Χαράλαμπος Γ. Ατματζίδης, «Ο απόστολος Παύλος και ο εθνοφυλετισμός. Μια προσέγγιση του Γαλ 3,28»

Η εισήγηση του Αναπλ. Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο συνέδριο που διεξάγεται στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης με θέμα: «Το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία: Από το βουλγαρικό σχίσμα μέχρι σήμερα»  

Η Αγία Γραφή (Παλαιά Διαθήκη και Καινή Διαθήκη) αποτελεί σύμφωνα με τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα έναν από τους πιο εύχυμους καρπούς της χριστιανικής παράδοσης. Έτσι είναι αυτονόητο να εξεταστεί και το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού σε σχέση με τον πυλώνα αυτό του χριστιανισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα επιχειρήσω να εξετάσω το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού με την βοήθεια του κατεξοχήν θεωρητικού του πρώτου χριστιανισμού, τον απόστολο Παύλο, και με όσα ο ίδιος αναφέρει σχετικά στο Γαλ 3,28.

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι

Το εκκλησιαστικό-κοινωνικό φαινόμενο του εθνοφυλετισμού είναι ένα φαινόμενο της νεοτερικότητας που απασχόλησε και απασχολεί ιδιαίτερα τους ειδικούς. Επ’ αυτού είναι κατατοπιστικά, όσα αναφέρει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, οποίος σημειώνει, μεταξύ των άλλων, ότι

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι σήμερα ο εθνοφυλετισμός. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι περισσότερες από τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν διαμορφωθεί ιστορικά με βάση τις αρχές του έθνους-κράτους και της προτεσταντικής αρχής «Cuius regio eius religio» ή τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού περί Έθνους[1].

 Ο Περγάμου συνεχίζει και τονίζει:

…Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία δεν προσφέρεται για τέτοιες απόψεις. Η βάση για την ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι το έθνος, αλλά η γεωγραφική περιοχή: όλοι εκείνοι που ζουν σε ένα συγκεκριμένο τόπο, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, ανήκουν εκκλησιαστικά στον ένα Επίσκοπο εκείνης της περιοχής, και η ύπαρξη ενός εθνικού κράτους δεν οδηγεί αναγκαστικά σε νέα και ανεξάρτητη Εκκλησία»[2].

Ο Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης ορθά εντοπίζει το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού στην απουσία της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας και στην αγνόηση του ρόλου του επισκόπου. Ταυτόχρονα όμως θεωρώ ότι η εξέταση του προβλήματος κάτω από το πρίσμα της Καινής Διαθήκης μπορεί να μας διαφωτίσει περισσότερο.

Βέβαια θα προβληθεί η ένσταση, πώς μπορεί ένα κείμενο του πρώτου αιώνα μ.Χ. να συνδυαστεί με ένα «προϊόν» της νεοτερικότητας. Η ένσταση όμως αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, μετέωρη. Θεωρώ ότι πολλά στοιχεία της νεοτερικότητας και της μετανεοτερικότητας καθρεφτίζονται στα κείμενα της  Καινής Διαθήκης, του διαχρονικού αυτού κειμένου και ταυτόχρονα καταστατικού χάρτη των χριστιανών. Μάλιστα, όπως είχα την ευκαιρία ν’ αναπτύξω, τα κείμενα της Καινής Διαθήκης μπορούν ν’ αποτελέσουν σήμερα ασφαλείς οδοδείκτες για την αποφυγή τέτοιων αρνητικών θεολογικών-κοινωνικών φαινομένων[3], σήμερα την εποχή της μετανεοτερικότητας.

Ένα καινοδιαθηκικό παράδειγμα τέτοιου οδοδείκτη αποτελεί, κατά την γνώμη μου, η παρακάτω φράση του απ. Παύλου στην προς Γαλάτας επιστολή:

οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Γαλ 3,28) [4].

