Δήμητρα Α. Κούκουρα, Η Ορθόδοξη μαρτυρία στην Επισκοπή Αρούσας

Εισήγηση της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ σε εσπερίδα της Ιεραποστολικής Στέγης Αγίου Διονυσίου έν Ολύμπῳ (Κατερίνη, Σεπτέμβριος 2019)

Η Αρούσα είναι μία όμορφη αφρικανική πόλη με πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο. Αναπτύχθηκε μέσα στην καταπράσινη φύση, στη βoρειοδυτική Τανζανία στα σύνορα με την Κένυα, κάτω από τη σκιά του Κιλιμάντζαρου. Αυτό το υψηλότερο βουνό της Αφρικής μαζί με δύο φημισμένα εθνικά πάρκα προσελκύουν στην Αρούσα πληθώρα επισκεπτών από όλη τη γη.

Τον Μάρτιο του 2018, όμως,  στις παρυφές της Αρούσας, σ’ ένα συνεδριακό κέντρο της εποχής της βρετανικής κυριαρχίας, μαζεύτηκαν χίλιοι περίπου εκπρόσωποι από όλη τη Χριστιανοσύνη για το 14ο Συνέδριο Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (WCME) του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (WCC). Σε αυτή τη συνάντηση που επαναλαμβάνεται περίπου κάθε οκτώ χρόνια, οι Χριστιανοί που ασχολούνται με την ιεραποστολή ανταλλάσσουν εμπειρίες και σκέψεις για τη μαρτυρία του Ευαγγελίου στον κόσμο. Ανάμεσα στους πολυπληθείς συνέδρους, άνδρες, γυναίκες, κληρικούς και λαϊκούς, επί το πλείστον νεαρής ηλικίας από όλες τις Ηπείρους, εκπροσώπους από ποικίλες προτεσταντικές ομολογίες, ιεραποστολικές οργανώσεις και ομάδες, συμμετείχε μία ολιγάριθμη αντιπροσωπεία Ρωμαιοκαθολικών και δεκάδες εκπρόσωποι των Αρχαίων Ανατολικών και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών μελών του ΠΣΕ.

Οι εργασίες διήρκησαν μία εβδομάδα 8-13 Μαρτίου και οι σύνεδροι προσέγγισαν το θέμα της μαθητείας στον Χριστό. Διαδήλωσαν τη σταθερή τους αφοσίωση στη μεταφορά του Ευαγγελίου μέχρι τα γεωγραφικά έσχατα της γης αλλά και σε όλα τα στρώματα των αποχριστιανοποιημένων κοινωνιών στο Βόρειο Ημισφαίριο. Ο ιεραποστολικός ζήλος, η συνέπεια, ο ενθουσιασμός και η συναίσθηση της ευθύνης δέσποζαν σε όλες τις εκδηλώσεις του μεγάλου αυτού συνεδρίου, που είχε έντονα τα χαρακτηριστικά ρυθμού και χαράς των Αφρικανικών χριστιανικών κοινοτήτων που το φιλοξένησαν και το πλαισίωσαν αθρόες. Για τους μη εφησυχασμένους Ορθοδόξους ήταν μία αφορμή σοβαρού προβληματισμού: Κι εμείς τί κάνουμε; Η απάντηση δεν είναι αρνητική: κάτι κάνουμε, προσπαθούμε, αλλά δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται οπωσδήποτε παραπάνω. Κάτι πολύ παραπάνω.

Στις 11 Μαρτίου, Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, ο Επιχώριος Επίσκοπος Αρούσας Θεοφιλέστατος κ. Αγαθόνικος προσκάλεσε τους Ορθοδόξους συνέδρους να λειτουργηθούν στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο κέντρο της Αρούσας. Ήταν ένα διορθόδοξο δοξαστικό συλλείτουργο, σφραγίδα της ενότητας των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών, όπου οι ύμνοι και οι ευχές ακούστηκαν σε διάφορες γλώσσες και όλοι μαζί λειτουργοί κληρικοί και συλλειτουργοί λαϊκοί εκ περάτων της γης με τους Αφρικανούς Ορθοδόξους έψαλλαν στο τέλος: «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον…» Κι επειδή αυτό το αναστάσιμο φως εξέρχεται από τον ναό, για να φωτίσει τους «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου», όλο το εκκλησίασμα στη συνέχεια με ενδιαφέρον άκουσε τις τωρινές ιεραποστολικές προσπάθειες των Ορθοδόξων και ειδικότερα στην Τανζανία. Πρόκειται για το κράτος που προέκυψε το 1964 από τη συνένωση της Δημοκρατίας της Ταγκανίκα και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ζανζιβάρης και της Πέμπα.

