Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι καί ὁ ρόλος τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στήν Οἰκουμένη τοῦ 21ου αἰῶνα

Η εισήγηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Γκράτς Γρηγορίου Λαρεντζάκη στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη

Κατ’ ἀρχήν ἐπιθυμῶ νά εὐχαριστήσω γιά τήν πρόσκληση συμμετοχῆς μου στήν τιμητική αὐτή ἐκδήλωση γιά τόν ἀγαπητό συνάδελφο καί φίλο Πέτρο Βασιλειάδη. Χαίρομαι πολύ γιά τή συμμετοχή μου αὐτή, διότι γίνεται πρός τιμήν ἑνός καταξιωμένου καθηγητοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε μέ πεποίθηση καί ἀποτελεσματικότητα καί τούς διαφόρους οἰκουμενικούς Διαλόγους ὡς ὀρθόδοξος ἀντιπρόσωπος ὀρθοδόξως σκεπτόμενος καί δρῶν. Ἀγαπητέ Πέτρε, σέ συγχαίρω θερμά καί σέ εὐχαριστῶ γιά τήν προσφορά σου στό ἱερόν αἴτημα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί γιά τή συμμετοχή σου στίς πρωτοβουλίες, τίς ὁποῖες ἔχομε ἀναλάβει στό Γκράτς τῆς Αὐστρίας γιά τήν προώθηση τῆς θεσμικῆς συνεργασίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Εὐρώπης.

Α΄) Ἡ ἀναγκαιότητα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ

Γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς διεξαγωγῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Διαλόγων καί τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἶναι περιττό νά ὁμιλήσω.[1] Ἡ τελευταία προσευχή τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ Διαθήκην ἀπαραχάρακτον, τήν ὁποίαν ὀφείλομε νά ἐκτελέσωμε ἀσυζητητί. Δέν πρόκειται περί ἰδιωτικῆς ἐπιθυμίας, οὔτε περί προσωπικῆς ἐπιλογῆς, ἀλλά σαφοῦς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου· «οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι» ὡς ἀνεφώνησεν ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός πρός τόν Πάπα Ρώμης Εὐγένιον τόν Δ΄ στή Σύνοδο τῆς Φερράρας/Φλωρεντίας(1438/39).[2] Ἄλλωστε καί ἡ καθόλου Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, τόσον κατόπιν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν ἐπί μέρους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅσον καί μέ παναρθόδοξες ἀποφάσεις ἔχει ταχθεῖ σαφῶς ὑπέρ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί ὑπέρ τῆς προωθήσεως τοῦ αἰτήματος τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί διά τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀποτελεῖ ἱερόν αἴτημα. Ἀκριβῶς αὐτό ἐτόνιζεν καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός πηγαίνοντας στή Σύνοδο τῆς Φερράρας Φλωρεντίας τό 1438/39:[3] «Καταφρονήσαντες καί κόπων καί κινδύνων πρός τό διαπραγματεύσασθαι τό θεῖον ἔργον τῆς ἑνώσεως ἐάν ὁ Θεός εὐδοκήσῃ, πρόδηλόν ἐστι, καί πρόθυμοί ἐσμεν καί ἡμεῖς τήν δυνατήν ἐπιμέλειαν καί σπουδήν Θεοῦ χάριτι πρός τοῦτο συνεινεγκεῖν, ἐπεί καί τούτου χάριν ἀφίγμεθα.»[4] Ὡρισμένοι ὅμως ἐπικαλοῦνται μάλιστα αὐτόν τόν ἅγιον Μητροπολίτην Ἐφέσου Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν ὑπέρ τῆς ἀπολύτου ἀρνήσεως αὐτῶν, ἀγνοοῦντες, ἴσως ἠθελημένως, ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός ἦτο ἐκ πεποιθήσεως καί ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀμφιβολίας ὑπέρ τῶν Οἰκουμενικῶν Διαλόγων. Καί δέν δηλώνει ὁ ἅγιος Μᾶρκος μόνον, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖος ὁ Θεολογικός Διάλογος, ἀλλά τονίζει ἀπεριφράστως: «Χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον…»[5] Τήν ἀναγκαιότητα αὐτήν τοῦ διαλόγου μέ ἀγάπη, προαότητα καί φιλανθρωπία τήν ἐκφράζουν καί τήν ἐφαρμόζουν καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος προτρέπει: «Μή τοίνυν πρός ἐκείνους ἀγριαίνωμεν, μηδέ θυμόν προβαλλώμεθα, ἀλλά μετά ἐπιεικείας αὐτοῖς διαλεγώμεθα. οὐδέν γάρ ἐπιεικείας καί πραότητος ἰσχυρότερον»[6].

Κατά συνέπειαν, ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τούς Οἰκουμενικούς Θεολογικούς Διαλόγους καί βάλλουν πυρά ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τίς Ἐκκλησίες των, ἀποστελλόμενοι, κατόπιν καί συνοδικῶν ἀποφάσεων, πρός συμμετοχήν στούς Οἰκουμενικούς Θεολογικούς Διαλόγους, χαρακτηρίζοντες μάλιστα αὐτούς ὡς προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀναθεματίζοντες αὐτούς ὡς αἱρετικούς, ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ζηλωτές καί δῆθεν «προστάτες τῆς ὀρθοδοξίας», ὁποιανδήποτε ἀκαδημαϊκή θέση καί ὅποιοδήποτε ἐκκλησιαστικόν, ἀκόμη καί ἀρχιερατικόν ἀξίωμα καί ἄν κατέχουν, ἀθετοῦν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί ἀπορρίπτουν συνειδητά τίς συνοδικές ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιῶν των καί τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας! Οἱ μεμονωμένες ἀντισυνοδικές ἀρνητικές, συκοφαντικές καί διασπαστικές αὐτές πράξεις δέν δικαιολογοῦνται οὔτε νομιμοποιοῦνται μέ τή δῆθεν εὐαισθησία τῆς ἀκριβείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά οὔτε καί ἀρκεῖ νά θεωροῦνται τέτοιες ἐνέργειες μόνον «ὡς ἐκ περισσοῦ», ἐφ’ ὅσον μάλιστα προκαλοῦν καί ἐντατικά προτρέπουν τούς πιστούς, μοναχούς, κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκούς σέ διαφοροποίηση καί ἀνυπακοή κατά τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων! Γιά τό θέμα αὐτό τονίζει λίαν ὀρθῶς ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐγκύκλιόν του τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν 21η Φεβρουαρίου 2010: «Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Κύριος νὰ ἀγωνιᾷ διὰ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν καὶ ἡμεῖς νὰ μένωμεν ἀδιάφοροι. Τοῦτο θὰ ἀποτελοῦσε ἐγκληματικὴν προδοσίαν καὶ παράβασιν τῆς ἐντολῆς Του.