Η φράση αυτή του Παύλου απασχόλησε και απασχολεί παλαιότερους και νεότερους ερευνητές, οι οποίοι την αξιολόγησαν και την αξιολογούν, άλλοτε αρνητικά και άλλοτε θετικά. Αναφέρω ως παράδειγμα τον D. Boyarin[5], ο οποίος στο έργο του για τον απ. Παύλο  με το τίτλο A Radical Jew: Paul and the Politics of Identity, αναλύει το Γαλ 3,28 και εκφράζει, μεταξύ των άλλων, την ανησυχία του για την τάση αυτή του Παύλου να σχετικοποιεί οπτικές και πολιτισμικά σύμβολα στο πλαίσιο του χριστιανισμού. Πρόκειται, κατά τον Boyarin, για μια πράξη επικίνδυνη για την πολιτισμική ιδιαιτερότητα που μπορεί να προκαλέσει την ομογενοποίηση του πολιτισμού.

Παράλληλα με την ενδεικτική αναφορά μου στον Boyarin και την αφοριστική θέση του για το Γαλ 3,28, επισημαίνω και την δική μου -επίσης αφοριστική και ταυτόχρονα αντίθετη με την άποψη του Boyarin- θέση για το Γαλ 3,28. Την άποψή μου αυτή την εκθέτω σε εισήγησή μου με θέμα τη στάση του Απ. Παύλου απέναντι στους πολιτισμούς, την οποία είχα την τιμή να εισηγηθώ παρόντος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, εδώ στην καρδία της Ορθοδοξίας, την Κωνσταντινούπολη[6]. Στην εισήγησή μου επισημαίνω λακωνικά ότι στο Γαλ 3,28 ο Παύλος δεν προκαλεί την ομογενοποίηση του πολιτισμού. Αντίθετα, καλεί τους πιστούς της Γαλατίας της Μ. Ασίας[7] να προσλάβουν τον κόσμο με ένα ριζοσπαστικό τρόπο, τελείως αντίθετο με τις αντιλήψεις της τότε εποχής.

Η αγαθή συγκυρία μας έφερε για μια ακόμη φορά στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης για να εξετάσουμε το θέμα του εθνοφυλετισμού στο πλαίσιο του συνεδρίου που οργανώνει το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαίου.

Η επιστημονική μας αυτή συνάντηση θεωρώ ότι είναι μια λαμπρή ευκαιρία, ώστε να προβώ σε μια ενδελεχή ανάλυση του Γαλ 3,28 σε σχέση με τον εθνοφυλετισμό, ώστε να διαπιστώσουμε τη σχέση του περίφημου αυτού χωρίου με το θέμα του συνεδρίου μας.

Σημειώνω προκαταβολικά ότι η ανάλυση του εν λόγω χωρίου παρουσιάζει ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσκολίες, για τις οποίες θέλησα να σας προϊδεάσω με την παραπάνω αναφορά μου στις δύο αντικρουόμενες ως προς το χωρίο θέσεις.

Ο στίχος που μας ενδιαφέρει (Γαλ 3,28) εντάσσεται στην ευρύτερη ενότητα της προς Γαλάτας επιστολής, την Γαλ 3,1-4,7[8], την καρδία της επιστολής, όπως τονίζει ο De Boer[9], αφού σε αυτή αναπτύσσονται κατά τρόπο σύνθετο και συνειρμικό πλήθος θέσεων του Παύλου. Από αυτές κυριαρχούν η θέση για τη δικαίωση του ανθρώπου με «την πίστιν Χριστοῦ» και η θέση για την «ἐπαγγελία τοῦ Πνεύματος».

Ο στίχος Γαλ 3,28 που είναι το αντικείμενο της εισήγησή μας για τον εθνοφυλετισμό περιλαμβάνεται  στην παρακάτω υποενότητα Γαλ 3,23-29.

3,23 Πρὸ τοῦ δὲ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλειόμενοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι,

3,24 ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν·

3,25 ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν.

3,26 Πάντες γὰρ υἱοὶ θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·

3,27 ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.

3,28 οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

3,29 εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστέ, κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.

