Παναγιώτης Αρ. Υφαντής, Από τον Νόμο στην Αγάπη. Ακολουθώντας τα εσωτερικά βήματα του αποστόλου Παύλου

Η ομιλία του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στην Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων (Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019)

503px-L'Apôtre_Paul_à_sa_table_de_travailΚάθε μέρα του λειτουργικού έτους είναι μια γιορτή ανάμνησης και πνευματικής υπόμνησης. Η λατρευτική αναδιήγηση των κομβικών γεγονότων της ιεράς ιστορίας και του βίου των αγίων δικαιολογεί τον δοξολογικό, πανηγυρικό και κυριολεκτικά, και μεταφορικά ευχαριστιακό χαρακτήρα κάθε εορτής, επίκεντρο και κορύφωση της οποίας αποτελεί η θεία Λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, κάθε γιορτή αποτελεί μία πνευματική υπόμνηση εφόσον προσκαλεί τους πιστούς να θαυμάσουν τους τιμωμένους αγίους και να ακολουθήσουν το δικό τους παράδειγμα. Εξάλλου, η πραγματική προσκύνηση, η θεάρεστη και πνευματικά γόνιμη εκδήλωση τιμής προς τους αγίους και τους μάρτυρες είναι η μίμηση των αγώνων και η επιδίωξη των αρετών τους, η αποδοχή των επιλογών τους και η συμπόρευση μαζί τους[1]. Μέσω των εορτών οι άγιοι προβάλλονται ως οι φωτεινοί οδοδείκτες που βοηθούν τον πιστό να διασχίσει με ασφάλεια τον δρόμο της επιστροφής και να φτάσει σώος στον οίκο της πατρικής αγάπης[2].

Όλα αυτά επιβεβαιώνονται στο πρόσωπο του αποστόλου Παύλου, αυτού του μείζονος αγίου, ο οποίος ευλόγησε με την παρουσία του την πόλη της Θεσσαλονίκης, θεμελίωσε την μακρά εκκλησιαστική της διαδρομή και την πλούσια πνευματική της καρποφορία. Εξ ου και η ευγνωμοσύνη και η εύλογη καύχηση με την οποία η τοπική Εκκλησία τιμά τον ιδρυτή της. Πράγματι, ο πελώριος όγκος των κειμένων -υμνολογικών, εγκωμιαστικών, ερμηνευτικών και θεολογιών- που συντάχθηκαν για να τιμήσουν τον απόστολο Παύλο συνδυάζουν τον θαυμασμό για τα κατορθώματά του και την ανάγκη μιας εμπειρικής οικείωσης και πρόσληψης του παραδείγματός του. Αυτή η δοξολογική και παραδειγματική απήχηση της τιμής προς τον σήμερα εορτάζοντα άγιο εντοπίζεται στην λιτή επιγραφή που σκάλισαν οι χριστιανοί του 4ο αιώνα στη μαρμάρινη πλάκα πάνω στον τάφο του στην Ρώμη: «PAULO APOSTOLO MART[YRI]» («Απόστολο μάρτυρα Παύλο»)[3]. Οι δύο λέξεις που συνοδεύουν το όνομα του Παύλου, προσδιορίζουν τα ισάριθμα βασικά συστατικά της αγιολογικής φυσιογνωμίας, που όχι τυχαία εντοπίζουμε και στο απολυτίκιό του[4]:

  • Πρώτον, ότι ο Παύλος, υπήρξε ένας ακαταπόνητος κήρυκας του Ευαγγελίου που όργωσε κυριολεκτικά την αυτοκρατορία μέχρι τις εσχατιές της, σπέρνοντας το μήνυμα της σωτηρίας και συμβάλλοντας όσο κανείς άλλος στην εμπέδωση της πίστης, στην οργάνωση και πνευματική κατάρτιση των πρώιμων και ευάριθμων χριστιανικών κοινοτήτων και μάλιστα αντιμετωπίζοντας την καχυποψία την εχθρότητα και την σκληρότητα των εθνικών και πολλών συμπατριωτών του.
  • Και δεύτερον, ότι ο Παύλος αγωνίστηκε, υπέφερε και μαρτύρησε για την πίστη στον Χριστό, επιβεβαιώνοντας με ένα ρεαλιστικά δραματικό τρόπο την πνευματική ταύτιση και συσταύρωσή του με τον Θεάνθρωπο[5], μια συσταύρωση που εκβάλλει στη συνανάσταση και τον συνδοξασμό μαζί Του[6].

