Μια απολύτως επιτυχημένη εκδήλωση του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ για σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα που υλοποιήθηκε με τη συνεργασία καθηγητών και φοιτητών

Εδώ και καιρό κυκλοφορούσε στους διαδρόμους της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. η επιθυμία να διοργανωθεί ένα συνέδριο ή μια εκδήλωση μεταξύ καθηγητών και φοιτητών θεολογίας όπου θα μπορούσαν να συζητηθούν μερικά από τα σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα αναλυτικά. Η επιθυμία αυτή υλοποιήθηκε τελικά με τη μορφή μιας επιστημονικής διημερίδας, η οποία έλαβε χώρα στο Β΄ αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. με διοργανωτές το Τμήμα Θεολογίας και το Σύλλογο των Προπτυχιακών Φοιτητών του. Η επιστημονική διημερίδα άρχισε το πρωί της Δευτέρας (21 Μαρτίου) με τον χαιρετισμό του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., καθηγητή, Μιχαήλ Τρίτο, ο οποίος συνεχάρη το Σύλλογο των Προπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Θεολογίας για την ιδέα και την υλοποίηση μιας τόσο σημαντικής διημερίδας. Ας σημειωθεί ότι ο κ. Κοσμήτορας τόνισε στο χαιρετισμό του ως σπουδαιότερη την ανάγκη της σύνδεσης της θεολογίας με την Εκκλησία.

Ήδη από την πρώτη συνεδρία της πρώτης ημέρας υπό την προεδρία του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητή Δημήτριου Καϊμάκη το αμφιθέατρο ήταν κατάμεστο από φοιτητές, καθηγητές, κληρικούς και μοναχούς. Πρώτος εισηγητής είχε καθοριστεί ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Γεώργιος Μαρτζέλος και το θέμα της εισήγησης του ήταν «Η Ιδεολογική και Εκκλησιαστική Διάσταση της Ορθοδοξίας: Η Επικαιρότητα μιας Παραδοσιακής Διάκρισης». Με αρκετές αναφορές στον Δαμασκηνό, σε εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων αλλά και σε σύγχρονους ορθόδοξους δογματολόγους ο κ. Μαρτζέλος σημείωσε ότι το κριτήριο για να χαρακτηριστεί μία θρησκευτική ομάδα ως αίρεση είναι το αν αποδέχεται αυτή την οικουμενική διδασκαλία της Εκκλησίας. Παρατηρείται δηλαδή ένας εκκλησιολογικός και όχι ιδεολογικός χαρακτήρας. Ο Δαμασκηνός ειπώθηκε ότι δεν αποκαλεί πουθενά τους αιρετικούς σχισματικούς αλλά σχηματικούς. Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι η φράση με την οποία ο κ. Μαρτζέλος έκλεισε την εισήγηση λέγοντας ότι δεν υπάρχει ορθοδοξία έξω ή και πάνω από την Εκκλησία.

Στη συνέχεα ακολούθησε η εισήγηση του αναπλ. καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Φώτιου Ιωαννίδη με θέμα «Η Ενότητα της Εκκλησίας ως Ζητούμενο». Πολύ γρήγορα επισημάνθηκε από τον εισηγητή ότι η ενότητα και η διαίρεση της Εκκλησίας υφίσταται ως πρόβλημα αμέσως μετά την ίδρυσή της. Με αναφορές στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο και στην Α΄ Κορινθίους σχετικά με τα ζητήματα της αγάπης και της ενότητας ο κ. Ιωαννίδης μίλησε για θεολογία της ενότητας, η οποία καλείται να γίνει πράξη και ζωή μέσα στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας, ώστε να μιλάμε περί μιας ιστορίας της ενότητας, τονίζοντας ότι η ενότητα δεν είναι αντικείμενο το οποίο μπορεί να εξετάζεται θεωρητικά. Αφορμή για τη διαίρεση αποτελεί η παρουσία διαφορετικών ομάδων εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ενότητας αναφέρθηκε ο τρόπος εορτασμού του Πάσχα στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ.  Ιδιαίτερα αποκαλυπτική, όπως διαφάνηκε, είναι η διαίρεση της χριστιανοσύνης μέσα από δύο παραδείγματα. Οι χριστιανοί στην Ινδία αποτελούν σήμερα περίπου το 2,3% του πληθυσμού της, δηλ. περί τα 24.000.000 από το σύνολο του ενός και πλέον δισεκατομμυρίου των κατοίκων της. Οι χριστιανικές ομολογίες υπερβαίνουν τις 54. Στην Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου ο χριστιανισμός αγγίζει το 98% του πληθυσμού, υπάρχουν πάνω από 45 χριστιανικές ομολογίες.