Όπως παρατηρούμε στο κείμενο το Γαλ 3,28, είναι ενταγμένο στην υποενότητα 3,23-29 και αποτελεί μέρος των ιδεών και των επιχειρημάτων του Παύλου, που αναπτύσσονται σε αυτό. Ο απόστολος χαρακτηρίζει στην υποενότητα αυτή τον Μωσαϊκό Νόμο ως «παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν»[10] (Γαλ 3,24) και στο πλαίσιο της αιτιολόγησης του χαρακτηρισμού αυτού εντάσσει κατά τρόπο γλωσσολογικά ανορθόδοξο και αναπάντεχο μια βαπτισματικού περιεχομένου φόρμουλα, που παραλαμβάνει από την πρωτοχριστιανική κοινότητα και εντάσσει στο Γαλ 3,26-28. Σε αυτό ο Παύλος υπενθυμίζει στους πιστούς ότι είναι «υἱοὶ θεοῦ … διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ 3,27) και τους τονίζει ότι την υιοθεσία αυτή την  πέτυχαν  μέσω της βάπτισής τους και της ταύτισής τους με το Ιησού Χριστό (Γαλ 3,27 «Χριστὸν ἐνεδύσασθε»). Η ταύτιση των πιστών με τον Χριστό έχει ως αποτέλεσμα να ξεθωριάσει την διάκριση που υπήρχε μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, μεταξύ δούλου και ελεύθερου και μεταξύ άνδρα και γυναίκας (Γαλ 3,28). Η διαπίστωση αυτή μας είναι απαραίτητη για να αξιολογήσουμε το σχετικό χωρίο σε σχέση με τον εθνοφυλετισμό. Τέλος, η υποενότητα κλείνει με το Γαλ 3,29 και την αναφορά από τον Παύλο ότι όσοι ανήκουν στον Χριστό είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι του Αβραάμ («ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστέ»).

Βέβαια το Γαλ 3,28 περιλαμβάνει τρία ζεύγη που καθρεφτίζουν τρεις σημαντικές κοινωνικές ομάδες που είναι: «Ἰουδαῖος-Ἓλλην», «δοῦλος-ἐλεύθερος» και «ἂρσεν-θῆλυ».

Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η ένταξη των τριών αυτών ζευγών στην συνάφεια προκαλεί τον αναγνώστη και τον αναγκάζει ν᾽ αναρωτηθεί, αν και τα τρία αυτά αντίθετα ζεύγη του Γαλ 3,28 καθρεφτίζουν και εκφράζουν τις δύο κεντρικές θεολογικές θέσεις του Παύλου στο Γαλ 3,1-4,17. Μήπως αυτό ισχύει μόνο για το πρώτο ζεύγος («Ἰουδαῖος-Ἓλλην»), οπότε τα άλλα δύο ζεύγη είναι ασύμβατα και αχρείαστα για την επιχειρηματολογία του αποστόλου;  Και αν πράγματι συμβαίνει το τελευταίο, τότε γιατί ο Παύλος αναφέρει και τα δύο άλλα ζεύγη («δοῦλος-ἐλευθερος», «ἂρσεν-θῆλυ»). Σημειώνουμε επίσης ότι στην εμπλουτισμένη έκδοση της εισήγησής μας αναλύουμε το εν λόγω πρόβλημα. Εδώ όμως  θα περιοριστούμε στο πρώτο ζεύγος, το «Ἰουδαῖο-Ἓλλην», που σχετίζεται με τον εθνοφυλετισμό.

Στο ζεύγος «Ἰουδαῖος-Ἓλλην», καθρεφτίζονται δύο κοινωνικές ομάδες. Η πρώτη είναι εκείνη των Ιουδαίων και αυτή μπορεί ν᾽ αναφέρεται στους Ιουδαίους με την κλασική σημασία του όρου, που εφαρμόζουν μόνον τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Μπορεί, όμως, ν᾽ αναφέρεται, και αυτό πρέπει να ισχύει για το Γαλ 3,28 (πρβλ. το «ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ») και στους  χριστιανούς πρώην  Ιουδαίους, που εφάρμοζαν και τον Μωσαϊκό Νόμο και ήταν πιστοί στον Χριστό, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης (Πραξ 3,1), καθώς και ο Παύλος (Β΄ Κορ 11, 22· 3,5).

Η δεύτερη ομάδα, εκείνη των «Ἑλλήνων», αναφέρεται στους πρώην ειδωλολάτρες χριστιανούς. Από αυτούς άλλοι τηρούν εν μέρει τον Μωσαϊκό Νόμο και ταυτόχρονα πιστεύουν στον Χριστό και άλλοι πιστεύουν μόνον στον Χριστό. Οι τελευταίοι  ακολουθούσαν τις προτροπές του Παύλου, ο οποίος υποστήριζε ότι οι πρώην ειδωλολάτρες πιστοί στον Χριστό μπορούν να σωθούν μόνον με την «πίστιν Χριστοῦ» και δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν εξάπαντος, τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου (Γαλ. 3,10-13). Παράδειγμα τέτοιου χριστιανού πρώην ειδωλολάτρη είναι ο Τίτος[11], ο οποίος μετά από παρέμβαση του Παύλου δεν περιτμήθηκε, όπως ήθελαν οι Ιουδαιοχριστιανοί, δηλαδή δεν εφάρμοσε την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου για την περιτομή.

