Οικουμενικά κεκτημένα και οφειλόμενα. Η ομιλία του Αλέξανδρου Κ. Παπαδερού στο οικουμενικό συμπόσιο "Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα"

Επιτρέψατε να επαναλάβω αυτό που συνηθίζω να  λέγω σε παρόμοιες εκδηλώσεις:

Τιμούν τον εαυτό τους όσοι τιμούν τα άξια τιμής πρόσωπα και γεγονότα.

Με αυτή την έννοια συγχαίρω τους οργανωτές, ευχαριστώ για την πρόσκληση και χαιρετίζω τον φίλο Καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη με λόγια της Α΄ Επιστολής του Αποστόλου Πέτρου, που νομίζω πως προσπάθησε να κάμει πράξη και προσφορά ο αξίως τιμώμενος:

«ἕκαστος καθώς ἔλαβε χάρισμα, εἰς ἑαυτούς αὐτό διακονοῦντες ὡς καλοί οἰκονόμοι ποικίλης  χάριτος Θεοῦ·  εἴ τις λαλεῖ, ὡς λόγια Θεοῦ·  εἴ τις διακονεῖ, ὡς ἐξ ἰσχύος, ἧς χορηγεῖ ὁ Θεός· ἵνα ἐν πᾶσι δοξάζηται ὁ Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ…»  (Α΄ Πέτρ. 4, 10-11).

Επιτρέψατε ακόμη, παρακαλώ, να εκφράσω τη συγκίνηση που με διακατέχει, καθώς 57 περίπου χρόνια από την αποφοίτησή μου, βρίσκομαι πάλι στη θαλπωρή της Θεολογικής μας Σχολής. Αισθάνομαι πως τής οφείλω απολογισμό για τον τρόπο που χειρίστηκα όσα εκείνη με στοργή μού εμπιστεύθηκε. Αὐτά που ακολουθούν ας θεωρηθεί ότι αποτελούν μερική ἐκπλήρωση του χρέους.

Επέλεξα να σας μιλήσω για οικουμενικά κεκτημένα και οφειλόμενα, με την ελπίδα, ότι η επισήμανσή τους υπηρετεί σε κάποιο βαθμό τη θεματική ενότητα του παρόντος επιστημονικού συμποσίου: Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ-ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ-ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ. Ο τίτλος της εισήγησής μου βέβαια είναι δεκτικός ποικίλων ερμηνειών, ιδιαίτερα όσον αφορά στα κ ε κ τ η μ έ ν α. Ως  μετοχή του μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος «κ τ ώ μ α ι», το κεκτημένο δεν σημαίνει μόνον αυτό που έχει αποκτήσει κάποιος, αλλά αυτό πού απέκτησε και το  δ ι α τ η ρ ε ί. Αυτή η τελευταία ιδιότητα φανερώνει το  κυρίως ὀφειλόμενο, αλλά και το ευάλωτο, το  ασταθές του κεκτημένου.

Ειδικότερα, ως οικουμενικά κεκτημένα νοούνται εδώ θεμελιώδεις πραγματικότητες, πολύτιμες, που, φυλασ-σόμενες και αξιοποιούμενες πρεπόντως, μπορούν να προσφέρουν δημιουργική απάντηση στις εκάστοτε και εκασταχού προκλήσεις, ώστε να συνεχισθεί απρόσκοπτα και αποδοτικά ο οικουμενικός διάλογος και κατά τον 21ον αιώνα.  Ο διάλογος, που εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαίος, ἐπειδή ανήκει στον πυρήνα των οικουμενικών κεκτημένων, αλλά και οφειλομένων. Με τη βεβαιότητα, ότι ο προλαλήσας πολυσέβαστος π. Γεώργιος Τσέτσης δεν θα άφηνε κανένα κενό επί του θέματος –όπως και έπραξε-, καθώς καί επειδή θα ακολουθήσουν και άλλες σχετικές εισηγήσεις, αποφάσισα να μην αναφερθώ στον οικουμενικό διάλογο, καίτοι τον υπηρέτησα και ο ίδιος κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού (Εφες. 4,7). Θεωρώ πάντως και ελπίζω, ότι θα παραμείνει ως το κατ’ εξοχήν οφειλόμενο και κατά τον αιώνα που διατρέχουμε ήδη.  Νοουμένου βέβαια, ότι ο αιώνας αυτός, όπως και κάθε άλλος, δεν εκλαμβάνεται απλά και μόνον ως πλαίσιο χρονικό, αλλ’ ότι νοηματοδοτείται  από την εσχατολογική προοπτική του «πᾶσα γλώσσα  ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2, 11). Ἴσως μάλιστα είναι σωστό να πούμε, πως μόνον η αναφορά στην εσχατολογική αυτή προοπτική αναπτερώνει την επιθυμία και ετοιμότητα για οικουμενικό διάλογο, ακριβέστερα, τον επιβάλλει ως θεοδίδακτο καθήκον.

