Cesare Alzati, Ποια πνευματικότητα αντιτίθεται στους σύγχρονους φονταμενταλισμούς;

Asisi_557

Η εισήγηση του Καθηγητή του Καθολικού Πανεπιστημίου del Sacro Cuore στο ΙΕ΄ Διαχριστιανικό συνέδριο της Ασίζης

Επιτρέψτε μου πρώτα απ’ όλα να εκφράσω στους διοργανωτές του παρόντος Συμποσίου την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη για την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω ακόμη μια φορά σε αυτή τη σημαντική συνάντηση. Επιπλέον, το να βρίσκομαι εδώ είναι για μένα πραγματική χαρά, επειδή αυτό το Συμπόσιο συμπίπτει με τη συμπλήρωση δεκαπέντε ετών αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κερκύρας Ιωάννη Σπιτέρη και νιώθω εξαιρετικά τιμητική τη δυνατότητα να εκφράσω και από τη θέση αυτή τον υιικό σεβασμό και την ειλικρινέστερο θαυμασμό μου για την ακαδημαϊκή του προσφορά ως πανεπιστημιακού δασκάλου και για τη μαρτυρία του, που φώτισε την πορεία όλων ημών, Ελλήνων και Ιταλών, καθολικών και ορθοδόξων, προς την επίτευξη του εκκλησιαστικού μας καθήκοντος κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών.

Όσον αφορά στη συμβολή μου σε αυτό το συνέδριο, θα πρέπει να διατυπώσω την αντίρρησή μου για το θέμα που μου δόθηκε να αναπτύξω, ενστάσεις που είχα εκφράσει έγκαιρα και στον αγαπητό αδελφό Luca, χωρίς όμως να συνοδεύσω αυτή την αντίρρηση με μια εναλλακτική αντιπρόταση.  Είναι σωστό, λοιπόν, που το όνομά μου συνδέεται με αυτό τον τίτλο. Όμως κρίνω απαραίτητο να επισημάνω τους λόγους της προαναφερθείσας αντίρρησής μου χρησιμοποιώντας τους ως αφετηρία της  εισήγησής μου.

Από τον Hegel και εξής, δηλαδή από τον μακρύ αιώνα που προετοίμασε τον τρομακτικό σύντομο αιώνα που αφήσαμε πίσω μας[1], η ευρωπαϊκή διανόηση σφραγίστηκε από μια διαρκή επαναδιατύπωση των διαλεκτικών αντιθέσεων, που οδήγησαν σε έναν ριζοσπαστικό σχετικισμό, η πιο σαφής εκδοχή του οποίου είναι η διάβρωση της αυτεπίγνωσης της ιδεατής κληρονομιάς στο εσωτερικό των χριστιανικών Χωρών. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η διαλεκτική κατακερμάτισε την επίγνωση των πολιτών πως είναι φορείς ενός πολιτισμού, που, παρά την εκφραστική του ποικιλία, χαρακτηρίζεται από μια ενότητα δυνάμει των κοινών αρχαίων πολιτισμικών πηγών και της κοινής χριστιανικής μήτρας, υπό το φως της οποίας συντελέστηκε ο πλήρης μεταβολισμός της αρχαίας πολιτισμικής κληρονομιάς.

Τα συμπτώματα της σύγχυσης στην οποία βυθίστηκε η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής, είναι πολλαπλά: αρκεί να αναλογιστεί κανείς (α) την αποκλειστικά οικονομιστική ερμηνεία βάσει της οποίας κατανοείται σήμερα –ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο- η Ευρωπαϊκή Ένωση· (β) την απολύτως σχετικιστική προοπτική με την οποία αντιμετωπίζονται τα ανθρωπολογικά ζητήματα του «γένους» και της οικογένειας· τη συγκαταβατικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αυτά τα ζητήματα σε πολλά εκκλησιαστικά περιβάλλοντα και την παντελή απουσία ιεραποστολικού ενδιαφέροντος προς τα μη χριστιανικά έθνη, στα οποία οι απόστολοι στάλθηκαν για να τα διδάξουν και να τα οδηγήσουν στο βάπτισμα (Μτ 28,19).