Σημειώνουμε ότι οι παραπάνω κατηγορίες χριστιανών που αναφέραμε δεν είναι και οι μόνες που υπάρχουν μέσα στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες.  Επίσης, ότι το θέμα της εφαρμογής των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου παράλληλα με την «πίστιν Χριστοῦ» απασχόλησε ιδιαίτερα τους πρώτους χριστιανούς, πρώην Ιουδαίους και πρώην ειδωλολάτρες. Αυτοί δεν κράτησαν ενιαία στάση απέναντι στον Μωσαϊκό Νόμο. Έτσι, ανάλογα με την αντιμετώπιση του Μωσαϊκού Νόμου, διαμορφώθηκαν διάφορες ομάδες χριστιανών, τις οποίες παραθέτουμε προς ενημέρωση στην σχετική υποσημείωση[12].

Οι δύο όροι «Ιουδαίος» και «Έλληνας», λοιπόν, με τους οποίους περιγράφονται οι διάφορες ομάδες των πρώτων χριστιανών, έχουν θεολογική διάσταση εξαιτίας των θεολογικών απόψεων, που εκφράζονται με αυτούς. Επομένως οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται δικαιολογημένα στο Γαλ 3,28 από τον Παύλο και συνδέονται από αυτόν με τις δύο κύριες θεολογικές του θέσεις  που αναπτύσσει στο Γαλ 3,1-4,7.

Οι δύο όμως όροι «Ιουδαίος» και «Έλληνας» έχουν εξ ορισμού και κοινωνική διάσταση, αφού αυτοί οριοθετούν τέσσερις κύριες ξεχωριστές και με διαφορετική ταυτότητα κοινωνικές ομάδες της εποχής, που είναι οι καθαυτό Ιουδαίοι, οι Ιουδαιοχριστιανοί, οι καθαυτό ειδωλολάτρες, και οι χριστιανοί πρώην ειδωλολάτρες.

Η κοινωνική διάσταση των δύο αυτών όρων αναδεικνύεται έτι περαιτέρω, αν λάβουμε υπόψη μας την θέση της Νέας Προοπτικής Προσέγγισης της θεολογίας του Παύλου για τη δικαίωση του ανθρώπου (New Perspective on Paul), και συγκεκριμένα την θέση του  James Dunn. Ο επιφανής αυτός καινοδιαθηκολόγος θεωρεί ότι ο Μωσαϊκός Νόμος, ακριβέστερα οι διατάξεις για την περιτομή και για την αποχή από συγκεκριμένες τροφές, λειτουργούν ως κοινωνικά και εθνικά ορόσημα (“boundary markers”) που οριοθετούν την ιδιαίτερη θέση των Ιουδαίων μεταξύ των άλλων λαών[13]. Η παρατήρηση αυτή του Dunn για τον Μωσαϊκό Νόμο είναι επόμενο να ισχύει και για τις ομάδες των χριστιανών μέσα στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, τους Ιουδαιοχριστιανούς («Ἰουδαίους») και τους πρώην ειδωλολάτρες χριστιανούς («Ἒλληνες»/«ἒθνη»/«εθνικοί»). Έτσι το εθνικό-φυλετικό πρόβλημα που υπήρχε μεταξύ των καθαυτό Ιουδαίων («Ἰουδαίοι») και των ειδωλολατρών («Ἑλλήνων/«ἐθνῶν»/«εθνικῶν»), παρεισέφρησε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες και διατάραξε τις σχέσεις μεταξύ των Ιουδαιοχριστιανών και των χριστιανών πρώην ειδωλολατρών.

