Paula Gooder (επιμ.), Αναζητώντας το Νόημα: Μία Εισαγωγή στην Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, (επιμ. ελληνικής έκδοσης Αικ. Τσαλαμπούνη-Χ. Ατματζίδης), εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2011. ISBN: 978-960-242-482-7. Σελίδες 396.

Βιβλιοκρισία Μ. Γκουτζιούδη. Υπό δημοσίευση στο επόμενο τεύχος του Δελτίου Βιβλικών Μελετών.

Αν πριν μερικά χρόνια κάποιος πληροφορούνταν ότι εκδόθηκε ένα βιβλίο στο οποίο περιέχονται είκοσι τρεις διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, σίγουρα θα απορούσε και μάλιστα όχι αδικαιολόγητα. Στις μέρες μας όμως, η κατάσταση στην έρευνα της Καινής Διαθήκης μαρτυρεί ότι ο συνολικός αριθμός των ερμηνευτικών προσεγγίσεων είναι πολύ μεγαλύτερος, αν ληφθεί υπόψη ότι συχνά αρκετές από τις προσεγγίσεις αυτές συνδυάζονται μεταξύ τους προκειμένου να εφαρμοστεί μία νέα προσπάθεια στην κατανόηση του βιβλικού κειμένου. Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η μετάφραση του βιβλίου που επιμελήθηκε η Paula Gooder σχετικά με τις ερμηνευτικές μεθόδους ανάγνωσης της Καινής Διαθήκης (τίτλος πρωτοτύπου: Searching for Meaning. An Introduction to Interpreting the New Testament, SPCK-WJK, 2008). Την ελληνική μετάφραση έκανε ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ (δεκαπέντε άτομα, καθώς και οι επιμελητές του τόμου) και την έκδοση επιμελήθηκαν ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χ. Ατματζίδης και η λέκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ Αικ. Τσαλαμπούνη. Ας σημειωθεί εδώ ότι το μεγαλύτερο μέρος του αγγλικού κειμένου υπάρχει αναρτημένο στο Google scholar (http://scholar.google.gr/) και μπορεί κανείς να το διαβάσει ελεύθερα.

