Ο Διαθρησκειακός Διάλογος και η Xριστιανική Μαρτυρία στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: Η συμβολή του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη

Της επ. καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Αγγελικής Ζιάκα

Το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  είναι το μόνο στην ελληνική επικράτεια που εδώ και τέσσερις δεκαετίες διδάσκει και προωθεί τα αντικείμενα του διαθρησκειακού διαλόγου και της χριστιανικής μαρτυρίας. Είναι το μόνο επίσης που προς την κατεύθυνση αυτή έχει να επιδείξει σημαντική συγγραφή επιστημονικών εγχειριδίων και άρθρων, καθώς και πολλά συνέδρια και συνεργασίες με πανεπιστήμια αλλά και άλλους φορείς εκκλησιαστικούς, διακρατικούς και διαθρησκειακούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από τις πολλές και ποικίλες δραστηριότητές του στον τομέα, αυτόν οι σπουδαιότερες είναι: α) η συμμετοχή και εκπροσώπησή του σε πολυάριθμα συνέδρια διαθρησκειακά και διαπολιτισμικά, που οργανώνονται από έγκριτα εκπαιδευτικά κέντρα του χώρου της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, β) η συμμετοχή  και εκπροσώπησή του στους διαλόγους με τις θρησκείες του κόσμου, ιδιαίτερα μάλιστα τις Αβρααμικές, που διεξάγει το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γ) η συμμετοχή του στην διαθρησκειακή επιτροπή «Το Ισλάμ στην Ευρώπη» του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ), δ) στις οικουμενικές και διαθρησκειακές επιτροπές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ε) στις διαπολιτισμικές πρωτοβουλίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, στ) στους πολυετείς διαθρησκειακούς διαλόγους που διεξήχθησαν μεταξύ του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του Σαμπεζύ της Γενεύης και της Ακαδημίας για την Έρευνα του Ισλαμικού Πολιτισμού, Al Albait Foundation της Ιορδανίας, και συνεχίζουν σήμερα με τις δραστηριότητες του Γραφείου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παραλλήλως προς αυτά σημαντικές υπήρξαν οι πρωτοβουλίες και δραστηριότητες του Τμήματος για τη συνίδρυση  και λειτουργία της Εταιρείας Ελληνο-Αραβικών Μελετών στις αρχές της δεκαετίας του 1980, της κίνησης Ορθοδοξία και Ισλάμ, με κύριο σκοπό την προσέγγιση της Ορθοδόξου Χριστιανικής θεολογίας και του Σιιτικού Ισλάμ κατά τη δεκαετία του 1990, η ημερίδα με θέμα Η ισλαμολογία στην Ελλάδα και η θέση του Ισλάμ στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδος τον Σεπτέμβριο του 1993, η συνάντηση με θέμα Το Ισλάμ στην Ελλάδα: Συνάντηση με εκπροσώπους της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας, εντεταλμένους για το Ισλάμ τον Μάιο του 1995, το Διεθνές Συνέδριο με θέμα Ιμπαντισμός, Ιμπαντικές Σπουδές και το Σουλτανάτο του Ομάν τον Δεκέμβριο του 2009, το Διεθνές Συνέδριο Ο Διαθρησκευτικός Διάλογος, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η Θρησκευτική Παρουσία στην Τουρκία τον Μάιο του 2010, η ημερίδα με θέμα Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Σύγχρονα Θρησκεύματα τον Μάιο του 2012, η σύναψη διμερούς ακαδημαϊκής συμφωνίας μεταξύ του Τμήματος Θεολογίας και του Ινστιτούτου Ισλαμικού Δικαίου του Σουλτανάτου του Ομάν, η συνεργασία με τις Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης για θέματα των Θρησκειών ως παραγόντων ειρήνης, σύγκρουσης και καταλλαγής με προϊόν τη συγγραφή και έκδοση κοινού διδακτικού εγχειριδίου (2011) υπό την επιμέλειά μας, και πολλά άλλα.

