εισαγωγή μαθημάτων, που να εκφράζουν συγκεκριμένες θρησκείες; ή ακόμα τάσεις (ακραίες ενδεχομένως) μια θρησκείας  τονίζουν τις θρησκευτικές διάφορες και δεν εξασφαλίζουν ένα ήρεμο κλίμα στο χώρο του σχολείου. Η ενδεχόμενη ανάγκη ειδικής άδειας των θεολόγων από τις θρησκευτικές ιεραρχίες, ο παρεμβατισμός στο επίπεδο του περιεχόμενου και της μεθόδου διδασκαλίας από τις ενδιαφερόμενες θρησκευτικές κοινότητες κατά πάντα δικαιολογημένος  μάλλον προβλήματα θα δημιουργούσε. Τέλος ένα τέτοιο μάθημα δικαιολογεί απολύτως το δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών για λόγους συνείδησης στερώντας τους έτσι ένα μορφωτικό αγαθό απαραίτητο για τη ζωής τους και παρεμποδίζει την ολόπλευρη μόρφωσή τους.

Το μοντέλο της “διδασκαλίας σχετικά με τη θρησκεία” αποτελεί ίσως τη χρυσή τομή και θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα στη χώρα μας. Είναι μάλλον υπερβολική η κριτική ότι μπορεί να ενισχύσει το  θρησκευτικό σχετικισμό και την εκκοσμίκευση της κοινωνίας. Η δυσκολία εφαρμογής ενός τέτοιου μοντέλου έγκειται στο γεγονός ότι προϋποθέτει τόσο την ανάπτυξη ενός ουδέτερου και αντικειμενικού προγράμματος σπουδών όσο και την επιστημονική και προετοιμασία εκείνων που θα το διδάξουν. Οι δάσκαλοι πρέπει  να γνωρίζουν σε βάθος πολλές θρησκείες και φιλοσοφικές πεποιθήσεις και να έχουν τις ικανότητες – δεξιότητες να τις μεταδίδουν με τρόπο αντικειμενικό που να σέβεται την ετερότητα.

Αξίζει να σημειωθεί πως σε μια πρόσφατη, ευρείας κλίμακας ερεύνα με τη μέθοδο των ερωτηματολογίων μεγάλο ποσοστό των μαθητών γυμνασίου και λυκείου δήλωσε την ανάγκη για ένα μάθημα ανοιχτό, το οποίο να πληροφορεί για την πολυπολιτισμικότητα και την θρησκευτική ετερότητα.

Τα πορίσματα αυτής έρευνας η οποία έγινε ύστερα από ιδιωτική πρωτοβουλία θεολόγων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τη συμμετοχή μελών του Τμήματος Θεολογίας θα δημοσιοποιηθούν σύντομα θα εκπλήξουν και θα προκαλέσουν γόνιμες συζητήσεις.

Προς τη κατεύθυνση του ανοιχτού μαθήματος κινείται και το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, το οποίο ήδη από το 2009 τόνισε την ανάγκη ενός υποχρεωτικού για όλους μαθήματος που να σχετίζεται με τη θρησκεία. Το μάθημα θα πρέπει να έχει πολιτιστικό χαρακτήρα και να αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Πρέπει να ανταποκρίνεται με εξισορροπημένο και συνθετικό τρόπο σε βασικές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας μέρος της οποίας βεβαία είναι η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης. Το μάθημα είναι αρμοδιότητα του κράτους και ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση τα θεολογικά τμήματα διαθέτουν την υποδομή υποστήριξης τέτοιων προγραμμάτων σπουδών παρέχοντας εκπαίδευση στου φοιτητές και μετεκπαίδευση στου θεολόγους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Το Υπουργείο παιδείας (η προηγούμενη κυβέρνηση το ξεκίνησε και η τωρινή το εφαρμόζει) υιοθέτησε το μοντέλο της “διδασκαλίας σχετικά με τις θρησκείες” αντιλαμβανόμενο ακριβώς την υπαρκτή απόκλιση μεταξύ της πραγματικότητας του σχολείου και της ζωής των μαθητών, τις νέες απαιτήσεις για τη θρησκευτική εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό πλαίσιο (δημοκρατία, κοινωνική ανοχή, δικαιοσύνη), τον ιδιωτικό χαρακτήρα της σύγχρονης θρησκευτικότητας, την ανάγκη πολιτισμικού εγκλιματισμού του μαθητή και το προφανές την αλλαγή σύνθεσης δυναμικού μαθητών (δεν είναι πια μόνο Έλληνες ή Ορθόδοξοι).