Ἀκριβῶς δι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ τὴν σύμφωνον γνώμην καὶ συμμετοχὴν ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διεξάγει ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν πανορθοδόξους ἐπισήμους θεολογικοὺς διαλόγους μετὰ τῶν μεγαλυτέρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν. Σκοπὸς αὐτῶν τῶν διαλόγων εἶναι νὰ συζητηθοῦν μὲ πνεῦμα ἀγάπης ὅλα ὅσα χωρίζουν τοὺς χριστιανοὺς τόσον εἰς τὴν πίστιν των ὅσον καὶ εἰς τὴν ὀργάνωσιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας.

Τοὺς διαλόγους αὐτοὺς καὶ κάθε προσπάθειαν εἰρηνικῶν καὶ ἀδελφικῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς πολεμοῦν σήμερον, δυστυχῶς, καὶ μάλιστα μὲ φανατισμὸν ἀπαράδεκτον διὰ τὸ Ὀρθοδόξον ἦθος, ὡρισμένοι κύκλοι ποὺ διεκδικοῦν διὰ τὸν ἑαυτόν των ἀποκλειστικῶς τὸν τίτλον τοῦ ζηλωτοῦ καὶ ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡσὰν νὰ μὴ ἦσαν Ὀρθόδοξοι ὅλοι οἱ Πατριάρχαι καὶ αἱ Ἱεραὶ Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ὁμοφώνως ἀπεφάσισαν καὶ στηρίζουν αὐτοὺς τοὺς διαλόγους, οἱ πολέμιοι κάθε προσπαθείας ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὑψώνουν τοὺς ἑαυτούς των ὑπεράνω τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μὲ κίνδυνον νὰ δημιουργήσουν σχίσματα μέσα εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν.» Ὑπάρχει ὅμως συνέπεια;

Ἡ ἀσυνέπεια, ἡ ὁποία ὡδήγησε τή χώρα μας ἐκεῖ πού εὑρίσκεται, δέν πρέπει νά ἀναζητεῖται μόνον εἰς τόν πολιτικόν ἤ τόν οἰκονομικόν χῶρον!

Οἱ ἀρνητικές, ἐπιζήμιες καί διασπαστικές αὐτές πράξεις των δέν δικαιολογοῦνται ἐπίσης μέ τό νά ἀναζητοῦν καί νά ὑπερτονίζουν τά σφάλματα ἐντός τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, εἴτε εἶναι αὐτά ἠθικά, εἴτε εἶναι οἰκονομικά, εἴτε πολιτικά, ὡσάν στούς ἰδικούς μας χώρους νά ὑπῆρχε μόνον ἁγιότητα βίου, ὁμοφωνία, ὁμοψυχία καί ἁρμονία ἀδελφικῆς ἀγάπης σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς!! Ἀλλοίμονο! «Τί βλέπεις τό κάρφος τό ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τήν δέ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκόν οὐ κατανοεῖς;» (Ματθ. 7, 3). Πῶς δικαιολογεῖται αὐτή ἡ αὐτοδικαιούμενη θριαμβολογία;[7]

Δέν ἀγνοοῦμε οὔτε ὑποβιβάζομε ποσῶς τά ὑπάρχοντα προβλήματα! Καί ἐάν ἀκόμη ὑφίστανται δυσκολίες ἀπό τίς ἄλλες πλευρές, ὀφείλομεν ἡμεῖς, ὅπως, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ἀναλάβωμε πρωτοβουλίες ἀναζητήσεως διεξόδου ἀπό τό ἀδιέξοδο, ἀντί νά ἐνισχύωμεν τό ἀδιέξοδον! Ἡ ἀγωνία τοῦ ἁγίου Μᾶρκου τοῦ Εὐγενικοῦ πρέπει νά εἶναι καί ἀγωνία ὅλων μας στήν κρίσιμη κατάσταση τῆς συγχρόνου ἀνθρωπότητος: «μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ καί τῆς αὐτῆς πίστεως βάλλομεν ἀλλήλους καί κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν ἀλλήλους καί κατεσθίομεν; ἕως ἄν ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν καί ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τό μηκέτι εἶναι χωρήσωμεν;»[8]

Ἄνευ Διαλόγου δέν λύεται οὐδέν πρόβλημα! Τονίζει συνεχῶς ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄.

Β΄) Ἡ εὐθύνη καί ὁ ρόλος τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν

Εἰς τό σημεῖον αὐτό τίθεται τό ἐρώτημα: Ποία εἶναι ἡ εὐθύνη καί ποιός ὁ ρόλος τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν στούς Θεολογικούς Διαλόγους, τούς ὁποίους διεξάγει ἡ Ὀρθοδοξία μέ τίς περισσότερες μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί συμμετέχει καί στήν Οἰκουμενική Κίνηση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν καί τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν ὡς συνιδρυτικόν μέλος;

Ὁ ρόλος καί ἡ εὐθύνη τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν γιά τούς Θεολογικούς καί Οἰκουμενικούς αὐτούς Διαλόγους σήμερα στόν 21ο αἰῶνα εἶναι πολύ σημαντικός, ἀναντικατάστατος καί ὑπεύθυνος.

1ον ) Ὁ ρόλος αὐτός δέν ἐξαντλεῖται μόνο σέ ἕνα κλάδο, ἤ μία ἕδρα, ἤ μόνον ἕνα μάθημα Οἰκουμενικῆς Θεολογίας[9] ἤ Ἱστορίας τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Πολύ δέ ὀλιγώτερον μόνο σέ ἕνα μάθημα Ἀπολογητικῆς, ἤ Συμβολικῆς, ἤ συγκριτικῆς Θεολογίας. Ὅλοι οἱ κλάδοι τῆς Θεολογίας ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν προβληματική τῶν Οἰκουμενικῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ἀπό τή Βιβλική Θεολογία μέχρι τήν Ἱστορία Δογμάτων καί τή Δογματική, τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καί τήν Πρακτική Θεολογία καί τή σύγχρονη πολύπλοκο ποιμαντική στίς σύνθετες κοινωνίες, ἐντός τῶν ὁποίων ζεῖ καί δρᾶ καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

2ον) Ὁ ρόλος τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν δέν εἶναι ἐπίσης μόνο νά μεταφέρει καί νά μεταδώσει στό χῶρο διδασκαλίας καί ἔρευνας τίς ἀναγκαῖες γνώσεις καί τίς πληροφορίες ἀπό τίς ἄλλες χριστιανικές Ἐκκλησίες, τή διδασκαλία των, τά κοινά σημεῖα καί τίς διαφορές. Τοῦτο πρέπει νά γίνεται, καί μάλιστα κατά τρόπον ἀντικειμενικό, μέ πνεῦμα καταλλαγῆς καί ἀγάπης, χωρίς πολεμικά καί φανατικά κίνητρα, χωρίς προκαταλήψεις καί ἐξοντωτικούς σκοπούς, δεδομένου ὅτι ἀφετηρία καί σκοπός τῶν δραστηριοτήτων αὐτῶν, τόσο στήν ἔρευνα, ὅσον καί στή διδασκαλία εἶναι ἡ ἐπιθυμία πρός καταλλαγήν. «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα», γιά νά ἐπαναλάβω τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.[10] Σ π α ρ α σ σ ό μ ε θ α;

