Δήμητρα Α. Κούκουρα, Η «ἐν Χριστῷ ζωή» και η αποτύπωσή της στην υμνογραφία της Εκκλησίας

Λαρεντζάκης_127[102010]

Η εισήγηση της καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή στην Ορθόδοξη Παράδοση» (Βουδαπέστη 28-29 Αυγούστου 2018)

Ο Νικόλαος Καβάσιλας[1] υπήρξε μέγας θεολόγος, μυσταγωγός με βαθειά θεολογική σκέψη. Στα συγγράμματά του και ανάμεσά τους στα δύο περισσότερο γνωστά,  «Εἰς τήν θείαν λειτουργίαν» καί «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», αποτύπωσε την εμπειρία της Εκκλησίας, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο πέρασμα των χρόνων. Λίγο νεώτερος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γεννήθηκε περί το έτος 1322 στη Θεσσαλονίκη, στη «Μητρόπολη των φιλοσόφων» όπως ο ίδιος την αποκαλεί, σε μία εποχή έντονων πνευματικών και κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων: έριδες Ησυχαστών-Βαρλαμιτών (1341-1368), διαμάχη μεγάλου δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και μεγάλου δομέστικου Ιωάννου Καντακουζηνού για την επιτροπεία του θρόνου μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ’ (1341-1347), κίνημα Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349). Στη γενέτειρά του έλαβε την πρώτη του μόρφωση, την οποία επαύξησε στην Κωνσταντινούπολη με τα ανώτερα μαθήματα της εγκυκλίου παιδείας (Γραμματική, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία, Φυσική) και στη συνέχεια με τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία.

Η «ἐν Χριστῷ ζωή» είναι το εκτενέστερο και ίσως το πρώτο από τα  μυσταγωγικά έργα του Νικολάου Καβάσιλα. Όπως ο ίδιος ορίζει, «ἐν Χριστῷ ζωή», σημαίνει το «συναφθῆναι Χριστῷ».[2] Η σύναψη αυτή  επιτελείται δια των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας. Πνευματική ζωή είναι η ζωή που ζούμε, οι κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί, όταν ζούμε μέσα στον Χριστό ή όταν ο Χριστός ζει μέσα μας. Τότε με τη χάρη Του και τη δική μας συνεργία,  η ψυχή και το σώμα μας, ο νους και η καρδιά μας, όλες οι αισθήσεις και λειτουργίες της ύπαρξής μας μεταμορφώνονται σε ψυχή, σώμα, νου, καρδιά, αισθήσεις και λειτουργίες Χριστού.[3]

Ο Θεός ενοίκησε στον κόσμο με τη συνεργία της Θεοτόκου. Ο ιερός συγγραφέας στη θεομητορική Ομιλία του «Εἰς τόν εὐαγγελισμόν της Θεοτόκου» τονίζει ότι ο «Λόγος σάρξ ἐγένετο», μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησή της στον Θεό και δέχτηκε αμέσως από αυτόν το Πνεύμα που δημιουργεί την ομόθεη εκείνη σάρκα. Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ὁ τοῦ Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με τη φωνή του κτίσματος ὁ Δημιουργός. Κι όπως, μόλις είπε  Θεός «γενηθήτω φῶς», έγινε αμέσως φως, έτσι αμέσως με τη φωνή της Παρθένου το αληθινό ανέτειλε Φως κι ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα και κυοφορήθηκε αυτός που φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».[4]

Ο Απ. Παύλος δηλώνει στους Γαλάτες ότι «έχει σταυρωθεί με τον Χριστό και ότι πλέον δεν ζη ο ίδιος αλλά ζη μέσα του ο Χριστός και τη ζωή που τώρα ζη στο σώμα,  τη ζη με πίστη στον Υιό του Θεού, ο οποίος τον ηγάπησε και παρέδωκε τον εαυτόν του προς χάριν του» (Γαλ. 2:19-20). Η αδιάψευστη αυτή μαρτυρία του Απ. Παύλου, που είναι κοινή εμπειρία όλων των αγίων του Θεού διαμέσου των αιώνων, κυριαρχεί σε όλο το κήρυγμα της Εκκλησίας, η οποία καλεί τους ανθρώπους να αγαπήσουν τον Ιησού και να τηρούν τον λόγο Του, ώστε να έλθει με τον Πατέρα Του να κατοικήσουν στην ύπαρξη του καθενός (Ιω. 14:23).