Η επόμενη εισήγηση του καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Πέτρου Βασιλειάδη με θέμα «Διαθρησκειακές Συναντήσεις και Οικολογικός Προβληματισμός» φανέρωσε ότι η πεμπτουσία της χριστιανικής ιεραποστολής είναι η επιδίωξη της καταλλαγής. Από την δεκαετία του ’70, όπως ειπώθηκε, η χριστιανική κοινότητα, στρέφεται προς το αγωνιώδες ερώτημα αν είναι εφικτή μια αναστροφή της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων με τη συνδρομή της συσσωρευμένης σοφίας των θρησκευτικών και ηθικών πνευματικών παραδόσεων. Η οικολογική κρίση, που όλο και περισσότερο δείχνει ανάγλυφα το εφιαλτικό της πρόσωπο, έχει πειστικά αποδείξει πως η περίφημη Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πολύ ορθά υιοθέτησε η παγκόσμια κοινότητα, είναι απελπιστικά ελλιπής αν δεν συνοδευτεί και από μια παράλληλη Διακήρυξη των ανθρωπίνων ευθυνών. Ο κ. Βασιλειάδης χρησιμοποίησε το κείμενο της διακήρυξης των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του 2008 (6η παράγραφος) το οποίο σημείωνε ότι οι χριστιανοί μαζί με τους άλλους θρησκευόμενους ή μη συμμερίζονται την κρίση του κόσμου και του φυσικού περιβάλλοντος, εφόσον ο φυσικός πλούτος της γης δεν είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου αλλά δημιουργία του Θεού, προκειμένου να αναδειχτεί το θεολογικό υπόβαθρο του οικολογικού προβλήματος. Από τη δεκαετία του ’90 (εποχή της ανόδου στον οικουμενικό θρόνο του πατριάρχη Βαρθολομαίου) και μέχρι σήμερα η συντεταγμένη Ορθοδοξία επικεντρώνει την προσοχή της στον διαθρησκειακό διάλογο και την περιβαλλοντική ευαισθησία. Σήμερα πλέον αναγνωρίζεται ότι η επιστήμη και η θρησκεία είναι εξίσου υπεύθυνες για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, και για τον λόγο αυτό οφείλουν αμφότερες να επαναπροσδιορίσουν την στάση τους αναφορικά με την ακεραιότητα της κτιστής δημιουργίας του Θεού.

Στην ίδια θεματική εντάσσεται και η εισήγηση που ακολούθησε αμέσως μετά από τον καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Ανέστη Κεσελόπουλου με θέμα «Η Οικολογική Κρίση ως Πνευματική». Το πρόβλημα με το φυσικό περιβάλλον είναι και πνευματικό σημείωσε ο εισηγητής. Η νηστεία για παράδειγμα καταλαμβάνει χρονικά τις περισσότερες ημέρες του έτους. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα περισσότερα απ’ όλα τα όντα να μετέχει στη δημιουργία. Σήμερα επιστήμες όπως η φυσική και η χημεία επιβεβαιώνουν αυτή τη συγγένεια του ανθρώπου με την υπόλοιπη δημιουργία. Ο κ. Κεσελόπουλος έθιξε μια σειρά από σύγχρονα προβλήματα σχετικά με το περιβάλλον. Το χειρότερο όλων είπε είναι να αποξενωθεί ο άνθρωπος από το Θεό. Ως λύση προτάθηκε η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας του ανθρώπου, κάτι που στην εκκλησιαστική γλώσσα καλείται μετάνοια. Το πρόβλημα είναι ότι από τη μία η ανθρωπότητα λαμβάνει μέτρα για το περιβάλλον και από την άλλη στρουθοκαμηλίζει. Συνεπώς ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως ενάρετος η φαύλος ανάλογα με τη στάση του προς το περιβάλλον.  Στο σημείο αυτό δεν ακολούθησε συζήτηση αλλά έγινε ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα σύμφωνα με το πρόγραμμα.