Οι πιστοί θαυμάζουν τα κατορθώματα του αποστόλου των εθνών, την αφοσίωση και την αυταπάρνησή του στο έργο του κηρύγματος, τις εκούσιες κακοπάθειες και την σταθερή αντίστασή του απέναντι στις ποικίλες εφόδους του κακού. Και για να ωφεληθούν από το παράδειγμα και να τον τιμήσουν συχνά ακολουθούν τα ιστορικά του βήματα, επισκεπτόμενοι τους σταθμούς των ιεραποστολικών περιοδειών του οι οποίες τελείωσαν βίαια και απότομα μαζί με την επίγεια ζωή του αποστόλου, το 67 μ.Χ., στα περίχωρα της Ρώμης[7].

Σήμερα, αντιθέτως, θα ήθελα να στρέψουμε την προσοχή μας στους αθέατους εσωτερικούς βηματισμούς του αποστόλου, που φωτίζουν ερμηνευτικά τη δράση και τη σκέψη του. Πρόκειται για τη σωτήρια πορεία του Παύλου από την πνευματική και υπαρξιακή κατάσταση του νόμου σε αυτή της χάριτος ή ακόμη ακριβέστερα της αγάπης. Η αφετηρία αυτής της πορείας εντοπίζεται στην εμπειρία του Παύλου στον δρόμο για τη Δαμασκό και την τριήμερη τύφλωσή του[8]. Tο γεγονός δεν αποτελεί παρά μία κλήση[9] ανάλογη με εκείνες των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, που τον μεταμορφώνει σε σκεύος θείας εκλογής[10]. Όμως, αυτό που ξαφνικά χωρίζει τη ζωή του Παύλου σε δύο αγεφύρωτες όχθες, την προ και μετά Χριστόν, δεν είναι η προφητική κλήση αλλά το περιεχόμενο της προφητείας. Ενώ οι προφήτες πριν από τον Παύλο μιλούσαν για τον αναμενόμενο Μεσσία αυτός καλείται να δείξει τον Μεσσία στο πρόσωπο του Χριστού.

Αποδεχόμενος την αποστολή του ως σκεύος θείας εκλογής, ο Παύλος βιώνει μια ριζική ανατροπή των μέχρι τότε βεβαιοτήτων του, οι οποίες στηρίζονταν στο κύρος του Νόμου. Ο απόστολος μίλησε ανοιχτά για τον φαρισαϊκό του ζηλωτισμό στην τήρηση του Νόμου[11], εντός του οποίου γαλουχήθηκε από τους ευσεβείς γονείς του και κατόπιν ανδρώθηκε πνευματικά κοντά στον φημισμένο διδάσκαλο Γαμαλιήλ[12]. Αυτή η ομολογία του μας επιτρέπει να αναλογιστούμε την ανατροπή που προκάλεσε στη συνείδηση του Παύλου η βαθμιαία απομύθευση του Νόμου, μια απομύθευση που οφειλόταν στη συνάντηση του πρώην Φαρισαίου με τον Χριστό.

Όπως διαβάζουμε στην προς Γαλάτας επιστολή του[13], ο Παύλος θεωρεί τον Νόμο χρήσιμο και ωφέλιμο κατανοώντας τον ως ένα παιδαγωγό και κηδεμόνα του λαού του Θεού στην παιδική του ηλικία[14]. Όμως, ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι η βαθύτερη ουσία αυτής της χρησιμότητας και της παιδαγωγικής λειτουργίας του νόμου συνίσταται ακριβώς στην ανάγκη υπέρβασής του. Ο Παύλος είναι βέβαιος ότι ο Θεός έδωσε τον Νόμο στους ανθρώπους, για να τους θυμίζει ότι  είναι υποκείμενοι στο κράτος της  αμαρτίας[15] και, συνεκδοχικά, του θανάτου. Με τον τρόπο αυτό, ο Νόμος τους βοηθούσε και τους παρότρυνε να αναζητήσουν αλλού την πραγματική αυθεντία και τη σωτηρία. Συχνά όμως ο λαός του Θεού αδυνατούσε να διακρίνει την εφήμερη χρησιμότητα και την αναγωγική αξία του Νόμου. Και τότε ο Νόμος από ωφέλιμη πυξίδα και αλεξίκακο στέγαστρο του πιστού λαού γινόταν αιτία πνευματικής τύφλωσης ή και απώλειας.

