ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. Η ομιλία του καθηγητή του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ Κώστα Σταμάτη στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Τόσο η φιλανθρωπία όσο και η αλληλεγγύη αποτελούν χωρίς αμφιβολία άξιες στάσεις ζωής στον ανθρώπινο βίο, εφόσον διενεργούνται με ανυστεροβουλία από τους πράττοντες, χωρίς αλλότριες επιδιώξεις. Η συνεξέτασή τους δεν έχει το νόημα ότι η μία υπερτερεί έναντι της άλλης, δεδομένου ότι κινούνται σε διακριτά επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας. Γίνεται απλώς και μόνο, προκειμένου να διευκρινισθεί το περιεχόμενό τους, τα σημεία τομής ανάμεσά τους, καθώς και η κατά τα λοιπά διαφορετική κατεύθυνσή τους στο πεδίο δράσης που αντιστοιχεί στη φιλανθρωπία εν σχέσει προς την αλληλεγγύη. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσω πολύ σχηματικά.

Ορισμένη κοινή δικαιολογητική βάση

Εν πρώτοις, αξίζει να αναγνωρισθεί ότι υπάρχει κάποια κοινή δικαιολογητική βάση ανάμεσα σε φιλανθρωπία και αλληλεγγύη εν γένει. Αυτή συνίσταται σε μία πρακτική αρχή, που γίνεται δεκτή από την αρχαιότητα ως χρυσός κανόνας της ηθικής δράσης. Εάν τη διατυπώσουμε με θετικό τρόπο, επιτάσσει να αντιμετωπίζουμε τους άλλους έτσι όπως θα ευχόμασταν κι εκείνοι να συμπεριφέρονται απέναντι σ’ εμάς. Γιατί άραγε; Κατ’ αρχάς επειδή μόνον έτσι μπορεί να συσταθεί κοινωνικότητα άξια λόγου, να γίνεται σεβαστή επ’ αμοιβαιότητι η αξιοπρέπεια καθενός μας. Επίσης, διότι οι περιστάσεις της ζωής ενδέχεται να οδηγήσουν οποιονδήποτε από εμάς σε πολύ δυσχερή κατάσταση, η έξοδος από την οποία μόνο με την αρωγή άλλων να είναι εφικτή.

Δεν εννοούμε μονάχα οδυνηρές καταστάσεις με διάρκεια, όπως η ένδεια ή η εξαθλίωση, που πλήττουν τους κοινωνικά αδύναμους, τους χαμηλόμισθους, τους άνεργους, τους άστεγους. Ομιλούμε επίσης για πρόσκαιρες καταστάσεις, που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρό κίνδυνο ακόμη και σε ζάπλουτους ανθρώπους. Φερ’ ειπείν η λύτρωση άλλου από κίνδυνο ζωής, π.χ. από πνιγμό, αποτελεί παλαιόθεν ηθικό, συχνά και νομικό καθήκον, ανεξάρτητα από την εισοδηματική κατάσταση αυτού που αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο ζωής.

Νόημα και όρια της φιλανθρωπίας

Η αγάπη προς τον πλησίον ή η συμπάθεια προς τους πάσχοντες είναι αναμφίβολα σεπτές ηθικές επιταγές έναντι των άλλων. Η έμπρακτη φιλανθρωπία, νοούμενη ως ελεημοσύνη, αποκτά ηθική αξία, όταν τροφοδοτείται πράγματι από αγάπη ή ειλικρινή συμπάθεια για τη δυσμενή κατάσταση των άλλων. Η παραίνεση του Εφραίμ του Σύρου είναι κρυστάλλινη: «πανταχού την αγάπην νομοθετεί υμίν ο Κύριος». Αποδέκτες της φιλανθρωπίας είναι συνάνθρωποι που έρχονται σε κάποια σχέση εγγύτητας με τον πράττοντα. Με διάφορους τρόπους: από τον επαίτη που μας πλησιάζει παρακλητικά στο δρόμο, μέχρι τον γείτονα που κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία.