Μετά το διάλειμμα η δεύτερη συνεδρία άρχισε υπό την προεδρία του καθηγητή, Γεωργίου Μαρτζέλου. Ο αναπλ. καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Παναγιώτης  Σκαλτσής, εισηγήθηκε το θέμα «Η Θεία Λειτουργία: Το Δώρο του Θεού στην Ανθρωπότητα». Αναφερόμενος στη θέση του Μάξιμου ότι η θεία λειτουργία είναι το μυστήριο των εσχάτων ο κ. Σκαλτσής σημείωσε ότι αυτή δεν είναι παρά προέκταση της ενανθρώπισης. Στη λειτουργία της Εκκλησίας μαθαίνουμε να ζούμε σε δύο πραγματικότητες, τη θεία και την κτιστή. Ως χαρακτηριστικότερη παρουσιάστηκε η επισήμανση του Συμεών Θεσσαλονίκης ότι η εικόνα του Αμνού στο κέντρο του δισκαρίου με τις μερίδες των αγγέλων και των αγίων γύρω του παραπέμπει στην ενότητα της Εκκλησίας. Για το Χρυσόστομο η θεία λειτουργία είναι της ειρήνης το μυστήριο. Ο κ. Σκαλτσής έδειξε ότι όλα ξεκινούν από μέσα μας, τη λειτουργία πριν τη λειτουργία. Αναφέρθηκε επίσης ότι το αίτημα ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου έχει οικουμενικό χαρακτήρα, ενώ η θεία λειτουργία αρχίζει και τελειώνει με αναστάσιμο χαρακτήρα.

Στη συνέχεια ο π. Αθανάσιος Γκίκας, αναπλ. καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ εισηγήθηκε το θέμα «Η Εξωτερική Αμφίεση των Κληρικών».  Με μια ιστορική αναδρομή η εισήγηση του πατρός Αθανασίου φανέρωσε ότι αρχικά η Εκκλησία δεν έδωσε σημασία στην εξωτερική εμφάνιση των πιστών γενικότερα και των κληρικών ειδικότερα. Γραπτές μαρτυρίες και απεικονίσεις των πρώτων αιώνων βεβαιώνουν ότι λαϊκοί και κληρικοί δεν είχαν διαφορετική αμφίεση από τους ανθρώπους της εποχής τους. Το ίδιο ισχύει και για την κόμη τους. Αργότερα η Εκκλησία θέλησε να προσομοιώσει τον κλήρο με τον μοναχισμό για να μην έχει τίποτα κοσμικό (πρώτη τάση) και να εξυψώσει τον κλήρο διακρίνοντάς τον από το λαό σε συμφωνία με τη βασιλική αυλή (δεύτερη τάση). Ο κανόνας όμως ήταν η αποφυγή της πολυτέλειας (ακροτήτων). Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η αμφίεση των κληρικών εκτός λατρείας αποτελούνταν από το ζωστικό, το ράσο και το καλιμαύκι. Στο νεοελληνικό κράτος με εγκυκλίους που εκδόθηκαν οριζόταν τι δεν πρέπει να φοράνε οι κληρικοί και το 1931 με βασιλικό διάταγμα ρυθμίστηκαν πλέον οι λεπτομέρειες της αμφίεσης των κληρικών. Το όλο ζήτημα συζητήθηκε αναλυτικά από τον π. Αθανάσιο στους τρεις κυριότερους σταθμούς του (αρχαία εκκλησία, Βυζάντιο, νεοελληνικό κράτος).

Ο λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Χρήστος Τσιρώνης ακολούθησε αμέσως μετά με το θέμα «Παγκοσμιοποίηση: Εννοιολογική Αμφισημία και Κοινωνική Αμφιταλάντευση. Οι Κοινωνικές Προκλήσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία». Η εισήγηση του παραπάνω θέματος έθεσε αμέσως στο ακροατήριο μια σειρά από σύγχρονα ερωτήματα για την παγκοσμιοποίηση. Ο κ. Τσιρώνης είπε ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ως μιας δυναμικής διαδικασίας ενεργοποιήθηκε μια σειρά από καινοφανείς και αλληλοεπικαλυπτόμενες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Στο ευρύτερο πεδίο του σύγχρονου κόσμου αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές και προκλήσεις επικοινωνίας και εντατικοποιήθηκαν επιμέρους κοινωνικά προβλήματα. Από την εισήγηση φανερώθηκε ότι αναδύονται λοιπόν συνεχή και θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, ζητήματα που από τη φύση τους αποτελούν επίσης προκλήσεις για την Εκκλησία. Αυτή είναι ίσως η πρώτη κοινωνική πρόκληση που θα πρέπει να αποτελέσει απαρχή εμβριθούς και ειλικρινούς στοχασμού στο πλαίσιο του θεολογικού λόγου: Ζητήματα που κοχλάζουν στην κοινωνική πραγματικότητα και ακόμη περισσότερο ζητήματα με τα οποία η κοινωνία υφίσταται ποικιλότροπη ζύμωση δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει κατά τον κ. Τσιρώνη να αποκλείονται από το θεολογικό στοχασμό. Η ανάλυσή του επικεντρώθηκε σε τέσσερις βασικές προκλήσεις που ο θεολογικός στοχασμός καλείται να απαντήσει στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών: α) η καλλιέργεια ενός περιεκτικού και συμμετοχικού οράματος για την ανθρωπότητα σε μια εποχή σοβαρών κοινωνικών αναταράξεων β) η ενίσχυση των ευεργετικών πτυχών που πιθανώς προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ της τοπικής πραγματικότητας και της οικουμενικής προοπτικής, γ)  η συνηγορία της καταλλαγής και της ειρήνης και δ) η ενίσχυση και καλλιέργεια προτάσεων και πρωτοβουλιών που προστατεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη βασική αρχή ότι τα κοινά προβλήματα απαιτούν την κοινή συμμετοχή των ενδιαφερομένων και ότι απαιτείται εκ νέου αξιολόγηση των δεδομένων του σύγχρονου κόσμου από τους χριστιανούς