Το έτος 1952 δωρητές, μέλη της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας της τότε Ταγκανίκας,  έκτισαν τον στέρεο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τον μοναδικό ακόμη στην Αρούσα, μέσα στη μεγάλη ιδιόκτητη έκταση με το άριστα εξοπλισμένο ελληνικό σχολείο που και σήμερα λειτουργεί ως πρότυπο διεθνές υψηλών προδιαγραφών και επιδόσεων. Ο Αρχιμ. Νικόλαος Σαρίκας (+1941), σεβάσμιος κληρικός του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ελληνικών κοινοτήτων στη Δυτική και Νότιο Αφρική, όσο βρισκόταν στην Αρούσα (1934) ήταν ο πρώτος που ήρθε σε επαφή με αξιόλογους Αφρικανούς από την Ουγκάντα, που αναζητούσαν τις πρώτες ρίζες του Χριστιανισμού και τους συνέδεσε με την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η αναζωπύρωση του χρέους της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εξωτερική ιεραποστολή,  με τη θεολογική τεκμηρίωσή της από τις μελέτες του νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου και τον ζήλο τον δικό του και της ομάδας που συγκρότησαν στην Αθήνα τον Σύλλογο και το Περιοδικό «Πορευθέντες», επαύξησε τη σπορά της Ορθοδοξίας στην Αφρικανική γη. Το 1964, το βράδυ  της χειροτονίας του εις πρεσβύτερον, άρχισε την επιτόπια ιεραποστολική εργασία στη δικαιοδοσία της Ι. Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως, Ουγκάντα, Τανζανία και Κένυα και αργότερα ως Επίσκοπος Ανδρούσης τοποτηρητής αυτής της Μητροπόλεως (1981-1990) συνέβαλε στη συστηματική συγκρότηση και προκοπή των Ορθοδόξων κοινοτήτων: με το μεταφραστικό έργο λειτουργικών βιβλίων, την κατήχηση, την οργάνωση και διεύθυνση επί μια δεκαετία της Ιερατικής Σχολής στη Ναϊρόμπη για την κατάρτιση τοπικού κλήρου, με την οικονομική ενίσχυση των κοινοτήτων, την υγειονομική περίθαλψη κ.ο.κ. Το παράδειγμα του Επισκόπου Ανδρούσης, Καθηγητού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και  Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για μία δεκαετία τοποτηρητή της Ι. Μ. Ειρηνουπόλεως κ. Αναστασίου, (1981-1991), οι θρησκειολογικές και ιεραποστολικές μελέτες  του και το σύνθημά του ότι το μέλλον του παλαίφατου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ευρίσκεται στην Υποσαχάρια Αφρική, ενέπνευσαν έκτοτε πολλούς κληρικούς και λαϊκούς, ώστε να μεταφέρουν το αναστάσιμο φως στην Αφρικανική Ήπειρο.

Ανάμεσά τους, μαθητής, όπως ο ίδιος δηλώνει, και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος (2004-). Γνώστης των συνθηκών της Αφρικής από τη μακροχρόνια θητεία του στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (1990-) και ειδικότερα στις Ιερές Μητροπόλεις Καμερούν (1997-2002) και Ζιμπάμπουε (2002-2004), μεριμνά ποικιλοτρόπως για την πρόοδο των Ορθοδόξων κοινοτήτων. Ώστε να δυναμώνει το φως στα μικρά λυχνάρια που λάμπουν την Ορθόδοξη παράδοση διάσπαρτα στην απέραντη δαιδαλώδη αφρικανική Ήπειρο και οι πιστοί σταθερά να αυξάνουν εις αριθμόν, χάριν και μαρτυρίαν του Ευαγγελίου.

Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα ο ίδιος ομολόγησε για την αποστολή του, με φωνή και βλέμμα που πρόδιδαν συγκίνηση, στους Αφρικανούς σπουδαστές της Θεολογικής Σχολής στην Κινσάσα: «ο τίτλος που μου έχει δώσει η Ιστορία περιέχει πολλά χαρακτηριστικά, που το καθένα έχει μία βαρύνουσα σημασία για τον αποστολικό θρόνο της Αλεξανδρείας. Όμως εγώ, παιδιά μου, θα ήθελα να με αποκαλούν και μόνον Πατριάρχη της Αφρικής! Γιατί εσείς είστε το μέλλον της Εκκλησίας μας

Το έτος 2016 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ιδρύθηκε η Επισκοπή Αρούσας και Κεντρικής Τανζανίας και εκλέχτηκε ο πρώτος Επίσκοπός της κ. Αγαθόνικος, μέχρι τότε Σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής του Αγίου Αθανασίου και Διευθυντής του ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Γραφείου. Ο Θεοφιλέστατος, στο πέρας της θείας λειτουργίας της Σταυροπροσκυνήσεως και στη συνέχεια στο γεύμα που παρέθεσε η φιλόξενη ελληνική κοινότητα σε όλο το εκκλησίασμα, περιέγραψε στους συνέδρους το ιεραποστολικό έργο, που επιτελείται στην Επισκοπή του με τη συμπαράσταση του συναθλητή του Αρχιμ. π. Πορφυρίου, μοναχού της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, ομάδας Αφρικανών στελεχών και τη συνδρομή ευλαβών Χριστιανών κυρίως από την Πιερία. Είναι όλοι εκείνοι  που συνειδητοποιούν ότι ο θησαυρός της πίστεως δόθηκε,  για να μοιράζεται και να πολλαπλασιάζεται και γι αυτόν τον λόγο στο μέτρο των δυνατοτήτων τους βοηθούν αυτό το έργο.

Οι ακμάζουσες Ορθόδοξες κοινότητες της Επισκοπής και το ιεραποστολικό κέντρο με έργα υποδομής ευρίσκονται στην Κεντρική Τανζανία, στην περιοχή της Ιρίγκα, ενώ στην Αρούσα, έδρα της Επισκοπής, το κατηχητικό έργο αρχίζει να δραστηριοποιείται στις μέρες μας. Το κύριο μέλημα του Επισκόπου παραμένει σταθερά η μεταφορά της Ορθόδοξης πίστης στους Αφρικανούς, που αναζητούν την πίστη των Αποστόλων, όπως διαφύλαξε διαμέσου των αιώνων η Ορθοδοξία, με σεβασμό στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους και κατά το δυνατόν φροντίδα για την ανακούφιση των πολλαπλών τους αναγκών. Έργο δύσκολο που απαιτεί προσευχή, επιμονή, γνώση και συναντίληψη, εφόσον η ιεραποστολή είναι συλλογική προσπάθεια. Όχι μόνον των απεσταλμένων στην Αφρική αλλά και μιας αλυσίδας ανθρώπων, συλλόγων, συνδέσμων, ενοριών, Μητροπόλεων, της Αποστολικής Διακονίας, που συνειδητοποιούν ότι το φως που εμείς πήραμε είναι δωρεά, για να προσφέρεται και σε εκείνους που δεν την έχουν γνωρίσει.

Ο Μακαριώτατος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. Θεόδωρος Β΄, την ημέρα που ενθρόνισε τον κ. Αγαθόνικο στην Αρούσα φανέρωσε το όραμά του για την έδρα της Επισκοπής: να καταστεί το Ιεραποστολικό Κέντρο της Ανατολικής Αφρικής με Θεολογική Ακαδημία και κεντρικό τυπογραφείο για τις μεταφράσεις λειτουργικών βιβλίων και κατηχητικών εγχειριδίων, που θα καλύπτουν τις ανάγκες όλων των ιεραποστολικών κλιμακίων της Ανατολικής Αφρικής.

Οι «χώρες είναι παντού λευκές προς θερισμόν» και οπωσδήποτε στη σοκολατένια Αφρικανική Ήπειρο. Η δέησή προς τον Κύριο του θερισμού είναι να αναδεικνύει εργάτες και σε εκείνους που εργάζονται ανυστάκτως σε δύσκολες εξωτερικές συνθήκες  με ποικίλα ασθενήματα του «οστρακίνου σκεύους» να χαρίζει δυνάμεις, υγεία και αντοχές.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.