Σε θεολογικά συστήματα η φιλαλληλία επιτάσσεται βεβαίως ως χρέος που αντλείται από κάποια υπερβατική αυθεντία, όπως ιερές εντολές ή η συμμετοχή σε κάποια πεφιλημένη εκ Θεού κοινότητα ανθρώπων. Ωστόσο, έχει σημασία να εξετάσουμε τον ηθικό λόγο δράσης στη σκέψη του πιστού. Η ηθική αξία της φιλαλληλίας οπωσδήποτε μικραίνει, όταν αυτή εκδηλώνεται μονάχα από φόβο τυχόν μέλλουσας καταδίκης του πιστού.

Εάν αντιθέτως η εκπλήρωση ηθικών καθηκόντων, όπως η αγαθοεργία, γίνεται από καθαρή αγάπη προς τον Θεό και την ανθρώπινη κτίση, τότε οπωσδήποτε πλησιάζει προς το ανιδιοτελές φρόνημα να πράττουμε το ορθό από καθαρή συνείδηση καθήκοντος. Άνευ ετέρου τινός, χωρίς προσδοκία για επίγεια ή επουράνια επιβράβευση της δράσης μας.

Η τελευταία σκέψη μάς φέρνει προς τη νεότερη Ηθική φιλοσοφία, με αποκορύφωμα το έργο του Ιμμάνουελ Καντ. Η Ηθική κελεύει να συμπεριφερόμαστε προς τους άλλους και την ανθρωπότητα ως αυτοσκοπό, ποτέ απλώς ως μέσον, προκειμένου να πετύχουμε κάποιον άλλο σκοπό μας. Από αυτή τη γενική ευμένεια έναντι εαυτών και αλλήλων, ως συμμετόχων στο ανθρώπινο γένος, αντλείται αφενός ένα καθήκον (προς εαυτόν) να επιζητούμε ηθική τελείωση, αφετέρου ένα καθήκον (προς έτερον) να μεριμνούμε για ευδαιμονία των άλλων.

Η ηθική φιλοσοφία Διαφωτισμού εισάγει δύο μείζονες καινοτομίες: η πρώτη αφορά στη θεμελίωση του κρίσιμου ηθικού καθήκοντος, ενώ η δεύτερη αφορά σε ποιοτική αναβάθμιση της φιλανθρωπίας σε έγνοια για την ευδαιμονία των άλλων. Πράγματι, χάρη στον Καντ, μιλώντας μεταφορικά, η Ηθική φιλοσοφία δεν ευρίσκει το θεμέλιό της ούτε στον ουρανό ούτε στο γήινο έδαφος. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε σε υπερβατική μεταφυσική ούτε όμως σε υλικά συνειλημμένα με τρόπο εμπειριστικό, άρα ευμετάβλητο. Το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να σκέπτεται και να πράττει ηθικά βάσει αρχών που να είναι δεσμευτικές για καθέναν ως μέλος του ανθρώπινου γένους. Τέτοιες ηθικές αρχές θα ίσχυαν, ακόμη κι αν ο Θεός δεν είχε νομοθετήσει επ’ αυτών.

Επομένως η τέλεση του ορθού και του ηθικά αγαθού είναι αυτοσκοπός. Δεν γίνεται από υπολογισμό του πράττοντος για κάποια επιδίωξη περαιτέρω ούτε με κίνητρο την προσδοκία ανταμοιβής. Εκτιμώ ότι μόνο τέτοια ηθική στάση ανταποκρίνεται στην έλλογη φύση των ανθρώπων. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η αυτοπροαίρετη εκπλήρωση του καθήκοντος χαρίζει στο πρόσωπο ηθική ικανοποίηση και υψηλή αυτοεκτίμηση.

