Ἔγινε τό 1054 Μέγα Σχίσμα; Ὁ πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας αἵρουν τά Ἀναθέματα τοῦ 1054 καί προτείνουν λύση γιά τό παπικό πρωτεῖο ἐξουσίας

8ο ΔΣΟΘ_949

Ὁμιλία (ἐν περιλήψει) τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz Γρηγορίου Λαρεντζάκη στό Θεολογικό Συνέδριο μέ θέμα: Ὁ Ἀθηναγόρας καί ἡ Οἰκουμένη: 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα στόν Οίκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν Ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.

Εὐχαρίστως συμμετέχω σήμερα στήν ἐκδήλωση αὐτή γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τόν ὁραματιστή καί πρωτεργάτη τῆς χριστιανικῆς καταλλαγῆς.[1]

Στήν σημερινή σύντομη ὁμιλία μου θά ἀναφερθῶ 1ον) στήν ἀξιολόγηση τῆς σημασίας τῶν ἀναθεμάτων αὐτῶν καθεαυτῶν καί τῶν συνεπειῶν τῆς “ἄρσεως” αὐτῶν καί 2ον) στίς συγκεκριμένες προτάσεις τῶν δύο Προκαθημένων τῶν Ἐκκλησιῶν μας, τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄ καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀκανθώδους καί μεγαλύτερου οἰκουμενικοῦ προβλήματος τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας. Νομίζω, ὅτι καί γιά τά δύο θέματα πρέπει νά ἀναθεωρηθοῦν διάφορες θέσεις, ἐάν πράγματι ἐπιθυμοῦμε τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς πρέπει νά λεχθεῖ, ὅτι εἶναι σκόπιμον νά ἐπανεκτιμηθεῖ καί νά ἀξιολογηθεῖ θετικά ἡ προσωπικότητα τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄, ἀλλά καί ἡ συμβολή του γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας.

1ον) Τά ἀναθέματα τοῦ 1054

Α) Ὁ χαρακτήρας καί οἱ συνέπειές των

Θεωρῶ ἀναγκαῖον καί χρήσιμον νά ἐπαναφέρομε στήν μνήμη μας τί ἦταν αὐτά τά Ἀναθέματα τοῦ 1054.

Τά ἀναθέματα τότε, τόν Ἰούλιο τοῦ 1054 στήν Κωνσταντινούπολη, ἔγιναν μέσα σέ μιά ἤδη τεταμένη ἀτμόσφαιρα δυσπιστίας καί ἀποξενώσεως Ἡ Δύση ἀπεμακρύνθη καί σέ πολλά σημεῖα ἐλησμόνησε τήν κοινή θεολογική ἐκκλησιολογική καί θεσμική βάση Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἐπίσης ἐξασθένησεν ὁ συνοδικός θεσμός καί στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἡ μεταρρυθμιστική κίνηση τοῦ Cluny ἔγινε μέ σκοπό τήν ἐνίσχυση τοῦ παπικοῦ κέντρου, γεγονός τό ὁποῖον ἔπαιξε σημαντικό ρόλο καί γιά τά γεγονότα τοῦ 1054 στήν Κωνσταντινούπολη.

Τί συνέβη, λοιπόν, τό 1054 μέ τά θλιβερά ἐκεῖνα γεγονότα στήν Κωνσταντινούπολη; Τήν ἐποχή ἐκείνη ζοῦν δύο δυναμικές προσωπικότητες στά ἐκκλησιαστικά κέντρα τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Πάπας Λέων Θ΄ στήν Ρώμη καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος.

Ἡ κάθοδος τῶν Νορμανδῶν ἀπό τήν βόρειο Ἰταλία ἀποτελεῖ κοινό κίνδυνο, γεγονός, τό ὁποῖον ἀπαιτεῖ κοινή δράση. Γιά τόν λόγο αὐτό στέλνει ὁ Πάπας μία ἀντιπροσωπεία στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό τόν Καρδινάλιο Οὐμβέρτο τῆς Sylva Candida γιά διαπραγματεύσεις. Σκοπός τῆς ἀποστολῆς ἦταν ἡ βελτίωση τῶν σχέσεων τῶν δύο ἐκκλησιαστικῶν Κέντρων, ἀλλά καί ἡ ἐπίτευξη συμμαχίας μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Νέας Ρώμης πρός ἀντιμετώπιση τῶν Νορμανδῶν καί ὄχι γιά νά ἐκτοξευθοῦν ἀναθέματα ἑκατέρωθεν.

8ο ΔΣΟΘ_23

Ὁ Ἀναθεματισμός τοῦ Καρδιναλίου Οὑμβέρτου ἀφοροῦσε ὁλόκληρη τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία;

Ἡ τεταμένη κατάσταση, οἱ καχυποψίες καί ἡ θεολογική καί θεσμική ἀπομάκρυνση τῶν δύο ἐκκλησιαστικῶν κόσμων δέν ἀποτελοῦσαν τίς κατάλληλες συνθῆκες πρός ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς. Στό κλίμα αὐτό καί κατόπιν διαφόρων παρεξηγήσεων ἔγραψεν ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος τόν ἀναθεματισμό κατά τοῦ Πατριάρχου Μιχαηλ Κηρουλαρίου καί τῶν συνεργατῶν του καί τόν κατέθεσε τήν 16ην Ἀπριλίου 1054 στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τό κείμενο τοῦ Ἀναθεματισμοῦ εῑναι γραμμένο μέ οὐσιαστικά λάθη, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τόσο τήν σύγχυση καί νευρικότητα τῆς καταστάσεως, ἀλλά καί τήν θεολογική καί ἱστορική ἄγνοια τοῦ Καρδιναλίου Οὑμβέρτου[2]. Μεταξύ ἄλλων π.χ. ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Ἀνατολικοί διέγραψαν τό Filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως[3].

Ὁ Καρδινάλιος δέν ἀναθεμάτισε ὅμως τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἀλλά συγκριμένα πρόσωπα. Οὔτε καί ὁ ἴδιος ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος θεώρησε τότε τήν πράξη του ὡς Ἀνάθεμα καί καταδίκη ὁλοκλήρου τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαπιστώνει καί ὁ πρώην καθηγητής Josef Ratzinger, ὁ μετέπειτα Πάπας Ρώμης Βενέδικτος ΙΣΤ΄, στήν γνωστή ὁμιλία του στό Graz τό 1976, ὁ ὁποῖος μεταξύ ἄλλων τονίζει, ὅτι ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος στό ἴδιο κείμενο τοῦ Ἀναθεματισμοῦ, μέ τό ὁποῖο ἀναθεματίζει τόν Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, χαρακτηρίζει τόν Αὐτοκράτορα καί τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλούς χριστιανούς (christianissimus), ἄν καί ἡ ἄποψή των γιά τό πρωτεῖο τοῦ Ρώμης δέν διέφερε πολύ ἀπό ἐκείνη τοῦ Πατριάρχου Κηρουλαρίου[4]. Ὁ αὐτοκράτορας μάλιστα ἦταν φιλικός ἀπέναντι στόν Καρδινάλιο, τόν ὁποῖον ἀποχαιρέτισε μέ τιμές καί στόν ὁποῖον ἔδωσε πολύτιμα δῶρα γιά τόν παπικό θρόνο.[5]

Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω συζητεῖται πολύ ἔντονα, ὅτι ὁ Ἀναθεματισμός ἐκεῖνος ἦταν ἄκυρος, γιά πολλούς λόγους: 1ον  γιατί ἡ παπική Ἀντιπροσωπεία δέν εἶχε καμμία ἐντολή ἀπό τόν Πάπα νά ἀναθεματίσει κανέναν, ἀλλά νά βελτιώσει τίς σχέσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως καί νά ἐπιτύχει μία συμμαχία μεταξύ τοῦ Πάπα καί τῶν Βυζαντινῶν. Ἀντ’αὐτοῦ ὁδήγησε τήν ἀποστολή αὐτή σέ μιά καταστροφή, διαπιστώνει ὁ Franz Dvornik.[6] Ἄρα ἡ πράξη του μέ τόν Ἀναθεματισμό εὑρίσκετο ἐκτός ἐντολῆς. 2ον. Καί ἐάν εἶχε τέτοια ἐντολή, ὁ Ἀναθεματισμός ἦταν ἄκυρος, διότι ὁ Πάπας, ὁ ἐντολέας, ἦταν ἤδη νεκρός καί τό ἐγνώριζεν ὁ Καρδινάλιος, ὁ ὁποῖος, τονίζει Franz Dvornik, παρά τό ὅτι τό ἐγνώριζε προέβη στήν πράξη αὐτή[7]. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς χηρείας τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀδρανεῖ (ruht) τό παπικό πρωτεῖο, διαπιστώνει ὁ ρωμαιοκαθολικός κανονολόγος, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τoῦ Graz, Hugo Schwendenwein, παραπέμποντας καί στόν R. Metz.[8] Γιά τόν λόγο αὐτό τοῦ ἄκυρου ἤ ὄχι λόγω θανάτου τοῦ Πάπα διίστανται ὅμως οἱ ἀπόψεις καί μεταξύ τῶν δυτικῶν ἐρευνητῶν.[9]

Ποιά ἦταν ἡ ἄποψη τῶν ρωμαιοκαθολικῶν κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς προετοιμασίας τῆς «ἄρσεως» στήν Μικτή Ἐπιτροπή τό 1965; Ἡ ἄποψή των ἦταν, ὅτι δέν ὑφίστατο ἔγκυρον Ἀνάθεμα τοῦ Καρδιναλίου πρός τόν Πατριάρχην καί τούς συνεργάτες του. Γιά τόν λόγο αὐτό διαπιστώνει ὁ «διακεκριμένος ἐπιστήμων Καθολικός ἱερωμένος Μιχαήλ Μακκαρρόνε, μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀναφερόμενος στίς ἐργασίες τῆς μικτῆς προπαρασκευαστικῆς ἐπιτροπῆς», ὅπου ἔλαβε μέρος, τά ἀκόλουθα: «Αἱ ἐντατικαί συνομιλίαι ἐγένοντο μέ πνεῦμα ἐλευθερίας καί εἰλικρινείας, τό ὁποῖον ἐπέτρεψε νά συγκριθοῦν αἱ ἀμοιβαῖαι θέσεις καί νά ἐξετασθοῦν ὅλαι αἱ ἀπόψεις τοῦ ζητήματος συμφώνως πρός τήν ἱστορίαν καί τό Κανονικόν Δίκαιον. Αἱ ἐπιτροπαί δέν ἠθέλησαν νά εἰσέλθουν εἰς τό θέμα τῆς ἀξίας τῶν δύο ἀναθεμάτων διά τοῦτο οὐδέν ἐλέχθη περί ἐπανορθώσεως. Οὐδείς ὡμίλησε περί ἀκυρώσεως ἐν κανονικῇ ἐννοίᾳ, ἡ ὁποία θά προϋπέθετεν ὅτι τά ἀναθέματα θά ἦσαν ἐν ἐνεργείᾳ….»[10] Καί 3ον ἐάν ἀκόμη θά ἴσχυε κάποιος προσωπικός Ἀναθεματισμός, μέ αὐτόνομη καί αὐθαίρετη πρωτοβουλία τοῦ Καρδιναλίου κατά τοῦ Πατριάρχου, βάσει τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἀπόψεως, ἔπαυσε νά ἰσχύει ὁ Ἀναθεματισμός ἐκεῖνος μετά τόν θάνατο τοῦ ἀναθεματισθέντος, διότι αὐτός παραδίδεται στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.[11] Ἄρα, καθώς ἀναφέρει καί ὁ Καρδινάλιος Alfons M. Stickler, ὁ ὁποῖος ἦταν μέλος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν «ἄρση» τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν εἶχε τίποτα νά ἄρη, βάσει τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας του. «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσκεῖ δικαιοδοσία σέ νεκρούς[12].» Ἡ Ἐπιτροπή ἐδέχθη παρόλα ταῦτα τήν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν «ἄρση»τῶν Ἀναθεμάτων, διότι για τό Πατριαρχεῖο αὐτά ἦσαν ἀκόμη στήν μνήμη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἐβάρυναν πολύ ἀρνητικά.