Ο όρος Διαθρησκειακός Διάλογος, αν και σχετικά νέος ως θεσμός, κατάκτηση στην πλατιά του έννοια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ως συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων για την θήρευση της αλήθειας, την ανταλλαγή ιδεών και την επίλυση προβλημάτων, είναι πανάρχαιος. Στην ιστορία των θρησκειών ο διαθρησκειακός διάλογος αναφέρεται σε θέματα πίστης, λατρείας, κοινωνικής και ηθικής ζωής. Ο σύγχρονος διαθρησκειακός διάλογος και η μελέτη των θρησκειών του κόσμου αποσκοπούν στην αλληλογνωριμία, την αλληλοκατανόηση και επικοινωνία των λαών με διαφορετική θρησκευτική πίστη, κοινωνική ζωή και πολιτισμό. Με τον διαθρησκειακό και διαπολιτισμικό διάλογο δίνεται ευκαιρία στους διαλεγομένους να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, να σέβονται τους ανθρώπους με διαφορετικές θρησκευτικές και πνευματικές αναζητήσεις  και προβληματισμούς και να εκτιμούν τα πολιτιστικά τους αγαθά, χωρίς να αισθάνονται χαμένοι θεολογικώς στον κόσμο των πολλών θρησκειών ή να κάνουν εκπτώσεις στην πίστη τους.

Στον 21ο αιώνα η άρση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και της ανθρώπινης δυστυχίας, η οποία αυξάνει συνεχώς δια των πολέμων, της μετανάστευσης, του μη δικαιώματος πρόσβασης σε παιδεία και υγειονομική περίθαλψη δισεκατομμυρίων ανθρώπων, και της ολιγαρχίας της αισχροκέρδειας δια μέσου οικονομικών κολοσσών και παγκοσμιοποιημένων μονοπωλίων σε βάρος ολόκληρων λαών αλλά και ηπείρων, η διακήρυξη των καταστρατηγουμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η διαπαιδαγώγηση υπέρ των αυτονόητων πανανθρωπίνων αξιών είναι εκ νέου επιτακτική. Να μάθουν δηλαδή οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, την θρησκεία και τον πολιτισμό τους, χωρίς φόβους και πάθη, χωρίς στρατευμένες πολιτικές και μισαλλόδοξες θρησκευτικές κατευθύνσεις. Ο διαθρησκειακός διάλογος και οι φορείς του μπορεί να σταθούν δια βίου παιδαγωγοί, για την ενθάρρυνση των ανθρώπων προς μια ομαλή συνύπαρξη και τη δημιουργία ανθρωπίνων δικτύων, πιστών και μη, υπερασπιστών της θρησκευτικής ανοχής, της πολυφωνίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το πώς ένα άτομο βιώνει την εμπειρία του διαφορετικού, τί αποκομίζει από την επαφή του με τον διαφορετικώς άλλον και κατά πόσο είναι διαπολιτισμικά ευαίσθητο, αποτελούν τα κύρια κριτήρια για ένα επιτυχές ή μη διαλεκτικό αντάμωμα. Αυτά τα εφόδια προσφέρει η διδακτική του διαθρησκειακού διαλόγου στους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας, οι οποίοι, αφού έχουν καταρτιστεί ικανά σε θέματα ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας, ιστορίας και μαρτυρίας καθώς και σε θέματα θρησκειολογικά, πολιτιστικά και κοινωνιολογικά, μαθαίνοντας για τις θρησκείες και τους πολιτισμούς του κόσμου από την αρχαιότητα έως σήμερα, καλούνται να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους κριτικά και εποικοδομητικά.