3ον) Στή θεολογική ἐκπαίδευση, διδασκαλία, καί ἔρευνα πρέπει νά συμπεριλαμβάνονται καί οἱ συγκεκριμένοι Θεολογικοί Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες: Ἡ ἱστορία τῶν Διαλόγων αὐτῶν, τό περιεχόμενόν των, τά προβλήματα καί οἱ προοπτικές, τά ἀποτελέσματα καί τά ἐπίσημα κείμενα. Πληροφόρηση, μετάφραση, ἀνάλυση, ἀξιολόγηση. Γιά τά θέματα αὐτά θά μποροῦσαν νά δοθοῦν πολλά θέματα ἐπιστημονικῶν ἐργασιῶν ὡς εἶναι π.χ. ἐργασίες ἐπί πτυχίῳ, διδακτορικές διατριβές καί ἄλλες ἐπιστημονικές ἔρευνες. Δυστυχῶς καί σήμερα ἀκόμη πολλά θετικά ἀποτελέσματα καί ἐπίσημα κείμενα συμφωνίας Θεολογικῶν Διαλόγων παραμένουν σχεδόν ἄγνωστα καί ὁπωσδήποτε ἀνενέργητα ὄχι μόνο μεταξύ τοῦ πληρώματος τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ἀλλά καί μεταξύ πολλῶν κληρικῶν, ἐπισκόπων καί θεολόγων μας. Δέν δικαιολογεῖται π.χ. νά ἀναφέρονται σήμερα στήν ὕλη διδασκαλίας στίς Θεολογικές μας Σχολές θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες καί σέ διαφορές μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως εἶχαν διατυπωθεῖ κατά τό παρελθόν, ἐνῶ ὑπάρχουν σήμερα ἀλλαγές καί διορθώσεις θέσεων ἐντός τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ἤ διαφορές, οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν πρίν τήν ἔναρξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί νά μήν ἀναφέρονται κἄν νέες τοποθετήσεις νεωτέρων ἐγκρίτων θεολόγων καί συγκεκριμένες ἐξελίξεις συμφωνίας ὡς ἀποτέλεσμα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Π. χ. πῶς χαρακτηρίζουν σήμερα οἱ ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι τίς Συνόδους των τῆς Β΄ χιλιετίας; Παραμένουν στόν ἀριθμό 21 Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἤ ὄχι; Ἀπάντηση σοβαρή καί ἐνδιαφέρουσα, ἀλλά καί πολύ χρήσιμη γιά τόν Θεολογικό μας Διάλογο ἔχουν δώσει ὄχι μόνο πολλοί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, ἀλλά καί ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ’.[11] Ἄλλο παράδειγμα: Ποιά θέση ἔχουν λάβει σήμερα στόν ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο οἱ Λουθηρανοί γιά τό γνωστό πρόβλημα τῆς sola scriptura; Δυστυχῶς δέν ἔγινε ἀκόμα γνωστή ἡ ἐπίσημη διευκρίνηση του θεμελιώδους αὐτοῦ ζητήματος, ὅτι δέχονται δηλαδή καί τήν ὀρθή ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἀπορρίπτουν μόνον τίς ἀνθρώπινες παραδόσεις, οἱ ὁποῖες νοθεύουν τήν ἱερά Παράδοση.[12] Γιατί ἐπιμένουν ὁρισμένοι νά τά ἀγνοοῦν ἤ νά τά ἀποκρύπτουν σκοπιμως; Ἐάν δέν ληφθοῦν καί οἱ νέες αὐτές ἐξελίξεις ὑπ’ ὄψιν κατά τή θεολογική ἐκπαίδευση, νά σχολιασθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν καταλλήλως, δέν πρόκειται τά ἀποτελέσματά των νά γίνουν γνωστά καί ἀποδεκτά (Rezeption) ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων θά εἶναι τότε δυστυχῶς ἀναμενόμενη καί ἴσως ἐπιθυμητή καί προγραμματισμένη! Ἀλλά θά εἶναι ἀποτυχία καί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν!

4ον) Μεταξύ τῶν σημαντικῶν δυνατοτήτων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν εἶναι καί ἡ ἀντικειμενική καί θεολογικά κατοχυρωμένη προετοιμασία νέων προτάσεων, νέων πρωτοβουλιῶν γιά πρόοδο καί ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, χωρίς νά ἐπαναλαμβάνονται τά λάθη τοῦ παρελθόντος.

5ον) Μέ τήν ἀντικειμενική ἔρευνα καί διαπίστωση τῶν κοινῶν σημείων καί τῶν διαφορῶν, ἀλλά καί τή θεολογική καί ἀντικειμενική προετοιμασία νέων προτάσεων καί πρωτοβουλιῶν ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές θά γίνεται μία ἀπαραίτητη πληροφόρηση πρός δύο κατευθύνσεις:

α΄) Οἱ ὑπεύθυνοι Ἱεράρχες καί λοιποί κληρικοί τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἔχουν φόρτον καθηκόντων καί ποιμαντικῶν εὐθυνῶν καί δέν ἔχουν πολλές φορές ἐκ τῶν πραγμάτων τόν ἀναγκαῖο χρόνο τῆς ἀπαραιτήτου πληροφορήσεως καί προετοιμασίας στήν πορεία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Συνεργαζόμενοι δέ ὅμως μέ τίς Θεολογικές των Σχολές καί ἐμπιστευόμενοι αὐτές ὡς εἰδικούς συμβούλους των, δύνανται νά ἔχουν τά ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιά τίς ἐνέργειες καί δραστηριότητές των εἰς τά πλαίσια τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ὅπως ἔχει συμβεῖ κατ’ ἐπανάληψη.

β΄) Τό ἄλλο σκέλος τῆς σημαντικῆς καί ὑπευθύνου προσφορᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στά πλαίσια τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι ἡ σωστή, ἀντικειμενική καί σύγχρονη ἐνημέρωση τῶν φοιτητῶν καί φοιτητριῶν κατά τή διάρκεια τῆς φοιτήσεως αὐτῶν καί κυρίως στίς μεταπτυχιακές καί διδακτορικές των σπουδές. Πλήρως κατατοπισμένοι καί ἐμπλουτισμένοι μέ τό πνεῦμα τῆς καταλλαγῆς θά μπορέσουν μετά τήν ἀποφοίτησή των καί τήν ἀνάληψη τῶν διαφόρων καθηκόντων των νά μεταφέρουν τό πνεῦμα αὐτό καί τίς γνώσεις των στούς χώρους τῆς ἐργασίας καί δραστηριότητός των: Στά σχολεῖα, στίς Ἐκκλησίες, στούς πιστούς καί συνεργάτες των ἀφ’ ἑνός, ἀλλά καί ὡς κληρικοί καί ἐφημέριοι καί νέοι ἐπίσκοποι θά μπορέσουν νά ἀνταποκριθοῦν στά σύγχρονα ποιμαντικά καθήκοντά των ἀκόμη καί γιά τήν ἀντιμετώπιση νέων οἰκογενειακῶν προβλημάτων μέ τούς ὅλο καί περισσότερο συχνούς μικτούς γάμους μέ ἰδιαίτερη καί εὐαίσθητη μεταχείρηση, ὅπως ἀπαιτοῦμε καί μεῖς ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες σέ ἀντίστοιχες καί ἀνάλογες περιπτώσεις τῶν πολυμορφικῶν κοινωνιῶν, στίς ὁποῖες ζοῦμε.