Καί στή μία περίπτωση καί τήν ἄλλη καί ἐάν ἀκόμη ἐπρόκειτο περί ἄκυρου Ἀναθεματισμοῦ, ἔχομεν ἀναθεματισμόν μόνον προσωπικόν καί ὄχι μιᾶς Ἐκκλησίας ἐναντίον μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας. Στήν Κοινή Δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 γίνεται ἀποδεκτόν καί ἀπό τούς Ἀρχηγούς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τό συμπέρασμα τῶν ἐρευνῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι δηλ. «αἱ καταδίκαι ἀνεφέροντο εἰς τά ὑπ’ ὄψιν πρόσωπα καί οὐχί εἰς Ἐκκλησίας, δέν ἀπεσκόπουν δέ εἰς τήν διακοπήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν ΘρόνωνΡώμης καί Κωνσταντινουπόλεως.»[13] Ὁ δέ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄χαρακτηρίζει τά γεγονότα τοῦ 1054 στήν Κωνσταντινούπολη ὡς «ἀξιοθρήνητα ἐκεῖνα γεγονότα, ὧν ἕνεκα κατόπιν πολλῶν διχονοιῶν, ἐν ἔτει χιλιοστῷ πεντηκοστῷ τετάρτῳ, ἀνέκυψε σοβαρά διαφορά μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως…. Τοιαύτη δ’ ἐγένετο ἡ ἐν τῷ προκειμένῳ διαφορά, ὥστε οἱ ληγᾶτοι τοῦ Ποντίφηκος ἐδημοσίευσαν ἀπόφασιν ἀναθέματος κατά τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλαρίου καί ἑτέρων δύο ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν. Οὗτος δέ καί ἡ αὐτοῦ Σύνοδος ἐπετίμησαν ἐκείνους ὁμοιοτρόπως.[14] Δέν χαρακτηρίζει, λοιπόν, ὁ Πάπας τά γεγονότα ἐκεῖνα τοῦ 1054 ὡς σχίσμα, οὔτε ὡς διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀλλά ὡς «ἀξιοθρήνητα γεγονότα» καί ὡς «σοβαράν διαφοράν» μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, τ΄΄ον Ἀναθεματισμόν δέ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου καί τῆς Συνόδου του κατά τοῦ Καρδιναλίου, ὡς «επιτίμηση» πρός τόν Καρδινάλιο!

Ὁ καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς διαπιστώνει μάλιστα, ὅτι ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος δέν ἐθεώρει κἄν τήν ἀντιπροσωπεία αὐτή τοῦ Πάπα Ρώμης ὡς γνήσια, ἀλλά τοῦ προσωπικοῦ του ἐχθροῦ Ἀργυροῦ. Καί τά γράμματα τοῦ Πάπα ἐθεώρει νόθα (PG 120, 741)[15].

D90_28

Ὁ Ἀναθεματισμός τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου ἀφοροῦσε ὁλόκληρη τήν Δυτική Ἐκκλησία;

Μετά καί ἀφοῦ ἀρνήθηκε ἡ παπική ἀντιπροσωπεία νά ἐπιστρέψει γιά νά ἐξομαλυνθεῖ ἡ σύγκρουση, ἀναθεμάτισε, τρόπον τινά σέ ἄμυνα καί ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου τήν 24η Ἰουλίου, «ἐπιτιμῶσα» τόν Καρδινάλιο καί τούς συγγράψαντες τόν Ἀναθεματισμό, χωρίς ὅμως νά ἀναθεματίσει τόν Πάπα, οὔτε νά θέση ἐκτός κοινωνίας τήν Δυτική Ἐκκλησία, «ἀποφυγοῦσα (ἡ Σύνοδος) νά ἐπεκτείνει ἀμέσως ἤ ἐμμέσως τό ἀνάθεμα καί εἰς τόν πάπαν ἤ νά συντάξῃ πρᾶξιν ἐπισήμου διακοπῆς τῶν σχέσεων τήν ὁποίαν νά κοινοποιήσῃ εἰς τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν, ἀκριβῶς διά νά ἀφεθῇ ἡ θύρα τῆς συνδιαλλαγῆς ἀνοικτή.»[16] Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως διαπιστώνει ἐπίσης γιά τόν Ἀναθεματισμό τοῦ Πατριάρχου Κηρουλαρίου κατά τοῦ Καρδιναλίου, ὅτι «οὔτε Οἰκουμενική συνεκροτήθη σύνοδος, οὔτε πολυπληθής ἦτο, οὔτε τόν πάπαν ἀνεθεμάτισεν, οὔτε οἱ πατριάρχαι βεβαιοῦται ὅτι ἐπεψηφίσαντο.»[17] Κατά τόν Βλάσιο Φειδᾶ ὁ Πατριάρχης μάλιστα ἐβιάστηκε μέ τήν καταδικαστική του πράξη καί εἶναι τῆς γνώμης, ὅτι προηγουμένως ἔπρεπε νά ἐπικοινωνήσει μέ τήν Ρώμη, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἔπραξε[18].

Οἱ Ἀναθεματισμοί τοῦ 1054 ἀποτελοῦν, ὡς ἐκ τούτου, τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀποτυχημένης προσπάθειας συμφιλιώσεως καί συμμαχίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως.

8ο ΔΣΟΘ_257

Ποιά ἀπήχηση εἶχαν τά Ἀναθέματα στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση τότε καί μετά;

Γεγονός παραμένει, ὅτι τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα τότε δέν εἶχαν συνειδητοποιηθεῖ ἀπό κανέναν ὡς τελεσίδικη πράξη ὁριστικοῦ σχίσματος μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὅπως δείχνουν καί οἱ ἔρευνες. Χαρακτηριστική εἶναι π.χ. ἡ ἀντίδραση τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Πέτρου, ὁ ὁποῖος στήν ἀλληλογραφία του μέ τόν Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο συνιστοῦσε μετριοπάθεια πρός τούς Δυτικούς.: «XIV. Καλόν γάρ πρός τό καλοθελές ὁρῶντας ἡμᾶς καί μᾶλλον, ἔνθα μή Θεός ἤ πίστις τό κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεί πρός τό εἰρηνικόν τε καί φιλάδελφον, ἀδελφοί γάρ καί ἡμῶν οὗτοι….μέγα γάρ κἄν παρ’ αὐτοῖς ἀσφαλῶς ἡ ζωαρχική τριάς ἀνακηρύττοιτο καί τό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας κατά τήν ἡμετέραν δόξαν ἀνομολογεῖται μυστήριον.»[19] Ὁ Axel Bayer τονίζει, ὅτι «ἡ ἔρευνα γιά τό ἀνατολικό σχίσμα εἶναι σύμφωνη, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντάσεις τοῦ 11ου αἰῶνος δέν ἄλλαξαν τήν πεποίθηση τῶν λαῶν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός χριστιανισμός.»[20] Ἐξετάζων δέ στήν μονογραφία του καί τήν στάση τῶν Παπῶν, διαδόχων τοῦ Λέοντος τοῦ Γ΄ καί μέ ἀναφορά καί στόν Georg Denzler, διαπιστώνει, ὅτι «κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἀναφερόταν στήν σύγκρουση τοῦ 1054. Σχετικές ἀναφορές γιά τήν ἔναρξη τοῦ σχίσματος παρέμεναν γενικές, χωρίς νά ἀναφερθεῖ κάποια συγκεκριμένη ἡμερομηνία.»[21] Καί οἱ κανονολόγοι τῆς Δύσεως δέν ἀναφέρουν κἄν τά γεγονότα τοῦ 1054. Ἐπίσης διαπιστώνει ὁ Axel Bayer, ὅτι σέ κανένα ντοκουμέντο δέν ἀναφέρεται μάλιστα, ἐάν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα εἶχαν πληροφορηθεῖ γιά τόν ἀφορισμό τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου ἐναντίον των.[22] Καί ὁ Καρδινάλιος Alfons M. Stickler διαπιστώνει, ὅτι τόσον στήν Ἀνατολική ὅσον καί στήν Δυτική Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχεν ἡ ἄποψη ὅτι μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τό 1054 ἐδημιουργήθη ὁριστικό σχίσμα.[23] Βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται, ὅτι εἶχαν ταραχθεῖ οἱ ἐκκλησιαστικές σχέσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως τήν ἐποχή ἐκείνη.

Ὁ καθηγητής Josef Ratzinger καί μετέπειτα Πάπας παραπέμπει καί στόν γνωστό ὀρθόδοξο θεολόγο, καθηγητή Johannes Meyendorff, ὁ ὁποῖος ἐξέτασε τά κείμενα ἐκεῖνα καί τά τῆς ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων καί ἔχει καταλήξει στά ἴδια συμπεράσματα, δηλ. ὅτι ἡ πράξη ἐκείνη ἀπό ρωμαϊκῆς σκοπιᾶς δέν εἶχε ἀποκτήσει ποτέ ἐκκλησιαστικο-κανονική ἀξία καί ὅτι τελικά τό ἔτος 1054 δέν δύναται νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἔτος τοῦ Σχίσματος.[24] Ὁ Βλάσιος Φειδᾶς ἀναφέρεται καί στή στάση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου τοῦ Γ΄ Γραμματικοῦ, μέ τήν ὁποία καταφαίνεται, ὅτι οἱ Ἀναθεματισμοί τοῦ 1054 δέν εἶχαν εἰσέλθει στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας[25].

Ὁπωσδήποτε ὅμως πρέπει νά διαπιστωθῆ, ὅτι καί κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες καί πιό συγκεκριμένα σέ ὅλες τίς ἑνωτικές προσπάθειες εἴτε μεμονωμένων θεολόγων, κληρικῶν καί αὐτοκρατόρων, εἴτε συνοδικῶν διαδικασιῶν, ὅπως εἶναι π.χ. οἱ Σύνοδοι Λυῶνος, 1274, καί Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438-1439, δέν ἀναφέρθηκαν οἱ Ἀναθεματισμοί αὐτοί τοῦ 1054 ὡς δημιουργοί ὁριστικοῦ Σχίσματος καί ποτέ δέν ἐζητήθη μία τυχόν «ἄρση» αὐτῶν ὡς ὅρος τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἤ ὡς ὅρος ἐνάρξεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν κατά διαστήματα, ὅμως, ὡς γνωστόν, χωρίς θετικά ἀποτελέσματα.

Ἐνδιαφέροντα εἶναι καί ὅσα γράφονται, διορθώνοντας τίς παλαιότερες ἀπόψεις, καί εἰς τό συλλογικόν ἔργο περί τό θέμα τοῦ Σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο ἐξέδωσεν ὁ καθηγητής Θεόδωρος Νικολάου μαζί μέ τούς καθηγητές τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου, τόν ρωμαιοκαθολικό Peter Neuner καί τόν εὐαγγελικό Gunther Wenz[26]. Ὁ Axel Bayer στήν εἰδική πραγματεία του μέ τόν τίτλο Spaltung der Christenheit. Das sogenannte Morgenländische Schisma von 1054, «Σχίσμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τό οὕτως ἀποκαλούμενο Ἀνατολικό σχίσμα τοῦ 1054», ὅπου μέ τόν ὑπότιτλο αὐτό καταδεικνύει, ὅτι τό ἔτος 1054, μέ τά δυσάρεστα γεγονότα του, δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρεῖται ὡς τό ἔτος τοῦ Σχίσματος τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας[27]. Τό βιβλίο αὐτό, τονίζει ὁ Franz Tinnefeld, ἀπέδειξε ὁριστικά, ὅτι τό 1054 ὑπῆρξε μόνον ἕνας σταθμός μεταξύ ἄλλων στήν ἱστορία τῆς ἀμοιβαίας ἀποξενώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν[28]. Καί ὁ Johannes Meyendorff χαρακτηρίζει τά γεγονότα τοῦ 1054 ὡς ἕνα ἐπεισόδιο μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως[29]. Ὁ δέ ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, καθηγητής Ernst Christoph Suttner ὁμιλεῖ γιά τόν Μύθο τοῦ Μεγάλου Σχίσματος τοῦ ἔτους 1054.[30] Μέ ἐπίμονη σαφήνεια τονίζει: «Τό 1054 δέν ὑπῆρξεν ἀναθεματισμός τῆς λατινικῆς κατά τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί κανείς ἀναθεματισμός τῆς ἑλληνικῆς κατά τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας. Μόνο σέ μεμονωμένα πρόσωπα ἀναφερόταν οἱ ἀναθεματισμοί.»[31] Καί ὁ Ἀριστείδης Πανώτης συμπεραίνει: «Ἑπομένως σφάλλονται ὅσοι ἀπό ἄγνοιαν ἤ ἀρνητική διάθεσιν ἰσχυρίζονται ὅτι διά τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τελεσιδίκως καί ὁριστικῶς ἀπεκόπη ἡ Ρωμαϊκή Ἕδρα τῆς Ὀρθοδοξίας.[32]

Ὀρθῶς, λοιπόν, στήν Κοινή Δήλωση τῆς ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων αὐτῶν τό 1965 τοποθετοῦνται τά Ἀναθέματα αὐτά μεταξύ τῶν ἀρνητικῶν γεγονότων, τά ὁποῖα προηγήθησαν καί μετά ἀκολούθησαν, «ἅτινα ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν διαφόρων παραγόντων, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀμοιβαία ἔλλειψις κατανοήσεως καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡδήγησαν τελικῶς εἰς τὴν πλήρη διάσπασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας»[33].