Οι βαπτισματικές κατηχήσεις, οι ερμηνευτικές ομιλίες, τα θεολογικά συγγράμματα ερμηνεύουν την ίδια θεμελιώδη αρχή. Ο Θεός ενοικεί μέσα στον καθένα, αλλά οι δωρεές Του γίνονται αντιληπτές και αποδίδουν πνευματικούς καρπούς μόνον με την ελεύθερη συνεργία του κάθε ανθρώπου. Γι αυτόν τον λόγο και  η ποιμαντική προσπάθεια της Εκκλησίας είναι να οδηγούνται οι πιστοί, ώστε να προσλαμβάνουν το μέγα μυστήριο της πίστεως, δηλαδή τον Χριστό, το οποίο διαθλάται με τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας. Τα μυστήρια, επισημαίνει ο Καβάσιλας, ομοιάζουν με θυρίδες δια των οποίων εισέρχεται ο ήλιος της δικαιοσύνης στον σκοτεινό τούτον κόσμο  ή ακόμη θα μπορούσαν να ονομαστούν και πύλες δικαιοσύνης.[5]

Η οδός που υπαγόρευσαν οι θεοφόροι διδάσκαλοι της Εκκλησίας για την πρόσληψη του ενοικούντος Θεού είναι η υπακοή στις εντολές του Χριστού, η εγκράτεια, η κάθαρση από την αμαρτία, η προσευχή, η συμμετοχή  στα μυστήριά της, η οποία τελικώς οδηγεί στην ένωση με τον Χριστό.

Η υμνογραφία της Εκκλησίας από τον 4ο αιώνα και εξής αποτυπώνει τη διδασκαλία της και συγχρόνως προτρέπει τους πιστούς να οικειώνονται την εν Χριστώ σωτηρία. Ο ποιητικός λόγος, επί το πλείστον υψηλής ποιότητος, το περίτεχνο μουσικό μέλος, οι βιβλικές αναφορές και η θεολογία που αναπτύχθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους ερμηνεύουν την αλήθεια του Ευαγγελίου στους πιστούς.[6] Στερεώνουν την πίστη τους στον Χριστό, τους αποτρέπουν από τις αιρέσεις  και τους οδηγούν να Τον δεχτούν να ενοικήσει μέσα τους, ώστε το φως της θεότητας να καταυγάσει την ύπαρξή τους.

Στους άφθονους λειτουργικούς ύμνους της Εκκλησίας οι δύο βασικές προϋποθέσεις για την ἐν Χριστῷ ζωή, η συγκατάβαση του Θεού και η συνεργία του ανθρώπου απαντούν διάσπαρτες με ποικίλους εκφραστικούς τρόπους και κειμενικά συμφραζόμενα (context).

Στους ύμνους της Μ. Εβδομάδας που αναφέρονται στον ερχόμενο Νυμφίο Χριστό και στην εγρήγορση που οφείλουν να έχουν οι πιστοί για τη Βασιλεία των Ουρανών,[7] προβάλλονται οι προϋποθέσεις για τη συνάφεια με τον Χριστό, η οποία παραβάλλεται και με την απόλυτη αγαπητική σχέση των συζύγων. Όπως για παράδειγμα:

«Τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, 
κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, 
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ’ λάμπρυνόν μου 
τήν στολήν τῆς ψυχῆς, 
φωτοδότα, καί σῶσον με»

Στη ποιητική ατμόσφαιρα του ύμνου τονίζονται η παρουσία του Χριστού (νυμφώνας), οι προϋποθέσεις για τη συνάφεια του ανθρώπου μαζί του (συναίσθηση της αναξιότητας, η εκζήτηση του ελέους και του φωτισμού), ο στόχος που είναι η συνύπαρξη ( ἵνα εἰσέλθω) και το  αποτέλεσμα που είναι η σωτηρία.