Το βιβλίο αποτελεί ένα απαραίτητο βοήθημα, κυρίως για τους φοιτητές Θεολογίας, αλλά και για τους θεολόγους γενικά καθώς, όπως διευκρινίζεται από τον υπότιτλο, αποτελεί μία εισαγωγή στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Επιπλέον, το βιβλίο της Gooder είναι το μοναδικό που υπάρχει στα ελληνικά και καλύπτει σε τέτοιο εύρος τις σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην Καινή Διαθήκη. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι είχα την ευκαιρία να μελετήσω αρκετές από αυτές τις προσεγγίσεις κατά τη διάρκεια της συγγραφής της μεταπτυχιακής μου εργασίας δεκατρία χρόνια νωρίτερα, όταν το μόνο αντίστοιχο βοήθημα ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι με τον τίτλο: The Interpretation of the Bible in the Church, το οποίο είχε εκδοθεί από την ποντιφικική βιβλική επιτροπή της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (1994) και παρουσίαζε δεκατέσσερις ερμηνευτικές μεθόδους προσέγγισης που μέχρι τότε είχαν εφαρμοστεί στα βιβλικά κείμενα. Στον ελληνικό χώρο υπήρχε μόνο το βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων. Προβλήματα-Μέθοδοι Εργασίας στην Ερμηνεία των Γραφών, Αθήνα, 32002, στο οποίο εκτός από τις ερμηνευτικές μεθόδους στην αρχαιότητα παρουσιάζονταν και οι νεότερες προσπάθειες ερμηνείας της Γραφής, οι οποίες ανάγονταν σε μόλις επτά κατά την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Ο ομ. καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος σε άρθρο του με τίτλο: «Νέες Κατευθύνσεις στη Βιβλική Ερμηνευτική», ΔΒΜ 17 (1998) 48-62, είχε επίσης παρουσιάσει τέσσερις δημοφιλείς τότε ερμηνευτικές μεθόδους, όλες προερχόμενες από τον χώρο της φιλολογίας. Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν ότι την εποχή εκείνη δεν εφαρμοζόταν μόνο η κλασική ιστορική κριτική μέθοδος ερμηνείας, αλλά εξαιτίας της εξέλιξης της βιβλικής επιστήμης είχε ήδη ξεκινήσει και στον ορθόδοξο χώρο η εφαρμογή και άλλων νεότερων προσεγγίσεων. Το πως οδηγηθήκαμε στον απίστευτο αριθμό των είκοσι τριών σύγχρονων ερμηνευτικών προσεγγίσεων στην Καινή Διαθήκη σύμφωνα με το βιβλίο της Gooder θα ήθελα να το δικαιολογήσω με βάση μια προσωπική εμπειρία. Στην μεταπτυχιακή μου εργασία για την προς Εβραίους επιστολή είχα ασχοληθεί με εννέα διαφορετικές ερμηνευτικές μεθόδους (κατατέθηκε το 2000), οι οποίες είχαν εφαρμοστεί στην ερμηνεία της. Επτά χρόνια μετά, όταν θέλησα να εκδώσω την εργασία (Το Βιβλικό Κείμενο στο Πέρασμα του Χρόνου: Η Περίπτωση της προς Εβραίους Επιστολής, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2008), έπρεπε οπωσδήποτε να την ενημερώσω, καθώς άλλες τέσσερις νέες προσπάθειες ερμηνείας είχαν εφαρμοστεί στο ίδιο κείμενο. Αν λοιπόν, αυτό συνέβη μόνο σε ένα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης σε διάστημα επτά χρόνων, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι συνέβη στην ερμηνεία γενικά της Αγίας Γραφής τα τελευταία χρόνια, καθώς Ασιάτες, Αφροαμερικανοί, οικολόγοι, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι και πολλοί άλλοι διάβαζαν τα βιβλικά κείμενα και επιχειρούσαν νέες ερμηνευτικές αναλύσεις που προέκυπταν ως ανάγκη της εποχής και της περιοχής τους.

Στο βιβλίο της Gooder για όλες τις προσεγγίσεις ακολουθήθηκε το εξής σχήμα: Η κάθε μέθοδος παρουσιάζεται στο θεωρητικό της μέρος (μέσα σε 800-1000 λέξεις) από έναν ειδικό καινοδιαθηκολόγο, ο οποίος την έχει εφαρμόσει στις εργασίες του και έχει επηρεάσει και πολλούς άλλους. Στη συνέχεια αναφέρονται τα σημαντικότερα έργα (μονογραφίες, άρθρα σε περιοδικά, συλλογικοί τόμοι, αλλά και ολόκληρες σειρές), στα οποία υιοθετείται η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση. Το σημαντικότερο μέρος βέβαια, το οποίο αποτελεί και το ισχυρότερο σημείο του βιβλίου της Gooder είναι ότι προσφέρεται ένα παράδειγμα εφαρμογής της κάθε μεθόδου σε κάποιο κείμενο της Καινής Διαθήκης και ακολουθεί έπειτα η κριτική της αποτίμηση, στην οποία με αντικειμενικό τρόπο αναφέρονται οι δυνατότητες, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αναδύονται. Πριν την παρουσίαση των διαφόρων ερμηνευτικών προσεγγίσεων στο βιβλίο έχει προστεθεί ένας πρόλογος στην ελληνική μετάφραση από τους επιμελητές του τόμου και ακολουθεί ένας κατάλογος με τα ονόματα, την ιδιότητα και το έργο των ειδικών της κάθε μεθόδου στις σελίδες xv-xxv.