Πότε και πώς ο Νόμος λειτουργεί αρνητικά;

  • Όταν περιβάλλεται με μια απόλυτη εξουσία που αντικαθιστά ή ανταγωνίζεται την αγαπητική αυθεντία του Θεού·
  • όταν διαστρέφει τη λατρεία σε τυπολατρία[16]·
  • όταν αντιστρέφει τις πνευματικές και ποιμαντικές προτεραιότητες, θυσιάζοντας τον άνθρωπο για το Σάββατο[17]·
  • όταν θεωρείται ως το αποκλειστικό, οιονεί κληρονομικά μεταδιδόμενο προνόμιο ενός λαού, εν προκειμένω του εβραϊκού, και όταν χρησιμοποιείται ως αδιαμφισβήτητο κριτήριο απόρριψης και καταδίκης όλων των άλλων·
  • τέλος, όταν ο άνθρωπος καλλιεργεί την θανατηφόρο ψευδαίσθηση ότι μπορεί, τηρώντας απαρέγκλιτα τον Νόμο, να κερδίσει, να απαιτήσει ή να εξαγοράσει τη σωτηρία.

Ο Παύλος είδε την ολοκλήρωση και την κατάργηση του Νόμου στο πρόσωπο του «αμνού του Θεού, του αίροντος την αμαρτία του κόσμου»[18]. Ο Ιησούς Χριστός σήμανε και υπήρξε το «τέλος του νόμου»[19], γιατί πεθαίνοντας πάνω στον σταυρό[20] αχρήστευσε και κατήργησε τον γενεσιουργό λόγο της ύπαρξής του νόμου, δηλαδή την αμαρτία και τον θάνατο, τον έσχατο εχθρό[21]. Έτσι, ο απόστολος των εθνών, καθώς ξεμάκραινε ακόμη περισσότερο από την κίβδηλη ασφάλεια της φαρισαϊκής νομιμοφροσύνης συλλάβιζε στο πρόσωπο του Χριστού τις καίριες απαντήσεις στα προβλήματα που οφείλονται στην απολυτοποίηση ή κατάχρηση του Νόμου.

  • Απέναντι στην ψευδώνυμη αυθεντία του Νόμου και την κυρίαρχη αντίληψη ότι η δικαίωση πηγάζει από την τήρηση των μωσαϊκών διατάξεων, ο Παύλος αντέταξε την πίστη ως μοναδική οδό σωτηρίας[22].
  • Απέναντι στους καταγωγικούς και πολιτισμικούς αποκλεισμούς που είχαν οδηγήσει τον Παλαιό Ισραήλ σε έναν ιδιότυπο πνευματικό φυλετισμό, ο Παύλος περιγράφει την κοινότητα των πιστών, τον Νέο Ισραήλ ως ένα σώμα, ανοιχτό σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου και κοινωνικής κατάστασης[23].
  • Αρνούμενος τους δεσμούς και τα δεσμά του Νόμου, στο όνομα του Χριστού, ο Παύλος διακήρυξε την οικουμενικότητα και την παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας και συνέβαλε στην βαθμιαία χειραφέτηση της χριστιανικής κοινότητας από τα ιουδαϊκά της σπάργανα.
  • Κι ακόμη, απέναντι στις ηθικιστικές εφαρμογές του Νόμου που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο στα δεσμά της υποταγής και του φόβου και παραμορφώνουν τον Θεό σε ουράνιο τιμωρό, ο Παύλος διακήρυξε την υιική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, δυνάμει του Σαρκωθέντος Υιού[24].

Αν η αφετηρία της εσωτερικής πορείας του αποστόλου Παύλου είναι ο Νόμος, ο προορισμός και το τέρμα της είναι η Αγάπη, που λαμβάνει ιστορική υπόσταση στο γεγονός Χριστός. Έτσι, στη συνείδηση του αποστόλου των εθνών, η αναμέτρηση ανάμεσα στον Νόμο του Μωυσή και στην καινή εντολή της αγάπης που δίνει ο Θεάνθρωπος Χριστός[25], μοιάζει αναπόφευκτη και καθοριστική. Εξάλλου, ο Νόμος οφείλει την ύπαρξή του στην απουσία της αγάπης. Είναι ένα χρήσιμο μεν αλλά φτωχό υποκατάστατο της αγάπης, εφόσον σε αντίθεση με την αγάπη που προϋποθέτει την ελευθερία, ο νόμος θεμελιώνεται στον φόβο της τιμωρίας που επιφέρει η παράβασή του. Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού βεβαίωσε ότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον»[26]. Πλημμυρισμένη από την αγάπη του Χριστού, η καρδιά του Παύλου δεν χωράει τον παραμικρό φόβο. Ούτε απέναντι στον μωσαϊκό Νόμο και τους αμετανόητους υπερασπιστές του, ούτε απέναντι στην κοσμική δικαιοσύνη και στους διαχειριστές της. Και δυνάμει αυτής της τέλειας, ολοκληρωτικής αγάπης νιώθει ελεύθερος ακόμη και αλυσοδεμένος στο δεσμωτήριο.