Σε ένα άλλο τροπάριο από τον όρθρο της Μ. Δευτέρας ο υμνωδός στην αρχή αναφέρεται εν συντομία στη βιβλική διήγηση  για όσα συνέβησαν πριν από τα πάθη του Χριστού  Ἐρχόμενος ὁ Κύριος, πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ. Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται περὶ αὐτοῦ.

Και στη συνέχεια προτρέπει τους πιστούς να τον ακολουθήσουν για να «συζήσουν» με αυτόν (ἵνα συζήσωμεν αὐτῷ). Το ρήμα είναι χαρακτηριστικό της ἐν Χριστῷ ζωῆς, που κι εδώ παραπέμπει στη στενή σχέση αγαπημένων συζύγων. Η μυστική συμπόρευση με τον Χριστό προϋποθέτει κάθαρση του νου (κεκαθαρμέναις διανοίαις), νέκρωση ως προς τις ηδονές του βίου (καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν), συσταύρωση (καὶ συσταυρωθῶμεν) και τελική συνανύψωση στην άνω Ιερουσαλήμ, η οποία, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι η κατά χάριν θέωση του ανθρώπου. Το χάρισμα προέρχεται από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος επλήρωσε όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, όπως ομολογούμε στη θεία λειτουργία: «καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν  ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν».[8]

Εξίσου χαρακτηριστικά είναι τα τροπάρια του Κανόνα της Μεταλήψεως, όπου υπογραμμίζεται η ενοίκηση του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, με προϋποθέσεις τη συνεργία του ανθρώπου, που εκφράζεται με την εκζήτηση του ελέους του Θεού, τη συντριβή, τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας, τα δάκρυα της μετανοίας, την κάθαρση από τις αμαρτίες. Όπως για παράδειγμα:

«Δακρύων μοι παράσχου, Χριστέ, ῥανίδας, τὸν ῥύπον τῆς καρδίας μου καθαιρούσας, ὡς ἂν εὐσυνειδότως κεκαθαρμένος, πίστει προσέρχωμαι καὶ φόβῳ, Δέσποτα, ἐν τῇ μεταλήψει τῶν θείων δώρων σου» (ωδή γ’).

Στην 8η ωδή του κανόνα  ο πιστός με δέος παρακαλεί τον Χριστό να μείνει μέσα στην ύπαρξή του και ο ίδιος μέσα στον Χριστό.

«Ὑπὸ τὴν σὴν καταφυγὼν εὐσπλαγχνίαν, Ἀγαθέ, κράζω σοι φόβῳ· Ἐν ἐμοὶ μεῖνον, Σῶτερ, κἀγώ, ὡς ἔφης ἐν σοί· ἰδοὺ γάρ, θαῤῥῶν τῷ ἐλέει σου, τρώγω σου τὸ Σῶμα καὶ πίνω σου τὸ Αἷμα» (ωδή η’).

Η συνάφεια Χριστού – ανθρώπου είναι εφικτή με τη μετάληψη του Σώματος και του Αίματος. Η ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού, ο προσδιορισμός «Αγαθός», η φράση «ὡς ἔφης» προσδιορίζουν την αμετάκλητη βούληση του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων»

Στην 9η ωδή αποτυπώνεται  με απέριττο γλωσσικό ύφος, με σχήμα ασύνδετο και κλίμακα των εννοιών η ἐν Χριστῷ ζωή, η οποία αναφέρεται σε όλον τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, «ψυχήν σύν τῷ σώματι», τα στάδια που οδηγούν στην ενοίκηση του Θεού και η βεβαιότητα ότι το αίτημα θα γίνει αποδεκτό, εφόσον ο Δεσπότης στον οποίο απευθύνεται ο πιστός είναι ευεργέτης και πολυέλεος.

«Ψυχὴν σὺν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτισθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκός σου τῇ τῶν Μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν, ἔνοικόν σε ἔχων σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εὐεργέτα Πολυέλεε» (ωδή θ΄).

