Χαράλαμπος Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, Critical Approaches to the Bible 19, Θεσσαλονίκη, Ostracon, 2019 (σελ. 1264)

Από τον πρόλογο του βιβλίου

Η Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.), είναι η συλλογή κειμένων που αναφέρονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Τα κείμενα αυτά είναι το αποτέλεσμα της πρόσληψης του προσώπου και της διδασκαλίας του Ιησού από την Γαλιλαία του Ισραήλ. Ο μεγάλος αυτός Ισραηλίτης δίδαξε σε μια απόμερη για τα ρωμαϊκά δεδομένα της εποχής περιοχή. Αυτό που είχε να επιδείξει στην ανθρωπότητα η περιοχή του Ισραήλ ήταν το μεγάλο θρησκευτικό της κέντρο, η Ιερουσαλήμ, και η μοναδική μονοθεϊστική της παράδοση. Ο Ιησούς ανδρώθηκε με την ισραηλιτική αυτή παράδοση, έδρασε όμως στη Γαλιλαία, μακριά από το κέντρο της, την Ιερουσαλήμ. Εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του, εκεί μετάδωσε τις σκέψεις του και τα όνειρά του σε απλούς ανθρώπους της καθημερινής βιοπάλης. Αυτοί τον προσέλαβαν με τις δικές τους, κατά τον H. G. Gadamer, προϋπάρχουσες κατανοήσεις ή κρίσεις και στη συνέχεια μας τον παρέδωσαν, όχι, όπως πραγματικά ήταν, αλλά όπως αυτοί κατανόησαν ή έκριναν ότι ήταν. Η κατανόηση, δηλαδή, των ακροατών αυτών του Ιησού για τον Ιησού έγινε μέσα από την προϋπάρχουσα κρίση τους. Έμοιαζε κάπως, όπως με αυτό που αναφέρει ο ποιητής στο παραπάνω ποίημα. Την πρόσληψη αυτή του προσώπου και της διδασκαλίας του Ιησού καταγράφει η παρούσα Θεολογία της Κ.Δ.

Σημειώνουμε ότι η Κ.Δ. μαζί με την Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.), αποτελούν, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση «…τους εκλεκτούς και εύχυμους καρπούς της παραδοσιακής ζωής» της Εκκλησίας, το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να διερευνάται επιστημονικά. Η σπουδή της Κ.Δ. πραγματοποιείται από τους εξής τέσσερις επιστημονικούς κλάδους έρευνας, την Ιστορία της εποχής της Κ.Δ., την Εισαγωγή της Κ.Δ., την Ερμηνεία της Κ.Δ. και την Θεολογία της Καινής Διαθήκης.

Ειδικότερα, ο κλάδος της Θεολογίας της Κ.Δ. ασχολείται κατά τρόπο συστηματικό με την καταγραφή της θεολογίας και της ηθικής που αναπτύσσονται στα κείμενα της Κ.Δ. Ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο στάδιο της έρευνας της Κ.Δ. Με άλλα λόγια, αν η Εισαγωγή στην Κ.Δ. αποτελεί το προστάδιο και την απαραίτητη προϋπόθεση για μια κατά το δυνατό σωστότερη ερμηνεία της Κ.Δ., η Θεολογία της Κ.Δ. αποτελεί το επιστέγασμα και τη συστηματική διατύπωση του περιεχομένου της διδασκαλίας της.

Ταυτόχρονα, η Θεολογία της Καινής Διαθήκης από ορθόδοξη σκοπιά δεν υποκαθιστά τη γενικότερη θεολογία της Εκκλησίας, όπως αυτή είναι διατυπωμένη από τον επιστημονικό κλάδο της Δογματικής. Απλά, η Θεολογία της Κ.Δ. αποτελεί το πρώτο –και ως εκ τούτου σημαντικότερο– στάδιο έκφρασης της θεολογίας της εκκλησιαστικής παράδοσης.

Σημειώνουμε επίσης ότι το παρόν έργο αποτελεί μια απόπειρα συγγραφής μιας Θεολογίας της Κ.Δ., για τη σύνταξη του οποίου υιοθετούμε συγκεκριμένες επιστημονικές θέσεις, που αφορούν τον χαρακτήρα μιας Θεολογίας της Καινής Δαθήκης. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαξιώνουμε άλλες εναλλακτικές προτάσεις· απλά, θεωρούμε ότι με την επιλογή αυτή, δίνονται καταλληλότερες λύσεις στα ποικίλα ζητήματα που εξετάζει ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος και τα οποία εμφανίζονται και απαιτούν τη λύση τους κατά τη σύνταξη μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης.

Ως εκ τούτου το έργο μας υπόκειται στην κρίση των ειδικών για το ορθό ή μη των όποιων επιλογών.