Ἡ ἀντικειμενική καί ἀκριβής αὐτή θεολογική ἐκπαίδευση καί μέ ὀρθόδοξο ἦθος θά βοηθήσει νά ἀποφευχθοῦν οἱ ἀβάσιμες ἀκρότητες, οἱ προκαταλήψεις καί οἱ φανατισμοί, διότι θά πληροφορηθοῦν οἱ κληρικοί καί οἱ πιστοί μας ἀντικειμενικά καί σύμφωνα μέ τίς συνοδικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατά συνέπεια δέν θά ὑπάρξει πρόσφορο ἔδαφος στούς ζηλωτές διαφόρων κατηγοριῶν νά φανατίζουν καί νά παραπληροφοροῦν ἤ καί νά δημιουργοῦν σύγχιση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κινδυνολογοῦντες. Ἡ θεολογική αὐτή ἐργασία στίς Θεολογικές μας Σχολές θά ἀποδείξει πειστικά, ὅτι μέ τούς Οἰκουμενικούς Θεολογικούς Διαλόγους κανείς δέν προτίθεται νά προδώσει τήν Ἐκκλησία μας, κανείς δέν θέλει νά ἀλλοιώσει τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησιολογία μας, κανείς δέν ἐπιθυμεῖ νά ὑποταγεῖ ἡ Ἐκκλησία μας σέ κανένα, οὔτε καί στόν Πάπα Ρώμης.

Ἀπεναντίας μέ τούς Διαλόγους αὐτούς θά καταπολεμηθεῖ ἡ πλάνη καί θά λάμψει ἡ ἀλήθεια καί μέ καλή πρόθεση καί διάθεση θά προωθηθεῖ τό ἱερόν αἴτημα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. Ἐπίσης θά ἀποδειχθεῖ, ὅτι τά ἀποτελέσματα τῶν μέχρι τοῦδε Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι καί γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία πολύ θετικά, χωρίς βέβαια νά ἰσχυρίζεται κανείς, ὅτι τά ὑπάρχοντα προβλήματα ἔχουν λυθεῖ.

6ον) Μέ τήν ὀρθή καί ἐντατική αὐτή θεολογική ἐκπαίδευση θά καταρτισθοῦν καί νέα στελέχη, ἱκανοί θεολόγοι, κληρικοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι, πλήρως καί καταλλήλως προετοιμασμένοι καί πληροφορημένοι, θά σηκώσουν τό βάρος τῶν ἐπιπόνων μέν, ἀλλά σοβαρῶν καί ἀναγκαίων Θεολογικῶν Διαλόγων, ἀποστελλόμενοι καί ἀντιπροσωπεύοντες ἐπισήμως τίς Ἐκκλησίες των. Σήμερα, δυστυχῶς, δέν ἔχομε ἱκανοποιητικόν ἀριθμό καταλλήλως προετοιμασθέντων στελεχῶν γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει τούς ἀντιπροσώπους τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας στή Σύνοδο τῆς Φερράρας/Φλωρεντίας, διότι ἦταν γνώστης καί τῆς Ἀνατολικῆς Θεολογίας καί τῆς Δυτικῆς/Σχολαστικῆς. Μέ τήν ἱκανότητά του αὐτή σήκωσε τό κύριον βάρος τῶν συζητήσεων καί τῶν διαπραγματεύσεων στή Σύνοδο ἐκείνη καί μπόρεσε εὐθαρσῶς νά ἀντιμετωπίσει μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα καί τόν ἴδιο τόν Πάπα, ὅταν τόν κάλεσε σέ ἀπολογία.

Γ΄) Ἀναγκαιότητα θεσμικῆς συνεργασίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Ἐκκλησιῶν

Ὁ ρόλος τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στά πλαίσια τῶν Θεολογικῶν Οἰκουμενικῶν Διαλόγων θά εἶναι περισσότερον ἀποτελεσματικός, ἐάν ἐνισχυθεῖ καί ἐπιτευχθεῖ ἐντατική καί ἀγαστή συνεργασία μέ Θεολογικές Σχολές τόσον ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσον καί μέ Θεολογικές Σχολές καί ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν.

Πῶς μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ ἡ κατάσταση αὐτή; Εἰλικρινής διάθεση πρός καταλλαγή, ἀλληλοσεβασμός, συνεργασία καί ἀντικειμενικός ἐπιστημονικός διάλογος.

7ον) Μέ τόν ἐπιστημονικό αὐτό διάλογο τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν εἶναι δυνατόν π.χ. μετά ἀπό ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις, νά διαπιστωθεῖ, ὅτι σέ διάφορα σημεῖα, τά ὁποῖα ἐθεωροῦντο προβληματικά, ὑπάρχουν μόνον παρεξηγήσεις, οἱ ὁποῖες χρήζουν διαλευκάνσεως, ἤ ὅτι ὑπάρχουν μόνον λεκτικές καί γλωσσικές διαφορετικές διατυπώσεις τοῦ αὐτοῦ φρονήματος καί τοῦ αὐτοῦ περιεχομένου πίστεως. «Ὅτε διΐστανταί τινες ἀλλήλων καί οὐ χωροῦσι πρός λόγους, δοκεῖ μείζων εἶναι καί ἡ μεταξύ τούτων διαφορά· ὅτε δ’ εἰς λόγους συνέλθωσι καί ἑκάτερον μέρος νουνεχῶς ἀκροάσηται τά παρ’ ἑκατέρου λεγόμενα, εὑρίσκεται πολλάκις ὀλίγη ἡ τούτων διαφορά.» [13]. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐπαινεῖ ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τήν δέ τακτική του χαρακτηρίζει φάρμακον τῷ ἀῤῥωστήματι: «Τῷ δέ παρ’ ἑαυτοῦ φάρμακον ἐπάγει τῷ ἀρρωστήματι. Πῶς οὖν τοῦτο ποιεῖ; Προσκαλεσάμενος ἀμφότερα τά μέρη οὑτωσί πράως καί φιλανθρώπως, καί τόν νοῦν τῶν γραφομένων ἀκριβῶς ἐξετάσας, ἐπειδή συμφρονοῦντας εὗρε καί οὐδέν διεστῶτας κατά τόν λόγον, τά ὀνόματα συγχωρήσας, συνδεῖ τοῖς πράγμασιν».[14] Σημασία ἔχει, λοιπόν, τό ἴδιο νόημα καί τό ἴδιο φρόνημα. Π.χ. ὁ Ψαλμός 132, 1: «Ἰδού δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό» ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἅγιον Ἀθανάσιον ὡς ἑξῆς: «Οἶκος δέ ἡμῶν ἡ Ἐκκλησία καί φρόνημα εἶναι πρέπει τό αὐτό.»[15] Καί ὁ Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει: «Ἦσαν ἐπί τό αὐτό, οὔ τόπῳ, ἀλλά διαθέσει καί γνώμῃ, καί τῇ πρός ἀλλήλους ἀδιασπάστῳ ὁμονοίᾳ καί στοργῇ.»[16]  Τό φρόνημα, λοιπόν, καί ἡ αὐτή πίστις πρέπει νά διαπιστώνεται διά τοῦ διαλόγου καί τῆς ἐρεύνης καί ἄν ἀκόμη χρησιμοποιοῦνται διαφορετικές λέξεις. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος τονίζει μάλιστα, ὅτι δέν πρέπει νά καταδικάζομεν ἀκόμη καί ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέχονται μέν τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας ὡς πρός τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ, δέν δέχονται ὅμως τόν ὅρον ὁμοούσιον, ἀλλά νά τούς θεωροῦμεν ἀδελφούς.[17]