Οι Πατέρες κατόρθωσαν στην εποχή τους να πραγματοποιήσουν μια γιγαντιαία σύνθεση ανάμεσα στο χριστιανικό άγγελμα και στην αρχαία πολιτισμική (και θεσμική) κληρονομιά, σταθερά ριζωμένοι στο μυστήριο του σαρκωθέντος Λόγου, μυστήριο το οποίο είχε διαποτίσει ολόκληρη τη θεολογική σκέψη αυτών των ανεπανάληπτων αιώνων. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, απηχώντας τους στοχασμούς του Σολοβιώφ, ότι στην θεοανδρικότητα του Λόγου που σάρξ εγένετο η πραγματικότητα αποκαθιστά την ενότητά της και προσφέρεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να αντιληφθεί την ίδια πραγματικότητα ως αποκατεστημένη ενιαία ολότητα (unitotalità)[2].

Asisi_840

Αν, πράγμα που ισχύει, ο σύγχρονος κόσμος οδηγήθηκε στην παρούσα πολιτισμική και θρησκευτική κρίση η οποία κατέστη εξίσου και κρίση ανθρωπολογική μέσω μιας διαβρωτικής επιβολής διαλεκτικών αντιθέσεων, θεωρών ότι οι πιστοί οφείλουν να αποφύγουν μια τέτοια κακοήθη δυναμική και να γίνουν συγκεκριμένοι και φωτεινοί μάρτυρες του γεγονότος ότι η ενιαία ολότητα εν Χριστώ είναι, εσωτερικά, εμπειρία βαθιάς ενότητας που βιώνεται με συγκεκριμένο τρόπο (ακόμη και από διανοητική άποψη) και, πρακτικά, μια φλογερή τάση εναγκαλισμού των πάντων.

Από αυτή την άποψη είμαι πεπεισμένος ότι η μαρτυρία των πιστών δεν μπορεί να κατανοηθεί ως αντίθεση σε κάτι ή σε κάποιον, αλλά πρέπει να περιγραφεί ως τάση προς μία πληρότητα της ανθρωπότητας και της ζωής, μια πληρότητα που θα συνιστά ψηλαφητή απόδειξη της φωτεινής και ειρηνοποιού κυριότητας του Χριστού. 

Αφ’ ης στιγμής ο σύγχρονος κόσμος επεδίωξε να αντικαταστήσει την κυριότητα του Θεού με τη δική του απατηλή εξουσία πάνω στην πραγματικότητα, μέσω της ιδεολογίας, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η διαλεκτική αντίθεση κατέστη ένα από τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Πράγματι, η ιδεολογία εκτός από όχημα ηγεμονικών απαιτήσεων είναι, εκ  φύσεως, διαιρετική.

Εξάλλου, η συχνά υφέρπουσα και ενίοτε βίαιη αποστασία από την πίστη στον Χριστό δρομολογήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή μέσω της ιδεολογίας, μια αποστασία που ξεκίνησε στην Ευρώπη, στα τέλη του δυτικού 18ου αιώνα, και η οποία εξελίχθηκε αναπόφευκτα σε αποκήρυξη της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας,  σε απάρνηση αυτού του πολιτισμού που είχε ακμάσει στην κοίτη του χριστιανισμού, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια πνευματικότητας και τέχνης σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο και πέρα από αυτήν. Εξαιτίας ακριβώς της εργαλειακής ισχύος του ιδεολογίας στις μέρες μας το σχολείο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο παράγει νέες γενιές που αγνοούν τους “Κλασικούς” του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως είναι η κληρονομιά των γλωσσών, των διδασκαλιών, των θεσμών, των έργων τέχνης, μέσω των οποίων μπορεί κανείς να γνωρίσει τη συμβολή του πολιτισμικού ευρωμεσογειακού χώρου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από αυτή η αξιοθαύμαστη κληρονομιά επιβιώνουν αποκλειστικά εκείνες οι όψεις που η κυρίαρχη σκέψη μπορεί εύκολα να μεταβολίσει (ή να διαστρέψει μέσω απλουστευτικών συρρικνώσεων: αρκεί να αναλογιστεί κανείς το σύνθετο μέγεθος της αθηναϊκής δημοκρατίας), καθώς και εκείνες που η σύγχρονη εποχή μεταμορφώνει σε απολογητική φαρέτρα επικαλούμενη μια αρνητική διαλεκτική εναντίον τους (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κοινωνική θέση της γυναίκας).  