Οι θέσεις που επιλέγουμε είναι οι ακόλουθες: 1) Πρώτα, ακολουθούμε τη βασική θέση του H. G. Gadamer ότι η γνώση διαμορφώνεται στη βάση προϋπαρχουσών κατανοήσεων ή κρίσεων ή στερεότυπων (Vorverständnisse ή Vorurteile) των ανθρώπων. Μέσα από αυτές οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τελικά τα εκάστοτε γεγονότα και τις εκάστοτε προφορικές ή γραπτές παραδόσεις. 2) Έπειτα προϋποθέτουμε και εφαρμόζουμε τη συνδυαστική ερμηνεία των κειμένων της Κ.Δ., την οποία ονομάζουμε «απολλώνια και διονυσιακή ερμηνεία». Κατόπιν, καταγράφουμε τα πορίσματα που αφορούν την Θεολογία της Κ.Δ. Η συνδυαστική αυτή ερμηνευτική προσέγγιση των κειμένων, εξαιτίας των πολλαπλών ερμηνειών που αυτή προσφέρει, ταιριάζει και με τις αντιλήψεις που κυριαρχούν στη σημερινή εποχή, στην εποχή της μετανεοτερικότητας ή ύστερης νεοτερικότητας. Επίσης ταιριάζει και με την αντίληψη ότι η αλήθεια δεν είναι μόνον μία, αλλά πολλές, και ότι ένα κείμενο είναι δεκτικό πολλών αναγνώσεων. 3) Υιοθετούμε την άποψη που δέχεται τη συνέχεια των παραδόσεων της Κ.Δ., των προ-πασχάλιων και των μετά-πασχάλιων. Θεωρούμε δηλαδή, ότι οι θεολογικές παραδόσεις μέσα στα κείμενα της Κ.Δ. συνδέονται μεταξύ τους και δεν υποβαθμίζεται καμία από αυτές. Ταυτόχρονα όμως, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας την ιδιαιτερότητά τους. 4) Αποδεχόμαστε και εφαρμόζουμε την άλλη θέση που υποστηρίζει την ποικιλομορφία των θεολογικών παραδόσεων της Καινής Διαθήκης. Δηλαδή, εκείνη κατά την οποία τα κείμενα της Κ.Δ. λογίζονται ως πνευματικά δημιουργήματα που αντανακλούν πολλές και σε διαφορετικό χρόνο και συνθήκες διαμορφωμένες θεολογικές παραδόσεις. Επομένως, αυτές τις εξετάζουμε χωριστά και κατά τρόπο ιστορικό. Γι’ αυτό, το έργο μας είναι μια ιστορική Θεολογία της Κ.Δ., όχι θεματική και συστηματική. 5) Θεωρούμε ότι η εργασία αυτή δεν είναι Βιβλική Θεολογία της Καινής Διαθήκης. Δεν υιοθετούμε δηλαδή την θέση περί θεολογικής ενότητας των δυο Διαθηκών. Γιατί, αν και η Παλαιά  Διαθήκη αποτελεί την κυριότερη συλλογή κειμένων και τη σημαντικότερη πηγή θεολογικής έμπνευσης για την Κ.Δ., εντούτοις δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι η Κ.Δ. αντλεί τις ιδέες της και εμπνέεται θεολογικά και από άλλες πηγές. 6) Κρίνουμε ότι η Θεολογία της Κ.Δ. πρέπει να περιορισθεί στα κείμενα του Κανόνα της Κ.Δ., συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικά αποδεδειγμένης πηγής των Λογίων (Q). Το έργο λοιπόν, είναι «Θεολογία της Καινής Διαθήκης» και όχι «Ιστορία της θεολογίας του πρώτου χριστιανισμού». 7) Επειδή η Θεολογία της Κ.Δ. αποτελεί μέρος της χριστιανικής θεολογίας που ασχολείται με τον Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε στην ιστορία του Ισραήλ και μέσω του Ιησού Χριστού, και δεν εξετάζει τις μορφές εμφάνισης των θρησκειών, γι’ αυτό την θεωρούμε ως θεολογία της Καινής Διαθήκης και όχι ως ιστορία της θρησκείας του πρώτου χριστιανισμού. 8) Προσπαθούμε να δείξουμε ότι η Θεολογία της Κ.Δ. δεν είναι ένα αρχαιολογικό μουσείο ιδεών, αλλά ότι αυτή είναι σε θέση να εμπνεύσει τον σημερινό με-τανεοτερικό άνθρωπο.

Επισημαίνουμε ότι η παράθεση της συγκεκριμένης θεολογίας της Κ.Δ. είναι θεματική και αναφέρεται σε κάθε βιβλίο της Κ.Δ. ξεχωριστά. Εξετάζει δηλαδή τις επιμέρους θέσεις του κάθε βιβλίου για τον Θεό, τον Ιησού Χριστό, την εκκλησία, τον άνθρωπο, τα έσχατα κ.λπ. Αυτόν τον τρόπο παράθεσης ακολουθούμε και ως προς την θεολογία του απ. Παύλου, εκτός συγκεκριμένων και αναγκαίων εξαιρέσεων. Δεν υιοθετούμε δηλαδή, τη συνήθη τακτική που εφαρμόζεται στις περισσότερες Θεολογίες της Κ.Δ., να παρουσιάζεται η θεολογία του αποστόλου κατά τρόπο συγκεντρωτικό και όχι για κάθε μια επιστολή ξεχωριστά.

Στην παρούσα Θεολογία της Κ.Δ., αρχίζουμε με την Εισαγωγή. Ακολουθούν η παράθεση της θεολογίας του Ιησού και των θεολογιών του Πρώτου Χριστιανισμού, των Επιστολών του απ. Παύλου, της Πηγής των Λογίων (Q), των Συνοπτικών Ευαγγελίων, των Πράξεων των Αποστόλων, των Δευτεροπαύλειων Επιστολών, της προς Εβραίους Επιστολής, των Καθολικών Επιστολών, της Ιωάννειας Γραμματείας (κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και Α΄, Β΄, Γ΄ Επιστολές Ιωάννου) και της Αποκάλυψης Ιωάννου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.