Το οικουμενικό κεκτημένο είναι για την Ορθόδοξο Εκκλησία μας δικαίωμα και συνάμα ευθύνη. Τόσο στο Παγκόσμιο Συμβούλιο  Εκκλησιών, όσο και στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Εκκλησιών έχουμε συνιδρυτικά δικαιώματα. Ακριβώς από τα δικαιώματα αυτά απορρέουν και οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις, τα οφειλόμενα. Οι με όποια ιδιότητα διακονούντες στα διεκκλησιαστικά αυτά σώματα φέρουν βέβαια τις δικές τους προσωπικές ή και συλλογικές ευθύνες. Για το τί είναι όμως τα σώματα αυτά, με ποιούς ρυθμούς και προς ποιά κατεύθυνση πορεύονται, την κύρια, εάν όχι και την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι Εκκλησίες-μέλη αυτών.

Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Άγιο Θεό, που, σε «καιρόν εὐπρόσδεκτον», προ εκατό και πλέον χρόνων, ενέπνευσε τούς τότε Προεστώτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου να δουν καθαρά τά ερχόμενα και να πράξουν έγκαιρα τα πρέποντα και αναγκαία. Γιατί έτσι μπορούμε σήμερα να λέμε, πως υπήρξαμε συνεργοί στη συγγραφή και του Προλόγου και του περιεχομένου του πιό λαμπρού κεφαλαίου της Ἑκκλησιαστικής Ιστορίας των νεωτέρων χρόνων· της Εκκλησιαστικῆς Ιστορίας τοῦ 20. αιώνα, που δικαίως έχει αποκληθεί αιώνας τοῦ Οικουμενισμού· δηλαδή τῆς μεγαλύτερης μέχρι σήμερα κοινῆς προσπάθειας – «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου»” ἐν μέσῳ ἀνθρωποκτόνων παγκοσμίων πολέμων, – ὑπέρ «εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν», των όσον ποτέ άλλοτε τόσον κατακερματισμένων και εμπερίστατων, και – υπέρ «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», δηλ. υπέρ ετοιμασίας της «ὁδοῦ τοῦ Κυρίου» γιά την πραγμάτωση της θείας βουλής αυτού, «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν».

Αυτό περίπου ήταν το  ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ ό  κ ε κ τ η – μ έ ν ο, με το οποίον ανατράφηκε και το οποίο κληρονόμησε η δική μου γενιά ως αποστολή και οφειλή να το διαφυλάξη και να το αυξήσει.

Εξ άλλου, στη Σχολή αυτή –και σε άλλες – είχε μάθει η γενιά μου τό «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπεἰκετε» (Εβρ. 13, 17). Αναφέρομαι σε ηγουμένους, ο λόγος των οποίων ήταν παραπάνω από σαφής, όπως είναι και ο λόγος του σημερινού Πρώτου της Ορθοδοξίας Παναγιωτάτου κ.κ. Βαρθολομαίου:

Έγραφε π.χ. ο μεγάλος Πατριάρχης Αθηναγόρας στις 4-4-1967 μεταξύ άλλων και τα εξής στον ομιλούντα:

«… εὐχαριστοῦμεν διά τήν ἐπιστολήν ταύτην πλήρη εὐλαβῶν αἰσθημάτων καί ἐκδηλώσεων πλουσίας καρδίας καί εὐγενῶν σκέψεων καί ἰδιαιτέρως διά τήν ὑψηλήν ἀντίληψιν ἐπί τῆς ἑνότητος τῶν Ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησιῶν, ἐντός τῆς ὁποίας σύμπας ὁ Χριστιανικός κόσμος διεβίου κατά τούς πρώτους δέκα αἰῶνας, καί τήν συνάντησιν ἐντός τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου τοῦ Χριστοῦ.