Στην τυραννισμένη Λατινική Αμερική, τις τελευταίες δεκαετίες, αναπτύχθηκε ένα περίφημο ρεύμα ιδεών ως Θεολογία της Απελευθέρωσης. Με επίκεντρο το έργο του Γκουστάβο Γκουτιέρες, η αξία της σωτηρίας επανεκτιμάται ως απελευθερωτική πράξη καθενός, μέσα στον ιστορικό χρόνο και τον κοινωνικό χώρο που του έλαχε. Η ζωτική σημασία της ελπίδας δεν προκύπτει από το πουθενά, αλλά από εγκόσμια δέσμευση να μεταστραφούν τα κοινωνικά πράγματα σε ελπιδοφόρα κατεύθυνση. Αλλιώς, εύκολα μεταπίπτει σε ανεκπλήρωτη ευχή. Άνοιγμα της σκέψης στον κόσμο και στη Φύση συνάδει με την ευγνώμονα αναγνώριση ότι η Φύση, έτσι καθώς εξελίχθηκε, επέτρεψε να υπάρξουμε, να εξελιχθούμε και να αναπτυχθούμε ως ανθρώπινο είδος στον έμβιο κόσμο, με ικανότητα να αναλογιζόμαστε την ηθική αξία ή απαξία των πραττομένων μας.

Παρόμοιο άνοιγμα στον κοινωνικό κόσμο οδηγεί να νοιαστούμε για τις γενεσιουργές αιτίες, ένεκα των οποίων η συμπαρουσία των ανθρώπων διαστρέφεται από κοινωνικά προκύπτουσα παθογένεια. Αυτή υποθάλπει φρόνημα εγωισμού και όχι φιλαλληλίας, εκμετάλλευσης των άλλων και όχι αλληλοβοήθειας (αλληλεγγύης). Ειδ’ άλλως, εάν δεν προχωρήσει η σκέψη μας σε παρόμοια κίνηση, δεν θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε επαρκώς ότι η φιλανθρωπία «για να υπάρχει, [θα] της χρειάζεται να υπάρχουνε θύματα»[1].

Νομίζω ότι είναι οξυδερκής η διάκριση της Γερμανίδας φιλοσόφου Άννας Άρεντ ανάμεσα σε «οίκτο» και σε «αλληλεγγύη»[2]. Στη θέα ανθρώπου που υποφέρει γεννιέται μέσα μας κάποια συμπόνια ως απέχθεια για την κατάστασή του. Ο οίκτος αντιστοιχεί ακριβώς σε ορισμένη κατάσταση δυστυχίας που γίνεται αισθητή από μας από απόσταση εγγύτητας προς τον δυστυχούντα προς αυτόν. Η σχέση αυτή είναι προφανώς μερική και συγκεκριμένη, καθότι εμπλέκει κάθε φορά ορισμένα μόνο πρόσωπα. Δεν αναφέρεται στην κοινωνία ως όλον ούτε στα μέλη της εν όλω.

Απεναντίας, υποστηρίζει η Άρεντ, η αλληλεγγύη, ακόμη κι αν τροφοδοτείται από συναίσθημα μετοχής στην οδύνη άλλου, πηγαίνει πέρα από αυτήν. Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς γίνεται μετάβαση από το θυμικό, από τον κόσμο των ευγενών συναισθημάτων, προς τον νου, το έλλογο τμήμα του εαυτού. Στη στάση αλληλεγγύης η αποδοκιμασία της αναξιοπάθειας του άλλου αφαιρείται από συγκεκριμένες περιστάσεις ή σχέσεις, στις οποίες τυχαίνει να ενέχεται το υποκείμενο. Και γενικεύεται σε σταθερή ηθική στάση, καθότι ανταποκρίνεται σε καθολικεύσιμη ηθική αρχή. Παρόμοια ισχύουν για τη στάση αρωγής και βοήθειας προς τον άλλο.