8ο ΔΣΟΘ_360

Τά Ἀναθέματα τοῦ 1054 δημιούργησαν ὁριστικό Σχίσμα;

Συνεπῶς, ὁπωσδήποτε δέν ἔγινε μέ τούς Ἀναθεματισμούς ἐκείνους τοῦ 1054 τό ὁριστικόν Μέγα Σχίσμα οὕτε μεταξύ τῶν Θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά προφανῶς καί κατ’ ἐπέκτασιν, οὔτε καί μεταξύ τῆς καθόλου Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ὡσάν πρίν ἀπό τό 1054 νά ὑπῆρχε πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μετά τό 1054 δηλ. τό δῆθεν μέγα καί ὁριστικόν σχίσμα, πλήρης διακοπή τῆς κοινωνίας καί πλήρης ἀπόρριψη καί τῆς ἐκκλησιαστικότητας ἑκατέρωθεν. Ἡ ἱστορική αὐτή πραγματικότητα πρέπει νά συνειδητοποιηθεῖ καί νά μήν χαρακτηρίζονται πλέον τά λυπηρά ἐκεῖνα γεγονότα τοῦ 1054 ὡς τό Μέγα ἤ τό ὁριστικό Σχίσμα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, διότι ἁπλά δέν ἀνταποκρίνεται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἀπαιτεῖται, λοιπόν καί διόρθωση τῆς γλώσσας καί τῆς διατυπώσεως τῶν γεγονότων αὐτῶν καί στά συγγράμματα τά διδακτικά, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς ἀναφορές γιά τά γεγονότα ἐκεῖνα σέ ἱστορικά ἤ καί σέ ἐπιστημονικά κείμενα καί ὁμιλίες. Ἑπομένως καί ὁ χωρισμός τῶν περιόδων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας μέ βάσει τό ἔτος 1054 μέ τόν χαρακτηρισμό «πρό τοῦ μεγάλου σχίσματος» καί «μετά τό μεγάλο σχίσμα» ἐξυπακούεται ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται πρός τήν ἱστορικήν πραγματικότητα καί θά πρέπει νά διορθωθεῖ.

Ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νά σταματήσουν οἱ φανατικά ἐπηρεασμένες ἀπολογητικές καί πολεμικές ἑρμηνεῖες, καθώς ἐπίσης καί οἱ παραπληροφορήσεις, οἱ ὁποῖες παρατείνουν καί ἐμπεδώνουν τήν ἀρνητική αὐτή ἄποψη καί ἑδραιώνουν τήν ἀκοινωνησία. Καί τίθεται τό ἐρώτημα:

8ο ΔΣΟΘ_791

Ποιός εἶναι ὁ χρόνος τοῦ ὁριστικοῦ Μεγάλου Σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν; Ὑπάρχει συγκεκριμένη ἀναμφισβήτητη ἡμερομηνία, ἤ συγκεκριμένο γεγονός;

Καθώς φαίνεται ἀπό τίς ἔρευνες καί τήν ἱστορική πραγματικότητα τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καί Δύσεως, τό Μεγάλο αὐτό Σχίσμα δέν ἔγινε σέ μιά συγκεκριμένη στιγμή, οὔτε σέ μιά συγκεκριμένη ἡμερομηνία, γιά ἕνα συγκεκριμένο γεγονός, ἤ μέ μιά συγκεκριμένη νομοκανονική ἤ γενικώτερα ἐκκλησιαστική πράξη. Οὔτε τό 1054, ἀλλά οὔτε καί κάποια ἄλλη ἡμερομηνία μέ τόσο ἀπὀλυτο χαρακτῆρα. Ἀντιθέτως διαπιστώνεται, ὅτι ἡ ἀποξένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔγινε βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον[34] σέ διάστημα ὄχι μόνο πολλῶν ἐτῶν, ἀλλά θά μποροῦσε νά λεχθῆ πολλῶν αἰώνων καί μάλιστα ὄχι μέ τόν ἴδιο τρόπο καί γιά τούς ἴδιους λόγους. Εἶναι δηλαδή γνωστόν καί ἱστορικά ἀναντίρρητον, ὅτι καί πρίν ἀπό τό 1054, δηλ. κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας, δέν ὑπῆρχε πλήρης καί ἀδιάκοπος ἐκκλησιαστική ἀγάπη καί μυστηριακή κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά ἀρκετά ἐκκλησιαστικά προβλήματα καί διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.[35] Ὅμως καί πάλιν ἀποκαθίστατο ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία. Π.χ. κατά τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Φωτίου καί τοῦ Πάπα Ρώμης Νικολάου ὑπῆρξεν ὀξεία διάσταση καί διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἀποκαταστήθηκε ἡ πλήρης κοινωνία μάλιστα μέ συνοδική πράξη στήν ἑνωτική Σύνοδο τοῦ 879-880, στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Φωτίου καί μέ τήν συμμετοχή καί συμφωνία τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων καί ἀποδοχή ἀπό τόν ἴδιο τόν Πάπα. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπέθανε σέ πλήρη κοινωνία μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία. Ἡ Σύνοδος αὐτή πρέπει νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό κοινοῦ καί ἀπό τήν Ἀνατολική, ἀλλά καί ἀπό τήν Δυτική Ἐκκλησία ὡς ἡ 8η Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Ἄρα ἡ ἑνωτική αὐτή Σύνοδος δέν ἦταν «ἀντιπαπική» καί προφανῶς οὔτε καδίκασε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία!

Τό σύνολο τῆς κατά διαστήματα διακοπῆς τῆς κοινωνίας μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία ἀνέρχεται, βάσει ἱστορικῶν ἐρευνῶν, σέ πάνω ἀπό 200 ἔτη, καθώς συμπεραίνουν δυτικοί καί ἀνατολικοί ἐρευνητές.[36]

Καί μετά τό 1054 δέν δημιουργήθηκε πλήρης καί ἀπόλυτη διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ὑπάρχουν ἀδιαμφισβήτητα ἱστορικά γεγονότα καί πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις πραγματοποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας, τίς ὁποῖες θά ἔπρεπε νά ἐπαναφέρομε στήν μνήμη μας. Γιά τήν κατάσταση στά Ἱεροσόλυμα τήν ἐποχή μάλιστα τῶν Σταυροφόρων ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τά ἑξῆς: «…ἀλλ’ ἐπειδή, καθ’ ὅν χρόνον ἐγκαθιδρύθησαν ἐν Ἱερουσαλήμ οἱ σταυτοφόροι, παρά τά ἐν Κ/πόλει συμβάντα τοῦ 1054, δέν εἶχε παντελῶς διακοπῆ ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μεταξύ Ἑλλήνων καί λατίνων, οἱ Ἕλληνες τῆς Ἱερουσαλήμ, κατά λατινικάς εἰδήσεις, συμπροσηύχοντο, ἐνίοτε, ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως, ἄλλως τε ἐν αὐτῷ, κατά τάς αὐτάς εἰδήσεις, τ’ ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐγίνοντο κατ’ ἀρχάς λατινιστί, ὑπό λατίνου, ὕστερον δ’ ἑλληνιστί, ὑπό ἕλληνος ἱερέως, χάριν τοῦ λαοῦ…»[37]

Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ἔχουν μεγάλη σημασία τόσο γιά τήν ἑρμηνεία τῶν γεγονότων τότε, δηλαδή γιά τό τί συνέβη μέ τούς Ἀναθεματισμούς ἐκείνους τό 1054, ἀλλά καί τί ἐπετεύχθη μέ τήν «ἄρση» τῶν παλαιῶν αὐτῶν Ἀναθεμάτων τό 1965.

Διαπιστώνομε, λοιπόν, ἀλληλουχία γεγονότων θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἐπηρέαζαν καί τίς ἐκκλησιαστικές σχέσεις, ἀκόμη καί τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἤ ὄχι καί γενικώτερα τῶν Μυστηρίων ἑκατέρωθεν. Ὅμως, παρόλα ταῦτα, δέν ἔχαναν οἱ χριστιανοί τό συναίσθημα καί τήν πεποίθηση, ὅτι ἀνήκουν στήν ἴδια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἐάν εὑρίσκοντο σέ διάσταση, ἤ πολεμική, ἤ διακοπή τῆς κοινωνίας, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές καί σέ μία οἰκογένεια μέ δραματικές συνέπειες, χωρίς νά ἐξαφανίζεται ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια. Εἶναι ἀναγκαία, ἡ λεπτομερής καί ἀκριβής ἔρευνα καί ἔκθεση τῆς κοινῆς μας διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν σχέσεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας, τῶν θετικῶν, ἀλλά καί τῶν ἀρνητικῶν γεγονότων κάτω ἀπό αὐτό τό πρῖσμα μέχρι καί σήμερα.

Καί τά δραματικά γεγονότα τῶν Σταυροφοριῶν μέ τά θλιβερά ἀποτελέσματα τῆς 4ης Σταυροφορίας τοῦ 1204 ἔπαιξαν μάλιστα πολύ πιό ἀρνητικό ρόλο γιά τήν ἀποξένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἀπό ὅτι τά λυπηρά γεγονότα τοῦ 1054. Ἡ δημιουργία τῆς διπλῆς ἱεραρχίας, μέ τήν τοποθέτηση τοῦ Λατίνου Πατριάρχου στήν Κωνσταντινούπολη, ἐνῶ ὁ γνήσιος Πατριάρχης ἦταν ἐξόριστος, καί ἡ τοποθέτηση μιᾶς λατινικῆς Ἱεραρχίας ἀπό τόν Πάπα Ἰννοκέντιο τόν Γ΄ σέ ὅλες τίς ἀνατολικές περιοχές, ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ σταυροφόροι, μέ τίς διοικητικές γνωστές ἀξιώσεις κυριαρχίας καί ἐπιβολῆς μέ τόν ὅρκον ὑπακοῆς τῶν ἐντοπίων κληρικῶν εἰς τόν λατῖνο ἐπίσκοπο, ἀποτελεῖ κύριον σταθμόν ἀποξενώσεως καί ἐσωτερικοῦ τραυματισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἐπουλωθεῖ μέχρι σήμερα.[38] Μέ τά γεγονότα αὐτά ὅμως δέν καθιερώθηκε θεολογικά ἤ ἐκκλησιαστικοκανονικά τό ὁριστικό Σχίσμα. Ἀκόμα καί γιά τήν ἀνώμαλη ἀντικανονική ἐξέλιξη τῶν Σταυροφοριῶν καί κυρίως τῆς 4ης, θεωρεῖ ὁ καθηγητής Erns Christoph Suttner, ὅτι καί μέ τήν τοποθέτηση τῶν Λατίνων ἐπισκόπων δέν ἀμφισβητήθηκε ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τό ἔγκυρον τῶν Μυστηρίων της καί συγκεκριμένα τοῦ Μυστηρίου Ἱερωσύνης, ἐφὀσον οἱ κληρικοί παρέμεναν στίς θέσεις των καί στίς ἐνορίες των μόνον μέ Λατῖνο ἐπίσκοπο, ὅ ὁποῖος ἦταν ἁρμόδιος γιά Ἕλληνες καί Λατίνους.[39]

Ἐκτός τούτου μέ τήν ἐντολή καί ἄδεια ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀνελάμβαναν καί ἀργότερα δυτικοί κληρικοί καί ἐκκλησιαστικά διακονήματα καί γιά τούς ὀρθοδόξους, π.χ. ἱεροκηρύκων, ἐξομολόγων κ.λπ.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ γενικώτερη θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἐξέλιξη στήν Δυτική Ἐκκλησία ἐμεγένθυνε βαθμηδόν τήν ἀποξένωση τῶν δύο κόσμων, ἡ ὁποία κατάληξε στήν ἀκοινωνησία καί στό βιούμενο Μέγα Σχῖσμα.