 Με τη μέθεξη των ιερών μυστηρίων ο πιστός εύχεται, ζητεί (συνεργεί) να εξαγιασθεί, να φωτισθεί, να σωθεί, να γίνει οίκος του Κυρίου, όπου θα κατοικήσει η Αγία Τριάδα (ἔνοικόν σε ἔχων σύν Πατρί και Πνεύματι).

Ένα από τα τελευταία τροπάρια πριν από τη θεία μετάληψη επαναφέρουν τη σχέση της αμέτρητης αγάπης του Θεού (θείῳ ἔρωτι) προς τον άνθρωπο, που παραπέμπει και πάλιν στην παραβολική σχέση συζυγίας. Ο πιστός την αναγνωρίζει και  ανταποκρίνεται με το ίδιο πάθος (ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ). Συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του, ζητεί την  άφεση των αμαρτιών και την απόλαυση της πρώτης και της δεύτερης παρουσίας του.

«Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου.

Το τελευταίο τροπάριο της ακολουθίας της Μεταλήψεως είναι το γνωστό που ψάλλεται και στην ακολουθία του Νυμφίου της Μ. Εβδομάδας:

«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσόν με, ὡς φιλάνθρωπος».

Στον ύμνο δεσπόζει η εικόνα του μυστικού γάμου και η απόλυτη συναίσθηση της αναξιότητας του πιστού να εισέλθει στον νυμφώνα. Ο πιστός ζητεί την κάθαρση και τη σωτηρία: «καθάρισον τον ρύπον της ψυχής και σῶσον με». Ο Κύριος στον οποίο απευθύνεται αναμφισβήτητα είναι φιλάνθρωπος (ως φιλάνθρωπος) και συνεπώς η είσοδος στον νυμφώνα, δηλαδή η εν Χριστώ ζωή, είναι βεβαιωμένη. Άλλωστε,  ο πιστός πριν προσέλθει «μετά φόβου θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης» να μεταλάβει τα Τίμια Δώρα, συναισθανόμενος την αναξιότητά του, προσεύχεται στον Κύριο να μην κατακριθεί, παρακαλεί αυτά να συντελέσουν στον αγιασμό του, «Δέσποτα, φιλάνθρωπε, Κύριε ὁ Θεός μου, μή εἰς κρῖμά μοι γένοιτο τά ἅγια ταῦτα…» και στο τέλος καταλήγει με τον ψαλμικό στίχο (72:28): «Ἐμοὶ δὲ τῷ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι· τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου».[9]

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε το ρήμα «προσκολλᾶσθαι» του ψαλμού, το οποίο στη Γένεση χρησιμοποιείται, για να προσδιορίσει την ταύτιση των συζύγων σε σάρκα μία: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία». (Γεν. 2:24). Το ίδιο επαναλαμβάνεται αυτολεξεί από τον Κύριο (Μτ 19:5, Μρ 10:7) και από τον Απ. Παύλο στην προς Εφεσίους επιστολή 5:31, η οποία, ως γνωστόν, αποτελεί το αποστολικό ανάγνωσμα στην ιερουργία του μυστηρίου του γάμου.

Η ἐν Χριστῷ ζωή, η μέθεξη θείου και ανθρώπινου, η μυστική συνύπαρξη Θεού στον άνθρωπο και του ανθρώπου στον Θεό είναι δυνατή με δύο βασικές προϋποθέσεις, μία αμετάβλητη και μία μεταβλητή. Η σωτηρία του ανθρώπου από τη φθορά  στηρίζεται στην απέραντη φιλανθρωπία και το έλεος του Θεού, τα οποία είναι απαρασάλευτα. Η συναίνεση του ανθρώπου εξαρτάται από την ελευθερία του, την πνευματική του καλλιέργεια, τη μαρτυρία του ζώντος Θεού από τους πιστούς.

