Ο χαιρετισμός του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. Καθηγητή Παναγιώτη Σκαλτσή στο συνέδριο με θέμα: «Τό πρόβλημα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: Ἀπό τό βουλγαρικό σχίσμα μέχρι σήμερα»

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Τό Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί ἡ Ἱερά Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, συναντῶνται σήμερα ὑπό τήν Πατριαρχική σας σκέπη καί εὐλογία στόν ἱστορικό, φιλόξενο καί πανεύφημο αὐτό χῶρο τῆς καρδιᾶς σας καί τῶν ὁραματισμῶν σας, προκειμένου νά φέρουν σέ πέρας τίς ἐργασίες τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα: «Τό πρόβλημα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: Ἀπό τό βουλγαρικό σχίσμα μέχρι σήμερα». Ἐκλεκτοί εἰσηγητές καί εἰδικοί ἐπιστήμονες, ἀπό τό Τμῆμα Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ, τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ καί ἐκτός αὐτῶν, θά ἐπιχειρήσουν νά φωτίσουν τήν ἐξέλιξη τοῦ φαινομένου τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ἀπό τήν ἐμφάνισή του, τήν ἐξέλιξή του κατά τή διάρκεια τοῦ 20ου αἰ. καί τίς σύγχρονες ἐκφάνσεις του.

Ἔχει γραφτεῖ ὅτι «ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι σήμερα ὁ ἐθνοφυλετισμός»[1]. Καί τοῦτο διότι ὁ φυλετισμός ὡς ἔκφραση ρατσιστική, σοβινιστική καί μισαλλόδοξη εἶναι ἀντίθετη μέ τό οἰκουμενικό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί τήν μέ ἐκκλησιολογικούς ὅρους κατανόηση τῆς ἔννοιας τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι βιβλική ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» [2]. Ἡ προέλευσή της δηλαδή, ἡ φύση καί ἡ ἀποστολή της εἶναι θεία. Γι’ αὐτό εἶναι καθολική καί παγκόσμιος μέ χαρακτήρα ὑπερεθνικό, οἰκουμενικό καί πανανθρώπινο. Αὐτήν τήν ἀλήθεια ἀναδεικνύουν καί τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην», «βάρβαρος καὶ Σκύθης», «ἀλλά πάντες εἷς ἐσιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» [3]. «Εἶναι, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός Καθηγητής τῆς Δογματικῆς Ἰωάννης Καρμίρης, ἑνιαῖον καὶ καθολικὸν σῶμα Χριστοῦ, ὅπερ οὐ μεμέρισται, σῶμα πνευματικόν, ὅλον, ἀδιαίρετον, αἰώνιον, κυβερνώμενον ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ» [4].

Ἡ καθολικότητα καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ δέν ἔχει μόνο βιβλικό καί ἀποστολικό ἔρεισμα. Θωρακίσθηκε στήν ἱστορική της πορεία διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων της καί βιώνεται καθημερινά στή λειτουργική της προσευχή καί στά Μυστήρια, διά τῶν ὁποίων, κατά τόν Ἱερόν Καβάσιλα, «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται».

Ἡ Ἐκκλησία τονίζει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ «εἶναι ὁ νέος λαὸς τῆς χάριτος, ὁ ὁποῖος δέν ταυτίζεται μέ κανένα φυσικὸν ἢ ἐπίγειον ἔθνος… Εἶναι τὸ tertium genus, τὸ τρίτον ἔθνος, πού σχηματίζεται κατὰ ἐντελῶς διαφορετικὸν τρόπον· ὄχι διὰ τῆς γεννήσεως, ἀλλὰ διὰ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ὕδατος· διὰ τῆς χάριτος τῆς υἱοθεσίας, διὰ τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς υἱοθεσίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, “παρ’ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται”». Στή θεία Εὐχαριστία ἐπίσης, καί κυρίως σέ αὐτήν, κατά τό «Εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» [5], γίνεται ἡ ὑπέρβαση κάθε διάκρισης πού ἀφορᾶ τή φυλή, τήν ἐθνότητα, τή γλώσσα καί ἡ ἑνότητα, ἀλλά καί καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος βρίσκουν τήν πλήρη ἔκφρασή τους.