Καί ὁ Πάπας Ρώμης Παῦλος ΣΤ΄ὁμολόγησεν, ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Λυῶνος τό 1274 γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ἦταν ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη σέ ἀποτυχία, διότι ἐκεῖ, χωρίς γνήσιο καί εἰλικρινῆ θεολογικό Διάλογο, ἔγινε ἡ προσπάθεια ἀπό τούς Δυτικούς νά ἐπιβάλουν στούς Ἀνατολικούς μονόπλευρα τίς ἐκκλησιολογικές των θέσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐξελιχθεῖ στήν Δύση[40]. Καί ἡ Σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-1439 κατέληξε τελικά, γιά διάφορους

λόγους, σέ ἀποτυχία καί παρέμεινε στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων μέχρι σήμερα ὡς ψευδοσύνοδος[41]. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μάλιστα μεταφέρει τό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀκριβῶς στό γεγονός τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-1439.[42] Ὅμως στήν Σύνοδο ἐκείνη συμμετεῖχαν οἱ ἀνατολικοί καί οἱ δυτικοί συνοδικοί ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί διεξήχθη πράγματι σοβαρός Θεολογικός Διάλογος, στόν ὁποῖο τό μεγαλύτερο βάρος ἐσήκωσε στούς ὡμους του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Δυστυχῶς χωρίς ἀποτελέσματα.Ὅμως: Ἡ Σύνοδος ἐκείνη ὑπῆρξεν μία «κοινή Σύνοδος», παρά τό ὅτι καί τότε, ὅπως καί τόν 19ο καί 20ο αἰῶνα μεταξύ τῶν Λατίνων καί τῶν Ἑλλήνων ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχαν βαθειά ἀποξένωση καί σοβαρές δογματικές διαφορές.

Ἡ ριζική ἀλλαγή τοῦ 20 αἰῶνα στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν συνίσταται πράγματι σέ μιά ριζική ἀποξένωση καί ἀλλοτρίωση οὕτως ὥστε τότε, τόν 15ο αἰῶνα μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ μιά κοινή Σύνοδος, παρά τίς ὑπάρχουσες διαφορές, ἐνῶ π.χ. στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο δέν μποροῦσαν νά συμμετέχουν καί ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καί νά πραγματοποιήσουν μιά κοινή Σύνοδο, διαπιστώνει ὁ Ernst Christoph Suttner.[43] Καί συμπληρώνω καί ἐγώ, ἀσφαλῶς οὔτε θά μποροῦσε αὐτό νά συμβεῖ καί στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Κρήτη τό 2016, παρά τό ὅτι μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δέν ὑπάρχει ἐπίσημη καταδίκη. Γιά τόν λόγο αὐτό διερωτᾶτο καί ὁ Καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης, τί θά κάνομε μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὅταν θά συγκαλέσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μία Πανορθόδοξη Σύνοδο;[44]

Τό 1553, ἄρχισε ἡ Ρώμη νά ἐφαρμόζει τήν θεωρία τῆς ὑποταγῆς τῶν ἐκπτώτων σχισματικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς[45]. Ἐξελίσσεται καί κυριαρχεῖ πλέον ἡ ἐκκλησιολογική καί σωτηριολογική ἀποκλειστικότητα καί μοναδικότητα τῆς Δυτικῆς καί πιό συγκεκριμένα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας[46]. Τό 1622 ἱδρύεται ἡ Congregatio de Propaganda Fidei, μέ τήν ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς καί στήν Ἀνατολή καί τήν ἐπίτευξη τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπτωκότων στή δῆθεν μοναδική καί πραγματική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά νά μπορέσουν νά τύχουν τῆς σωτηρίας των.[47] Τήν 5η Ἰουλίου τοῦ 1729 ἀπαγόρευσε ἡ Congregatio de Propaganda Fidei, ὄχι ὁ Πάπας, κάθε λειτουργική καί μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους(Mansi 46, 99-104). Ἀποτελεῖ αὐτή ἡ ἀπαγόρευση τήν πραγματοποίηση τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος; Ἡ ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων πραγματοποιήθηκε 20 χρόνια ἀργότερα τό 1755 μέ τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς μή ἀναγνωρίσεως τῶν Μυστηρίων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ καθηγητής Ernst Christoph Suttner διαπιστώνει, ὅτι μόλις ἀπό τόν 18ο αἰῶνα ἀρχίζουν οἱ Ἐκκλησίες μας νά θεωροῦν ἑαυτές ὡς τίς μοναδικές Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μόνον καί ἀποκλειστικά ἐντός τῶν ὁποίων εἶναι δυνατή σωτηρία, ἐνῶ ἀρνοῦντο καί τήν ἐκκλησιαστικότητα τῆς ἄλλης ἑκατέρωθεν.[48] Μέχρι σήμερα ἀναγνωρίζεται τό Βάπτισμά των καί δέν ἐπαναλαβάνεται ὅταν ρωμαιοκαθολικοί ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄρα ἀναγνωρίζεται τό Βάπτισμα αὐτῶν καί ἄλλα Μυστήρια. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀπήντησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τό 1903 στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1902, τά ἑξῆς: «Πιστεύομεν ἐπί τήν εἰλικρίνειαν τῆς πίστεως αὐτῶν ( δηλ. τῶν Λατίνων καί τῶν διαμαρτυρομένων) εἰς τήν παναγίαν καί ζωαρχικήν Τριάδα, διό καί δεχόμεθα τό βάπτισμα τούτων τε καί ἐκείνων.» Γιά τήν ἀναγνώριση τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀνάφερε: «Τιμῶμεν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς λατινικῆς ἱεραρχίας καί τούς εἰς τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἐρχομένους ἐξ αὐτῆς κληρικούς παραδεχόμεθα ἐν τῷ ὅν φέρουσι βαθμῷ (ὡς παραδεχόμεθα καί τούς Ἀρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς κλπ. τούς μή ἀπολέσαντας τήν ἀποστολικήν διαδοχήν).»[49] Οὐδείς λόγος περί αἱρέσεων! Καί ἡ Ἐκκλησία Μαυροβουνίου ἔδωσε ἀκριβῶς τήν ἴδια ἀπάντηση.[50] Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί τό Βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν τό κύριο συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀποκτήσεως τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος ὑπαρξιακά καί ὄχι ἐπιφανειακά, δημιουργεῖται ἡ προϋπόθεση τῆς «ἐνδύσεως τοῦ Χριστοῦ» καί τῆς εἰσόδου στήν χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ βαπτισθέντες χριστιανοί καθίστανται ὅμαιμοι. Καί εῑναι γνωστόν, ὅτι ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια μιᾶς οἰκογενείας δέν καταστρέφεται σέ ὁποιαδήποτε δραματική καί ὀδυνηρά ἐξέλιξη καταντήσουν οἱ σχέσεις τῶν μελῶν της, ἀκόμη καί μέ φόνους! Τό 1969 ἀποφάσισε ἐπίσης ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἐπέτρεψε τήν Μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀπόφαση, τήν ὁποία ἀργότερα ἀνακάλεσε. Πάντως ἐπίσημη καταδίκη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει, καθώς τονίζουν ὁ καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης καί Βλάσιος Φειδᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπί λέξει τονίζει: «…οἱ ρωμαιοκαθολικοί, οἱ παλαιοκαθολικοί, οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί, κατά προφανή ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας καί ἐπ’ ἐλπίδι ἀποκαταστάσεως τῆς μετ’ αὐτῶν ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινων ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνον ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζει δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως τά ἐκτός τῶν ὁρίων αὐτῆς χριστιανικά σώματα ὡς αἱρετικά ἤ ὡς σχισματικά.»[51] Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί τό Βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν τό κύριο συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀποκτήσεως τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος ὑπαρξιακά καί ὄχι ἐπιφανειακά, δημιουργεῖται ἡ προϋπόθεση τῆς «ἐνδύσεως τοῦ Χριστοῦ» καί τῆς εἰσόδου στήν χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ βαπτισθέντες χριστιανοί καθίστανται ὅμαιμοι. Καί εῑναι γνωστόν, ὅτι ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια μιᾶς οἰκογενείας δέν καταστρέφεται σέ ὁποιαδήποτε δραματική καί ὀδυνηρά ἐξέλιξη καταντήσουν οἱ σχέσεις τῶν μελῶν της, ἀκόμη καί μέ φόνους!

Καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν ἔχει καταδικάσει ἤ ἀναθεματίσει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἀπεναντίας ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία μέ τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο ἀναγνωρίζει τήν ἐκκλησιαστικότητα καθώς ἐπίσης καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τέλος πρέπει νά ἐπανεξετασθεῖ, ἐάν καί κατά πόσον σήμερα εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται γενικά καί ἀδιάκριτα οἱ ὅροι αἵρεσις καί σχίσμα. Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο καί δυνατόν νά ἀναθεωρήσομε τήν χρήση τῶν ὅρων αὐτῶν[52] καί νά χρησιμοποιοῦμε τόν χαρακτηρισμό ἑτερόδοξοι ἀδελφοί ἤ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, ἤ ἀκόμα καί τόν χαρακτηρισμό ἑτερόδοξες ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἐφ’ ὅσον τά κοινά σημεῖα τῆς πίστεώς μας εἶναι πολύ περισσότερα ἀπό τίς διαφορές μας ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, οἱ ὁποῖες βέβαια διαφορές εἶναι σοβαρές καί πρέπει ἀπό κοινοῦ νά λυθοῦν. Ἐκτός τούτου τόν χαρακτηρισμό γιά τούς ἑτροδόξους «ἀδελφοί» καί «Ἐκκλησίες», ἤ καί «ἀδελφές ἐκκλησίες» ἔχουν χρησιμοποιήσει ἀρκετοί ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἀρκετοί Ἰεράρχες καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ἀλλά καί ἄλλες Ὀρθόδοξες Σύνοδοι καί τῆς Β΄ χιλιετίας, τίς ὁποῖες δέν θέλω ἐδῶ νά ἐπαναλάβω.[53]

8ο ΔΣΟΘ_361

Β) Ἡ «ἄρση» τῶν Ἀναθεμάτων καί ἡ σημασία της

Τήν 7ην Δεκεμβρίου 1965 ἔγινε ἡ ἐπίσημη τελετή τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων συγχρόνως στό Βατικανό καί στό Φανάρι, ὅπου εὑρισκόταν οἱ Ἀντιπροσωπεῖες τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ ἐνθουσιασμό καί δάκρυα στά μάτια.

Μετά τά ἀνωτέρω διερωτᾶται ὅμως κανείς, ποιά εἶναι ἡ σημασία τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων; Πολλοί ἀνέμεναν τήν «ἄρση» καί τοῦ σχίσματος καί τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας. Τοῦτο προφανῶς δέν μποροῦσε οὔτε καί προβλεπόταν νά γίνει, διότι μέ τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα δέν εἶχε δημιουργηθεῖ τό Σχίσμα. Ὅμως μέ τήν πρωτοβουλία αὐτή ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,[54] καί μέ τήν σύμφωνη ἐνέργεια καί τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἐπραγματοποιήθη ἕνα τολμηρό βῆμα, τό ὁποῖο ἐδημιούργησε μιά νέα κατάσταση ἐκκινήσεως καί προόδου τῆς ἐπανασυναντήσεως καί ἐπαναδελφοποιήσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων τονίζει στήν ὁμιλία του πρός τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ τήν 7η Δεκεμβρίου 1965 στήν Ρώμη, ὅτι οἱ δύο Θρόνοι προέβησαν σ’ αὐτήν τήν πράξη «καταργοῦντες τό ἀπ’αὐτῶν προελθόν ἀνάθεμα, τό σύμβολο τοῦτο τοῦ σχίσματος, καί ἀντ’ αὐτοῦ ὑψοῦντες τήν ἀγάπην, σύμβολον τῆς ἐπανασυναντήσεως αὐτῶν.»[55] Τά Ἀναθέματα λοιπόν ἐκεῖνα εἶχαν γίνει πράγματι τό σύμβολο τοῦ σχίσματος, ὅπως τά ἐχαρακτήριζε καί ὁ Καθηγητής Joseph Ratzinger, ὁ μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄, ὁ ὁποῖος διαπιστώνει, ὅτι ἡ πράξη αὐτή τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων ἀποσκοποῦσε στήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.[56]

Ὁ τελικός σκοπός τῆς ἄρσεως αὐτῆς, καθώς ἐπίσης καί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου γενικώτερα διατυπώνεται στήν Κοινή Δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄ καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965, δηλ. τῆς ἡμέρας τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων: «…Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ μετά τῆς περί αὐτόν Συνόδου … Πραγματοποιοῦντες τήν χειρονομίαν ταύτην ἐλπίζουσιν, οὐχ ἦττον, ὅτι αὕτη ἔσται εὐάρεστος τῷ Θεῷ, ἑτοίμῳ ἵνα ἀφήσῃ ὅταν ἀφίεμεν ἀλλήλοις, καί ἐκτιμηθήσεται αὕτη ὑφ’ ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἰδίᾳ ὑπό τοῦ συνόλου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὡς πρόσκλησις πρός ἐπιδίωξιν, ἐν πνεύματι ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, ἐκτιμήσεως καί ἀγάπης, τοῦ διαλόγου, ὅστις ὁδηγήσει αὐτάς, Θεοῦ εὐδοκοῦντος, ἵνα ἐπαναβιώσωσιν, ἐπί μείζονι ὠφελείᾳ τῶν ψυχῶν καί πρός ἔλευσιν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν πλήρη κοινωνίαν τῆς πίστεως, τῆς ἀδελφικῆς ὁμονοίας καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ἥτις ὑφίστατο μεταξύ αὐτῶν διαρκούσης τῆς πρώτης χιλιετηρίδος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.»[57]