Πράγματι, ο ιδεολογικός στοχασμός, με την συνακόλουθη διαλεκτική θέαση της πραγματικότητας που τον χαρακτηρίζει, είναι μια νοητική στάση, που διαποτίζει τις θεωρητικές αναλύσεις (και συνεκδοχικά τις πολιτικές επιλογές) των κοινωνιών μας. Είναι όμως μια νοητική στάση, από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε η ζωή της Εκκλησίας. Και απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι τα λεγόμενα φονταμενταλιστικά ρεύματα, με την σύμφυτη διαλεκτική τους ανταγωνιστικότητα.

Οφείλω να πω ότι, προσωπικά, δεν εκτιμώ τον όρο «φονταμενταλισμός» με τη γενική σημασία της κοινής του χρήσης. Και αυτό διότι μου φαίνεται μια έννοια κατά βάση ασαφής ως προς το νοηματικό της περιεχόμενο, που όμως καταλήγει να περιγράψει και μάλιστα αρνητικά πραγματικότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και, συνεπώς, δύσκολα κατανοητές στις επιμέρους ιδιαιτερότητές τους. Γνωρίζουμε τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στον προτεσταντικό φονταμενταλισμό του 19ου αιώνα. Γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στον σύγχρονο ισλαμικό φονταμενταλισμό. Όμως κατά την κοινή χρήση του, και μάλιστα όταν αναφέρεται στη ζωή των Εκκλησιών, ο όρος «φονταμενταλισμός» είναι ασαφής, και το μόνο βέβαιο που τον προσδιορίζει είναι η αρνητική του σημασία. Πρόκειται λοιπόν για ένα αμφίσημο διανοητικό εργαλείο, που δεν βοηθά την ανάλυση του υπό εξέτασιν φαινομένου και το οποίο, λειτουργώντας σε προκατασκευασμένη ετικέτα, μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί για ιδεολογικούς σκοπούς.

Επιπλέον, είναι πολύ συγκεκριμένες και πραγματικές οι θρησκευτικές συμπεριφορές που περιγράφονται με τον όρο αυτό. Και τέτοιες συμπεριφορές είναι υπαρκτές και μπορούν αναμφισβήτητα να προκαλέσουν εντάσεις καταναλώνοντας άσκοπα πολύτιμη πνευματική ενέργεια. Και ήδη αυτή είναι μια επίπτωση εντελώς αρνητική.

Για να απαντήσω στο ερώτημα που μου δόθηκε ως τίτλος της παρούσας εισήγησης και το οποίο σαφώς υπερβαίνει την ερευνητική μου δικαιοδοσία  θεωρώ ότι είναι πρωτίστως απαραίτητο να αποκτήσουμε επίγνωση της ιδεολογικών συμπαραδηλώσεων που περιέχονται σε κάθε θρησκευτική αντίθεση η οποία περιγράφεται με διαλεκτικούς όρους. Είναι κάτι όχι επειδή αντιτίθεμαι σε κάποιον άλλον. Το Καλό υπάρχει όχι επειδή αντιτίθεται στο Κακό· το Καλό είναι αυθύπαρκτο και το Κακό είναι η απουσία του Καλού. Η ορθοδοξία δεν έχει ανάγκη από μια ετεροδοξία για να υπάρχει· η ορθοδοξία είναι η κληρονομιά της πίστης που διασώζεται στο σώμα της Εκκλησίας: δηλαδή η κληρονομία «quod semper, quod ubique, quod ab omnibus»[3].