Και όμως, υπάρχουν υψηλής αξίας πατερικά κείμενα, στα οποία η φιλανθρωπία της ευκαιριακής ελεημοσύνης μετακινείται προς την περιοχή της αλληλεγγύης με διάρκεια. Εάν διαβάσουμε προσεκτικά την υπέροχη «Ομιλία προς τους πλουτούντας» του Μεγάλου Βασιλείου, θα διαγνώσουμε ότι σ’ αυτήν κυριαρχεί ένα ηθικό πρόσταγμα με έκδηλη κοινωνική μέριμνα. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για σχέση ενός προς έναν. Πρόκειται μάλλον για αίτημα που απευθύνεται προς τους ισχυρούς του πλούτου ως τέτοιους. Το παράγγελμα αυτό ισχύει, όχι απλώς απέναντι σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά για ανακούφιση «των πολλών», σε πληθυντικό αριθμό. Πίσω από τις γραμμές του κειμένου διαφαίνεται ότι πλούσιοι και φτωχοί είναι κοινωνικά καθορισμένες ομάδες, όπως θα λέγαμε σε σύγχρονη γλώσσα. Το αίτημα είναι να δαπανάται ο πλούτος για φροντίδα των φτωχών, έτσι ώστε ο καθένας τους να παίρνει λίγα για τα αναγκαία και όλοι μαζί να μοιράζονται τα υπάρχοντα, όπως αναγράφεται απερίφραστα στο κείμενο.

Εδώ το εκκρεμές μετακινείται εμφανώς από την κλασική μορφή φιλανθρωπίας και πλησιάζει στην αλληλεγγύη. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυστηρά ατομικές περιστάσεις ζωής των μεν και των δε. Είναι αντίθετα ένα χρέος αλληλεγγύης, έτσι ώστε, αν μη τι άλλο, το πλεόνασμα των πλουσίων να κατευθύνεται σταθερά –όχι εφ’ άπαξ ή πρόσκαιρα– σε αναπλήρωση του ελλείποντος των φτωχών. Θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι σ’ αυτή τη σκέψη του Καισαρείας Βασιλείου κατατίθεται κιόλας μία πολύ πρώιμη, πλην όμως σημαίνουσα και επινοητική προσημείωση προς αυτό που μόλις στον 20ό αιώνα θα αποκληθεί «αρχή του κοινωνικού κράτους», σε σύγχρονο Κράτος Προνοίας.

Το νόημα της αλληλεγγύης

Για να συλλάβουμε την αξία της αλληλεγγύης, ας ξεκινήσουμε με μία απλή, αλλά αποφασιστική εκτίμηση. Η ανισομερής κοινωνική και οικονομική ισχύς των μεν καθιστά τους άλλους ευεπίφορους σε χειραγώγηση, τόσο ως μέλη της κοινωνίας όσο και ως πολίτες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι εκ των πραγμάτων στερούνται της δυνατότητας να αναπτυχθούν στο βίο τους με τρόπο αληθινά αυτόνομο και αξιοπρεπή. Οπότε η εξασφάλιση των αναγκαίων εξωτερικών όρων για ζωή άξια να τη ζει κανείς αποτελεί αντικείμενο μιας αυτοκυβέρνητης πολιτικής κοινότητας. Για να είναι, όμως, η Πολιτεία αληθινά αυτοκυβερνώμενη, θα πρέπει να αποτελείται και να διευθύνεται δημόσια από πολίτες ελεύθερους, ίσους και αλληλέγγυους για το πεπρωμένο της.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αλληλεγγύη δεν αφορά άμεσα στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου εξατομικευμένα. Ούτε ισούται απλώς με υποχρέωση αμιγώς ηθική. Αλλά αναβιβάζεται σε δικαιοπολιτική κι εξαναγκαστή υποχρέωση των πολιτών. Αυτή η υποχρέωση ισχύει απροσωπόληπτα. Καταλαμβάνει τους πάντες και είναι επωφελής για τους πάντες, σε κρατικά οργανωμένη κοινωνία, που δεσμεύεται να προάγει τους βασικούς όρους της κοινωνικής συνύπαρξης.