Για τους παραπάνω λόγους η διδακτική του διαθρησκειακού διαλόγου χωρίζεται σε δύο ενότητες: Η πρώτη αφορά στην μαρτυρία της χριστιανικής διδασκαλίας στην ανθρωπότητα και την επικοινωνία με τις θρησκείες και τους πολιτισμούς του κόσμου. Στη συνάφεια αυτή οι φοιτητές διδάσκονται την κοινωνική και οικουμενική διάσταση της χριστιανικής μαρτυρίας με μια νέα προσέγγιση και έναν νέο τρόπο διαφορετικό από τις παλαιές μεθόδους της ιεραποστολής. Είναι η επικοινωνία και προσφορά της χριστιανικής διδασκαλίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής μας, τόσο προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες όσο και προς τις θρησκείες του κόσμου. Η δεύτερη ενότητα αφορά στον διαθρησκειακό διάλογο, τη γνώση και κατάρτιση των διδασκομένων στα σημεία σύγκλισης και απόκλισης των αρχών των μεγάλων θρησκειών προς τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας για την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Οι φοιτητές διδάσκονται τον μακραίωνο διάλογο και αντίλογο της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας με τις Αβρααμικές πρωτίστως θρησκείες αλλά και με τις άλλες θρησκείες και τις θρησκευτικές κοινωνίες του κόσμου. Πληροφορούνται επίσης για τα βήματα διαθρησκειακού διαλόγου των άλλων Εκκλησιών και θρησκειών και μαθαίνουν για τα συναφή ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της υφηλίου. Ενημερώνονται ιδιαίτερα για τις διαθρησκειακές πρωτοβουλίες και τους διαλόγους του Τμήματος Θεολογίας τόσο με τις δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, και κυρίως με το Ισλάμ, όσο και για τις θρησκεύματα και τις κοινωνίες της Ασίας. Η άσκηση των φοιτητών με επισκέψεις σε διαθρησκειακά και διομολογιακά περιβάλλοντα εντός της επικράτειας, ολοκληρώνει την κατάρτισή τους και τους καθιστά ενήμερους της θρησκευτικής ποικιλίας και ετερότητας στην κοινωνία όπου διαβιούν.

Ο διαθρησκειακός διάλογος έχει ως πρώτο και κύριο λόγο ύπαρξης την αλληλοκατανόηση και ειρηνική συμβίωση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η έλλειψη διαλόγου αποξενώνει από την προσέγγιση τους ανθρώπους των διαφόρων θρησκειών μεταξύ τους και μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων, ενώ η ίδια η θρησκεία μπορεί να αποτελέσει αντί για παράγοντα ειρήνης παράγοντα πολέμου. Τον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο τον απασχολούν ζητήματα, όχι μόνον θεολογικά αλλά και υπαρξιακά, κοινωνικά και οικονομικά, όπως αυτά της μετανάστευσης, της παγκόσμιας φτώχειας, και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης δυστυχίας, καθώς και της αύξησης της μισαλλοδοξίας και του φονταμενταλισμού, ο οποίος αποτελεί κίνδυνο για τις ίδιες τις θρησκείες. Επομένως ο πιο κατάλληλος τρόπος για την προβολή των ζωτικών αυτών θεμάτων του παγκοσμίου ανθρώπου δεν είναι η δογματική προσέγγιση, η προκατάληψη προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του «άλλου» και ο φόβος απώλειας των δικών μας θρησκευτικών αξιών, στάση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πολεμική μεταξύ των ανθρώπων ή ακόμη και σε προσηλυτισμό, αλλά πρωτίστως η κοινωνική και ανθρωπιστική· με άλλα λόγια ο θεολογικός λόγος της αγάπης, ο σεβασμός και η προστασία της θείας δημιουργίας και των δημιουργημάτων, που αποτελεί ένα κατεξοχήν θρησκευτικό αίτημα της Αγίας Γραφής και των Ιερών κειμένων των θρησκειών με ευρύτατες οικολογικές και ηθικές προεκτάσεις. Είναι ένας διάλογος ανθρώπων και πολιτισμών, μια προσπάθεια συνάντησης και συνεργασίας στην υπηρεσία των παγκοσμίων αξιών προς επίτευξη αρμονίας ανάμεσα στις κουλτούρες εν ονόματι του ανθρωπισμού, θεμελιωμένου στις αξίες των θρησκευτικών παραδόσεων. Με τον τρόπο αυτόν οι εκπρόσωποι των παγκοσμίων θρησκειών και οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι καλούνται να υπερβούν τα στεγανά θεολογικά όρια και ανοιχτοί στους θρησκευτικούς προβληματισμούς των άλλων, να αφουγκράζονται τις ανησυχίες τους, να ακούνε τις θέσεις τους και να συνδιαλέγονται μαζί τους. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται και τα προγράμματα σπουδών στη διδακτική του διαθρησκειακού διαλόγου, για την άμβλυνση των θρησκευτικών παρανοήσεων και συγκρούσεων και την ορθή κατανόηση του άλλου.