Διαπιστώνομε, λοιπόν, ὅτι δέν πρόκειται πρώτιστα περί ἄρσεως ἤ ἀπαλείψεως ἤ ἀκυρώσεως ἑκατέρωθεν νομικῆς ἐκκλησιαστικῆς καταδίκης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, πρᾶγμα, τό ὁποῖον τότε δέν εἶχε συμβεῖ, ἀλλά περί δημιουργίας μιᾶς νέας ἐποχῆς τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀγάπης καί τῆς ποικιλοτρόπως βελτιώσεως τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων, μέχρι καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κοινῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία τό γε νῦν ἔχει διακοπεῖ καί εὑρισκόμεθα σέ κατάσταση ἀκοινωνησίας.[58] Ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου ἀξιολογώντας τήν «ἄρση» τῶν Ἀναθεμάτων στήν ὁμιλία του στό Graz τόν Ἰανουάριο τοῦ 1976. 10 χρόνια μετά τήν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων, διεπίστωσε τά ἑξῆς: «Κατά τήν προσωπική μου ἄποψη, μέ τήν πανηγυρική ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων ἀποκατεστάθη δυνάμει ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀγάπης δέν ὑφίσταται οὐσιαστικός χωρισμός μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Γιά τό λόγο αὐτό στό πλαίσιο τῆς νομίμου πλουραλιστικῆς ἑνότητος δέν ὑπάρχει κανένα ποιοτικό καί ἀντικειμενικό ἐμπόδιο γιά τήν μυστηριακή κοινωνία, τό ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά λυθεῖ.»[59] Καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός τονίζει ὅτι «τό γεγονός αὐτό τῆς ἄρσεως τῆς Ἀναθεμάτων ἀποτελεῖ πράγματι θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶςτό ὕψιστο σημεῖο τοῦ Διαλόγου τῆς ἀγάπης.»[60]

Ἀλλά καί ἐάν ἀκόμη ἐθεωρεῖτο, ὅτι μέ τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα τοῦ 1054 ὑπῆρχεν ἑκατέρωθεν νομοκανονική καταδίκη, μέ τήν «ἄρση» αὐτή τῶν Ἀναθεμάτων ἐξέλιπεν καί ἡ πράξις αὐτή, χωρίς βεβαίως νά ἀποκατασταθεῖ αὐτομάτως καί ἡ πλήρης μυστηριακή κοινωνία, διότι ὡς ἐλέχθη, μέ τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα δέν διακόπηκε ἡ κοινωνία,. Ἀλλά καί ἐάν ὑπῆρχεν κανονικόν θέμα, διεπίστωσε ὁ Βλάσιος Φειδᾶς, ὅτι μέ τήν ἄρση αὐτή τῶν Ἀναθεμάτων ἤρθησαν τά κανονικά πλαίσια τῆς καταδίκης καί εὑρισκόμεθα πλέον σέ μία κατάσταση ἀκοινωνησίας μέχρι νά λυθοῦν καί οἱ ὑπάρχουσες δογματικές καί ἄλλες διαφορές.[61]

Ἐνδιαφέρον εἶναι ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ, ὅτι ἔγινε ἀποδεκτός, ἑκατέρωθεν, καί ὁ τρόπος τῆς «ἄρσεως» αὐτῆς, δηλ. καί οἱ δύο Ἐκκλησίες ἀνεγνώρισαν ὡς ἰσοδύναμες καί ἔγκυρες τίς ἰδικές των διοικητικές δομές, «κατά τήν παράδοσιν καί τά ἔθιμα ἑκάστης»,[62] χωρίς νά ἀπαιτήσει ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη κάτι τό ἰδιαίτερο, ἤ νά θέσει ὅρους γιά τήν διαδικασία τῆς ἐπιδιωκομένης πράξεως. Ἀπό τήν πλευράν της ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐνεργεῖ διά τοῦ Πάπα, τό δέ Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μετά τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου.

Συμπερασματικά μπορεῖ νά λεχθεῖ, ὅτι ὅποιον χαρακτῆρα, καί ἐάν εἶχαν τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα τοῦ 1054, νομικόν ἤ ἐκκλησιαστικοκανονικόν χαρακτῆρα, μέ τήν κοινή αὐτή ἐπίσημη Πράξη τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τῆς «ἄρσεώς» των, ἤρθησαν «ἀπό τῆς μνήμης καί ἐκ τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας» καί ἔπαυσαν πλέον νά θεωροῦνται «ὡς κώλυμα εἰς τήν ἐν ἀγάπῃ προσέγγισιν»[63] των Ἐκκλησιῶν μας. Ἀπομακρύνθηκε καί διεγράφη ἀπό τήν μνήμη καί τό μέσον τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἴχνος ἀπό τά λυπηρά ἐκεῖνα γεγονότα τοῦ 1054 καί ἐάν ἀκόμη στή συνείδηση τῶν πιστῶν εἶχαν δημιουργήσει προβλήματα καί τείχη χωρισμοῦ. Οὔτε νομοκανονικόν σχίσμα, οὔτε ἐκκλησιολογική καταδίκη, οὔτε ἀποκοπή ἀπό τήν μυστηριακή κοινωνία τῶν δύο Ἐκκλησιῶν συνέβησαν τό 1054. Παρόλα ταῦτα, ὅλα τά δυσάρεστα γεγονότα ἐκεῖνα τοῦ 1054 παρεδόθησαν οἰκειοθελῶς καί ἐπισήμως καί ἀπό τίς δύο Ἐκκλησίες τήν 7ην Δεκεμβρίου 1965 στήν λήθη.

Τήν μεγίστην καί ἱστορικήν σημασίαν τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων ἐκφράζουν πολύ ἔντονα καί οἱ ἑορτασμοί τῆς 10ετίας μετά τήν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν στήν Ρώμη, στήν Κωνσντινούπολη, στό Graz τῆς Αὐστρίας καί ἀλλαχοῦ. Τό ἀποκορύφωμα τῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ἀλλαγῆς τῆς ἱστορίας, ἀπό τήν πολεμικήν πρός τήν ἀγάπην καί ἀναμφισβήτητη ἐπικύρωση τῆς εἰλικρινείας τοῦ Πάπα τῆς νέας στάσεως τῆς ‘Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξεν ὁ ἀσπασμός τῶν ποδῶν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος ἀπό τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στήν Σιξτίνεια Καπέλλα τήν 14η Δεκεμβρίου τοῦ 1975. Ἴσως μέ τήν χειρονομία του αὐτή ὁ Πάπας Παῦλος διόρθωσε τήν ἀπαίτηση τοῦ Πάπα Εὐγενίου τοῦ Δ΄, ὁ ὁποῖος ἀπαίτησε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωσήφ τόν Β΄ τό 1438, εὑρισκόμενον ἤδη στήν Βενετία, ὅταν ἀφιχθεῖ στήν Φερράρα νά τοῦ ἀσπασθεῖ τόν πόδα καί βεβαίως τότε ἀρνήθηκε διαρρήδηνὁ Πατριάρχης, τονίσας: «Οὐκ ὀφείλω ἐγώ τοιοῦτον ἀσπασμόν, ἀλλ’ ἐπειδή ἀδελφοί ἐσμέν, δεῖ περιπτύξασθαι καί ἀσπάσασθαι ἀλλήλους ἀδελφικῶς.»[64]

Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Τί συνέβη ὅμως μετά ταῦτα, μετά τήν «ἄρσιν» τῶν Ἀναθεμάτων; Ποιές εἶναι οἱ πραγματικές συνέπειες; Ἔχομε συνειδητοποιήσει αὐτήν τήν νέα πραγματικότητα; Ἔχομεν πράξει στίς Ἐκκλησίες μας ὅλα ἐκεῖνα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιά τήν σωστή πληροφόρηση τοῦ ποιμνίου μας καί γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ ἀναμενομένου καί ἐπιδιωκομένου σκοποῦ, ὅπως τόν διετύπωσεν ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τότε στήν μνημονευθεῖσα Κοινή Δήλωσή των; Καί ποιοί ἔχουν καθῆκον καί εὐθύνην γιά τόν σκοπό αὐτό;

8ο ΔΣΟΘ_548

Ἡ Κοινή Διακήρυξη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο

Τό ἐρώτημα αὐτό ἐπανῆλθε στήν ἄμεση ἐπικαιρότητα καί κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ ΙΣΤ΄ στό Οἰκουμενικόn Πατριαρχεῖο, τήν 29η καί 30ή Νοεμβρίου 2006. Σχετικά μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἐτόνισαν ἀπό κοινοῦ ὁ Πάπας Βενέδικτος καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν Κοινή Διακήρυξή των τά ἑξῆς: «Καθ’ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δὲν δυνάμεθα νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἐπίσημον ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν, δι’ ἧς παρεδόθησαν εἰς τὴν λήθην τὰ παλαιὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα ἐπηρέασαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὰς σχέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν κατὰ τρόπον ἀρνητικόν. Δὲν ἠντλήσαμεν εἰσέτι ἐκ τῆς πράξεως ταύτης πάσας τὰς θετικὰς συνεπείας, αἵτινες δύνανται νὰ προκύψουν ἐξ αὐτῆς διὰ τὴν πορείαν ἡμῶν πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα, πρὸς ἣν καλεῖται ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου ὅπως προσφέρῃ μίαν σημαντικὴν συμβολήν. Προτρεπόμεθα τοὺς πιστοὺς ἡμῶν νὰ ἀναλάβουν ἐνεργὸν ρόλον εἰς τὴν διαδικασίαν ταύτην διὰ τῆς προσευχῆς καὶ διὰ σημαντικῶν ἐνεργειῶν.»

Δυστυχῶς ὅμως μέχρι καί σήμερα δέν ἔχουν πραγματοποιηθεῖ οἱ ἀπαραίτητες ἐνέργειες πρός τόν σκοπόν αὐτόν.

Καί ἀκριβῶς στό σημεῖο αὐτό ἐπιβάλλεται τό καθῆκον καί τῶν ἁρμοδίων διδασκάλων καί καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν, ὅπως ἀφοῦ συνειδητοποιήσουν οἱ ἴδιοι τό γεγονός καί τή βαρύτητα τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἐνημερώσουν καταλλήλως ὅλους τούς ὑφισταμένους των καί ὅλους τούς διδασκομένους των γιά νά ἐπιτευχθῆ ὄχι μόνο μία ἀντικειμενική καί πλήρης ἐνημέρωση, ἀλλά καί παρότρυνση πρός γενική συνειδητοποίηση (Rezeptio) καί συγκεκριμένες ἐνέργειες μέ σοβαρότητα καί συνέπειες. Καί τό σημερινό συνέδριο ἀποτελεῖ μιά πολύτιμη συμβολή πρός τόν σκοπό αὐτό.

2ον ) Παπικόν πρωτεῖον

Ἡ πλήρης κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά πραγματοποιηθεῖ, ἐάν δέν λυθοῦν καί τά σοβαρά δογματικά καί ἄλλα προβλήματα, τά ὁποῖα ἀκόμη ὑπάρχουν. Καί ἀναμφιβόλως ἕνα ἀπό τά δυσκολώτερα εἶναι καί τό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης.

Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπιθυμῶ ἐδῶ νά ἀναφέρω ἀκροθιγῶς τό πρόβλημα αὐτό καί πῶς τό ἀντιμετωπίζουν ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ὑπάρχουν θετικές προοπτικές καί ἐξελίξεις;

Τό θέμα εἶναι εὐρύτατο καί πολύπλοκο.[65] Σήμερα καί τώρα θά ἀναφερθῶ μόνο στήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ Στ’ στήν Κωνσταντινούπολη τήν 25η Ἰουλίου 1967, διότι θέλω νά ὑπενθυμίσω ὅσα ἐλέχθησαν γιά τό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης ἐκεῖ καί τότε καί τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν 1ον ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦταν πιστός τηρητής τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί παραδόσεως καί ὅτι ἔλεγε μέ θάρρος καί τόλμη τή γνώμη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τό πρωτεῖο τοῦ Ἑπισκόπου Ρώμης εὐθέως καί μπροστά στούς Πάπες καί 2ον ὅτι ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄, ἔκανε ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη τήν ἴδια ἡμέρα ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἐνώπιον ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου μία βαρυσήμαντη πρόταση γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος, ἡ ὁποία δυστυχῶς δέν ἔχει ἀξιολογηθεῖ ὅσον θά ἔπρεπε γιά νά λυθεῖ τό ἀκανθῶδες αὐτό πρόβλημα.

Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη ἑνός Πάπα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μετά ἀπό αἰῶνες ἀποξενώσεως (25 Ἰουλίου 1967)

Ὁ Πάπας ἐπισκέφθηκε σκόπιμα πρῶτος τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στήν Κωνσντινούπολη γιά νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα νά πραγματοποιήσει τήν ἤδη γνωστή του ἐπιθυμία, δηλ. νά ἐπισκεφθεῖ τόν Πάπα στή Ρώμη ὡς ἀντεπίσκεψη. Καί μέ τήν ἀπόφαση αὐτή ὁ Πάπας δέν τηρεῖ, ἀλλά ὑπερβαίνει τό πρωτόκολλο! Πρωτεύει τό θέμα τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἑνότητος μέ τήν Ὀρθοδοξία καί γιά τόν σκοπό αὐτό πρέπει νά εὑρίσκονται καί νέοι ἄβατοι, ἀλλά χρήσιμοι δρόμοι. Τό ἴδιο ἔτος, τό 1967, εἶχε ὁμολογήσει δημόσια ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ στή Ρώμη, ὅτι τό Παπικό πρωτεῖο εἶναι τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στήν πορεία πρός τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν.[66] Ἐάν, λοιπον, ἀξιολογηθοῦν τά κείμενα τῆς συναντήσεως αὐτῆς σωστά καί ἐάν χρησιμοποιηθοῦν κατάλληλα καί ἀπό τίς Ἐπιτροπές τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου, θά εἶναι ἡ συμβολή των πολύ θετική, διότι τά κείμενα καί τῶν δύο Ἀρχηγῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δείχνουν πνεῦμα ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἀλληλοεκτιμήσεως, χωρίς τάσεις ὑπεροχῆς καί ἐπιβολῆς ἰσχύος, ἐξαρτήσεως καί ὑποταγῆς.

Ὁ σκοπός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα διατυπώνεται σέ ἕνα Μήνυμα πρός τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, τό ὁποῖον ἐπέδόθη στόν Πατριάρχη πρός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα. Ὁ σκοπός ἦταν: «ἵνα ἐνισχύσῃ τούς δεσμούς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλίας» πού συνδέουν τόν Πάπα καί τόν Πατριάρχη. Γιά τόν λόγο αὐτό προτείνει ἐπίσης ὁ Πάπας νά ἀρχίσει ἡ μελέτη γιά τόν τρόπο ἀποκαταστάσεως τῆς «πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐν τῇ προθέσει πραγματοποιήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ περί τῆς ἀγάπης ἐν τῇ ἑνότητι καί τῇ ἀληθείᾳ». Διαπιστώνομε, ὅτι ὁ Πάπας δέν ὁμιλεῖ πλέον περί «ἐπιστροφῆς» τῶν Ὀρθοδόξων στήν Καθολική Ἐκκλησία, οὕτε περί τῆς δημιουργίας μιᾶς ποίμνης ὑπό τόν ἕνα ποιμένα, ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Πάπα. Ἡ πλήρης ἑνότης θά γίνει ἐν ἀγάπῃ καί ἂληθείᾳ.

Ἐπίσης ἔχομε καί ἕνα τελείως νέο στοιχεῖο γιά τόν τρόπο καί τή μέθοδο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθοῦν γιά τήν πραγματοποίηση τῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Ὁ Πάπας δέν ἀπαιτεῖ, δέν ὑπαγορεύει οὔτε κἄν ὑπονοεῖ τόν τρόπο, οὔτε θέτει ὅρους: «Παρακαλεῖ ὅθεν τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, ἵνα εὐαρεστηθῇ καί ὑποδείξῃ Αὐτῷ ποῖοι εἶναι, κατά τήν γνώμην Αὐτοῦ, οἱ καλλίτεροι τρόποι, ἵνα καταντήσωμεν ἐν πιστότητι πρός ἕνα σκοπόν τόσον δυσχερῆ, ἀλλά ἁγιώτατον.» Ἀναμένει, λοιπόν, ὁ Πάπας καί παρακαλεῖ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόρα γιά τίς προτάσεις καί τίς συμβουλές του, μέ ποιό τρόπο θά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα, χωρίς καμμία προκατάληψη ἤ προαπόφαση γιά τήν πορεία αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου.[67]. Ἡ ἐπιθυμία, λοιπόν, τοῦ Πάπα εἶναι ξεκάθαρη, καθώς ἐπίσης καί ὁ σκοπός: Ἡ ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. Αὐτό τό ἐπαναλαμβάνει ὁ Πάπας καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συνεχῶς, ἄνευ περισπασμῶν καί μέ τήν ἔντονη ἐπιθυμία πρός ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας στό ἀποκορύφωμά της καί στήν πληρότητά της μέ τό ἐπιθυμητό συλλείτουργο, τό ὁποῖο τελικά καί δυστυχῶς δέν πραγματοποιήθηκε.

Η ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄ πραγματοποιήθηκε τήν 25η Ἰουλίου 1967. Μετά τήν ὑποδοχή στό ἀεροδρόμιο, ὁ Πάπας μεταβαίνει στήν Ἁγία Σοφία, ὅπου γονατιστός προσεύχεται καί ἐκφράζει τήν εὐχή: «Θά ἔπρεπε ὁ ναός αὐτός νά ξαναγίνει αὐτό πού ἦταν.»[68] Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδια ἡμέρας μεταβαίνουν στό Φανάρι, τήν ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, στόν ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου τελεῖται Δοξολογία. Ἐκεῖ ὁ Διάκος ἀναφωνεῖ, μεταξύ ἄλλων: «Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Πατριάρχου ἡμῶν…» Μετά τήν Δοξολογία  καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ἀπό κοινοῦ, ἀκολούθησαν οἱ ὁμιλίες.
8ο ΔΣΟΘ_334

Ἡ ὁμιλία τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄στήν Κωνσταντινούπολη

Ὁ Πάπας προσφωνεῖ: «Ἀδελφέ, λίαν ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ». Τονίζει, ὅτι καί τώρα εὑρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη ὡς προσκυνητής στούς χώρους ἐκείνους, ὅπου συγκλήθηκαν καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί «ἔδωσαν εἰς τήν πίστιν ἡμῶν ἔκφρασιν, ἧς ὁ πλοῦτος καί τό περιεχόμενον, καί ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν εἰσέτι, τροφοδοτοῦσιν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τήν πίστιν καί τήν ἐν ἀγάπῃ θεώρησιν.» Ὁ τονισμός τῆς μεγίστης σημασίας τῶν τεσσάρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Νικαία, Κωνσταντινουπόλεως, Ἐφέσου καί Χαλκηδόνος, γιά τό περιεχόμενον τῆς πίστεως ὅλων τῶν χριστιανῶν μέχρι καί σήμερον, ἀποτελεῖ ἐπίσης μίαν ἀναγνώριση καί ἐκτίμηση καί τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς κοινῆς μας Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀλλά καί τῆς σημασίας των ἀποφάσεων τῶν Συνόδων ἐκείνων γιά τό περιεχόμενον τῆς κοινῆς μας πίστεως μέχρι σήμερον.

Μέ ἐκφράσεις πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης ἐκφράζει ὁ Πάπας Παῦλος τόν ἐνθουσιασμόν του καί τήν ἱκανοποίησίν του γιά τήν ἐκ νέου συνάντησή του μέ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν καί διαπιστώνει μέ ἐνθουσιασμόν, ὅτι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τῆς ἐν ἀγάπη συναντήσεώς μας «ἀνακαλύπτομεν ἔτι μᾶλλον τήν βαθεῖαν ταυτότητα τῆς ἡμετέρας πίστεως, τά δέ σημεῖα, ἐφ’ ὧν εἰσέτι διϊστάμεθα, δέν πρέπεπι νά ἐμποδίσωσιν ἡμᾶς, ἵνα ἀντιληφθῶμεν τήν βαθεῖαν ταύτην ἑνότητα.» Στα βασικά σημεῖα τῆς πίστεως ἀπαιτεῖται ἑνότης, χωρίς ὅμως νά παρεμποδίζεται καί ἡ πολυμορφία στήν ἔκφραση καί στήν ποιμαντική τῆς αὐτῆς πίστεως, ὡς ἔπραξαν καί μεγάλοι καί ἅγιοι Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς εἶναι ὁ ἅγιος Ἰλάριος, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Πάπας, γνωρίζων τήνν ὀρθήν πατερικήν παράδοσιν. Ἐπί λέξει τονίζει ὁ Πάπας: «Ἐάν ἡ ἑνότης πίστεως ἀπαιτεῖται διά τήν πλήρη κοινωνίαν, ἡ ποικιλία τῶν ἐθίμων δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιον δι’ αὐτήν.» Ἡ ἀρχή αὐτή ἀποτελεῖ καί τήν ἄποψη καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀπό τήν ἐποχή τῶν μεγάλων Πατέρων μέχρι σήμερα.[69] Ἄλλωστε αὐτό συμφωνήθηκε καί ἀποφασίσθηκε καί στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 879/880 ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου καί μέ τήν σύμφωνον γνώμην καί τοῦ Πάπα Ρώμης Νικολάου. Ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς πλήρους κοινωνίας, χωρίς καμμία ἀμφιβολία, εἶναι ἡ: Ἑνότης πίστεως! Τόν ὅρον αὐτόν «ἑνότης πίστεως ἐν ἀγάπῃ», τόν τονίζουν συνεχῶς καί οἱ δύο Ἀρχηγοί τῶν Ἐκκλησιῶν μας γιά νά μήν ὑπάρξει καμμία παρεξήγηση, ὅτι δῆθεν ἐπιθυμοῦν τήν ἀποκατάση τῆς κοινωνίας χωρίς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἤ μέ ὑποβιβασμό καί ἔκπτωση τῆς πίστεώς μας.

Τί ἀνέφερεν ὅμως ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄συγκεκριμένα γιά τό θέμα, τό ὁποῖο ἐδῶ μᾶς ἐνιαφέρει ἄμεσα, δηλ. γιά τό παπικό πρωτεῖον ἐξουσίας;

Στήν ὁμιλία ἐκείνη διαπιστώνομεν, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀνυπόμονος γιά τήν προώθηση ὅλων τῶν μέσων πρός πραγματοποίηση τῆς πλήρους κοινωνίας.