Η παραπάνω περιγραφείσα διάσταση μεταξύ των πρώτων χριστιανών («Ιουδαίων» και «Ελλήνων») καθρεφτίζεται κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό στο περίφημο επεισόδιο της Αντιόχειας και στη σύγκρουση του Παύλου με τον Πέτρο, που περιγράφεται στο Γαλ 2,11-21. Ο Παύλος ασκεί έντονη κριτική στον Πέτρο, επειδή ο τελευταίος κατά την παραμονή του στην Αντιόχεια και μετά από πιέσεις που δέχτηκε από τους Ιουδαιοχριστιανούς της πόλης απόφευγε συστηματικά να μετέχει στις συνάξεις και στα κοινά τραπέζια των χριστιανών πρώην ειδωλολατρών, επειδή φοβόταν μήπως κατηγορηθεί ότι παραβαίνει τον Μωσαϊκό Νόμο καταναλώνοντας κάποια απαγορευμένη από αυτόν τροφή (Γαλ 2).

Σημειώνουμε, τέλος, ότι οι πρώτοι χριστιανοί υιοθέτησαν αργότερα την θέση του Παύλου για τον εθνοφυλετισμό και έδειξαν σημάδια αντιμετώπισης τέτοιων εθνοφυλετικών τάσεων. Αυτό φαίνεται στο πολύ μεταγενέστερο της προς Γαλάτας Επιστολής διπλό έργο του Λουκά (ΔΕΛ: Κατά Λουκάν ευαγγέλιο & Πράξεις των Αποστόλων)[14]. Σε αυτό ο συγγραφέας του μας περιγράφει την αντιμετώπιση  τέτοιων τάσεων εθνοφυλετισμού, τόσο με την αφήγηση για την συνάντηση του Πέτρου με τον Κορνήλιο και για το όραμα του Πέτρου (Πραξ 10) όσο και με την αφήγηση για τη σύνοδο των Ιεροσολύμων (Πραξ 15).

Συμπερασματικά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι δικαιολογημένα ο Παύλος παραθέτει εδώ στο Γαλ 3,28 το ζεύγος «Ιουδαίος» και «Έλληνας».  Ο Παύλος θέλει να τονίσει ότι οι δύο αυτοί όροι, που έχουν και θεολογική και κοινωνική διάσταση, ταιριάζουν με το θεολογικό κλίμα της ευρύτερης ενότητας Γαλ 3,1-4,7, όπου ο απόστολος αναπτύσσει τις δύο βασικές θεολογικές του θέσεις για την δικαίωση του ανθρώπου με την «πίστιν Χριστοῦ» και για την «ἐπαγγελία τοῦ Πνεύματος». Ταυτόχρονα όμως ο Παύλος, με τη χρήση του ζεύγους  «Ιουδαίος» και «Έλληνας» θέλει ν’ αναδείξει και τις κοινωνικές προεκτάσεις του πρώτου χριστιανισμού. Σε αυτόν και με την άρση των διακρίσεων μεταξύ «Ιουδαίου» και «Έλληνα» καταργούνται οι διακρίσεις μεταξύ των χριστιανών. Αυτή τη σημασία έχει άλλωστε, μεταξύ των άλλων, και η έκφραση «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», που ο Παύλος χρησιμοποιεί στο στίχο. Ταυτόχρονα με την κατάργηση των διακρίσεων αυτών προλαμβάνεται και αποδοκιμάζεται η οποιασδήποτε μορφής διάκριση μεταξύ των χριστιανών, όπως είναι ο εθνοφυλετισμός. Τέλος, η αρνητική αντιμετώπιση των οποιωνδήποτε διακρίσεων από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες τις αναδεικνύει ως πρότυπα μίμησης για τον υπόλοιπο κόσμο.

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,

Κατά την ανάλυσή μας διαπιστώσαμε ότι ο χριστιανισμός βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της μετανεοτερικότητας. Παρόλα αυτά κατατρύχεται ακόμη από τις αγκυλώσεις της νεοτερικότητας. Μια από αυτές είναι και ο εθνοφυλετισμός, αυτό το αγαπημένο παιδί της νεοτερικότητας που οδήγησε, μεταξύ των άλλων, την ανθρωπότητα σε δύο παγκοσμίους πολέμους και στην εξαφάνιση έξι εκατομμυρίων Εβραίων συνανθρώπων μας. Ο εθνοφυλετισμός, όμως, κατόρθωσε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο  Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης (Ζηζιούλας), ν’ αγγίξει καταστρεπτικά και ν’ αλλοιώσει και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για τον Γέροντα Περγάμου, η Εκκλησία, για να μπορέσει ν’ αντισταθεί στη λαίλαπα του εθνοφυλετισμού πρέπει να οργανωθεί γύρω από τον Επίσκοπο και από την θεία Ευχαριστία. Πρόκειται για δυο πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι οποίοι έχουν τις ρίζες τους στους πρώτους αιώνες της ζωής της. Αυτοί χάρη στην αλήθεια τους, στην μακραίωνη ύπαρξή τους και στην σταθερότητά τους υπερβαίνουν τα όρια της νεοτερικότητας και της μετανεοτερικότητας και εξακολουθούν να είναι επίκαιροι και αποτελεσματικοί.