Το ζητούμενο σήμερα, τόσο για τους Ορθοδόξους όσο και γενικότερα για όλους τους χριστιανούς, είναι πώς θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στα νέα ιστορικά δεδομένα και τις προκλήσεις των καιρών,  και κυρίως σε αυτή της πολυθρησκευτικότητας των ημερών μας, και πώς θα ανακαλύψουν νέους θεολογικούς δρόμους συνεννόησης και συμβίωσης με τον «άλλον», τον μη χριστιανό. Η χριστιανική θεολογία καλείται να διαλεχθεί με τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και να λάβει υπόψη της τις εξής παραμέτρους: α) ότι η πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και θείο δώρο, β) ότι η συμμετοχή στον διαθρησκειακό διάλογο είναι μια δέσμευση της Εκκλησίας απέναντι στον άνθρωπο, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού, και γ) ότι η πορεία του διαθρησκειακού διαλόγου οδηγεί πιο κοντά στην αλληλοκατανόηση και την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων και αποτελεί ένα βήμα προς την επικράτηση της «επί γης ειρήνης,» κατά την ευαγγελική ρήση.

Υπό την έννοια αυτή είναι δυνατή και η συμβολή της βιβλικής και συστηματικής θεολογίας, αλλά και όλων των κλάδων της θεολογίας, όπως πολύ ωραία μας επισήμανε σήμερα το πρωί ο καθηγητής Γρηγόρης Λαρεντζάκης, προς εμπλουτισμό του διαθρησκειακού και οικουμενικού διαλόγου. Μια θεολογία των θρησκειών από ορθοδόξου απόψεως θα βοηθούσε να προσεγγίσουμε και να στοχασθούμε τον άνθρωπο των άλλων θρησκειών. Οι χριστιανοί, επί τη βάσει της Αγίας Γραφής και της ζωής της Εκκλησίας, χρειάζεται να φτάσουν στο σημείο να βλέπουν τη χάρη και την πρόνοια του Θεού να περιβάλλει όλο τον κόσμο, όλη τη θεία δημιουργία. Αυτό είναι το νόημα του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας. Το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου Χριστού είναι για όλη την ανθρωπότητα. Υπό την έννοια αυτή νοείται η οικουμενικότητα της Εκκλησίας, στην οποία εντάσσεται κάθε μερικότητα και κάθε τοπικότητα, το όλον και το επιμέρους αδιαίρετα. Το «ειδικόν» της χάριτος είναι και το «οικουμενικόν.» Η πνοή του Θεού είναι μία και πνέει παντού:  «εν Αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». Με την έννοια αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε την παρουσία του Θεανθρώπου μέσα στην οικουμενική εκκλησία και την ιστορία του κόσμου, και να βιώσουμε την χάρη του Θεού, η οποία διαχέεται σε όλη τη δημιουργία. Αν η χάρις του Θεού περιοριζόταν στα στενά όρια ενός οργανισμού, μιας εγκοσμιοκρατικής εκκλησίας, το έργο της θείας Οικονομίας και της εν Χριστώ σωτηρίας θα έχανε την οικουμενικότητά του.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι, πώς η συγκεκριμένη πίστη των ανθρώπων μπορεί να ανοιχτεί στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και να μην μείνει κλειστή στο ειδικό. Διότι, όταν η Εκκλησία κλείνεται και αυτοπεριορίζεται στο τοπικό, παύει αυτομάτως να υφίσταται το καθολικό. Ζητούμενο λοιπόν είναι το άνοιγμα της Ορθοδοξίας στην καθολικότητά της και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες με πνεύμα εν Χριστώ αγάπης. Οι χριστιανοί καλούνται να συμβαδίσουν στην κοινή προσπάθεια κατανόησης του έργου του Θεού στον κόσμο, και της θέλησής του, η οποία μας επιτρέπει να ζούμε ο καθένας στην κληρονομιά των παραδόσεών μας. Τέτοια πρόοδος δεν μπορεί να επιτευχθεί με επιβολή και νόμο· χρειάζεται αλλαγή διαθέσεως, παιδεία και αμοιβαιότητα, με την έννοια της σχέσεως, του αλληλοσεβασμού, της αλληλοβοηθείας και κυρίως της αγάπης.