Απολογητική σημαίνει να λογοδοτείς για τον εαυτό σου όχι να προσδιορίζεσαι διαλεκτικά προς τον άλλον. Και η απολογητική ιδεολογικοποιείται όταν καθίσταται αυτοάμυνα πάντα και καθ’ οιονδήποτε τρόπο (ακόμη και με κόστος το προφανές) ή όταν η διαφορετική ταυτότητα του αντιπάλου αποτελεί το κριτήριο για την δική μου ταυτότητα.

Αν και πιθανόν ανεπίγνωστα, πάντα αντικαθιστούμε την κυριότητα του Θεού με τους εαυτούς μας· εγκαταλείπουμε την εσωτερική διαφάνεια (όπου ενεργεί το Πνεύμα) για να απολαύσουμε τη σιγουριά του δικού μας θρησκευτικού συστήματος, το οποίο κατανοούμε σφαλερά ως απόλυτο.

Ο πιστός και η κοινότητα των πιστών, δηλαδή η Εκκλησία, δεν νομίζω ότι έχουν άλλο τρόπο να εκδηλώσουν με αποτελεσματικότητα την ορθή δόξα από το να μαρτυρούν την πληρότητα του εν Χριστώ βίου. Πρέπει όμως να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση ώστε να διατηρούν την εσωτερική τους ελευθερία από τις λογικές της διαλεκτικής αντίθεσης των ιδεολογιών του κόσμου.

Asisi_846

Και η πηγή της πληρότητας του εν Χριστώ βίου, σε κάθε εποχή, σε κάθε ιστορική συνάφεια, σε κάθε τόπο, ήταν και θα είναι, όπως έγραψε ο Νικόλαος Καβάσιλας με θαυμαστή ενάργεια, τα θεία Μυστήρια, που αποτελούν «παράθυρα» μέσω των οποίων «εισέρχεται σε αυτό τον σκοτεινό κόσμο ο Ήλιος της δικαιοσύνης»[4]. Όσο περισσότερο ο πιστός και ο οίκος του, που είναι η Εκκλησία, επιτρέπουν στον Κύριο να λάμψει εντός τους, τόσο πιο εμφανής θα γίνεται στους αδελφούς και στον κόσμο αυτή η πληρότητα του βίου, που είναι ικανή να αποκαταστήσει την ενότητα όλων των πραγμάτων και την οποία λαχταρά εκ βαθέων η καρδιά του ανθρώπου.

Σε αυτό η ζωή του Χριστού, μέσω των Θείων Μυστηρίων, είναι αυτοαναφορική. Όμως και από άλλες απόψεις τα Θεία Μυστήρια μπορεί να θεωρηθούν παράδειγμα ορθοδοξίας και να εμπνεύσουν μια ορθοπραξία: η κυριότητα του θεού εκδηλώνεται με τρόπο άμεσο και θαυμαστό και σε κάθε ενέργειά Του διακηρύσσεται το πρωτείο της χάριτος. Προκύπτει με σαφήνεια απαραίτητη  η ύπαρξη της ιερατικής διακονίας, και συνακόλουθα, της δέουσας υπακοής όλων των πιστών, κλήρου και λαού, και της μεταξύ τους οργανικής ενότητας.

Και το γεγονός ότι οι Εκκλησίες, στην πλειονότητά τους, διασώζουν τα Θεία Μυστήρια συνδεδεμένα με την αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής ιερωσύνης δεν μπορεί παρά να επεκτείνει το ζήτημα γύρω από την κυριότητα του Θεού πέρα από τα όρια και το δογματικό και κανονικό σύστημα κάθε μεμονωμένης Εκκλησίας.

Συνεπώς, επανερχόμενος στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος της παρούσας εισήγησης, χωρίς να απαρνηθώ τις ενστάσεις μου στη διατύπωσή του, δεν μπορώ παρά να επιβεβαιώσω εκ νέου την πεποίθησή μου ότι η απάντηση δεν είναι κάτι που αντιτίθεται σε οποιονδήποτε. Είναι αυτό που ο ίδιος ο Θεός μάς προσέφερε για τη σωτηρία μας: τα Θεία Μυστήριά Του.