Εἶναι βέβαια γνωστόν, ὅτι μόνον ἡ χρησιμοποίηση τῶν ἴδιων λεκτικῶν διατυπώσεων δέν ἐγγυᾶται τή συμφωνία τοῦ αὐτοῦ φρονήματος καί τοῦ ἴδιου νοήματος τῶν χρησιμοποιουμένων ὅρων, ἐφ’ ὅσον γνωρίζομεν ὅτι ὑπάρχει δυνατότης διαφορετικῆς ἑρμηνείας τῶν ἴδιων ὅρων. Ἑπομένως συμβιβαστικές διατυπώσεις σέ οἰκουμενικά κείμενα δέν ἐπιφέρουν πάντα θετικά ἀποτελέσματα, ἐφ’ ὅσον ἡ κάθε πλευρά μπορεῖ μετά νά ἰσχυρίζεται, ὅτι τά κείμενα αὐτά ἐννοῦν τήν ἰδική της ἄποψη καί ἑρμηνεία.

8ον) Μέ σοβαρή ἐπιστημονική συνεργασία εἶναι βέβαια δυνατόν καί εὐκταῖο νά συζητηθοῦν καί να προετοιμασθοῦν καί λύσεις τῶν ὑπαρχόντων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων καί διαφορῶν μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τήν πραγματοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία χωρίς ἑνότητα στά κύρια τῆς πίστεως δέν εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ.[18] Καί γιά τά θέματα αὐτά θά εἶναι χρήσιμες μεταπτυχιακές ἐργασίες, ἐργασίες ἐπί πτυχίῳ, διδακτορικές διατριβές, κοινές πανεπιστημιακές ἐργασίες καί ἐκδόσεις, κοινή ἔρευνα καί ἐπεξεργασία ποικίλων διαφορῶν, κλπ.

9ον) Ὑπάρχουν Διεθνή Φόρα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν μεγάλων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, ὅπως εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἑταιρεία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Θεολογίας, ἡ Ἐπιστημονική Ἑταιρεία τῆς Εὐαγγελικῆς Θεολογίας καί τό Εὐρωπαϊκό Φόρουμ τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν.

Χρήσιμος θά εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς συνεργασίας των πρῶτον ἐντός τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν. Π.χ. μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν εῖναι εὐκταία μία ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν καί τῆς συνεργασίας αὐτῶν. Ἐπίσης διαχριστιανικῶς πολύ χρήσιμη μία ἐντατική συνεργασία μέ τή δημιουργία ἑνός θεσμικοῦ οἰκουμενικοῦ Ὀργάνου, τό ὁποῖο θά προσπαθήσει νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν. Ὅπως ὑπάρχει π.χ. τό Συμβούλιο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, νά δημιουργηθεῖ καί τό οἰκουμενικό Συμβούλιο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Θεολογικῶν Σχολῶν. Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας καί γενικώτερα τό χριστιανικό καί πνευματικό μήνυμα θά ἀκουσθεῖ καί θά ἐνεργήσει ἀποτελεσματικώτερα στήν Εὐρώπη μέ τίς ποικίλες σύγχρονες κρίσεις της, ἐάν ἐνισχυθοῦν ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές ἀρχές οἱ Θεολογικές Σχολές καί ἡ θεσμική των συγκρότηση καί συνεργασία.

10ον) Πρός τήν κατεύθυνση τῆς συνεργασίας τῶν εὐρωπαϊκῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ὑπάρχει ἤδη μιά συγκεκριμένη πρωτοβουλία καί προεργασία στό Γκράτς τῆς Αὐστρίας ἀπό τό 2000 μέ τή συνεργασία καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν. Μέχρι τώρα ἔχουν πραγματοποιηθεῖ 3 πανευρωπαϊκά συνέδρια στό Γκράτς μέ τή συμμετοχή τοῦ πρώην Μητροπολίτου Αὐστρίας Μιχαήλ, τοῦ Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ ὡς νῦν Προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας Δανιήλ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πράγας Χριστοφόρου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, Πρυτάνεως τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας καί ἀρκετῶν θεολόγων-καθηγητῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν εὐρωπαϊκῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ρωσσίας, τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας κ. ἄ. μεταξύ ἄλλων τοῦ Πέτρου Βασιλειάδη, τῆς Δήμητρας Κούκουρα, τοῦ Κωνσταντίνου Δεληκωνσταντή, τοῦ Ἀρχιμ. Γρηγορίου Παπαθωμᾶ, τοῦ Viorel Ionita ὡς Διευθυντοῦ τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκκλησίες ἐν Διαλόγῳ τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, Ivan Dimitrof κ.ἄ. Τό πρόγραμμα αὐτό ὑπάρχει μέ τό ὄνομα Grazer Prozess,[19] (www.uni-graz.at/grazerprozess)[20] τό ὁποῖο εἶχα προτείνει ἤδη ἀπό τό 1993[21] μέ ἕδρα τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Γκράτς, ὅπου ὑπάρχει καί ἕνα συντονιστικό Γραφεῖο, στό ὁποῖο προΐσταμαι. Ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Γκράτς τό ἔχει ἐνσωματώσει στά βασικά προγράμματα τῆς Σχολῆς στά πλαίσια τῆς Κοσμητείας. Ὁ δέ Κοσμήτορας Καθηγητής Dr. Hans Ferdinand Angel τό στηρίζει πλήρως. Σήμερα δέν ἔχω σκοπό νά ἀσχοληθῶ μέ τό θέμα αὐτό, ἀλλά ἁπλῶς νά τό ἀναφέρω καί ἐδῶ δημόσια καί νά τονίσω, ὅτι μιά συστηματική συνεργασία καί ἀλληλοπληροφόρηση σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο Θεολογικῶν Σχολῶν θά μπορέσει νά βοήθήσει πολύ τίς Ἐκκλησίες μας[22] καί τούς Ἱεράρχες μας γιά μιά κοινή μαρτυρία τοῦ χριστιανισμοῦ στό σύγχρονο κόσμο, ἀλλά καί γιά τή λύση πολλῶν κοινῶν οἰκουμενικῶν προβλημάτων. Εὐκταία εἶναι καί ἡ πλέον δυναμική συνεργασία καί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἑλλάδος. Θεωρῶ, ὅτι, παρά τίς ὑπάρχουσες δυσκολίες, ἡ ἐξεύρεση πόρων γιά τή συνεργασία αὐτή εἶναι ἐπένδυση γιά τό μέλλον.