Προς την κατεύθυνση αυτή οραματίστηκε την κίνηση του διαθρησκειακού λόγου  ο  καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κύριους συντελεστές καθιέρωσης και εδραίωσης στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης των γνωστικών αντικειμένων της χριστιανικής μαρτυρίας και του διαθρησκειακού διαλόγου. Προσβλέποντας σε έναν διάλογο διαθρησκειακό δια μέσου της οικουμενικής διαστάσεως και του οράματος της Εκκλησίας, συνέβαλε, μαζί με μια συγκεκριμένη γενιά  θεολόγων της εποχής του, λίγο παλαιότερων και νεώτερων του κατά μια περίπου δεκαετία, στο καθοριστικό άνοιγμα του Τμήματος Θεολογίας τόσο και στους διαχριστιανικούς – οικουμενικούς όσο και στους διαθρησκειακούς διαλόγους. Ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, πιστός στην παράδοση των Ελλήνων καινοδιαθηκολόγων και μέτοχος του ανυπότακτου πνεύματος του αειμνήστου καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, είναι από αυτούς που πρόβαλαν και συνεχίζουν να προβάλλουν την ελληνική ακαδημαϊκή ορθόδοξη θεολογία διεθνώς. O ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει, πως «από την δεκαετία του ’80 γίνεται ένας από τους κύριους εκφραστές του νέου ‘‘παραδείγματος’’ της χριστιανικής μαρτυρίας (ιεραποστολής) στη μετανεωτερική εποχή, ενώ παράλληλα ασχολείται συστηματικά με την ορθόδοξη κατανόηση της οικουμενικής θεολογίας. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου και του π. Ion Bria, προβάλλει την έννοια της χριστιανικής μαρτυρίας ως της πραγματικής λειτουργίας μετά τη λειτουργία, εμμένει στην αναγκαιότητα του δια-χριστιανικού και δια-θρησκειακού διαλόγου, και κυρίως της λειτουργικής αναγέννησης, κάτι που από τις αρχές του 21ου αιώνα απασχολεί και θεσμικά την ελληνική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Τέλος, ως μέλος από το 2006 του προγράμματος «Φτώχεια-Πλούτος-Οικολογία» του ΠΣΕ, ασχολείται με το μείζον θέμα της εποχής μας, την ανεύρεση δηλαδή μιας χριστιανικής εναλλακτικής πρότασης προς τη νεοφιλελεύθερη οικονομική παγκοσμιοποίηση.»

Ακούραστος και «ιπτάμενος» βρίσκεται αδιάκοπα μοιρασμένος μεταξύ του τριπτύχου: συγγραφή – διδασκαλία – επιστημονικές συναντήσεις/συνέδρια. Για τις συναντήσεις δε αυτές, οι προορισμοί των οποίων μπορεί να είναι κατεξοχήν μακρινοί και για τον λόγο αυτόν αποτρεπτικοί για πολλούς, ο Πέτρος Βασιλειάδης υπερβαίνει την έννοια της απόστασης σμικρύνοντάς την με τη  δύναμη της επικοινωνίας. Έτσι, στα διαστήματα της απουσίας του από το Τμήμα Θεολογίας τον έβρισκε κανείς στην Κορέα, τις Η.Π.Α., την Αφρική, την Λατινική Αμερική κ.α. Όταν δε επέστρεφε, πέραν του ότι κατέθετε τις φρέσκες μαρτυρίες του ενώπιον των φοιτητών και συνεργατών του, ο λογισμός του έτρεχε ήδη στις επόμενες συναντήσεις. Οργάνωσε όμως και πολλά σχετικά διαχριστιανικά και διαθρησκειακά συνέδρια εντός του Τμήματος Θεολογίας, καθιστώντας έτσι τα μέλη του Τμήματός του και τους φοιτητές του, αλλά και τον ευρύτερο ακαδημαϊκό μας χώρο, μετόχους των επιστημονικών δραστηριοτήτων και ανοιγμάτων του στον κόσμο της θεολογικής οικουμένης.