Τά τελευταῖα μεγάλα Ἐκκλησιαστικά γεγονότα

{υπενθυμίζω: ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, Πανορθόδοξες Διασκέψεις, Χιλιετηρίδα του Αγ. Όρους, Β΄ Σύνοδος του Βατικανού, Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα, Άρση Αναθεμάτων και πολλά άλλα}  ἀποτελοῦσι κλεῖδας διά τήν ἀναζήτησιν τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος. Δημιουργοῦσι δυνατότητας πρακτικῶς ἀνεξαντλήτους.  Χαράττουσι, κατά Προφητικόν τρόπον τόν δρόμον, τόν ὁποῖον Ἀνατολή καί Δύσις ὀφείλουσι νά ἀκολουθήσωσι διά νά ἀνταποκριθῶσιν εἰς τήν ἔκκλησιν τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπιστρέψωσιν εἰς τήν κοινήν πίστιν καί συνείδησιν, ὅτι εἴμεθα μέλη τῆς αὐτῆς πίστεως καί ὀπαδοί τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ.

Πρός τήν κατεύθυνσιν ταύτην, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐπέπεσεν ἐπί τῶν τέκνων αὐτοῦ, φωτίζουσα τάς διανοίας καί θερμαίνουσα τάς καρδίας αὐτῶν. Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις προχωρεῖ καί οὐδέν δύναται ἀναστεῖλαι αὐτήν.

Ἐξ ἄλλου,  διερχόμεθα ἡμέρας μεγάλας καί πᾶς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, καί δή Θεολόγος, θεματοφύλαξ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βοηθεῖ τήν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ, ἥτις σήμερον ἀκούει τήν ἄνωθεν φωνήν, ζητοῦσαν τάξιν Προφητῶν, καί οὐ μόνον προβλεπόντων καί προλεγόντων τά μέλλοντα γενέσθαι ἀσφαλῶς, ἀλλά καί θαρραλέως προετοιμαζόντων τήν ἔλευσιν αὐτῶν, ἐν χρόνῳ, κατά τήν εὐδοκίαν τοῦ Κυρίου….». Σαφέστατη και αυθεντική η αναφορά στα ήδη τότε κεκτημένα και οφειλόμενα!

Δέν έχω την τόλμη, την πρόθεση, αλλ’ ούτε και την αρμοδιότητα βέβαια, να επιχειρήσω κλείσιμο των λογιστικών βιβλίων του 20ού αιώνα, της κατηγορίας ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, να λογαριάσω κέρδη και ζημίες, μπερδεύοντας ενδεχομένως «ομολογίες πίστεως» με τη  λογική τραπεζικών ομολόγων. Ούτε θα προχωρήσω σε εξαγωγή συμπερασμάτων για το ποιοί και πόσο φέρονται κερδισμένοι, ποιοί χαμένοι και πόσο. Ὀσα μπορώ και οφείλω να καταθέσω συμπερασματικά μέ βάση την όποια προσωπική εμπειρία και γνώση, συνοψίζονται στα ακόλουθα- και αυτά μόνον ενδεικτικά βέβαια:

Πρώτον: Οικουμενισμός σημαίνει αγώνας για την προαγωγή και αποκατάσταση της ενότητας. Πραγματικό κέρδος καταγράφεται εκεί, όπου σημειώνεται ένα βήμα προς τα πρόσω. Κανείς καλοπροαίρετος δεν μπορεί να αγνοήσει, ότι,  με τη χάρη του Θεού, έχουν πραγματοποιηθεί τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση αυτή.

Δεύτερον: Θεωρώ ότι σε όλη αυτή την προσπάθεια ήταν θετική η συμβολή της Ορθοδοξίας, χωρίς καμιά ζημία και κανένα συμβιβασμό στα της πίστεως. Και ἀκόμη, ὅτι ἡ ὑπέρβαση της απομονωτικής εσωστρέφειας είναι ένα ορθόδοξο οικουμενικό κεκτημένο, αξιοποιήσιμο και στο μέλλον, χάριν του κοινού σκοπού.

Τρίτον: Αν στην πορεία εμφανίσθηκαν κάποιες δυσκολίες για την Ορθοδοξία, αυτές κατά το πλεῖστον δεν προήλθαν από τους ετερόδοξους αδελφούς. Προήλθαν από τη δική μου ἰσως ανεπάρκεια και από αστοχίες άλλων ορθοδόξων συνεργών στο οικουμενικό έργο.