Ο π. Βασίλειος Θερμός, θεολόγος και ψυχοθεραπευτής, εκλεγμένος επίκ. καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών εισηγήθηκε το θέμα «Η Ξεχασμένη Ιερότητα της Εκκλησίας και τα Τεχνητά Ιερά Υποκατάστατα». Στην εισήγηση επιχειρήθηκε να περιγραφεί πως χάθηκε η αμεσότητα και φυσικότητα της εκκλησιαστικής κοινότητας και του ανθρώπινου προσώπου. Οδηγηθήκαμε δηλαδή σε μία κρίση της ταυτότητας της Εκκλησίας. Αυτό είχε τελικά ως αποτέλεσμα την αναζήτηση μιας τεχνητής έξωθεν «ιερότητας» μέσω της διαμεσολάβησης διαφόρων τεχνητών υποκατάστατων. Ενδεικτικό ήταν το παράδειγμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον π. Βασίλειο ότι όλα στην Εκκλησία θεωρούνται σημαντικά όταν αναφέρονται στο Βυζάντιο και την εποχή του, ενώ δεν υπάρχει καμία μεγαλοπρέπεια στη λατρεία. Η τάση αυτή οδήγησε στην ιδρυματοποίηση και μουσειοποίηση της Εκκλησίας. Ο π. Βασίλειος εξέτασε ιδιαίτερα την λατρευτική πλευρά του ζητήματος, αφού η λατρεία επηρεάζεται από την εκκλησιολογία και την επηρεάζει. Βυζάντιο, τουρκοκρατία κα ελεύθερος ελληνικός βίος εξακολουθούν να επηρεάζουν τη λατρεία μέσα από αρνητικά στοιχεία. Για όλα τα παραπάνω αναφέρθηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία είναι γνωστά σε όλους τους χριστιανούς σήμερα (π.χ. μύηση, ιερό, τέμπλο, λειτουργική γλώσσα). Σε αυτό το σημείο ακολούθησε η προγραμματισμένη συζήτηση και αμέσως μετά η μεσημβρινή διακοπή.

Η απογευματινή και τρίτη κατά σειρά συνεδρία της διημερίδας άρχισε το απόγευμα της Δευτέρας υπό την προεδρία του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη με την εισήγηση του εκλεγμένου επίκ. καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Ηλία Ευαγγέλου με θέμα «Σλαβική Ορθοδοξία: Προβλήματα και Προοπτικές στον 21ο  αιώνα». Με την παραπάνω εισήγηση μεταφερθήκαμε στο χώρο των σλαβικών εκκλησιών και στα δικά τους σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα. Ο κ. Ευαγγέλου επιχείρησε μια επιγραμματική και στο μέτρο του δυνατού σφαιρική και ολοκληρωμένη παρουσίαση των προβλημάτων, των προκλήσεων αλλά και των προοπτικών που αντιμετωπίζει σήμερα η σλαβόφωνη Ορθοδοξία, καθώς ύστερα από μια μακρά περίοδο απομόνωσης κατά το πρόσφατο παρελθόν έρχεται αντιμέτωπη με τον μετανεωτερικό κόσμο του 21ου αιώνα. Ειδικότερα παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν οι περιπτώσεις της Ρωσικής, της Βουλγαρικής και της Σερβικής Εκκλησίας, καθώς και η περίπτωση της Εκκλησίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα σύγχρονα προβλήματα των εκκλησιών αυτών. Για τη ρωσική Εκκλησία παραμένουν ανοικτά τα ζητήματα των Εκκλησιών της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Εσθονίας. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Εκκλησία της Βουλγαρίας είναι η αποκατάσταση των παραδοσιακών δεσμών με την κοινωνία, ενώ η μεγαλύτερη πρόκληση για τη σερβική Εκκλησία είναι να βοηθήσει το λαό της να ξεπεράσει τα προβλήματα του πολέμου.