Το νέο πρόγραμμα σπουδών που εφαρμόζεται στο δημοτικό και το γυμνάσιο εισάγει μια νέα, διευρυμένη, αντίληψη αναφορικά με το περιεχόμενο και τη μέθοδο της ΘΕ που στηρίζεται στη διεπιστημονικότητα. Πρόκειται για ένα θρησκευτικό μάθημα ανοιχτό σε άλλες θρησκείες. Αντιλαμβάνεται το γνωστικό αντικείμενο ως συνέχεια σε όλη τη διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, είναι στοχοκεντρικό και διέπεται από ενιαίες αρχές. Ενισχύεται η χρήση πολλαπλών διδακτικών μέσων και υλικών. Οι στόχοι είναι μεταξύ άλλων ο θρησκευτικός γραμματισμός των μαθητών, η ανάπτυξη κριτικής και ερευνητικής σκέψης των μαθητών, η ανάδειξη του πλουραλισμού και της ετερότητας, η προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης με θρησκευτικές ή άλλες ετερότητες.

Το μάθημα στηρίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος έχει αφετηρία και επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση του τόπου μας και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο δεύτερος τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις στην Ευρώπη και στον κόσμο και ο τρίτος τα μεγαλύτερα θρησκεύματα και κυρίως αυτά που ενδιαφέρον ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία, δηλαδή  ο Μουσουλμανισμός και ο Ιουδαϊσμός.

Συμπερασματικά η θρησκευτική εκπαίδευση είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης. Η διδασκαλία σχετικά με τη θρησκεία είναι ένα μοντέλο που πάρα τις αδυναμίες του μπορεί να πετύχει στο σύγχρονο ελληνικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και να εξασφαλίσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος. Υπάρχει η δυνατότητα να βρεθεί μια αφετηριακή κοινή βάση με σκοπό τη συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών δηλαδή του κράτους, των θρησκευτικών κοινοτήτων και της οικογένειας. Η διεπιστημονικότητα και η σύνδεση τριών των βαθμίδων της εκπαίδευσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για λειτουργήσει το μοντέλο της “διδασκαλίας σχετικά με τις θρησκείες”.

Τέλος είναι πολύ σημαντικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας αντιλαμβάνονται τη αξία και τη χρησιμότητα της δημόσιας ΘΕ. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή εκπαίδευση για όλους τους μαθητές ανεξάρτητα από τις θρησκευτικέ επιλογές των ίδιων και των γονιών τους.


[1] E. Clark, Religious education in United States of America, The Routledge International Handbook of Religious Education, σ. 375.
[2] E. Takahata, Religious education in Japan, The Routledge International Handbook of Religious Education, ed. D. H. Davis – E. Miroshnikova, London – New York, 2012,  σ. 183.
[3] Freedom of Religious Belief in China (October 1997), Information Office of the State Council φf the People’s Republic of China, http://www.china.org.cn/e-white/Freedom/index.htm. Επίσης J. Zhou, Religious education in China, The Routledge International Handbook of Religious Education, σ. 81.
[4] J. G. Navarro Floria,  Religious education in Latin America, The Routledge International Handbook of Religious Education, σ. 199-200.
[5] E. Gennadienva Romanova, Religious education in Modern Russia, The Routledge International Handbook of Religious Education, σ. 292-293.
[6] ΑΠΟΦΑΣΗ αριθ. 13/06 για την καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας και των διακρίσεων και την προώθηση του αμοιβαίου σεβασμού και της κατανόησης , παρ. 5,14ο Υπουργικό Συμβούλιο ΟΑΣΕ,  Βρυξέλλες, 4-5 Δεκεμβρίου 2006.
[7] Ο.π. αριθ. 13/06 παρ. 4.
[8] Ο.π. αριθ. 13/06 παρ. 6.
[9] Ο.π. αριθ. 13/06 παρ. 5.
[10] Ο.π. αριθ. 13/06 παρ. 10.
[11] Κατευθυντήριες Αρχές του Τολέδο για τη Διδασκαλία σχετικά με Θρησκείες και τις Πεποιθήσεις στο Δημόσιο Σχολείο, σ. 18. (www.osce.org/odihr)

[12] Recommendation n. 1804 (29/6/2007) State, religion, secularity and human rights. (κράτος, θρησκεία, κοσμικότητα και ανθρώπινα δικαιώματα).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.