Μπορούμε, νομίζω, να μιλούμε για θετικά και αρνητικά οικουμενικά κεκτημένα. α) Ως θετικά χαρακτηρίζουμε όσα έχει αποφέρει η προς αλλήλους κίνηση των χριστιανών εν πνεύματι υπακοής  στο «μείνατε ὧδε καί γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ» (Μτθ. 26,38), «μείνατε ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν» (Ἰωάν. 15, 4), «μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (Ἰωάν. 15, 9), περιπατούντες αξίως «τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης…» (Εφεσ. 4, 1-3).

Με αυτό το φρόνημα και με αυτή τη βούληση, την προσευχή, την ελπίδα, την έμπρακτη αλληλεγγύη, κινήθηκαν προς αλλήλους παγκοσμίως μυριάδες χριστιανών διαφορετικών παραδόσεων. Άς κρατήσουμε αυτό το σημείο. Οικουμενικό κεκτημένο δεν είναι μόνον ό,τι συμβαίνει σε επίσημα όργανα και στα υψηλά επίπεδα. Είναι και το απλό, το καθημερινό, το προσωπικό, ο μικτός γάμος π.χ., η μια και μοναδική στιγμή της συνάντησης των δύο ή των τριών στο όνομα Εκείνου (Ματθ. 18, 20) –με άλλα λόγια, ο κόκκος σινάπεως, που δείχνει προς τη βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 13,31). Ως άνθρωπος και ως θεολόγος αδυνατώ να ερμηνεύσω αυτή την αμοιβαία κίνηση ως επίτευγμα ανθρώπινης μόνον θέλησης και ενέργειας. Πιστεύω σταθερά πως η συγχωρητική και αγαπητική αυτή κίνηση, όπου εκδηλώθηκε και όπου συνεχίζει να εκδηλώνεται, τελεσιουργείται «έν τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» και ότι κάθε ανθρωποκεντρική ερμηνεία, αποτίμηση και γενικευτική κατάκρισή της αποτελεί εθελοτυφλία, που ενίοτε φθάνει στα όρια της βλασφημίας. Η Οικουμενική Κίνηση είναι, επαναλαμβάνω, το μέγιστο και πολυτιμότατο εκκλησιαστικό κεκτημένο του περασμένου αιώνα· η δε τήρηση, η εμβάθυνση, ο εμπλουτισμός και η στερέωσή του συνιστούν το πρώτο και κύριο οφειλόμενο των χριστιανών κατά τον  τρέχοντα 21ον αιώνα. Η Ορθοδοξία γενικῶς και οι επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες, λέγω και πάλι, κέρδησαν πάρα πολλά, πνευματικά και ὑλικά, σ’ αυτή την πορεία. Ακόμη και πολιτική στήριξη σε κρίσιμες ώρες. Ουδείς φόβος δικαιολογείται. Η δε οφειλόμενη ευγνωμοσύνη δεν επιτρέπεται να δηλητηριάζεται από τοξικά απόβλητα της όποιας  φθονερής και εσκοτισμένης διάνοιας, που παραπληροφορεί, παραπλανά και τρομοκρατεί το λαό μας.

β) Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά κεκτημένα· δηλαδή κάθε τι, που φαίνεται και ίσως είναι ανυπακοή, ακόμη και πρόσκομμα στη θεία βούληση «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17,21). Είναι και αυτά οικουμενικά κεκτημένα με την έννοια, ότι αποτελούν αρνητικά επακόλουθα και συνοδά της Οικουμενικής Κίνησης φαινόμενα, πού παρατηρούνται από την αρχή, διαρκώς και παντού. Προσωπικά προσπαθώ πάντοτε να διακρίνω σ’ αυτά και κάποια αγαθή πρόθεση προληπτικής επισήμανσης κινδύνων από τυχόν υπερβολική οικουμενική αισιοδοξία ή από περιπλάνηση του νου και της καρδιάς σε ακρώρειες των περί την πίστη και την τάξη της Εκκλησίας.