Ὁ ἐθνοφυλετισμός δέν προσεγγίζει μέ αὐτά τά εὐαγγελικά, ἐκκλησιολογικά, κανονικά καί θεολογικά κριτήρια τήν Ἐκκλησία. Ἐμπνεόμενος ἀπό ἰδεολογικοπολιτικές θεωρίες καί φυλετικά συμφέροντα διαιρετικοῦ, κοσμικοῦ καί συγκρουσιακοῦ χαρακτῆρα ταλάνισε τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες καί κυρίως ἀπό τόν 19ο αἰ. καί ἑξῆς ἕως καί τίς μέρες μας. Συνέβαλε ἔτσι στή δημιουργία ἐρίδων, φατριῶν καί σχισμάτων στό ἀδιαίρετο καί ἑνιαῖο ἐκκλησιαστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δικαιώνεται ἀπόλυτα ἡ παρατήρηση τοῦ Τ. Φίτζεραντ ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός λειτούργησε ὡς πρόκληση ἀπέναντι στήν ἱστορία.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς θεσμός ὑπερεθνικός καί πνευματικός πού ἀγκαλιάζει τούς πάντες μέ ἀγάπη στήριξε τό λαό τοῦ Θεοῦ καί τόν προστάτεψε ἀπό αὐτή τήν πρόκληση. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό ἐπί Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Μεγάλου παράδειγμα τῶν φωτιστῶν τῶν Σλάβων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι διέδωσαν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση χωρίς ἰδεολογικές ἐμμονές καί φυλετικές προκαταλήψεις. Τό 1872 καταδικάστηκε Συνοδικά ἐδῶ στήν Κωνσταντινούπολη ὁ φυλετισμός ὡς ἀντικείμενος «τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσι τῶν μακαρίων Πατέρων ἡμῶν». Γιά τό φαινόμενο αὐτό πού διασπᾶ τήν Μίαν καί Καθολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἔγραψε καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ τό 1904 πρός τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες[6]. Σέ κείμενα ἐπίσης Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ὅπως π.χ. αὐτῆς τοῦ 1986 στό Σαμπεζύ, ἐπισημαίνεται ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία χωρίς συμβιβασμούς καταδικάζει τό ἀπάνθρωπον σύστημα τῶν φυλετικῶν διακρίσεων καί τήν ἱερόσυλον διακήρυξιν περί δῆθεν συμφωνίας αὐτῶν πρός τά χριστιανικά ἰδεώδη». Ἀνάλογο εἶναι καί τό περιεχόμενο Μηνυμάτων τῶν Προκαθημένων στό Φανάρι καί ἀλλοῦ, ἀλλά καί κειμένων τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ὅτι δηλαδή ὁ ἐθνοφυλετισμός ἀντίκειται στίς θεωρητικές καί Κανονικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὅλα αὐτά μαρτυροῦν ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός ὡς παρέκκλιση ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τή διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τήν Κανονικολειτουργική παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζει καί στίς μέρες μας νά ἀποτελεῖ πρόκληση γιά τήν ἑνότητα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Χρέος ὅλων μας, τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς θεολογικῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας εἶναι νά στηλιτεύονται καί ἀποκαλύπτονται ὅλο καί περισσότερο οἱ φυλετικές καί ἐθνικιστικές σκοπιμότητες.

Τό μήνυμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τό σύγχρονο κόσμο διατυπώθηκε μέ σαφήνεια στό σχετικό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού συνεκλήθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης: «Βασική προτεραιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στηριγμένη στή θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὑφισταμένη ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρνει νέους καρπούς. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινη κοινωνία, πρόγευση καί βίωση τῶν Ἐσχάτων ἐντός τῆς θείας Εὐχαριστίας» [7].

Μέ τίς σκέψεις αὐτές, Παναγιώτατε, ἐπιτρέψτε μου, ὡς Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ, νά χαιρετίσω τίς ἐργασίες τοῦ παρόντος Συνεδρίου καί νά εὐχηθῶ πλήρη εὐόδωση τῶν στόχων του, ἀφοῦ βεβαίως προηγουμένως ἐκφράσω τίς πλέον θερμές εὐχαριστίες πρός τό σεπτό πρόσωπό σας γιά τήν ὑψηλή ἐδῶ παρουσία σας καί τήν Πατριαρχική ἐπευλόγηση τοῦ Συνεδρίου. Εὑχαριστῶ ἐπίσης τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἐρυθρῶν κ. Κύριλλο, τόν καί Καθηγούμενον τῆς Ἱ.Μ. Ἁγίας Τριάδος Χάλκης, γιά τήν συνδιοργάνωση τοῦ Συνεδρίου καί τήν ἐδῶ φιλοξενία τῶν συνέδρων. Εὐχαριστίες ὀφείλω τόσο στίς Πρυτανικές Ἀρχές τοῦ ΑΠΘ γιά τήν ἠθική καί οἰκονομική των στήριξη, ὅσο καί στόν Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Καθηγητή κ. Θεόδωρο Γιάγκου γιά τήν ἐδῶ παρουσία του, τόν ὡραῖο Χαιρετισμό του, ἀλλά καί τήν συμμετοχή του ὡς εἰσηγητής στό Συνέδριο.

Εὐχαριστῶ

Πολλά τά ἔτη σας

[1] Μητροπ. Γέροντος Περγάμου Ἰωάννου, Κόσμου Λύτρον, 2014, σ. 184.

[2] Ἰω. 18, 36.

[3] Γαλ.3,28· Κολ. 3, 11· πρβλ. Ἐφ. 2, 14· Ρωμ. 11,12.

[4] Πρακτικά τοῦ Δεύτερου Συνεδρίου Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἀθῆναι 12-29 Αὐγούστου 1976, σ. 470.

[5] Α΄ Κορ. 10, 17.

[6] Ἰωάννη Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα…, τόμ. ΙΙ2, σ. 1040.

[7] Βλ. Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδη, Ἡ Ἐκκλησιολογική πρόκληση μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 234.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.