Η πνευματική σπουδαιότητα των εσωτερικών βηματισμών του αποστόλου Παύλου από τον Νόμο στην αγάπη δεν εξαντλείται στην εποχή που σφράγισε με την παρουσία του. Ο μωσαϊκός Νόμος μπορεί να έχει παραγκωνιστεί, όμως η βαθιά ανάγκη του πιστού για ψυχολογική ανακούφιση, για βεβαιότητες, για αποδείξεις αρετής και κυρίως για αυτοδικαίωση συχνά οδηγεί στην εκνομίκευση του Ευαγγελίου και των μυστηρίων, στην αυτονόμηση των ηθικών κανόνων, με αποτέλεσμα η εν Χριστώ ζωή να μοιάζει με μια ασπρόμαυρη σκακιέρα αρετών και παθών. Κι ακόμη, η εκνομίκευση της εκκλησιαστικής ζωής απειλεί την ίδια την Εκκλησία, παραμορφώνοντάς την είτε σε μία κλειστή λέσχη ηθικά καθαρών και σεσωσμένων είτε ένα στρατόπεδο φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Η πορεία του Παύλου μάς δείχνει και την ασφαλή θεραπεία όλων αυτών, δηλαδή την αγάπη. Μια αγάπη που, όπως ο ίδιος ο Χριστός, είναι σπλαχνική, δεν επαίρεται, δεν επιδιώκει το συμφέρον της και παραμένει στον αιώνα[27].

Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, το κυριότερο μέλημα του Παύλου ήταν η αγάπη του για τον Χριστό, και ταύτιζε την κόλαση με την αποτυχία να σταθεί αντάξιος αυτής της αγάπης[28]. Ο άγιος Πατέρας, σχολιάζοντας την προτροπή του αποστόλου να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως αυτός μιμήθηκε τον Χριστό[29], επισημαίνει ότι το μείζον χάρισμα, η μεγαλύτερη αρετή, το πνευματικό κατόρθωμα του Παύλου που αξίζει να ζηλέψουμε και να επιδιώξουμε[30] είναι η αγάπη. Διότι, η αγάπη είναι το αυταπόδεικτο τεκμήριο της συγγένειάς μας με τον Θεό[31].

[1] Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις μάρτυρας: PG 50, 661-663.

[2] Πρβλ. Λκ 15, 11-32.

[3] D. Balboni, «Paolo, apostolo, santo, martire. IV. Culto», Biblioteca Sanctorum 10, 194-210 qui 196.

[4] Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Κανόνας πίστεως. «Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

[5] Γαλ 2, 20. 5, 24.

[6] Φιλ 3, 10-11· Ρωμ 8, 17.

[7] Νέος Συναξαριστής, Ιούνιος, Ίνδικτος, Αθήναι, σ. 355.

[8] Πραξ 9, 3-9.

[9] Πραξ 9, 8.

[10] Πραξ 9, 15.

[11] Φιλ 3, 3-6· Γαλ 1, 14. Πρβλ. Πραξ 23, 6.

[12] Πραξ 22, 3.

[13] Γαλ 3, 24.

[14] Βλ. Γαλ 3-4. Πρβλ. P. Grelot, «Νόμος», Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, μτφρ. Β. Στογιάννος, “Άρτος Ζωής”, Αθήνα 1980, σ. 704.

[15] Γαλ 3, 19. Πρβλ. E. Lohse, Επίτομη Θεολογία της Καινής Διαθήκης, μτφρ. Σ. Αγουρίδης, Άρτος Ζωής, Αθήνα 42002, σ. 136-137.

[16] Πρβλ. Ωσ 6, 6· Μτ 9, 13.

[17] Μκ 2, 27-28.

[18] Ιω 1, 29.

[19] Ρωμ 10, 4.

[20] Φιλ 2, 8.

[21] Ρωμ 8, 3.

[22] Για το θέμα βλ. αναλυτικά Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης. Εισαγωγή, θεολογία των παύλειων επιστολών και θεολογία της ιωάννειας γραμματείας, Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 238-250.

[23] Γαλ 3, 27-28· Κολ 3, 11.

[24] Γαλ 4, 4-7.

[25] Ιω 13, 34-35.

[26] Πρβλ. Α΄ Ιω 4, 18.

[27] Βλ. Α΄ Κορ 13, 1-13.

[28] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εγκώμιον εις τον απόστολον Παύλον, Ομιλία 2: PG 50, 480. Πρβλ. στο ίδιο, Ομιλία 3: PG 50, 486.

[29] Α΄ Κορ 11, 1. Πρβλ. Φιλ 3, 17.

[30] Πρβλ. Α΄ Κορ 12, 31.

[31] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εγκώμιον εις τον απόστολον Παύλον, Ομιλία 3: PG 50, 483.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.