Ωστόσο, αρμόζει να διασαφηνισθεί ότι αλληλεγγύη εν κοινωνία εκδηλώνεται σε δύο διακριτά μεταξύ τους επίπεδα. α) Το πρώτο είναι αυτό της κρατικά συνεστημένης κοινωνίας. Σ’ αυτό επιβάλλεται από την ίδια την έννομη τάξη μια σειρά από καθολικά ισχύουσες και εξαναγκαστές υποχρεώσεις. Τέτοιες είναι ποικίλες υποχρεώσεις, όπως να συνεισφέρουν οι πολίτες στα δημόσια βάρη της χώρας τους αναλόγως του εισοδήματος ενός εκάστου, να συμβάλλουν στην άμυνα της χώρας κ.λπ.

β) Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό της εθελοντικής προσφοράς έργων και υπηρεσιών στην κοινωνία πολιτών σε επί μέρους τομείς του κοινού βίου. Σ’ αυτή την περίπτωση αναλαμβάνονται στη δημόσια (μη κρατική) σφαίρα επικοινωνίας δράσεις απέναντι σε συνανθρώπους ή για προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ως επιλογή ανθρώπων που αυτοβούλως θέλουν να ενεργοποιηθούν από κοινού με άλλους για κάποιον καλό σκοπό.

 Υπάρχουν δύο πολύ ισχυροί λόγοι για χρέος αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, ως μελών της κοινής πολιτειακής τάξης. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν κατ’ ουσίαν αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης, επειδή αφορούν σε κατοχύρωση της κοινωνικής υπόστασης των ανθρώπων. Ο πρώτος έγκειται στο ότι ορθό και δίκαιο είναι μεγάλο τμήμα του κοινωνικού πλούτου να επιστρέφει στους αληθινούς παραγωγούς του, δηλαδή αυτούς που συνεργάζονται (ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι) για να τον παράγουν. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχουν κατηγορίες μελών της κοινωνίας που βρίσκονται εκτός σχέσεων εργασίας, όπως οι ανήλικοι, οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι. Οπότε τμήμα του κοινωνικού πλούτου πρέπει να διασφαλίζει και τη δική τους υπόσταση.

Ο δεύτερος λόγος υπέρ της αλληλεγγύης είναι η έγνοιά μας ως δημοκρατικών πολιτών να προστατεύεται η κοινωνική υπόσταση όλων από προβλεπτές απειλές αφηρημένης διακινδύνευσης στη ζωή, όπως η πείνα, η φτώχεια, η ανεργία, τα γερατειά, η ασθένεια, η αμάθεια, ο φόβος για το αύριο. Μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει σε μακρά κοινωνική κλίμακα δεσμός άξιος λόγου, ποιοτική ζωή εν κοινωνία με τους άλλους. Επομένως η αλληλεγγύη δεν εκπορεύεται απλώς από κάποια ιδεολογία συμπόνιας ή από θεώρηση ευαγών ηθικών συναισθημάτων. Ούτε εναπόκειται στη μεγαθυμία των εκάστοτε κρατούντων.

Η αλληλεγγύη αποτελεί ενεργό δέσμευση, που αναλαμβάνεται από πολίτες προσανατολισμένους σε κάποιο κοινό καλό. Δίχως παρόμοια δέσμευση η ελευθερία και η ισότητα χάνουν την καθολικότητά τους. Οι φτωχότεροι αφήνονται στην τύχη τους, ακριβέστερα στην αδικία που εκκρίνει ένα εκμεταλλευτικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα εις βάρος τους. Προσέτι, η ελευθερία των υπεξούσιων κοινωνικών τάξεων ψαλιδίζεται από την ελευθερία ανέλεγκτης συσσώρευσης πλούτου, την οποία διεκδικεί προνομιακά η οικονομικά ισχυρή μερίδα της κοινωνίας.

Οι θεσμοί καλής Πολιτείας πρέπει να διασφαλίζουν κοινωνική προστασία και ίσες ευκαιρίες ζωής για όλους. Για να καταστεί αυτό εφικτό, ως γενική αρχή απαιτείται σταθερά αναδιανομή κοινωνικού εισοδήματος. Σε αντίθετη περίπτωση η υπάρχουσα οικονομική δομή της κοινωνίας είναι ή έχει καταντήσει αντικοινωνική. Το ίδιο και η αντίστοιχη πολιτική αντίληψη για τη διακυβέρνηση της κοινωνίας.