Θα ήθελα, όμως, ως καινοδιαθηκολόγος να προσθέσω έναν ακόμη πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι μόνον αυτή. Πρόκειται για τον πυλώνα του βαπτίσματος «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ 3,27), τον οποίο ο απόστολος Παύλος θεώρησε ως τον ακρογωνιαίο λίθο της οικοδομής της Εκκλησίας και γι’ αυτό φρόντισε να το αναφέρει στο Γαλ 3,26-28 μαζί με τις άλλες θέσεις του που αναπτύσσει στην προς Γαλάτας επιστολή του, την θέση για την δικαίωση του ανθρώπου με την «πίστιν Χριστοῦ» και όχι με τα «ἒργα νόμου» και για την «ἐπαγγελία του Πνεύματος».  Ο πιστός κατά τον Παύλο με την ένταξή του μέσω του βαπτίσματος στην χριστιανική κοινότητα, υπεισέρχεται στην νέα σωτηριώδη κατάσταση της Εκκλησίας, εντός της οποίας υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για την έναρξη της σωτηρίας του, η οποία βέβαια θα ολοκληρωθεί στα έσχατα. Η σωτηρία όμως αυτή δεν είναι μόνον ατομικού χαρακτήρα άλλα και συλλογικού, με την έννοια ότι στην νέα μετά το βάπτισμα κατάσταση αρχίζει να αίρεται η κύρια διάκριση μεταξύ των πιστών, η φυλετική διάκριση. Αυτή, όπως και άλλες κοινωνικές διακρίσεις, η διάκριση μεταξύ των δύο φύλων και άλλες, θα αρθεί τελειωτικά στα έσχατα.

Ειδικά για τη Ορθόδοξη Εκκλησία που μας ενδιαφέρει στην παρούσα εισήγηση, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί είναι σε θέση στο πλαίσιο του βαπτίσματος να άρουν τις εθνοφυλετικές διακρίσεις και ν’ απομονώσουν έτσι το κυριότερο τέκνο τους, τον εθνοφυλετισμό. Αυτός βέβαια επανακάμπτει κατά περιόδους και ταλαιπωρεί και θα ταλαιπωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η προσπάθεια, λοιπόν, των Ορθοδόξων χριστιανών ν’ αντιμετωπίσουν τον εθνοφυλετισμό είναι διαχρονική, μακρά, επίπονη και εκτείνεται μέχρι τα έσχατα. Μέχρι την ολοκλήρωση της σωτηρίας κατά τα έσχατα, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί είναι «αναγκασμένοι» να εργάζονται ακάματα και συνεργατικά για τον σκοπό αυτό υπό την αιγίδα του ταγού τους, του Οικουμενικού Πατριάρχη,  εφαρμόζοντας τη ρήση του Ιησού: «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ιω 5,17).

[1] Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ιωάννου, Κόσμου Λύτρον, 2014, 184.

[2] Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ιωάννου, ό.π., 184.

[3] Βλ. Χ. Ατματζίδη, «Ο σύγχρονος χριστιανός της Δύσης και η επικαιροποίηση των μηνυμάτων της Καινής Διαθήκης στην μετανεοτερικότητα», ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο (XIV Simposio Ιnterchristiano), με θέμα: Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα (Evangelizzazione e Rievangelizzazione nell Έuropa del XXIο secolo), Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Θεολογίας, 20-30 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη 2016, στο Χ. Ατματζίδη, Μετα-νεοτερική ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Απολλώνια ΚΑΙ Διονυσιακή Ερμηνεία, εκδόσεις OSTRACON, Critical Approaches to the Bible, vol. XX, Θεσσαλονίκη, 2019, 35-72. Βλ. και Χ. Ατματζίδης,  Θεολογία της Καινής Διαθήκης, εκδόσεις OSTRACON, Critical Approaches to the Bible, vol. XIX, Θεσσαλονίκη, 2019, 73-89.