11ον) Τό θεσμικό αὐτό ὄργανο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Θεολογικῶν Σχολῶν θά μποροῦσε νά ἐξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς μέ διάφορους καί ποικίλλους τρόπους. Ἡ χρησιμοποίηση ἡλεκτρονικής ἱστοσελίδας τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου θά μποροῦσε νά ἔχει καί μία ἡλεκτρονική τράπεζα πληροφοριῶν. Π. χ. τίς διευθύνσεις ὅλων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τά ἐκπαιδευτικά των προγράμματα, τίς διάφορες ἐξειδικεύσεις των, τά θέματα τῶν ἐπεξεργαζομένων ἐπιστημονικῶν ἐργασιῶν, διπλωματικῶν καί διδακτορικῶν διατριβῶν καί ἄλλων. Ἡ ἱστοσελίδα στό Γκράτς εὑρίσκεται σέ ἐξέλιξη.

12ον ) Προώθηση καί νέες πρωτοβουλίες θεσμικῆς ἀδελφοποιήσεως Θεολογικῶν Σχολῶν θά φέρει ἐπίσης θετικά ἀποτελέσματα. Μεταξύ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τοῦ Γκράτς καί τοῦ Σιμπίου Ρουμανίας ὑπάρχει ἤδη ἀπό ἐτῶν θεσμική συνεργασία. Φοιτητές καί καθηγητές ἀπό τό Γκράτς ἔχουν φοιτήσει στήν Ρουμανία καί στή Θεσσαλονίκη, καθώς ἐπίσης καί ὀρθόδοξοι ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία ἔχουν σπουδάσει στό Γκράτς μέ τούς ἀντίστοιχους τίτλους σπουδῶν. Τέλος πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὅτι τήν 18η Ἰουνίου 2004 ἀναγορεύθηκε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Διδάκτωρ τιμῆς ἕνεκεν στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γκράτς κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί τῆς Συγκλήτου τοῦ Πανεπιστημίου.[23]

13ον ) Ἡ ἐντατική συνεργασία τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν δέν εἶναι κάτι τό νέον. Ἤδη τό 1920 τήν εἶχε προτείνει καί ἡ πρωτοποριακή Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ τήν ὁποία πρότεινε, μεταξύ ἄλλων. τήν: Ἀνταλλαγή καθηγητῶν καί φοιτητῶν, κοινές ἐπιστημονικές δραστηριότητες, συνέδρια, ἀνταλλαγή ἐκδόσεων κλπ. Βεβαίως πολλά ἀπ’ αὐτά ἤδη πραγματοποιοῦνται, μάλιστα καί μέ μονίμους ἤ προσωρινούς διορισμούς καθηγητῶν ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, ὅπως π.χ. ἐδίδαξα ἐγώ προσωπικῶς ὀρθόδοξη Θεολογία μεταξύ ἄλλων Σχολῶν στήν Καθολική Θεολογική Σχολή τῆς Βιέννης πέντε χρόνια (1970-1975), στήν Καθολική Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς πάνω ἀπό 40 χρόνια, καθώς ἐπίσης καί στήν Παπική Θεολογική Σχολή τοῦ Λίντς Αὐστρίας (1983-1984).

Χαίρομαι, διότι ἔχομε ἐπιτύχει καί ἐξελίσσεται ἤδη, μεταξύ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τοῦ Γκράτς καί τῆς Θεσσαλονίκης μία ἀξιόλογη συνεργασία, π.χ. καί μέ τό πρόγραμμα Erasmus.

Συστηματικώτερη, ὅμως, καί συχνότερη πραγματοποίηση τῆς δυνατότητος αὐτῆς ἀμοιβαία ἀπό περισσότερες Θεολογικές Σχολές τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν θά ἦτο ἀσφαλῶς πολύ χρήσιμο καί ἐποικοδομητικό. Σέ σχέση μέ τίς δραστηριότητες αὐτές πρέπει βέβαια νά ἐξετασθεῖ καί ἡ δυνατότητα ἀξιοποιήσεως τῆς συνεργασίας αὐτῆς μέ τήν ἀνταλλαγή καθηγητῶν καί φοιτητῶν γιά τήν πορεία τῶν σπουδῶν τῶν φοιτητῶν μέ ἀμοιβαία ἀναγνώριση τοῦ χρόνου, τῶν μαθημάτων καί τῶν ἐξετάσεων σέ αὐτά, τόσον στίς βασικές σπουδές ὅσον καί στά μεταπτυχιακά καί διδακτορικά των προγράμματα.

Τήν οἰκουμενική συνεργασία τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στήν «ἐκπαίδευση, στήν μετεκπαίδευση καί στήν ἔρευνα» ἔχει συστήσει καί ἡ Charta Oecumenica (ΙΙ,3), τήν ὁποία δημοσιοποίησαν οἱ Εὐρωπαϊκές Ἐκκλησίες (ΚΕΚ καί CCEE) στό Στρασβοῦργο τήν 24η Ἀπριλίου 2001.