Με τις επόμενες δύο εισηγήσεις περάσαμε στις σύγχρονες σχέσεις των χριστιανών και των μουσουλμάνων κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Η εκλεγμένη επίκ. καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Αγγελική Ζιάκα, εισηγήθηκε το θέμα «Εκκλησία και Μετανάστευση: Μουσουλμάνοι Μετανάστες και Πνευματικές Προκλήσεις». Με αφορμή τα όσα είναι γνωστά στον ελληνικό χώρο σχετικά με τους μετανάστες και την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα, η κα. Ζιάκα αναφέρθηκε στο πρόγραμμα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών σχετικά με τη χαρτογράφηση των λατρευτικών μουσουλμανικών χώρων της Αθήνας (2007) ώστε να βελτιωθεί η συνύπαρξη των πιστών των δύο θρησκειών. Στην εισήγηση θίχτηκαν αρκετά σύγχρονα προβλήματα του Ισλάμ στην Ευρώπη γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στην προσπάθεια συνεργασίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των πιστών καλής θελήσεως με τους μουσουλμάνους της χώρας μας για να ξεπεραστούν τα όποια προβλήματα υπάρχουν σήμερα με ισότιμες λύσεις.

Ο επίκ. καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Χασάν Μπαντάουϊ, εισηγήθηκε το θέμα «Σχέσεις Ισλάμ – Χριστιανισμού: Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον». Με σημείο εκκίνησης τα κοινά στοιχεία μεταξύ του Ισλάμ και του Χριστιανισμού, ο κ. Μπαντάουϊ, ειδικός στη μεσαιωνική ιστορία του αραβοϊσλαμικού κόσμου, έκανε μια σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη του Ισλάμ μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Στη εισήγησή του διαφάνηκε η ανάγκη οι πιστοί και των δύο θρησκειών (οι διαφορετικοί), να βρουν έναν τρόπο επικοινωνίας και ας μην συμφωνούν. Ένας πραγματικός πιστός ενδιαφέρεται και για τους άλλους πιστούς. Ζούμε όμως σε εποχή οπαδών και όχι πιστών, όπως δηλώθηκε. Στο τέλος, ο κ. Μαντάουϊ έδειξε ότι οι διαχρονικές ανθρώπινες αξίες είναι ίδιες για όλους τους ανθρώπους. Αλλάζουν μόνο οι εποχές και οι περιοχές. Ακολούθησε εκτενής συζήτηση και με αυτή έκλεισε η πρώτη ημέρα της διημερίδας.

Την επόμενη ημέρα (Τρίτη 22 Μαρτίου) η διημερίδα συνεχίστηκε με μια μικρή αλλαγή στο πρόγραμμα. Προηγήθηκε συζήτηση με τους εισηγητές της πρώτης συνεδρίας της προηγούμενης ημέρας στη διάρκεια της οποίας φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας, λαϊκοί και κληρικοί με ιδιαίτερο ζήλο έθεσαν αρκετά ερωτήματα και ζήτησαν διευκρινίσεις σε πολλά προβλήματα από εκείνα που ακούστηκαν από τους εισηγητές. Λόγω του ενδιαφέροντος η καθορισμένη πρώτη συνεδρία της δεύτερης ημέρας άρχισε με αρκετή καθυστέρηση υπό την προεδρία της εκλεγμένης επίκ. καθηγήτριας Αγγελικής Ζιάκα. Προηγήθηκε η εισήγηση της κυρίας Νίκης Παπαγεωργίου, επίκ. καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ με θέμα «Εκκλησία και Γυναίκες». Η κα. Παπαγεωργίου διευκρίνισε από την αρχή ότι το ζήτημα των γυναικών δεν έχει κλείσει σήμερα, διότι η Εκκλησία έχει υιοθετήσει την παραδοσιακή ερμηνεία σχετικά με το ρόλο των γυναικών και δεν αγγίζει τους σύγχρονους προβληματισμούς. Η εισήγηση στη συνέχεια εκτυλίχθηκε γύρω από δύο καίρια σημεία: α) ποιες είναι οι αντιλήψεις για τη γυναίκα στην Εκκλησία, δηλαδή στη θεολογική σκέψη και β) ποια η θέση της στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ως προς το πρώτο σημείο παρατηρήθηκε ότι τα έργα των πατέρων έχουν μια αμφισημία, καθώς υιοθετούν τα θεολογικά δεδομένα αλλά και τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής τους (ενδεικτικός για την περίπτωση είναι ρόλος της Εύας από τη μία, και της Παναγίας από την άλλη). Το μεγάλο πρόβλημα που εξακολουθεί να παραμένει είναι ότι οι γυναίκες από τον ενεργητικό ρόλο που είχαν στην αρχαία Εκκλησία έχουν μέχρι σήμερα έναν παθητικό ρόλο, ενώ παραμένουν μακριά από θέσεις ευθύνης και δεν μετέχουν στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας. Η κα. Παπαγεωργίου έφερε στο προσκήνιο το ρόλο των γυναικών θεολόγων που υπηρετούν στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι που όμως συνέβη εξαιτίας του δημοσίου χαρακτήρα της. Η εισήγηση έκλεισε με την παρατήρηση ότι η Εκκλησία που πρώτη εισηγήθηκε την ισότητα δεν μπορεί σήμερα να υστερεί.