[4] Για την προς Γαλάτας επιστολή, βλ. μεταξύ των άλλων, H. D. Betz, Der Galaterbrief (μετάφραση από την αγγλ. της S. Ann), München, 1988· M. De Boer, Galatians, Α Commentary, The New Testament Library, Westminster John Knox Press, Louisville, Kentucky, 2011· F. F. Bruce, The Epistle to the Galatians, Mich. Grand Rapids, Michigan, 1982· E. de Witt Burton, A Critical and Exegetical Commentary on the Epistle to the Galatians, General Book LCC, 2009· J. D. G. Dunn, The epistle to the Galatians, Black’ s New Testament Commentaries, T & T Clark, London, 1993· T. George, Galatians, Vol. 30, Nashville: Broadmann & Holman Publishers, 2001· C. Clark Kroeger & M. J. Evans, The IVP Woman’s   Bible Commnetary, InterVarsity Press, 2002· R. Longenecker, Galatians, WBC, 41, Dallas, Texas, 1990· J. L. Martyn, Galatians. A New Translation with Introduction and Commentary, New York, 1997· D. J. Moo, Galatians, Baker Academic, 2013· C. Osiek, “Galatians”, in, C. A. Newsom-S. H. Ringe, (ed.), Women’s Bible Commentary, Westminster John Khox Press, Loysville, Kentucky, 1992/1998, 423-427· C. Osiek, “Galatians”, in, C. A. Newsom, S. H. Ringe, J. E. Lapsley, (ed.), Women’s Bible Commentary, Third Edition, Westminster John Knox Press, Kindle Edition, 2012, 585-587· E. Schüssler Fioreza, In Memory of Her: A Feminist Theological Reconstruction of Christian Origin, New York, 1983· S. K. Williams, Galatians, Abingdon Press, Nashville, 1997.

[5] D. Boyarin, A Radical Jew: Paul and the Politics of Identity, University of California Press, Los Angeles/ London, 1997, 16-17 και 152-153.

[6] Βλ. Χ. Ατματζίδης, «Ο απόστολος Παύλος, η διάδοση του Ευαγγελίου και ο πολιτισμός», Καινοδιαθηκικά, OSTRACON, Critical Approaches to Bible, vol. II, Θεσσαλονίκη, 2014, 95-130. Βλ. το ίδιο κείμενο, διασκευασμένο και προσαρμοσμένο στο Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, 444-471. 

[7] Σε ό,τι αφορά τους παραλήπτες της προς Γαλάτας επιστολής υιοθετώ την θέση ότι αυτοί είναι οι Γαλάτες κάτοικοι της κεντρικής Μ. Ασίας. Σε αυτούς αποστέλλει ο Παύλος την επιστολή του, την οποία συντάσσει μετά την Α΄ & Β΄ προς Κορινθίους επιστολές του και πριν την προς Ρωμαίους επιστολή του, δηλαδή προς το τέλος του φθινοπώρου του 55 μ.Χ., καθώς επίσης ότι συντάσσει την επιστολή στην Μακεδονία. Για τους παραλήπτες της επιστολής και τις δύο υποθέσεις, δηλαδή αν αυτοί είναι οι Γαλάτες οι κάτοικοι της κεντρικής Μ. Ασίας ή οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας της Μ. Ασίας,  βλ. αναλυτικά U. Schnelle, Einleitung in das Neue Testament, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen, 2005, 114-118· Ι. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, εκδόσεις OSTRACON, Θρεσσαλονίκη, 2016, 273-275.

[8] Στην ανάλυσή μου υιοθετώ τον χωρισμό της προς Γαλάτας Επιστολής σε μέρη και κεφάλαια του M. De Boer, Galatians, 166εξ.

[9] M. De Boer, Galatians, Westminster John Knox Press, Loysville, Kentucky, 2011, 166.

[10] Σημειώνουμε ότι ο Παύλος, προϊδεάζει τους αποδέκτες της επιστολής του για τον χαρακτηρισμό αυτόν για τον Μωσαϊκό Νόμο ως παιδαγωγού –ήδη δύο στίχους πριν-  στο Γαλ 3,22. Εκεί αναφέρει: «ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσιν» (Γαλ.3,22). Στον παραπάνω στίχο o Παύλος τονίζει, μεταξύ των άλλων, ότι οι πιστοί (τοῖς πιστεύουσιν) έχουν απαλλαχτεί από τον Μωσαϊκό Νόμο μέσω της πίστης («ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»). Έτσι η περίοδος της εφαρμογής του Μωσαϊκού Νόμου έληξε και τώρα άρχισε η περίοδος «τῆς πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».