Γιά τή συνεργασία αὐτή τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Ἐκκλησιῶν μας σέ πανευρωπαϊκό ἐπίπεδο ἐτόνισε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν πανηγυρική του ὁμιλία τήν 19ην Ἰουλίου 2009 στή Λυών μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς πεντηκονταετίας ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν τά ἑξῆς: «Αἱ Θεολογικαί Σχολαί ἡμῶν ὀφείλουν ὡσαύτως, ὅπως ἀναλάβουν τάς εὐθύνας αὐτῶν καί εἰς τά διδακτικά προγράμματα αὐτῶν, ὅπως πληροφορήσουν καί κατατοπίσουν καταλλήλως τούς φοιτητάς τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, τούς ταγούς τῶν Ἐκκλησιῶν καί συνεργάτας ἡμῶν τῆς αὔριον καί ὅπως μεταφέρουν εἰς αὐτούς τό πνεῦμα τῆς καταλλαγῆς καί τῆς τεκμηριωμένης οἰκουμενικῆς ἀναγκαιότητος. Ἐπιπροσθέτως ἐλπίζομεν καί συνιστῶμεν εἰς τούς ἁρμοδίους ἐπιστήμονας καί καθηγητάς τῶν Θεολογικῶν ἡμῶν Σχολῶν, ὅπως ἀπό κοινοῦ ἐπεξεργαζόμενοι ποικιλλοτρόπως καί μετά ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας τά ὑπάρχοντα προβλήματα τά παρακωλύοντα εἰσέτι τήν πραγμάτωσιν τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, εὕρωσιν τάς καταλλήλους λύσεις καί ἐπιταγχυνθῇ, ὁσον εἶναι δυνατόν, ἡ ἄφιξις ἡμῶν εἰς τό ἐπιποθούμενον τέρμα τῆς κοινωνίας. Πρός ἀρτιωτέραν δέ καί τελεσφόρον ἀπόδοσιν τῶν θεολογικῶν δυνάμεων πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης θεωροῦμεν χρήσιμον καί ἀναγκαῖον, ὅπως αἱ Θεολογικαί ἡμῶν Σχολαί, ἐν συνεννοήσει μετά τῶν ἁρμοδίων ὑπηρεσιῶν τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ἐξεύρωσιν κατάλληλον τρόπον πρός ἐντατικωτέραν καί δομικἠν συνεργασίαν μεταξύ αὐτῶν, ἱδρύουσαι ἴσως καί κατάλληλον πρός τοῦτο συντονιστικόν εὐρωπαϊκόν ὄργανον. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἡμῶν ἀνέκαθεν τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τῆς συνεργασίας τῶν Θεολογικῶν ἡμῶν Σχολῶν (Ἐγκύκλιος τοῦ 1920) καί ἐπικροτεῖ τάς σχετικάς δεσμεύσεις τῆς Charta Oecumenica (II,3). Ὅθεν χαιρετίζομεν καί ἐπικροτοῦμεν ἀναλόγους πρωτοβουλίας καί προεργασίας πρός τοῦτο[24] καί ἐκτιμῶμεν δεόντως τἠν θεολογικήν προσφοράν τοῦ Συμβουλίου ἡμῶν καί τἠν συνεργασίαν αὐτοῦ πρός προώθησιν τῶν προγραμμάτων διά τήν βελτίωσιν τῆς συνεργασίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης.»

14ον) Ἡ συνεργασία μέ τίς διάφορες Θεολογικές Σχολές τῶν μή Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν δέν πρέπει νά παραμένει μόνον στά στενά ἀκαδημαϊκά ἐπιστημονικά πλαίσια, ἀλλά νά ἐπεκτείνεται καί στή συνάντηση τῶν Σχολῶν, Καθηγητῶν καί φοιτητῶν καί φοιτητριῶν μέ τίς ἐκκλησιαστικές ζωντανές πραγματικότητες στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες ἑκατέρωθεν, νά καλλιεργηθεῖ δηλαδή καί τό ἐκκλησιαστικόν πνεῦμα. Οἱ ἐκκλησιαστικές ἐμπειρίες στίς κατά τόπους ἐνορίες καί Μητροπόλεις μέ ἐπισκέψεις ἱ. Ναῶν καί Μονῶν καί συναντήσεις μέ ἱερεῖς καί μοναχούς καί ἐπισκόπους εἶναι πολύ σημαντικές καί ἀναντικατάστατες, ὅταν μάλιστα ἐπικρατεῖ τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς φιλοξενίας καί τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, διότι ἡ ἐπιστημονική, ἀκαδημαϊκή Θεολογία ζεῖ καί ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος καί ὄχι αὐτονομημένη ἐκτός αὐτῆς. Βέβαια αὐτό δέν σημαίνει καί τόν περιορισμό ἤ τήν ὑποβάθμιση τῆς θεολογικῆς ἔρευνας ἐν ἐκκλησιαστικῇ ἐλευθερίᾳ.

Ἐδῶ θά ἀναφερθῶ μόνον παραδειγματικά στίς προσωπικές μου πλουσιώτατες ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες ἀπέκτησα ἀπό τίς πολλαπλές ἐπισκέψεις τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς, τίς ὁποῖες διοργάνωσα στίς Ὀρθόδοξες Θεολογικές Σχολές, μεταξύ ἄλλων καί στή Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά καί στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης, ἀπό ὅπου ἐπραγματοποιοῦντο καί ἄριστες ἐπισκέψεις καί συναντήσεις στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στά Μοναστήρια της καί στίς Μητροπόλεις της καί εἴχαμε ἐγκάρδιες συναντήσεις μέ τόν λαό καί τούς Μητροπολίτες τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Γιά τίς πλούσιες ἐμπειρίες αὐτές εἶμαι εὐγνώμων.

Ἀνεξίτηλα εἶναι ὅμως χαραγμένη στήν μνήμη μου καί στήν καρδιά μου μία πνευματική ἐμπειρία καί μία συγκίνηση, τήν ὁποίαν ἐκέρδισα καί ἐβίωσα κατά τήν ἐπίσκεψη τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Γκράτς στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Εὐγένιο στίς ἀρχές Ὀκτωβρίου τοῦ 1971. Ὅλοι, καθηγητές καί φοιτητές, ἐντυπωσιαστήκαμε μέ τό μεγαλοπρεπές παράστημά του, μέ τήν ἐγκαρδιότητά του καί μέ τή φιλοξενία του. Ὅμως μᾶς ἐξέπληξε καί κάτι τό μή ἀναμενόμενο, παράδειγμα πρός μίμηση, τό ὁποῖον ἀπεκάλυψε καί ἐπιβεβαίωσε τό ὄντως γνήσιο ὀρθόδοξο πνεῦμα καί ἦθος: Παρευρεθήκαμε στόν ἑσπερινό στήν ἱ. Μονή τοῦ Ἐπανωσήφη καί ξαφνικά ἀκούω τούς μοναχούς νά ψάλλουν τό «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν, καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας, καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν…» καί «Γλώσσαις ἀλλογενῶν, ἐκαινούργησας Χριστὲ τοὺς σοὺς Μαθητάς, ἵνα δι’ αὐτῶν σε κηρύξωσι…» καί τό θαυμάσιο ἐκεῖνο καί περιεκτικώτατο «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμοούσιε καὶ Ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι.» Ἡ πνευματική αὐτή πανδαισία διέρρηξε ξαφνικά δεσμά καί φραγμούς: τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ τά πάντα, αἰσιοδοξία, θάρρος, δύναμη, καρτερία καί ἐπιμονή στήν πορεία τοῦ διαλόγου καί τῆς καταλλαγῆς, παρά πᾶσαν κατ’ ἄνθρωπον μικρότητα καί μικροψυχίαν «τῶν ζηλωτῶν οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», κατά τόν χαρακτηρισμόν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.[25] Μετά τόν ἑσπερινό ρώτησα τόν Ἀρχιεπίσκοπο: Σεβασμιώτατε σήμερα, ἀρχές Ὀκτωβρίου, γιατί ὁ Ἐσπερινός τῆς Πεντηκοστῆς; Καί ὁ μεγαλεπίβολος ἐκεῖνος Ἀρχιεπίσκοπος μέ ἕνα χαμόγελο πλῆρες ἀγάπης καί καλωσύνης μοῦ ἀπήντησε: Μά ἀγαπητέ μου Γρηγόριε, δέν εἶναι ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὅτι μᾶς ἐπισκέπτεται γιά πρώτη φορά μιά ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή;

Σᾶς εὐχαριστῶ.