Στή συνέχεια προτρέπει ὁ Πάπας τούς Ἀρχηγούς καί τίς Ἱεραρχίες τῶν δύο Ἐκκλησιῶν νά πράξουν τά πάντα γιά νά ἐπισπεύσουν τήν ἡμέρα τῆς πλήρους κοινωνίας. Καί γνωρίζει ὁ Πάπας, τό εἶχε δηλώσει ἄλλωστε ἐισήμως, ὅτι ἡ ἀπαίτηση τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τοῦ Πάπα εἶναι τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας. Γιά τόν λόγο αὐτό καί μέ κάθε εἰλικρίνεια καί τόλμη διατυπώνει μία πρόταση διορθωτική ὡς πρός τίς δικαιοδοσίες τῶν Ἀρχηγῶν καί τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἔμεινεν ἐν πολλοῖς ἀπαρατήρητος: «Ὀφείλουσιν οὗτοι (δηλ. οἱ Ἀρχηγοί καί οἱ Ἰεράρχες τῶν δύο Ἐκκλησιῶν) νά πράξωσι τοῦτο, (δηλ. νά προχωρήσουν πρός ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας, πῶς;) ἀναγνωρίζοντες καί σεβόμενοι ἀλλήλους ὡς ποιμένας τῆς ἐμπεπιστευμένης εἰς αὐτούς μερίδος τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, μεριμνῶντες περί τῆς συνοχῆς καί τῆς αὐξήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀποφεύγοντες πᾶν ὅ,τι θά ἠδύνατο νά διασκορπίσῃ αὐτόν ἤ νά ἐπιφέρῃ σύγχυσιν εἰς τάς τάξεις αὐτοῦ.» Ὁ Πάπας εἶναι εὐθύς καί σαφής. Ἀπορρίπτει τό παγκόσμιον πρωτεῖον ἐξουσίας καί προτείνει ποιμαντικήν εὐθύνη γιά τήν ἐμπεπιστευμένη μερίδα τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πάπας ὁμιλεῖ μέ βάση τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τή δομή τῆς Ἐκκλησίας σέ συγκεκριμένες αὐτόνομες διοικητικές περιοχές, σέ συγκεκριμένες «μερίδες τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ.» Κανείς ὑπερτονισμός, λοιπόν, καί καμμία ἀναφορά σέ κάποιο ἀποκλειστικό καί παγκόσμιο πρωτεῖον ἐξουσίας τοῦ Πάπα γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί καμμία ἀπαίτηση γιά ὑποταγή καί ὑπακοή ὡς ὅρων γιά τήν πραγματοποίηση τῆς πλήρους κοινωνίας! Οἱ ἀπαιτήσεις αὐτές ἀνήκουν στό παρελθόν, στήν σκοτεινή περίοδο τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας. Ἡ νέα διατύπωση τοῦ Πάπα εἶναι σαφέστατη καί ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἀποδεκτή. «Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ζωτικός χῶρος, ὁ ἀπαραίτητος διά τήν αὔξησιν τῆς πίστεως καί ἡ ἐν τῇ πίστει κοινωνία εἶναι ὁ ὅρος τῆς πλήρους ἐκδηλώσεως τῆς ἀγάπης, τῆς ἐκφραζομένης ἐν τῇ συλλειτουργίᾳ.» Αὐτοί εἶναι οἱ ὅροι, τούς ὁποίους θέτει καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ὡς κύριος σκοπός παραμένει ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος Αὐτοῦ, «εἰς ὅ πάντα τά λοιπά δέον ὅπως ὑπαχθῶσιν ἤ θυσιασθῶσιν.»[70] Ποιά εῑναι αὐτά τά «λοιπά πάντα», τά ὁποῖα πρέπει νά ὑπαχθῶσιν καί νά θυσιασθῶσιν» στόν κοινό σκοπό τῆς πλήρους κοινωνίας; Ὁ Πάπας εἶναι σαφέστατος: ἀσφαλῶς ἀναφέρεται καί στήν ἀπαίτηση γιά τό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄σέ ἄλλη περίπτωση προέβη στήν διαφοροποίση τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας του: Ἀπό τό 1974 δέν ὁμιλεῖ πλέον γιά 21 Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τίς κοινές Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς πρώτης χιλιετίας καί γιά τίς Γενικές Συνόδους τῆς Δύσεως, δηλ. τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ διαφοροποίηση αὐτή ἔχει τεράστιες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀλλά καί πιό συγκεκριμένα καί γιά τό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα, ἐφ’ ὅσον ἡ διαφοροποίηση αὐτή ἀφορᾶ καί τήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο, στήν ὁποία ἀποφασίσθηκε τό Δόγμα τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου καί ἀλαθήτου. Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι διαπιστώνουν, ὅτι μετά ἀπό αὐτήν τήν διαφοροποίηση τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ¨εἶναι ἀναγκαία καί ἡ ἐπανεξέταση τοῦ χαρακτῆρα ὅλων τῶν Συνόδων τῆς δευτέρας χιλιετίας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀποφάσεών των καί πιό συγκεκριμένα καί τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ ἄμεσα λόγω τοῦ Παπικοῦ πρωτείου.[71]

Γιατί δέν γνωστοποιοῦνται ἀρκούντως, γιατί δέν ἀξιολογοῦνται ὅσον πρέπει καί δέν ἐφαρμόζονται αὐτές οἱ συγκεκριμένες προτάσεις τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄ ἀπό τούς ἁρμόδιους καί ἀπό τίς ἁρμόδιες Ἐπιτροπές; Ἐάν βέβαια θέλομε πράγματι τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ἑνότητος καί κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας! Ἀπολογητικές τοποθετήσεις καί περίπλοκες διοργανωτικές κινήσεις καί ἐκκλησιαστικοπολιτικές προσπάθειες ἀπό ὁρισμένους καί ἀπό ὁρισμένες Ἐκκλησίες, ἀκόμα καί στό πλαίσιο τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, δέν ὠφελοῦν κανένα, ἀλλά ζημιώνουν καί παρεμποδίζουν τήν πρόοδον καί ἐπιβραδύνουν τήν πορείαν πρός τόν τελικόν σκοπόν τῆς πλήρους κοινωνίας. Ἐπίσης νομίζω, ὅτι δέν χρειάζονται ἄλλες ἔρευνες περί τό θέμα τῆς θέσεως καί τοῦ ρόλου τοῦ Πάπα στήν καθόλου Ἐκκλησία. Ἔχουν ἐρευνηθεῖ τά πάντα καί ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά, ὥστε εἶναι ἀδύνατον ἀκόμη καί νά συγκεντρώσομε τήν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία γιά τό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο ἔχομε κάνει τόσο πολύπλοκο. Ἀπαιτεῖται μόνον καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀποδοχή τῶν ὁρίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἐξουσίας εἰς τό μέρος τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη ἕκαστος. Καί ἐπ’ αὐτοῦ ἔχει ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ’ ἀπόλυτα δίκαιον: ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη ἕκαστος. Γιά τά κοινά προβλήματα ὑπάρχει ὁ ἀρχαιότατος συνοδικός θεσμός.

Καί οἱ Διάδοχοι τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄ Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄, Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ καί ὁ Φραγκῖσκος γνωρίζουν τό μέγα πρόβλημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ἔχουν δηλώσει ὅτι πρέπει νά ἐξετασθεῖ αὐτό ἀπό κοινοῦ, σέ οἰκουμενική συνεργασία γιά νά βρεθεῖ λύση, τήν ὁποία θά ἀποδέχεται καί ἡ μία καί ἡ ἄλλη πλευρά. Πρέπει νά ἐνισχυθεῖ ὁ συνοδικός θεσμός στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία γιά νά διευκολυνθεῖ περισσότερο ἡ προώθηση τῶν σχέσεων μέ τήν Ὀρθόδοξοξη Ἐκκλησία, ἐτόνισεν ὁ νῦν Πάπας Φραγκῖσκος. Ὅλα αὐτά χρήζουν πράγματι συγκεκριμένης μελέτης, ἀλλά καί σταδιακῆς ἐφαρμογῆς στήν ζωή τῶν Ἐκκλησιῶν μας, γιά νά μήν παραμένουν μόνον ἐλπιδοφόρα λόγια.[72]

Ἡ ἀντιφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου

Ἡ ὁμιλία τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου χαρακτηρίζεται ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα ἀγάπης καί καταλλαγῆς, ἀλλά καί δίδει συγκεκριμένες ἀπαντήσεις στά συγκεκριμένα σημεῖα τῆς ὁμιλίας τοῦ Πάπα: «Ἁγιώτατε καί λίαν ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ» εἶναι καί ἡ προσφώνηση τοῦ Πατριάρχου. Οἱ διμερεῖς σχέσεις δέν πρέπει νά ἀπομονώνονται καί νά ἀπολυτοποιοῦνται καί νά ἀποκόπτουν ἤ νά ἀγνοοῦν τήν ὕπαρξη καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. «Ὡς εὖ παρέστης ἀδελφέ ἅγιε, τοῦ Πέτρου διάδοχε καί τοῦ Παύλου ὁμώνυμε καί ὁμότροπε, ἀγάπης καί ἑνότητος καί εἰρήνης ἄγγελε.» [73] Πῶς θά μποροῦσε νά εἶχε προσφωνήσει ὁ Πατριάρχης τόν Πάπα καλύτερα ἤ πιό ἐγκάρδια, ἐάν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ πλήρης κοινωνία;

Μετά τήν ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεόν γιά ὅλα τά πραγματοποιηθέντα θετικά βήματα, προβαίνει ὁ Πατριάρχης στήν διατύπωση τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθοδόξου ἀπόψεως περί τοῦ Πρωτείου καί τῆς θέσεως τοῦ Πάπα Ρώμης στήν καθόλου Ἐκκλησίαν: «Καί ἰδού ἔχομεν, παρά πᾶσαν κατ’ ἄνθρωπον προσδοκίαν, ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν τόν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον, τόν καί πρῶτον τῇ τιμῇ ἐν ἡμῖν, ‚τόν τῆς ἀγάπης προκαθήμενον‘ (Ἰγνατίου Ἀντιοχ. Ἐπιστολή πρός Ρωμαίους, Πρόλογος, Π.Ε. 5, 801)[74] Ὁ Πάπας εἶναι ὁ πρῶτος στήν τιμή ὄχι στήν ἐξουσία γιά τήν καθόλου Ἐκκλησία, ὅπως ἀκριβῶς ἐδιδάσκετο καί ἐβιοῦτο καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία! Παράλληλη ἡ διατύπωση τοῦ Πάπα καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Καί ὁ Πατριάρχης εἶναι σαφής καί δέν χωρεῖ καμμία παρερμηνεία. Πρόσωπον πρός πρόσωπον διατυπώνει εὐθαρσῶς τήν ὀρθόδοξη ἄποψη ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν δέχεται οὔτε ἀναγνωρίζει κάποιο παγκόσμιον πρωτεῖον ἐξουσίας τοῦ Πάπα γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διατύπωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου συναινετική πρός τήν διατύπωση τοῦ Πάπα. Μέ αὐτές τίς διατυπώσεις ἐκφράζεται συμφωνία ὡς πρός τό βασικόν τοῦτο θέμα. Καί στούς ρωμαιοκαθολικούς κύκλους ἐσχολιάσθηκε ἡ διατύπωση τοῦ Πατριάρχου θετικά, μάλιστα μέ τήν διαπίστωση, ὅτι αὐτή ἀνταποκρίνεται «στήν διδασκαλία καί πρακτική τοῦ παπικοῦ Πρωτείου τῆς πρώτης χιλιετίας καί πέραν τούτου δέν πρέπει νά ἀπαιτήσει ἡ Ρώμη ἀπό τήν Ὀρθοδοξία,» ὅπως διαπίστωσε ὁ τότε καθηγητής Joseph Ratzinger, ὁ μετέπειτα Καρδινάλιος, Πρόεδρος τῆς Glaubenskongregation, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς ἐπί τῆς Πίστεως καί μετέπειτα Πάπας Ρώμης μέ τό ὄνομα Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄[75]

Ποῦ εὑρίσκουν οἱ πολέμιοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τά περί ἀναγνωρίσεως τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Πάπα; Καί τά περί προθέσεως ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στόν Πάπα; Γιατί παραπληροφοροῦνται οἱ πιστοί μας ἀπό ὁρισμένους ὑπεύθυνους ἀνεύθυνους πανεπιστημιακούς δασκάλους καί ἐπισκοπικούς ποιμενάρχες;

Στήν συνέχεια τῆς ὁμιλίας του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συγκεκριμενοποιεῖ τόν σκοπόν καί τό τέλος τῶν οἰκουμενικῶν προσπαθειῶν καί τοῦτο εἶναι: «ἀποβλέπομεν πρός τήν τῶν πάντων ἕνωσιν, πρός τήν πλήρη κοινωνίαν τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως, ἐν τῇ συλλειτουργίᾳ τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου τοῦ Χριστοῦ.»[76] Γιά τήν πραγματοποίηση ὅμως τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, τονίζει ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἶναι ἀνάγκη «ἐν παγκαθολικῇ καί πανορθοδόξῃ ἑτοιμασία καί συνειδήσει καί βουλῇ, ἐκφραζομένῃ ἐν τῇ ἀποφάνσει τῶν ἑκατέρωθεν Ἱεραρχιῶν, τοῦ Κλήρου καί τῶν Πιστῶν, ὧν ἡ φωνή ἐν τοῖς παροῦσι καιροῖς πολύτιμός ἐστιν ἡμῖν ὁδηγός καί παραμυθία.»[77]

Ἐδῶ ἐπιθυμῶ ἐπίσης μόνον νά ἀναφέρω, ὅτι ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ παρέδωσε ἕνα βαρυσήμαντο Κείμενο στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τήν Βούλλα Anno Ineunte, τό ὁποῖο ἀναγνώστηκε τό βράδυ τῆς 25ης Ἰουλίου 1967 στόν ρωμαιοκαθολικό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν τότε ἐπίσκοπο Willebrands παρουσίᾳ τοῦ Πατριάρχου. Στό Κείμενο αὐτό διατυπώνει ὁ Πάπας μία Ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τονίζει τήν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τίς ὁποῖες ἀποκαλεῖ «ἀδελφές Ἐκκλησίες»[78] καί διαπιστώνει ὅτι ἥδη ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν μία κοινωνία, ἔστω καί ἀτελής. Συνιστᾶ ἐπίσης τήν συνεπή ἐκπαίδευση τῶν θεολόγων καί τοῦ Κλήρου τῶν Ἐκκλησιῶν μας καί δηλώνει, ὅτι θά πράξει κάθε τί τό δυνατόν, «ἵνα ἐπιταχυνθῇ ἡ ἡμέρα ἐν ᾗ ἥ τε Ἐκκλησία τῆς Δύσεως καί ἡ τῆς Ἀνατολῆς θά ἀποκαταστήσωσι τελείαν μετ’ ἀλλήλων κοινωνίαν.»[79] Εἰναι σκόπιμο καί χρήσιμο νά ἐρευνηθεῖ καί τό Κείμενο αὐτό μέ ἐπιμέλεια καί συνέπεια.[80]

Βέβαια ἡ ἐφαρμογή ὅλων δέν εἶναι τόσο εὔκολη, οὔτε καί ἀπό ὅλους στό Βατικανό ἐπιθυμητή. Παρ’ ὅλα ταῦτα μέ τή συμπεριφορά τοῦ Πάπα καί μέ τά κείμενα τῆς συναντήσεως αὐτῆς ἔχουν δημιουργηθεῖ σέ ἕνα παποκεντρικό οἰκοδόμημα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὁρατές ρωγμές στήν Β΄χιλιετία μέ τεράστιες ἐκκλησιολογικές καί οἰκουμενικές συνέπειες.