Δεν αποκρύπτω όμως, ότι θλίβομαι όταν βλέπω  και ακούω σεβαστούς κατά τα άλλα και προσφιλείς πατέρες και αδελφούς, να αυτονομούνται και να αυτοαναγορεύονται σε κριτές και δη και επικριτές πάντων ανθρώπων και πασών δράσεων, ακόμη και αποφάσεων πανορθοδόξων Διασκέψεων και εκκλησιαστικών Συνόδων, να συνασπίζονται συστρατευόμενοι εναντίον δήθεν απειλών κατά της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας, αντιπαρερχόμενοι τον πρώτο και κύριο πραγματικό κίνδυνο, που είμαστε ενίοτε εμείς οι ίδιοι με τους φανατισμούς, τις ακρότητες και τίς όχι σπάνια όλως ιδιοτελείς επιδιώξεις μας. Μάλιστα το -πρωτίστως ελλαδικό- φαινόμενο του εξακοντίζειν αθρόως και ατάκτως μύδρους επί αιρέσει, ακόμη και αναθέματα urbi et orbi, αδιακρίτως και αυθαιρέτως, προπαντός δε η παρατεινόμενη -φαινομενική, θέλω να ελπίζω-, απάθεια των εχόντων την εξουσία και την ευθύνη για την εκκλησιαστική ευπρέπεια και ευταξία, κάνουν δυστυχώς πολύ επίκαιρη την ανησυχία του Μεγ. Βασιλείου, μήπως και σήμερα «εἰς παντελή σύγχυσιν ἔλθῃ τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα» (PG 32, 400B). Η σύγχυση αφορά επίσης στις προτεραιότητές μας ως ποιμένων και ως θεολόγων. Τί είναι και τί οφείλει νά είναι σήμερα πρώτο, τί δεύτερο στη φροντίδα μας; Πόσο μας προβληματίζει το ερώτημα, μήπως μεριμνούμε και τυρβάζουμε περί πολλά δευτερεύοντα, την ώρα που «ἑνός έστι χρεία»; (πρβλ. Λουκ. 10, 41-42). Θα μού πείτε· τί μας νοιάζει, αν συνεχίζουν να εγκαταλείπουν τις Εκκλησίες Καθολικών και Προτεσταντών μαζικά οι άνθρωποι; Εμείς καλά πάμε. Κηδείες γίνονται. Μνημόσυνα επίσης, μοιάζει να γεμίζουν οι ναοί μας – πόσο τραγικό, αλήθεια, η κατ’ εξοχήν Εκκλησία της Αναστά-σεως, να φαίνεται ζωντανή χάρη στο θάνατο!

Στο μεταξύ:

Η αθεΐα οργανώνεται παγκοσμίως, τί γίνεται στην Ελλάδα; Ο αγνωστικισμός κατακυριεύει Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Εργαστήρια παγκοσμίως – εξαιρείται το Αριστοτέλειο μήπως; Η διαφθορά κατατρώγει το κοινωνικό σώμα της Ελλάδος, δεν είναι τούτο πρόβλημα της Εκκλησίας; Ακούστηκε καμιά τόσο δυνατή φωνή, ώστε να φθάσει και στο Εθνικό Κοινοβούλιο και στον πρώτο Δήμο της χώρας και να υπενθυμἰσει:

ΤΑΔΕ ΛΕΓΕΙ ΚΥΡΙΟΣ, ΠΑΝΡΟΚΡΑΤΩΡ;

Υπάρχει καμιά αμφιβολία, για το ότι αν ο Απόστολος Παύλος  απηύθυνε σήμερα επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς και προς όλους τους Έλληνες, θα μιλούσε πολύ αυστηρότερα για το μυστήριον της ανομίας (Β΄Θεσ. 2,7), το οποίον ενεργείται απροκαλύπτως και αναισχύντως  στην Ελλάδα των Ελλήνων  Χριστιανών; Είμαστε συνεπείς στον όρκο και τη διαβεβαίωσή μας, όταν αυτά και τόσα άλλα δεν είναι ούτε πρώτα, ούτε δεύτερα, ούτε τρίτα στις προτεραιότητές μας, αλλά άλλα, πάσης φύσεως θεολογούμενα ή και ιδιοτελώς διαφιλονικούμενα, που απλώς αφήνουν το χρόνο να γλιστρά μέσ’ από τα χέρια μας και από τη ζωή μας, ματαίως;

Οι κίνδυνοι αυτοί, αισθητοί πλέον και ορατοί, θεωρώ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπισθούν ως πρώτο οφειλόμενο και μάλιστα όχι μόνον ως ελλαδικό, αλλ΄ως πανορθόδοξο εκκλησιαστικό πρόβλημα, όπως είναι πράγματι. Να αντιμετωπισθούν αν όχι πιό δραστικά, έστω μέσω επίμονης και επίπονης ίσως διαλογικής διαδικασίας, που θα υπακούσει στο «ἀποθέμενοι τό ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετά τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμέν ἀλλήλων μέλη.» (Εφεσ. 4, 25), με μόνη επιδίωξη  τήν «οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφεσ. 4, 12 ).