Από άποψη ιστορική η διάκριση μεταξύ φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης κατέστη ευκρινής κυρίως στον 20ό αιώνα. Γιατί άραγε; Η απάντηση σχετίζεται με μία κοσμοϊστορική κοινωνική μεταβολή. Με τη βιομηχανική επανάσταση η αστική κοινωνία αναπτύσσεται πλέον πάνω στις δικές της βάσεις, έχοντας ξεκόψει τελειωτικά από το φεουδαρχικό παρελθόν. Οι μορφές Κράτους που αντιστοιχούν στις ανάγκες αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων γίνονται περισσότερο σύνθετες και περίπλοκες. Οι κρατικές λειτουργίες επωμίζονται την οργάνωση των εξωτερικών συνθηκών της πολιτικής οικονομίας, όπως η άμυνα, η δημόσια τάξη και ασφάλεια, η δημόσια υγεία και η δημόσια παιδεία.

Υπό το βάρος δίκαιων διεκδικήσεων των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, το σύγχρονο Κράτος αναλαμβάνει επίσης να οργανώσει συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας. Προς τούτο απαιτήθηκαν εκτεταμένοι κοινωνικοί πόροι, που προέρχονται κυρίως από τη δημόσια φορολογία, από τα δημοσιονομικά έσοδα του Κράτους. Για τους λόγους αυτούς, η αλληλεγγύη κατά κάποιον τρόπο αρχίζει και προσλαμβάνει θεσμική υπόσταση. Αποτελεί ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, αντικείμενο δημόσιας πολιτικής μεγάλης κλίμακας, που αγκαλιάζει σχεδόν ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Αντιστοίχως η οργανωμένη φιλανθρωπία από μη κρατικούς φορείς συρρικνώνεται εμφανώς.

Παρ’ όλα αυτά, η εποχή μας περιδινείται από τη βάναυση επέλαση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής εναντίον του κοινωνικού κράτους, με πλήρη θεσμική απορρύθμιση των εργασιακών, των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Έτσι, πυροδοτούνται εξαιρετικά δυσμενείς και διαρκώς επιδεινούμενες επιπτώσεις σε ολόκληρη την υφήλιο και στο οικοσύστημά της. Οι εξελίξεις αυτές συρρικνώνουν τη στοιχειώδη κοινωνική ευημερία και τη δημόσια πρόνοια υπέρ των κοινωνικά ασθενέστερων τάξεων. Η απόσυρση του Κράτους από την κοινωνική πρόνοια, σε συνδυασμό με τη γοργή εξάπλωση της φτώχειας, αφήνει ξοπίσω της ένα τεράστιο χάσκον κενό. Τα κράτη μετατρέπονται σε μηχανισμούς με διευρυνόμενη καταστολή και διαρκώς συστελλόμενη κοινωνική ευθύνη έναντι των πολιτών.

Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ποικίλες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης εκ των κάτω, για την ενεργό αντιμετώπιση άμεσων αναγκών επιβίωσης. Άνδρες και γυναίκες, γηγενείς και μετανάστες, νέοι και ηλικιωμένοι, ενεργοποιούνται εθελοντικά και αυτο-οργανώνονται. Δημιουργούν μαζί κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, κοινωνικά παντοπωλεία, αγορά τροφίμων χωρίς μεσάζοντες, χαριστικά παζάρια, δίκτυα για φθηνή και αμοιβαία παροχή υπηρεσιών, καθώς και για νομική υποστήριξη.

Οι πρωτοβουλίες αυτές, συμβάλλουν διπλά σε αντιμετώπιση ορισμένων από τις παραπάνω επιπτώσεις. Κατ’ αρχάς για ποικιλόμορφη αλληλοβοήθεια, που καθίσταται επιτακτική εν όψει άμεσων αναγκών επιβίωσης. Επιπροσθέτως, για ανόρθωση ηθικού σε μια κοινωνία καταπονούμενη από στερήσεις και βασανιστική κοινωνική ανασφάλεια εξ αιτίας της ανάλγητης κυβερνητικής πολιτικής.