[1] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Συμπροσευχή μεταξύ ὀρθοδόξων καί μή ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Ἡ πορεία πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες σήμερον, in: Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Βλασίου Φειδᾶ, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογική παράδοση, Thessaloniki 2011, 9-87.
[2] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S. Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura Pateres 2009, 197. Τό ἴδιον μέ ἀσημάντους διαφοράς καί Λίβελλος ὅν ἔδωκεν τῷ βασιλεῖ Ρωμαίων καί τῷ Πάπᾳ Λατίνων ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, προτρεπτικός εἰς ἕνωσιν, ἐλέγχων τήν καταφροσύνην τῶν Δυτικῶν καί μάλιστα τά ἐλαττώματα τῶν ἀζύμων, ἐν: Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἐπισκόπου Οἰνόης Ματθαίου Λαγγή, ἔκδ. 5η , τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1994,
[3] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999.
[4] Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, 28. Ἐκδ. ὑπό V. Laurent, Les „memoires“ du Grand Ecclesiastique de l’ Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), Vol. IX (Concilium Florentinum documenta et Scriptores- Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum, Series B), Romα 1971, 262ἑξ.
[5] Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, VI, 27, 326.
[6] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί άκαταλήπτου, ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου, πρός ἀνομοίους, λόγ. 1, 6, PG 48, 708. Πρβλ. καί Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Διαλόγῳ μετά τῶν ἑτεροδόξων, Ἀθῆναι 1975, 12 ἑξ.
[7] Πρβλ. Γεωργίου Τσέτση, Το μετέωρο βήμα της Ορθοδοξίας, ἐν: Ἐπιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, τόμος Ζ’, 2010.
[8] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος, 198, καί ἐν: Ὁ Μέγας Συναξαριστής, ὅπ. παρ., 629.
[9] Grigorios Larentzakis, Ökumenische Theologie, in: Der Glaube der Christen. Ein ökumenisches Wörterbuch, Band 2, hg. E. Biser/F. Hahn/M. Langer, München 1999, 352-353.
[10] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 41, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, 8, PG 36, 440Β.
[11] Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Konziliarität und Kirchengemeinschaft. Papst Paul VI. und die Konzilien der römisch-katholischen Kirche. Zukunftsüberlegungen, in: Reinhard Meßner/Rudolf Pranzl (Hg.) Haec sacrosancta synodus. Konzils- und kirchengeschichtliche Beiträge, Verlag Friedrich Pustet Regensburg 2006, 285-316.
[12] Πρβλ. τό ἐπίσημο κείμενο «Γραφή καί Παράδοσις», τό ὁποῖον ὑπογράφηκε στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης τό 1987. Πρβλ. καί Michael Staikos, Früherer Metrop. von Austria, Sola scriptura sine traditione? Aktuelle Perspektiven über ”Schrift und Tradition” im Ökumenischen Dialog insbesondere zwischen der Orthodoxie und dem Lutherischen Weltbund, in: Kirche: Lernfähig in die Zukunft? Festschrift für Johannes Dantine zum 60. Geburtstag, hg. v. M. Bünker und Th. Krobath, Innsbruck Wien 1998, 49f.
[13] Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, 28. Ἐκδ. ὑπό V. Laurent, Les „memoires“ du Grand Ecclesiastique de l’ Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), Vol. IX (Concilium Florentinum documenta et Scriptores- Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum, Series B), Romα 1971, 282.
[14] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 21, Εἰς τον μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, 35, PG 35, 1125AB.
[15] Ἀθανασίου, Πρός Ἀντιοχ. 1, PG 26, 797Α, ΒΕΠ, 31,124. Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Einheit der Menschheit – Einheit der Kirche bei Athanasius. Vor- und nachchristliche Soteriologie und Ekklesiologie bei Athanasius v. Alexandrien. 2. korrigierte Auflage, Graz 1981, 249ἑξ..
[16] Θεοφυλάκτου, Ἑρμην. Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, 2, PG 125, 557Α.
[17] Ἀθανασίου, Περί Συνόδων 41, 1, Opitz II, 266. ΒΕΠ 31, 326ἑξ.: «… πρός δέ τούς ἀποδεχομένους τά μέν ἄλλα πάντα τῶν ἐν Νικαίᾳ γραφέντων, περί δέ μόνον τό ὁμοούσιον ἀμφιβάλλοντας χρή μή ὡς πρός ἐχθρούς διακεῖσθαι. Καί γάρ καί ἡμεῖς οὐχ ὡς πρός Ἀρειομανίτας οὐδ’ ὡς μαχομένους πρός τούς πατέρας ἐνιστάμεθα, ἀλλ’ ἀδελφοί πρός ἀδελφούς διαλεγόμεθα τήν αὐτήν μέν ἡμῖν διάνοιαν ἔχοντες, περί μέν τό ὄνομα μόνον διστάζοντας.». Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Einheit der Menschheit – Einheit der Kirche bei Athanasius. 277.
[18] Πρβλ. καί Charta Oecumenica II,6: „Ohne Einheit im Glauben gibt es keine volle Kirchengemeinschaft. Zum Dialog gibt es keine Alternative.“
[19] Florian Tuder, Der Grazer Prozess als Chance ökumenischer Bildung, in: Lernen für das Leben Perspektiven ökumenischen Lernens und ökumenischer Bildung, Hg. v. Sören Asmus, Patrik Mähling, Simon Paschen u.a. Beiheft zur Ökum. Rundschau Nr.88, Frankfurt am M. 2010, 135-150.
[20] Πρβλ. καί Ökumenisches Forum 25 (2002)201-304.
[21] Grigorios Larentzakis, Konferenz Europäischer Theologischer Fakultäten und Hochschulen. Eine ökumenische Vision, in: Ph. Harnoncourt, M. Liebmann, Theologien in Dialog, Grazer Theologische Studien 17, Graz 1994, 29.
[22] Καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐκφράσθηκε πολύ θετικά γιά τήν πρωτοβουλία αὐτή στό Γκράτς τήν 18η Ἰουνίου 2004. Πρβλ. Festrede Seiner Heiligkeit des Ökumenischen Patriarchen Bartholomaios I. in: Ökumenisches Forum 26/27(2003/2004): „Daher begrüßen wir auch sehr den ‚Grazer Prozess‘ für die Förderung der strukturellen ökumenischen Zusammenarbeit aller Theologischen Fakultäten Europas. Diese Initiative Ihrer Fakultät in Zusammenarbeit mit der Konferenz Europäischer Kirchen wirft den Blick in die Zukunft“.
[23] Πρβλ. Ökumenisches Forum 26/27(2003/2004)7-38.
[24] Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαιος ἐννοεῖ ἐδῶ τήν πρωτοβουλία τοῦ Γκράτς, τήν ὁποία ἐπικρότησε καί στήν ὁμιλία του κατά τήν ἀναγόρευσή του εἰς ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς τήν 18η Ἰουνίου 2004 (Ökumenisches Forum 26/27(2003/2004)

[25] Πρβλ. Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί ἡ στάσις του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, ἐν: Διάλογος 31 (2003) 7.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.