Ο Νικόλαος Καβάσιλας, βαθύς γνωστής της πατερικής παράδοσης και της κοσμικής σοφίας, πνεύμα ανήσυχο σε μία εποχή με πολλαπλές αναζητήσεις, πορεύτηκε παράλληλα με την ησυχαστική παράδοση και πρόβαλε τη λογική λατρεία στη θέση της μονολόγιστης ευχής. Στη θέση της θέας του ακτίστου φωτός των αναχωρητών ησυχαστών με τα πολύτιμα συγγράμματά του υπέδειξε στους αναγνώστες του, μέσα στον κόσμο, τη θεωρία του φωτός του Χριστού, η οποία χαρίζεται με τη μετοχή στα ιερά μυστήρια και κατ’ εξοχήν στη θεία ευχαριστία.[10]

Άλλωστε μετά τη θεία μετάληψη στο τέλος κάθε θείας λειτουργίας οι πιστοί ψάλλουν: «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον».

Στην εποχή μας που λαμπιρίζουν παντού ποικίλα τεχνητά, εκτυφλωτικά και αποπροσανατολιστικά φώτα, το αληθινό φως είναι ανάγκη να μεταδίδεται με ποικίλους τρόπους στους «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου». Πρόκειται πλέον για τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία[11], που όλοι πιστοί καλούνται να επιτελούν, ώστε να λάμπει το φως του Χριστού σε όλους τους ανθρώπους και ολοένα και περισσότεροι να τον προσλαμβάνουν μέσα στην ύπαρξή τους και να ανταποκρίνονται στη θυσιαστική αγάπη Του: «Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι Χριστός ὁ Κύριος»!

Asisi_706

[1] Βλέπε για τον ιερό συγγραφέα και το έργο του ενδιαφέρουσες μελέτες στα Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ σοφωτάτου καί λογιωτάτου καί τοῖς ὅλοις ἁγιωτάτου Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικολάου Καβάσιλα τοῦ Χαμαετοῦ, Προνοίᾳ τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κκ Παντελεήμονος Β’, 17-20 Ιουνίου, Θεσσαλονίκη 1984. Σε όσα ακολουθούν αντλoύνται passim πληροφορίες από τις εισηγήσεις των Παναγιώτη Νέλλα, Εισαγωγικά στη μελέτη του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, σελ. 67-86, Ιωάννου Φουντούλη, Νικόλαος Καβάσιλας ο Μυσταγωγός, σελ. 133-154, Βασιλείου Στογιάννου, Η ελευθερία κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα, σελ. 189-203.

[2] Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών Πατέρων, Νικόλαος Καβάσιλας, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη1979, Λόγος B΄ σελ. 310 «ἔστι δή Χριστῷ συναφθῆναι διά πάντων ἐλθοῦσι…».

[3] Λόγος Δ΄ passim.

[4] Βλέπε   Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Ἀειπαρθένου ΜαρίαςἩ Θεομήτωρ (Τρεῖς Θεομητορικὲς Ὁμιλίες), κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια:  Παν. Νέλλας, Σειρὰ «Ἐπὶ τὰς Πηγάς», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1995. http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/agios_nikolaos_kabasilas/eis_ton_eyaggelismon_ths_8eotokoy.htm

[5] Λόγος Α΄ σελ. 280, 284.

[6] Βλέπε σχετικά Δήμητρας Κούκουρα, Υμνολογώντας τη Γραφή και κηρύσσοντας τον Λόγο.

[7] Βλέπε Πρωτοπρ. Αλκιβιάδη Καλύβα, Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, Μτφρ. Δήμητρας Α. Κούκουρα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη,1991, σελ. 57-68.

[8] Λειτουργία Ιερού Χρυσοστόμου, ευχή της αναφοράς.

[9] Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ευχή προ της θείας κοινωνίας.

[10] Βλέπε Ιωάνου Φουντούλη, Νικόλαος Kαβάσιλας ο Μυσταγωγός, Πρακτικά Θεολογικού… σελ. 152.

[11] Archbishop Anastasios, Mission in Christ’s Way, Holy Cross Orthodox Press Pubications, 2010, σελ. 94-98.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ, ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.