Ωστόσο, δεν συγχωρείται να αυταπατόμαστε. Παρότι αξιέπαινες και συγκινητικές, τέτοιες αυθόρμητες πρωτοβουλίες, καθότι αναγκαστικά αποσπασματικές, αδυνατούν βεβαίως να υποκαταστήσουν την κοινωνική πρόνοια ή την κοινωνική ασφάλιση, τη δημόσια εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία, ως πεδία κρατικής ευθύνης. Ακόμη κι αν οι φτωχοί εξασφαλίζουν έτσι ένα πιάτο φαγητό χάρη σε συσσίτιο ή από κοινωνικό παντοπωλείο, ακόμη κι αν μπορούν να βρουν κάποιον γιατρό για δωρεάν διάγνωση, οι υπόλοιπες πτυχές της βιοτής μένουν απελπιστικά ακάλυπτες, όπως επίσης οι πολυειδείς δευτερογενείς επιπτώσεις της ένδειας.

Έχω τη γνώμη ότι οικονομική κρίση που έχει ενσκήψει διεθνώς αποκαλύπτει σπασμούς μιας δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Εκτιμώ ότι δεν πρόκειται απλώς για συνήθη κυκλική κρίση της οικονομίας. Αλλά ξεπηδά από τη βαθύτερη ανορθολογική διάρθρωση της διεθνοποιημένης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, η οποία ποδηγετείται απολύτως από τις επιταγές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Για λόγους που δεν είναι της στιγμής, το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει ανακαλύψει μια πελώρια πηγή κερδοφορίας, με μια αέναη ροή δανεισμού προς αποπληρωμή των δημόσιων χρεών των λαών και των κυβερνήσεών τους, με εξοντωτικά επιτόκια. Προς εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους τα κράτη επιβάλλουν αιματηρές περικοπές παντοειδείς. Έτσι, όμως, μειώνεται η κατανάλωση και η ζήτηση, η πραγματική οικονομία στραγγίζει από ρευστά κι από δημόσιες επενδύσεις. Αντίστοιχα τα δημόσια έσοδα μειώνονται δραματικά, ενώ το δημόσιο χρέος ξεπληρώνεται δημιουργώντας μεγαλύτερο χρέος.

Τα κράτη χάνουν ασταμάτητα πόρους υπέρ της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας και από τις δύο βασικές πηγές που διαθέτουν: το φορολογικό σύστημα που παραπαίει και τη δημόσια περιουσία που εκποιείται σε ευτελείς τιμές χάριν των δανειστών. Οι άνθρωποι και οι εθνικές οικονομίες υπάρχουν και λειτουργούν, για να προσπορίζουν κέρδη σε μια πολυπλόκαμη διεθνώς, αλλά πάντως μικρή, πλουτοκρατική κοινωνική ομάδα. Και όχι για να κατανέμονται επωφελώς και στοιχειωδώς ισότιμα οι καρποί της κοινωνικής συνεργασίας, για την ικανοποίηση των καλώς νοούμενων αναγκών των ανθρώπων.

Σε αυτό το ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον, όσοι νοιαζόμαστε αληθινά για τους άλλους δεν μπορεί παρά να δούμε τις γραμμές μας να διασταυρώνονται. Πιστεύω μάλιστα πως όχι τυχαία. Το συναπάντημα αυτό διατρέχεται από υπόγεια ρεύματα, τα οποία κάπου συναντώνται ερήμην παγιωμένων διανοητικών σχημάτων και ιστορικά εγνωσμένων προκαταλήψεων. Μόλις βρεθούμε δίπλα-δίπλα στους ίδιους χώρους, όπου αφιερώνουμε περίσσευμα καρδίας, με τη λαχτάρα να ανακουφίσουμε όπως μπορούμε συνανθρώπους μας που υποφέρουν από καθημερινή κακουχία, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία τα τυχόν διαφορετικά πιστεύω καθενός μας, οι αποκλίνουσες αφετηρίες ή ιστορικώς βεβαρημένα στερεότυπα. Ούτε μετρά το ενδεχομένως διαφορετικό κοσμοθεωρητικό πρόσημο των ελατηρίων που μας ωθούν να αναδείξουμε ό,τι καλύτερο κουβαλούμε σε ανθρωπιά και ηθική αξιοσύνη. Αυτό που προβάλλει ως κυριαρχικά πρωτεύον και κατεπείγον είναι να συνδράμουμε κατά το δυνατόν τις ολοένα πυκνούμενες τάξεις ανθρώπων σε απόγνωση, σε συνθήκες επερχόμενης ανθρωπιστικής κρίσης.