Σύμφωνα με την Gooder η ταξινόμηση των ερμηνευτικών προσεγγίσεων έγινε συμβατικά σε τρεις κατηγορίες, ενώ κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ανήκουν και σε κάποια άλλη κατηγορία. Έτσι στην πρώτη κατηγορία, η οποία αποτελεί συνάμα και το πρώτο μέρος του βιβλίου “από το γεγονός στο κείμενο”, έχουν τοποθετηθεί εκείνες οι ερμηνευτικές προσπάθειες που ενδιαφέρονται να αναζητήσουν τι υπάρχει πίσω από το κείμενο (σσ. 3-72). Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται πέντε μέθοδοι: η ιστορική κριτική μέθοδος, η κριτική προσέγγιση με τη βοήθεια των κοινωνικών επιστημών, η κριτική της μορφής, η κριτική των πηγών και η κριτική της σύνταξης. Οι ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι έγραψαν τις εισαγωγές στο θεωρητικό μέρος των μεθόδων αυτών είναι αντίστοιχα οι: B. Chilton, B. Malina, J. D. G. Dunn, C. A. Evans και M. Goodacre.

Στη δεύτερη κατηγορία που αποτελεί και το δεύτερο μέρος του βιβλίου με το τίτλο “το κείμενο”, έχουν τοποθετηθεί εκείνες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις (επτά συνολικά), οι οποίες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο ίδιο το κείμενο (σσ. 75-178). Αυτές είναι: η κριτική του κειμένου, η θεωρία της μετάφρασης, η κριτική προσέγγιση στα πλαίσια του κανόνα, η ρητορική κριτική, η αφηγηματική, η στρουκτουραλιστική και η μεταστρουκτουραλιστική κριτική. Οι ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι έγραψαν τις εισαγωγές στο δεύτερο αυτό θεωρητικό μέρος των μεθόδων είναι αντίστοιχα οι: J. K. Elliott, P. Kevern, J. A. Sanders, B. Witherington III, E. Struthers Malbon, D. Patte και G. Aichele.

Το τρίτο και ίσως πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου έχει τον τίτλο “από το κείμενο στον αναγνώστη”. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όσες μέθοδοι ασχολούνται με τον τρόπο με τον οποίο το κάθε κείμενο γίνεται αντιληπτό και ερμηνεύεται από τους σύγχρονους αναγνώστες του (σσ. 181-343). Όπως ήταν αναμενόμενο η πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση αυτής της κατηγορίας είναι η ιστορία της πρόσληψης και τελευταία έχει τοποθετηθεί η πλέον πρόσφατη οικολογική κριτική. Εδώ ανήκουν και πάλι συμβατικά έντεκα ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκτός από τις δύο που αναφέρθηκαν παρουσιάζονται συνοπτικά: η θεολογική ερμηνεία, η κριτική προσέγγιση της ανταπόκρισης του αναγνώστη, η φεμινιστική κριτική, η ερμηνευτική προσέγγιση της απόκλισης, η κριτική της απελευθέρωσης, η κοινωνικοπολιτική κριτική, η αφροαμερικανική ερμηνευτική, η μεταποικιακή και η ασιατική ερμηνευτική προσέγγιση. Οι ειδικοί εδώ είναι ξεκινώντας από την ιστορία της πρόσληψης οι: C. Roland, A. K. M. Adam, R. M. Fowler, K. Ehrensperger, T. J. Hornsby, G. O. West, C. Myers, E. B. Powery, R. S. Sugirtharajah, T. B. Liew και D. G. Horell.

Το βιβλίο της Gooder περιέχει στο τέλος ένα χρήσιμο γλωσσάρι και η βιβλιογραφία διακρίνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο υπάρχουν τα διάφορα βοηθήματα και στο δεύτερο, το οποίο τιτλοφορείται “συμπληρωματική βιβλιογραφία” διάφορα έργα ταξινομούνται κατά σειρά σύμφωνα με τις 23 διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στο βιβλίο. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν ακόμη ευρετήρια χωρίων και συγγραφέων.