Ακολούθησε στη συνέχεια η εισήγηση του καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Χρυσόστομου Σταμούλη, με θέμα «Ώστε το του Έρωτος Όνομα μη Φοβηθώμεν». Με αποσπάσματα από τα έργα του Νίτσε, του Λειβαδίτη, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, του Ιγνατίου και του Ιωάννη της Κλίμακος φανερώθηκε ότι ο έρωτας εσφαλμένα δαιμονοποιήθηκε και έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός του Χριστιανισμού εξαιτίας της ταύτισης του με τη σεξουαλικότητα και τον ηδονισμό. Έτσι εξελίχθηκε σε ένα από τα σύγχρονα αδιέξοδα της Ορθοδοξίας. Ο κ. Σταμούλης έδειξε ότι η αντιμετώπιση του μυστηρίου του έρωτα τόσο από τη μεριά της θεολογίας, όσο και από τη μεριά της Εκκλησίας, αποτέλεσε στο παρελθόν, αποτελεί και σήμερα, την αχίλλειο πτέρνα της  Ορθοδοξίας, που μετά μανίας στοχεύουν -στις περισσότερες περιπτώσεις όχι αδίκως-, τα βέλη που βγαίνουν από τη φαρέτρα του σύγχρονου πολιτισμού. Ασκητικές τάσεις εντός της Ορθοδοξίας υποτίμησαν την ερωτικότητα και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, αν και στην πατερική γραμματεία παρατηρούνται και εξαιρέσεις. Στην εισήγησή του αυτή ο κ. Σταμούλης μέσα από βιβλικές και πατερικές πηγές κατάφερε να καταδείξει το μυστικό σφάλμα, την απώλεια δηλαδή εκείνης της αλήθειας, που συνίσταται στην κατανόηση, πως ο έρωτας είτε θείος, είτε αγγελικός, είτε ανθρώπινος, είτε ψυχικός, είτε φυσικός, ταυτιζόμενος σαφώς με την αγάπη, αποτελεί τον κατ’εξοχήν τρόπο υπάρξεως μιας κοινότητας, που αντλεί την ύπαρξή της από τον σταυρωμένο έρωτα∙ τον Χριστό.

«Πίστη και Αισθητική: Από τη Θεολογία του Κάλλους στην θρησκευτική  κακογουστιά» ήταν το θέμα της εισήγησης του επίκ. καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Παναγιώτη Υφαντή, ο οποίος πήρε το λόγο αμέσως μετά. Ο κ. Υφαντής τόνισε ότι σκοπός των εικόνων δεν είναι μόνο η ιστόρηση του παρελθόντος, ούτε μια στρατευμένη χριστιανική αντιπρόταση στα αιτήματα της αισθητικής. Αντιθέτως, πρόκειται για μια απεικόνιση της αλήθειας, την οποία συμμερίζεται η εκάστοτε πιστεύουσα κοινότητα, πράγμα που αναδεικνύει τη χριστοκεντρική, ανθρωπολογική, εκκλησιολογική και, εντέλει, σωτηριολογική σημασία της εικόνας. Στη συνέχεια, ο ομιλητής εντόπισε την αξία της εικόνας ως «συμβόλου» στον πνευματικό ρεαλισμό και στον παραπεμπτικό της δυναμισμό. Η εικόνα, ως σύμβολο, αν και έχει μια αξία καθεαυτήν ταυτόχρονα παραπέμπει σε μια πραγματικότητα που το υπερβαίνει. Από την άλλη, η εισήγηση επεσήμανε ως κακογουστιά τα ηλεκτρικά λαμπιόνια, τα κροταλίσματα της ηλεκτρικής καμπάνας, τα χρυσοποίκιλτα διάσημα της αρχιερατικής εξουσίας, τη μαζική παραγωγή βυζαντινών εικόνων και την πλούσια διακόσμηση εντός των ναών. Πολύ σημαντική είναι η παρατήρηση του εισηγητή ότι η θρησκευτική κακογουστιά δεν εξαντλείται στην αμηχανία της Εκκλησίας να διαχειριστεί το δίπολο ανάμεσα στην αναπαραγωγή της πολιτισμικής της κληρονομιάς και στην λεγόμενη λειτουργική ανανέωση. Αντιθέτως, προϋποθέτει μια βαθύτερη δυσλειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, το οποίο παρουσιάζεται απρόθυμο ή αδύναμο να παραγάγει τα δικά του ζωντανά σύμβολα της εμπειρικής του αλήθειας.