Συμπέρασμα

Σε πολύ γενικές γραμμές, φιλανθρωπία διενεργείται κυρίως σε ατομική βάση μεταξύ ενεργού ευεργέτη και παθητικά ευεργετούμενου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όμως, δεν αποκλείεται να γίνεται από άρχοντα απέναντι σε σκυφτό δούλο, από πλούσιο σε ταπεινωμένο από τη χρεία πένητα. Η αλληλεγγύη, απεναντίας, εννοεί τον ωφελούμενο ως άνθρωπο ενεργό, ισότιμο, αξιοπρεπή. Ως άνθρωπο που διεκδικεί όχι από μεμονωμένο ευεργέτη, αλλά από την πολιτική κοινότητα στοιχειώδη αγαθά στη ζωή, δίχως να εκλιπαρεί έλεος ή λύπηση από κάποιον άλλο.

Παρά ταύτα, η διάκριση αυτή ανασχηματίζεται κοινωνικά και ιστορικά. Το κρίσιμο ερώτημα τίθεται ως προς ημάς από τούδε κι εφεξής. Ποιο είναι το καλύτερο που θα οφείλαμε να πράξουμε οι άνθρωποι του σήμερα, του 21ου αιώνα, ώστε να ζήσουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς την εξαθλίωση και την αναξιοπρέπεια που γεννά καθημερινά η κοινωνική αδικία; Τι, πώς και γιατί γεννάται κοινωνική αδικία στην ώριμη νεωτερική κοινωνία, στην οποία ζούμε, αυτό πια είναι ευθύνη όλων μας ως πολιτών, αλλά και ως κοινωνικών επιστημόνων, να το διερευνήσουμε και να προτείνουμε κάτι σωστικό γι’ αυτό.

Όπως μπορεί έκαστος και εφ’ ώ ετάχθη. Γι’ αυτό η συνεισφορά της Εκκλησίας στην ανακούφιση ανθρώπινων δεινών μπορεί να φανεί εξαιρετικά πολύτιμη. Το ζητούμενο για όλους μας είναι κανείς να μη μένει μόνος κι αβοήθητος από τέτοια δεινά, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους βαθιάς κρίσης και έντονης κοινωνικής οδύνης. Έντιμος άνθρωπος δεν μπορεί να μένει αδιάφορος για την κακοδαιμονία των συνανθρώπων του. Εκτός των άλλων, διότι μπορεί κάποτε να έρθει και η δική του η σειρά στη δυσπραγία. Τότε θα αποζητά απεγνωσμένα τη βοήθεια που ο ίδιος πιθανώς τσιγκουνευόταν στους άλλους στην προηγούμενη ζωή του. Όπως το έθεσε ο γλυκύς Βασίλειος, δεν μπορεί να στολίζουμε τα άψυχα και ν’ αφήνουμε αστόλιστη την ψυχή μας. Καθόλου δεν πειράζει που η ηθική φιλοσοφία θα το εξέφραζε με άλλα λόγια, όπως βεβαίως κι η υπεύθυνη κοινωνική επιστήμη επίσης.


[1] Δημήτρης Γληνός, «Επιστολή για τη φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη», Νέοι Πρωτοπόροι, τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1932, σ. 421-422.

[2] Για την Επανάσταση, μτφ. Αγγελική Στουπάκη, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006, σ. 101-120.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.