Λίγο πριν το τέλος της σύντομης αυτής παρουσίασης, θα μου επιτρέψετε να καταθέσω ένα μέρος της προσωπικής μου εμπειρίας από την συνεργασία μας για μια σχεδόν επταετία με τον καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη στο γνωστικό αντικείμενο του διαθρησκειακού διαλόγου. Το πρώτο έτος πάσχισα ειλικρινώς να κατανοήσω, πώς ένας ολόκληρος διαθρησκειακός διάλογος, ο διάλογος δηλαδή με τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και κυρίως με τις δύο Αβρααμμικές, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, αποτελούσε μέρος μόνον του οικουμενικού διαλόγου στην διδακτική της ιεραποστολής ή αλλιώς της χριστιανικής μαρτυρίας. Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα αρκετά να κατανοήσω το πνεύμα της χριστιανικής οικουμενικής διάστασης με όρους ομολογιακούς, κυρίως λόγω του αντικειμένου της εξειδίκευσής μου αλλά και εξαιτίας του χώρου όπου ολοκλήρωσα τον τρίτο κύκλο σπουδών μου, μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη Γαλλία, όπου το πνεύμα της laïcité αποτυπώνεται και στις δύο θεολογικές σχολές του Στρασβούργου, την Καθολική και Προτεσταντική, οι οποίες αντάμα, η μια απέναντι στην άλλη, συστεγαζόμενες σ’ ένα κτήριο που φέρει τις μνήμες διαχριστιανικών διενέξεων αιώνων, φαίνεται πως διακατέχονται πλέον από πνεύμα χριστιανικού συμβιβασμού και αγαθής συνεργασίας. Μα και στη Ρώμη, όπου βρέθηκα κατόπιν, στο Pontificio Istituto di Studi Arabi e d’Islamistica (PISAI), κέντρο της Ιεραποστολής των Λευκών Πατέρων για τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, το βάρος διδόταν στο Ισλάμ και στον διάλογο μ’ αυτόν, χωρίς ο διαθρησκειακός διάλογος να εντάσσεται στον οικουμενικό. Και εδώ ακριβώς τίθεται το ερώτημα της δυνατότητας θετικής προσέγγισης του θρησκευτικώς «άλλου» με τις μέχρι τούδε μεθόδους και τα προγράμματα της ιεραποστολής. Μπορεί η ιεραποστολή μιας θρησκείας να υπερκεράσει τον δογματικό ζήλο και την θρησκευτική στράτευση στην συνάντηση με τον θρησκευτικώς «άλλον»; Όταν λοιπόν συνέλαβα την διάσταση του οικουμενικού διαλόγου και άρχισα να το διασκεδάζω, διότι συν τω Βασιλειάδη ανακάλυψα και μια άλλη χριστιανική διάσταση προς το αντάμωμα των θρησκειών, άρχισαν και κάποιες επιστημονικές διαφωνίες σχετικώς, χωρίς όμως τον φόβο της παρεξήγησης. Διότι στις στιγμές της διαφωνίας φαίνονται και οι προσωπικότητες των ανθρώπων. Έτσι μπορώ σήμερα να καταθέσω πως ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ό,τι διδάσκει εδώ και δεκαετίες, άνθρωπος δηλαδή της μετριοπάθειας και της καταλλαγής, με αμείωτο πάθος γι’ αυτό που κάνει και πνεύμα ελευθερίας. Και ακριβώς αυτό το πνεύμα ελευθερίας τον έκανε να είναι γενναιόδωρος με πολλούς μαθητές και κατοπινούς συνεργάτες του, διότι τους προσέφερε ανιδιοτελώς, με τις ποικίλες πρωτοβουλίες του, διόδους επικοινωνίας με εκκλησίες, οργανισμούς και πλήθος άλλων ιδρυμάτων στα πέρατα της οικουμένης.

Αγαπητέ φίλε δάσκαλε, προσωπικώς σας ευχαριστώ για την άριστη επικοινωνία, συναδελφική και επιστημονική, και το πνεύμα ελευθερίας που σας διακατέχει και αποτυπώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις σας και στις συνεργασίες σας. Από τη συνάντηση αυτή, που διοργανώθηκε προς τιμήν σας, ευκόλως κανείς διαπιστώνει πώς πολλοί είναι αυτοί που σας γνωρίζουν, σας τιμούν και σας αγαπούν. Η συνάντηση αυτή στάθηκε μια ευκαιρία για να καλωσορίσει το Τμήμα μας την οικουμενική ορθοδοξία και τους φορείς της, οι οποίοι εργάζονται για την διάδοση και μαρτυρία του ορθόδοξου χριστιανικού λόγου ανά τον κόσμο με πνεύμα κοσμοπολίτικο. Χαίρω δε που βλέπω πως τώρα, ελεύθερος από τις υποχρεώσεις του Πανεπιστημίου, ανοίξατε και πάλι πανιά για την υλοποίηση πλήθους πρωτοβουλιών στην ημεδαπή και την αλλοδαπή.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.