Σίγουρα για τον ανυποψίαστο αναγνώστη αλλά και για τους θεολόγους που δεν παρακολουθούν τις εξελίξεις στην έρευνα των βιβλικών κειμένων, πολλές από τις πλέον πρόσφατες ερμηνευτικές προσεγγίσεις είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές στον ορθόδοξο χώρο. Ίσως ακόμη απορήσει κανείς για το γεγονός ότι απουσιάζει από τις παραπάνω προσεγγίσεις η πατερική ερμηνευτική μέθοδος αλλά, όπως σημειώθηκε ήδη στην αρχή, το βιβλίο της Gooder περιέχει μόνο τις νεότερες ερμηνευτικές προσπάθειες ανάγνωσης της Καινής Διαθήκης. Αρκετοί από τους Έλληνες βιβλικούς θεολόγους στις εργασίες τους έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιήσει εκτός από την πατερική και την ιστορική κριτική μέθοδο και κάποιες από τις φιλολογικές προσεγγίσεις, ειδικά τη ρητορική και τη γλωσσολογική, τις κοινωνιολογικές, τη φεμινιστική, ενώ έχουν επιχειρήσει επίσης και κάποιους συνδυασμούς με αρκετή επιτυχία. Το ζητούμενο εδώ είναι να επιχειρηθεί από τους μελετητές της Αγίας Γραφής το βιβλικό μήνυμα να γίνει κατανοητό από τους σημερινούς αναγνώστες. Κυρίως όμως, να αναδειχθεί αυτό που έχει να μας πει το βιβλικό κείμενο για το σήμερα. Με άλλα λόγια γιατί αξίζει να ασχολούμαστε ακόμη με αυτό.

Είναι εύκολο επίσης να φανταστεί κανείς τις δυσκολίες ενός τέτοιου μεταφραστικού έργου. Δυσκολίες στην ορολογία, ασυμφωνία στην απόδοση όρων, διαφορετικές ικανότητες από τους μεταφραστές, στενά χρονικά περιθώρια και επιπλέον, ο τελικός έλεγχος στηριζόμενος στις ειδικές γνώσεις και την εμπειρία των δύο επιμελητών να διορθώνει και να ελέγχει την ομοιομορφία των ενοτήτων του βιβλίου. Το κενό στην ελληνική βιβλιογραφία όμως, το οποίο τώρα συμπληρώνεται με την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, έπρεπε να καλυφθεί εδώ και καιρό με ένα ανάλογο έργο. Το βιβλίο της Gooder θα αποτελεί σίγουρα για καιρό ένα πρώτο βοήθημα-οδηγό στην ερμηνεία των βιβλικών κειμένων στην εποχή μας.

Η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου να μεταφραστεί στα ελληνικά από τους δύο επιμελητές της ελληνικής έκδοσης είναι αξιέπαινη. Θεωρώ ότι το βιβλίο της Gooder είναι σήμερα η καλύτερη επιλογή στο συγκεκριμένο είδος. Αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδανική εισαγωγή στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, όπως αυτή έχει εξελιχθεί κατά τα τελευταία χρόνια σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, ίσως παρατηρήσει κανείς ότι στο βιβλίο δεν περιέχονται κάποιες παλαιότερες, αλλά περισσότερο γνωστές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Από τις φιλολογικές απουσιάζει η γλωσσολογική ανάλυση για παράδειγμα και οι ψυχολογικές ή οι οικονομικές προσεγγίσεις δεν αναφέρονται καθόλου. Η Gooder προτίμησε να συμπεριλάβει κάποιες άλλες μεθόδους ερμηνείας, αρκετά νεότερες και αναγκαστικά να αφήσει κάποιες άλλες εκτός. Το βιβλίο της όμως,  αποτελεί ένα απαραίτητο βοήθημα για τους φοιτητές των θεολογικών σχολών αλλά και για οποιονδήποτε άλλον θέλει να ενημερωθεί για την ποικιλία και το εύρος των ερμηνευτικών προσεγγίσεων στα βιβλικά κείμενα σήμερα, όπως αυτές εξελίχθηκαν μετά τις πρόσφατες κοινωνικές, πολιτικές και κυρίως οικονομικές αλλαγές στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.