Στη συνέχεια ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, εισηγήθηκε το θέμα «Σύγχρονες Προκλήσεις της Ορθοδοξίας» ξεκινώντας με την επισήμανση ότι αποτέλεσμα των τελευταίων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων ήταν η μείωση του αριθμού των χριστιανών στην Ευρώπη, ενώ το Ισλάμ έγινε η δεύτερη θρησκεία. Ο εισηγητής αναφέρθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και την κατάσταση των χριστιανών σε Ανατολή και Δύση στην Ευρώπη. Ειπώθηκε επίσης ότι μέχρι πρόσφατα η ελληνική κοινωνία ήταν μονοπολιτισμική, ενώ πάνω από το 96% του πληθυσμού της είναι ακόμη ορθόδοξοι, άσχετα αν θρησκεύουν ή όχι. Και ενώ στο διεθνή χώρο η συνεργασία ορθοδόξων, καθολικών και ευαγγελικών είναι άριστη, στον ελλαδικό χώρο οι σχέση τους είναι ψυχρή. Οι ιεραρχίες των Εκκλησιών δυστυχώς τρέχουν πίσω από τα γεγονότα. Η πείρα που αποκτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια πρέπει να οδηγήσει τους χριστιανούς σε νέους δρόμους, καθώς ενότητα δεν σημαίνει και ομοιομορφία. Ως θετικά στοιχεία παρουσιάστηκαν η εισαγωγή των πατερικών σπουδών στον προτεσταντικό κόσμο και η εφαρμογή νέων ερμηνευτικών μεθόδων στην Αγία Γραφή στις ορθόδοξες θεολογικές σχολές. Αξίζει να σημειωθεί η παρακάτω παρατήρηση του κ. Κωνσταντίνου «ο λειτουργός πριν την απαγγελία του συμβόλου της πίστεως καλεί τους πιστούς σε αγάπη μεταξύ τους (ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους). Η αγάπη είναι η προϋπόθεση της κοινής ομολογίας, ποτέ το αντίθετο». Ακολούθησε σύντομη συζήτηση και αμέσως μετά ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα.

Η δεύτερη και τελευταία συνεδρία άρχισε υπό την προεδρία του επίκ. καθηγητή Παναγιώτη Υφαντή. Πρώτη εισηγήτρια ήταν η καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Δήμητρα Κούκουρα, με το πλέον επίκαιρο στις μέρες μας θέμα «Η Μετάφραση των Λειτουργικών Κειμένων στη Νεοελληνική Γλώσσα». Με χειμαρρώδη λόγο η κα. Κούκουρα πρόσφερε μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή στην εμφάνιση και επικράτηση της κοινής ελληνιστικής γλώσσας. Αναφέρθηκαν αρχικά δύο βασικές διαπιστώσεις που συχνά λησμονούνται. Πρώτον, η γλώσσα μας έχει αλλάξει από εκείνη των κειμένων της Εκκλησίας και δεύτερον, η ελληνική γλώσσα μεταβάλλεται στο χρόνο γιατί είναι ζωντανή. Η γλώσσα των κειμένων της Κ.Δ. έγινε «ιερή γλώσσα» λόγω της αποκάλυψης. Αργότεροι οι δάσκαλοι και οι μορφωμένοι μιμούνταν την αττική διάλεκτο στο γραπτό τους λόγο. Η κα. Κούκουρα ξεκαθάρισε και πάλι ότι ο προφορικός λόγος συνέχιζε σε ελληνιστική μορφή που αργότερα εξελίχθηκε σε δημώδη βυζαντινή. Στη συνέχεια επισημάνθηκε ότι η γλωσσική πολιτική μετά τον 4ο αιώνα ήταν το μήνυμα του ευαγγελίου να περάσει και στους μορφωμένους και αυτό έγινε στην αττικίζουσα γλώσσα. Για να κατανοηθεί η πολιτική αυτή αναφέρθηκε ως παράδειγμα η περίπτωση των κειμένων του Παλαμά κατά τον 14ο αιώνα. Αυτά μπορεί να μην εκφωνήθηκαν στη γλώσσα που είναι γραμμένα, αλλά στην καθομιλουμένη. Βασική ρητορική αρχή ήταν ότι τα σπουδαία πράγματα θέλουν και σπουδαίο ύφος. Η εισήγηση κατέληξε πως σήμερα υπάρχει πρόβλημα με τη γλώσσα, ενώ η δημοτική δεν είναι ξένη προς τα κείμενα αλλά παλιά.