Να προσθέσω στο σημείον αυτό, ότι θλίβομαι ιδιαίτερα και για την τραγικότητα κάποιων συνανθρώπων μας, Ελλήνων και αλλοδαπών Ορθοδόξων, που επί χρόνια υπηρέτησαν με ζήλο την οικουμενική υπόθεση, από ηγετικές θέσεις ορισμένοι, αλλά μόλις τους απέσυρε η Εκκλησία τους από αυτή την αποστολή, μεταμορφώθηκαν αιφνιδίως σε δεινούς διώκτες κάθε οικουμενικής ιδέας και προσπάθειας. Προς παρόμοια συμπεριφορά οδηγεί άλλους ο ψυχοφθόρος φόβος έκπτωσης στην ασημαντότητα και την αφάνεια. Όποιος παραδίδεται στο φόβο αυτό, υποκύπτει εύκολα στον απατηλό πειρασμό της αναμέτρησης με τους μεγάλους και τα μεγάλα, προσδοκώντας ότι έτσι θα προσθέσει κάποιους πόντους στο μπόι του. Εμφανίζεται ως αρμόδιος και αποφαίνεται επί παντός επιστητού, αλλά και επί των επέκεινα του επιστητού!… Και γίνεται και αυτός κριτής και επικριτής πάντων και πασών, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι εκεί που εξαντλείται το σοβαρό και το υπεύθυνο, τη θέση τους καταλαμβάνει το γελοίο, ενίοτε και το τραγικό. Γιατί ο πειρασμός μπερδεύει ενίοτε ζἠλο, ματαιοδοξία και υστεροφημία. Και αυτή μοιάζει, αλίμονο, με την ομορφονιά του ποιητή, την  α θ α ν α σ ί α,  που ΄ναι «σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά», γιατί ενώ την αγαπήσανε «στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές», εκείνη «ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισε ποτές» (Νίκος Γκάτσος).

Να προσθέσω κάτι ακόμη: Το Ευρωπαΐκό γίγνεσθαι έχει τεράστιες μακροπρόθεσμες, ίσως και τελεσίδικες συνέπειες για την Ορθοδοξία και ολόκληρο το Χριστιανισμό. Όχι κατ’ ανάγκην καταστροφικές. Ούτε όμως και αυτή η κοσμογονική αλλαγή φαίνεται να ανήκει στα ενδιαφέροντα και στις προτεραιότητες μερικών. Είδατε ίσως και σεις την πρόσφατη τελετή απονομής του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν γνωρίζω αν συμφωνείτε, εγώ πάντως είχα την αίσθηση, ότι και μόνο μια φορά αν εξεστόμιζε κάποιος από τους ομιλητές τη λέξη Θ ε ό ς, θα ακολουθούσε πανικός και το «απού φύγει-φύγει!»- αυτό επιβάλλει η απόλυτη θρησκευτική ουδετερότητα. Υποθέτω όμως, ότι όλοι αυτοί οι πολιτικοί μας ηγέτες, όπως και αμέτρητοι άλλοι, ομόδοξοι, ετερόδοξοι και ετερόθρησκοι ακόμη έχουν επισκεφθεί το ταπεινό Φανάρι ή θα επιθυμούσαν να το πράξουν, θέλοντας να ακούσουν έναν έστω λόγο από το στόμα του Πατριάρχη –πού γνωρίζει καλά πότε και πώς και σε ποιόν θα πει τί!     Ε, και αυτόν ακόμη τον Πατριάρχη να τον ευτελίσουν θέλουν μικρομεγαλίστικοί τινες, για να σώσουν τήν δήθεν από αυτόν απειλούμενη Ορθοδοξία!  Κύριε, ελέησον!

Παρά πάντα ταύτα και άλλα πολλά, είθε να μένει παραμυθία και οδηγός μας η προς τους Θεσσαλονικείς νουθεσία του Παύλου:

«εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς…νουθετεῖτε τούς ἀτάκτους,

παραμυθεῖσθε τούς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν,

μακροθυμεῖτε πρός πάντας.

Ὁρᾶτε μή τις κακόν ἀντί κακοῦ τινι ἀποδῷ,

 ἀλλά πάντοτε τό ἀγαθόν διώκετε καί εἰς ἀλλήλους καί εἰς πάντας.

Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε·»

                                                      (Α΄ Θεσ. 5, 13-17).

Και εγώ σας ευχαριστώ!

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.