Και μιλώντας πιο συγκεκριμένα για πνευματικότητα δεν μπορώ παρά να αναφερθώ σε μια εσωτερική στάση την οποία όλοι μπορούν να ενστερνισθούν και την οποία μπορούν να μοιραστούν όλοι οι πιστοί: ασκητές και θεολόγοι, λαϊκοί, επίσκοποι και απλοί ιερείς. Δηλαδή, μια στάση ανανεωμένης και πλήρους επίγνωσης ότι τη σωτηρία μας δεν την χτίζουμε (για μας και για τους άλλους) με τα δικά μας χέρια αλλά πως αυτή κατέρχεται Άνωθεν. Ακριβέστερα, μας δωρίζεται μέσω του Πνεύματος του Θεού στα Θεία Μυστήρια, όπου μετέχουμε αυτής της κοινωνίας με το θείο, την οποία ο Χριστός μας επιδαψίλευσε μέσω του Θανάτου και της Ανάστασής Του.

Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι αναλογικά στην Εκκλησία, ο πιστός ασκώντας τη δέσμευση του και τη μαρτυρία του δεν έχει άλλο καθήκον από αυτό που υπέδειξε ο Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολή του: «φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ [3,9] … ἣν ἐποίησεν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν [3,11] … ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ [1,10]».

Είναι βέβαια ένα μεγάλο εγχείρημα, ανώτερο των ανθρωπίνων ικανοτήτων, αλλά όχι ανέφικτο, όπως δείχνουν οι άγιοι, γιατί δεν είναι ένα εγχείρημα ανθρώπινο αλλά έργο του Πνεύματος, το οποίο στις δικές μας αδυναμίες εκδηλώνει τη δύναμη του Θεού και την άπειρη φιλανθρωπία Του.

Μετάφραση από τα ιταλικά Παναγιώτης Αρ. Υφαντής

Asisi_555

[1] E. J. Hobsbawm, The Age of Extremes: The Short Twentieth Century. 1914-1991, Random House, New York 1994; ελλ. μτφρ. Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2010.

[2] Πρβλ. A. Dell’Asta, Quale Oriente? Note su La crisi della filosofia occidentale, στο V. S. Solov’ev, La crisi della filosofia occidentale, Εισαγωγή-Μτφρ.-Σημειώσεις A. Dell’Asta, La casa di Matriona, Milano 1989 (Propilei Russi, 7: Opere di Vladimir Solov’ev, 2), σσ. 7-40.

[3] «Quod semper, quod ubique, quod ab omnibus»: με τον τρόπο αυτό οι συγγραφείς της μεγάλης αναγέννησης της εκκλησιολογικής σκέψης στην Εκκλησία της Αγγλίας προσέλαβαν και οικειοποιήθηκαν, στη διάρκεια του δεύτερου τέταρτου του 20ου αιώνα, τη γνωστή ρήση του Βικεντίου Λερίνου (Commonitorium, II, 5, ed. R. Demeulenaere, Brepols, Turnholti 1985 [Corpus Christianorum. Series Latina, 64], σ. 149), αντικαθιστώντας ωστόσο την αρχή της παγκοσμιότητας (quod ubique) με την αρχή της αδιάκοπης συνέχειας (quod semper), προκειμένου να τονίσουν τις αποστολικές ρίζες του εκκλησιαστικού οργανισμού. Βλ. John Keble, The Case of Catholic Subscription to the Thirty-Nine Articles Considered [London 18411], Parker, Oxford 1865, σσ. 14-16.

[4] N. Cabasilas, La vie en Christ, I, 21, Εισαγωγή-κριτικό κείμενο-μετάφραση και σχόλια M.-H. Congourdeau, Éd du Cerf, 2 voll., Paris 1989-1990 (Sources Chrétiennes: 355, 361): I, σ. 96.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.