Με τις δύο τελευταίες εισηγήσεις περάσαμε στο πλέον επίκαιρο θέμα στις μέρες μας λίγο πριν την ανακοίνωση από πλευράς ΥΠΕΠΘ το νέου λυκείου, το μάθημα των θρησκευτικών. Η επίκ. καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Βασιλική Μητροπούλου, εισηγήθηκε το θέμα «Το Μάθημα των Θρησκευτικών στο Ψηφιακό Σχολείο». Στόχος του ψηφιακού σχολείου αναφέρθηκε ότι είναι η δημιουργία της ψηφιακής τάξης, καθώς οι νέες τεχνολογίες ενσωματώθηκαν στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας μας. Η εισηγήτρια αναφέρθηκε σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ευρυζωνικά δίκτυα, διαδραστικούς πίνακες, πρόγραμμα διανομής υπολογιστών στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου και άλλα παρόμοια σύγχρονα εκπαιδευτικά εργαλεία με τα οποία ο εκπαιδευτικός μπορεί πλέον να εμπλουτίζει τη διδασκαλία του μαθήματος. Επίσης σημειώθηκε ότι οι γονείς θα μπορούν μέσω των υπολογιστών να ενημερώνονται για την πρόοδο των παιδιών τους, θα είναι δυνατή η εργασία και η επικοινωνία των μαθητών από το σπίτι και άλλα παρόμοια. Στο τέλος της εισήγησής της η κα. Μητροπούλου επεσήμανε ότι ενώ επίκειται νέο πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών παραμένει ένα βασικό πρόβλημα. Μόνο το 40% των σχολείων έχουν ιστοσελίδες και από αυτές μόνο το 10% ενημερώνονται συχνά.

Η εισήγηση που ακολούθησε στη συνέχεια ήταν και η καταληκτική της διημερίδας. Ας σημειωθεί ότι αυτή δεν έγινε από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, αλλά από έναν έμπειρο θεολόγο που μπαίνει διαρκώς στη σχολική τάξη και μπορεί να αφουγκραστεί το νεανικό παλμό των μαθητών. Ο κ. Γρηγόρης Μαυροκωστίδης, Πρόεδρος του Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ εισηγήθηκε το θέμα «Το Μάθημα των Θρησκευτικών Σήμερα». Με αφορμή τους στίχους από ένα τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «δεν ξέρω τι τραγούδι να παίξω στα παιδιά μα ούτε και στους μεγάλους…» ο εισηγητής έδειξε επιτυχημένα ότι είναι δύσκολο να μιλά κανείς στα παιδιά για αρετές και πράξεις που είναι διαφορετικές από αυτές που επιδιώκει και κάνει ο κόσμος αλλά και να κάνει τη γλώσσα τους γλώσσα της θεολογίας. Ο κ. Μαυροκωστίδης ισχυρίστηκε ότι μπορεί η απάντηση στο ερώτημα αν η γλώσσα των νέων μπορεί να συναντηθεί με τη γλώσσα της θεολογίας να είναι καταφατική, αρκεί να τοποθετηθεί ο άνθρωπος στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό δεν είναι εκκοσμίκευση. Μεταφέρουμε εδώ μια άλλη επιλογή του κ. Μαυροκωστίδη να μεταφέρει στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο την ατμόσφαιρα της μαθητικής ζωής. Πρόκειται για απόσπασμα από παλαιότερο κείμενο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στην Αθήνα «τα παιδιά δεν αμφισβητούν την αλήθεια αλλά την προδοσία της». Αν και η ώρα ήταν περασμένη κατά πολύ οι φοιτητές παρέμειναν μέχρι τη λήξη της διημερίδας κάνοντας τη συζήτηση που ακολούθησε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από ότι αναμενόταν. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα στους εισηγητές αλλά και στους διοργανωτές της διημερίδας να υποσχεθούν ότι θα επιχειρηθεί και στο μέλλον ένα αντίστοιχο τόλμημα καθώς ήταν επίμονη απαίτηση του ακροατηρίου.

To χρονικό της διημερίδας (κείμενο και φωτογραφίες του λέκτορα του ΑΠΘ, Μόσχου Γκουτζιούδη) δημοσιεύτηκε επίσης και στην πύλη εκκλησιαστικών ειδήσεων Amen. gr

http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=5261

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.