[11] Πρβλ Γαλ 2,1-3 («Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρναβᾶ συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσιν, κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσιν, μή πως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. ἀλλ᾿ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι»).

[12] Οι ομάδες αυτές είναι, κατά, τη γνώμη μας οι εξής πέντε: α) Χριστιανοί πρώην Ισραηλίτες, οι οποίοι εφάρμοζαν τον μωσαϊκό Νόμο και τον «νόμο» του Χριστού, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης (Πραξ 3,1), καθώς και ο Παύλος (Β΄ Κορ 11,22· 3,5). Σημειώνουμε ότι στο Ρωμ 9,4-5 δηλώνεται από τον Παύλο ότι οι χριστιανοί πρώην Ισραηλίτες μπορούν να διατηρήσουν και την ισραηλιτική τους ταυτότητα, στην οποία περιλαμβάνεται η περιτομή κ.ά. (πρβλ. Ρωμ 11,32-36). β) Χριστιανοί πρώην ειδωλολάτρες (εθνικοί), οι οποίοι εφάρμοζαν τον «νόμο» του Χριστού και τις διατάξεις του μωσαϊκού Νόμου, συμπεριλαμβανομένης και της διάταξης για την περιτομή των ανδρών (Γαλ 2,2-4· Φιλ 3,2-21). γ) Χριστιανοί, πρώην ειδωλολάτρες (εθνικοί), οι οποίοι εντάχθηκαν μερικά και στην ισραηλιτική κοινότητα. Δηλαδή αυτοί δεν έγιναν προσήλυτοι και κατόπιν κανονικοί Ισραηλίτες, ούτε εφαρμόζαν πλήρως τον μωσαϊκό Νόμο. Αντίθετα, αυτοί ακολουθούσαν κάποιες από τις Ισραηλιτικές θρησκευτικές πρακτικές, όπως ορισμένες διατάξεις του μωσαϊκού Νόμου που αφορούσαν την κατανάλωση τροφών και διατάξεις που αφορούσαν την ηθική (Πραξ 15, 28-29, πρβλ. Γαλ 2,9). δ) Χριστιανοί, πρώην ειδωλολάτρες (εθνικοί), οι οποίοι δεν εφάρμοζαν τον μωσαϊκό Νόμο. Αυτοί ακολουθούσαν τις προτροπές του Παύλου, ο οποίος υποστήριζε ότι οι πρώην ειδωλολάτρες χριστιανοί μπορούν να σωθούν μόνον με την «πίστιν Χριστοῦ» και δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν εξάπαντος, και μάλιστα κατά τρόπο νομικίστικο, τις διατάξεις του μωσαϊκού Νόμου (Γαλ. 3,10-13). ε) Χριστιανοί, πρώην Ισραηλίτες ή πρώην ειδωλολάτρες (εθνικοί), οι οποίοι ιδιοποιήθηκαν και εκχριστιάνισαν την Εβραϊκή Βίβλο (Tanakh). Στο πλαίσιο αυτό εφάρμοσαν επιλεκτικά ορισμένες μόνον εκ των εντολών του μωσαϊκού Νόμου, όπως οι δέκα εντολές (πρβλ. Ιω 1,14-18· Εβ 7, 1-10, 18). Οι παραπάνω ομάδες χριστιανών στον πρώτο χριστιανισμό αναδεικνύουν την ποικιλομορφία του πρώτου χριστιανισμού. Βλ. και Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, 279-280· 401-410· 433-443.  

[13] Βλ. και Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, 584 -590. Αναλυτικά για την Νέα Προοπτική Προσέγγισης της θεολογίας του Παύλου, βλ. Ο. Γραμματικοπούλου, Απόστολος Παύλος και Νέα Προοπτική, Critical Αpproaches to the Bilble, Vol. XI, έκδ. OSTRACON, Θεσσαλονίκη 2017.

[14] Για το διπλό αυτό έργο (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο & Πράξεις των Αποστόλων) και τη θεολογία του βλ. μεταξύ των άλλων, Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, 798-825.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.