Ὅμως δέν εἶναι δυνατόν καί δέν ἐπιτρέπεται νά τίς ἀγνοοῦμε ἤ νά τίς ὑποτιμοῦμε.

Τούς δρόμους αὐτούς ἀκολουθοῦν καί οἱ διάδοχοί των μέχρι καί τούς σημερινούς Προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν μας, τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου μέ τίς αἰφνιδιαστικές δραστηριότητές του καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τούς ὁποίους πρέπει νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἐνισχύομε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις. Καί ἐπαναλαμβάνω, τό ἔργο τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν εἶναι σημαντικό καί ἀναντικατάστατο καί γιά τό ὁποῖο πρέπει νά εὐχαριστήσουμε θερμά μηδέ ἐξαιρουμένης καί τῆς παρούσης ἐκδηλώσεως μνήμης καί τιμῆς. Εὐχαριστῶ!

D90_54

[1] Γιά τό γενικό θέμα πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Τό καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα. Ἐξελίξεις καί προοπτικές σέ μεγάλα θέματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, Θεσσαλονίκη 2014.

[2] W. de Vries, Orthodoxie und Katholizismus, 63.: „Der Kardinal behandelte freilich den Patriarchen als seinen Untergebenen, genau wie irgendeinen abendländischen Bischof, wolte ihn zur Rechenschaft ziehen und seine Vergehen untersuchen. So verkannte er vollständig die wirkliche Situation in Konstantinopel“.

[3] Franz Dvornik, Byzanz und der römische Primat, 159f.: „Die von Humbert verfaßte Exkommunikationsbulle zeigt deutlich, in welchem Umfang die Mentalität der römischen Kirche unter dem Einflub der Reformbewegung sich gewandelt hatte und wie wenig die Männer dieser Bewegung von der Kirche des Ostens und ihren Gebräuchen und Gewohnheiten begriffen hatten. Humbert wollte in ihr die Spuren aller groben Häresien entdecken, er warf ihr simonistische Umtriebe vor –obwohl die Simonie nicht im Osten, sondern in der Kirche des Westens in höchster Blüte stand–, er verurteilte ihre verehelichten Priester, ihre Bärte und ihre langen Haare, und er beschuldigte die Byzantiner sogar, das Filioque im Credo gestrichen zu haben, wodurch er seine Unwissenheit auf dem Gebiet der Kirchengeschichte bewies“.

[4] Joseph Ratzinger, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum 1 (1977)36: „Immerhin hat noch im Jahr 1054 Humbert von Silva Candida in derselben Bulle, in der er den Patriarchen Kerullarios exkommunizierte und damit das Schisma zwischen Ost und West einleitete, Kaiser und Bürger von Konstantinopel als, sehr christlich und rechtgläubig bezeichnet, obgleich deren Vorstellung vom römischen Primat sicher von der des Kerullarios weit weniger unterschieden worden war…“

[5] Πρβλ. Axel Bayer, Spaltung der Christenheit. Das sogenannte Morgenländische Schisma von 1054. (Beiheft zum Archiv für Kulturgeschichte, 53), Köln Weimar Wien 2002.

[6] Franz Dvornik, Byzanz und der römische Primat, 161: “So endete die Gesandtschaft, die einen Bündnisvertrag zwischen Byzanz und dem Papsttum zustande bringen sollte, in einem tragischen Bruch. Die Legaten, vor allem Humbert, waren im höchsten Maß dafür verantwortlich.“

[7] Franz Dvornik, Byzanz und der römische Primat: „Da verlor Humbert die Geduld und schrieb, obwohl er vom Tod des Papstes erfahren hatte, seinen berühmten Brief, in dem er gegen den Patriarchen die Exkommunikation aussprach, legte ihn auf den Altar der Hagia Sophia nieder und verließ die Stadt (16. Juli 1054)“.

[8] Hugo Schwendenwein, Das neue Kirchenrecht. Gesamtdarstellung, Graz Wien Köln 1983, 558, Anm. 32.

[9] Πρβλ. Axel Bayer, Spaltung der Christenheit. Das sogenannte Morgenländische Schisma von 1054. (Beiheft zum Archiv für Kulturgeschichte, 53), Köln Weimar Wien 2002, 99, μέ παραπομπές στούς ὑπέρ καί κατά.

[10] Τό κείμενο στό Π. Γρηγορίου, Πορεία πρός τήν ἑνότητα, τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1978, 21.

[11] Πρβλ. Peter Neuner, Die Tilgung des Bannes (1965) und ihre theologische Relevanz. Ein ökumenischer Versuch aus römisch-katholischer Sicht, in: Das Schisma zwischen Ost- und Westkirche. 950 bzw. 800 Jahre danach (1054 und 1204), Herausgegeben von Theodor Nikolaou, in Zusammenarbeit mit Peter Neuner und Gunther Wenz, 191.

[12] Alsons M. Kardinal Stickler, Die Beziehungen zwischen West-  und Ostkirche im Lichte der Quellen, in: Ein Laboratorium für die Einheit. 25 Jahre PRO ORIENTE, hg. im Auftrag der Stiftung Pro Oriente, Wien, von Rudolf Kirchschläger und Alfred Stirnemann, Innsbruck-Wien1989, 173: „Die Kirche hat über Tote keine Jurisdiktion mehr: sie kann höchstens nachträglich für den irdischen Folgenbereich absolvieren…“

[13] Τόμος Ἀγάπης, 127, σελ. 281. Πρβλ. Axel Bayer, Spaltung der Christenheit. Das sogenannte Morgenländische Schisma von 1054. (Beiheftzum Archiv für Kulturgeschichte, 53), Köln Weimar Wien 2002, 104: „Die Bannsprüche richteten sich nicht gegen den jeweils anderen Teil der Christenheit, sondern nur gegen eine definierte Gruppe von Personen.Ein Bruch zwischen den Kirchen war nicht intendiert.“

[14] Εἰς διηνεκή τοῦ πράγματος ἀνάμνησιν, Τόμος Ἀγάπης, 128, 287.

[15] Vlassios Phidas, Anathema und Schisma-Folgen der Aufhebung der Anathemata, in: Auf dem Weg zur Einhgeit des Glaubens, Koinonia-Erstes ekklesiologisches Kolloquium zwischen orthodoxen und römisch-katholischen Theologen, veranstaltet vom Stiftungsfonds PRO ORIENTE in Zusammenarbeit mit dem Orthodoxen Zentrum des Ökumenischen Patriarchates, Chambésy, und dem Sekretariat für die Einheit der Christen, Rom. Referate und Protokolle, Wien-Lainz, 1-7. April 1974, hg. im Auftrag des Stiftungsfonds PRO ORIENTE, Wien, Innsbruck-Wien, München 1976, 93.

[16] Ἀριστείδου Πανώτη, Ἡ ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τήν πολεμικήν εἰς τόν Διάλογον, ἐν:Ὀρθόδοξος Παρουσία, Τόμ. Β΄, Τεῦχος 7&8, 1965,

[17] Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τ. Β΄, 33, 34, 79 ἑξ.

[18] Vlassios Phidas, Anathema und Schisma, Ὅπ. π.

[19] Πρβλ. τά κείμενα τῶν ἐπιστολῶν στό: Μεθοδίου Γ. Φούγια, Ἀρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεταννίας, Μητροπολίτου Πισιδίας, Ἡ ἐκκλησιαστική ἀντιπαράθεσις Ἑλλήνων καί Λατίνων ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Φωτίου μέχρι τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (858-1439), ἔκδ. Β΄, Ἀθήνα 1994, 240: «XVII. Καί ἴδε, τιμιώτατε δέσποτα, ὅπως τά πολλά τῶν παρά τοῖς ἡμετέροις πεπλημμελημένων περιφρονοῦντες, ἤ καί παραθεωροῦντες ἐμμελέστερον σπερμολογοῦμεν καί πολυπραγμονοῦμεν τά ἀλλότρια»,  σελ. 241. «XXI.Καί παρακαλῶ καί ἱκετεύω καί δέομαι καί νοερῶς τῶν σῶν ἁγίων ἐφάπτομαι ποδῶν, ἵνα τοῦ ἄγαν άκριβοῦς ἡ θεοειδής ἐνδοῦσα μακαριότης σου συνέλθῃ τοῖς πράγμασι. Δέος γάρ μήποτε ράψαι τό διερρωγός βουλομένη χεῖρον τό σχίσμα ποιήσῃ καί τό καταπεπτωκός ἀνορθῶσαι σπουδάζουσα μείζονα τήν πτῶσιν ἐργάζηται. Σκόπησον δέ, εἰ μή φανερῶς ἐντεῦθεν ἤγουν ἐκ τῆς μακρᾶς ταύτης διαστάσεως καί διχονοίας καί τοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγίας ἐκκλησίας τόν μέγαν τοῦτον καί πρῶτον καί ἀποστολικόν θρόνον ἀπορραγῆναι συνέβη πᾶσαν ἐν τῷ βίῳ κακίαν πληθυνθῆναι καί σύμπαντα κόσμον ἔχειν κακῶς καί ὅπως αἱ βασιλεῖαι πάσης τῆς γῆς τεταραγμέναι εἰσί καί πανταχοῦ θρῆνος καί οὐαί πολύ καί λιμοί καί λοιμοί (κα΄) συνεχεῖς κατά χώραν καί πόλιν καί οὐδαμῇ οὐδαμῶς ὡς ἐπί πάντα τά ἡμέτερα εὐοδοῦνται στρατόπεδα.» «XXV. Παρακαλῶν παρακαλέσαι τήν σήν ἡγιασμένην ψυχήν. Καί πεῖσαι, μετριώτερόν τε καί συγκαταβατικώτερον συνελθεῖν σε τοῖς πράγμασι, καί μᾶλλον, οῠ μή ἐστι θεός, ὡς ἔφθην εἰπών, τό περιφρονούμενον.» Πρβλ. καί PG 120, 800.

[20] Axel Bayer, Spaltung der Christenheit., 5.

[21] Axel Bayer, Spaltung der Christenheit, 109: „Keiner von ihnen berührte den Konflikt von 1054. Etwaige Angaben über den Beginn der Spaltung blieben vielmehr allgemein, ohne dass ein Zeitpunkt genannt wurde. Rom sah die die beiden Bannflüche offensichtlich als die Eskalation einer Auseinandersetzung an, die ein Schisma nicht begründete. Dass die Kanonisten über die Ereignisse von 1054 schwiegen stzeht mit einer solchen Erklärung in Einklang.“

[22] Axel Bayer, Spaltung der Christenheit. 109, σημ. 23.

[23] Alfons M. Kardinal Stickler, Die Beziehungen zwischen West, 171ἑξ.: Οἱ Πάπες, οἱ διάδοχοι τοῦ Πάπα Λέοντος τοῦ ΙΙΙ.“….fühlten sich in keiner Weise in eine Schisma mit dem Orient verwickelt. Die Bannbullen der beiden Gegner sprechen nie von den beiden Kirchen und schon gar nicht vom Papst, was übrigens ganz bewußt und gewollt vermieden wurden.“

[24] Johannes Meyendorf, Schwesterkirchen-Ekklesiologische Folgerungern aus dem Tomas Agapis, in: Auf dem Weg zur Einheit des Glaubens, hg. v. Pro Oriente, Innsbruch-Wien-München 1976, 42.

[25] Vlassios Phidas, Anathema und Schisma, 96.

[26] Das Schisma zwischen Ost- und Westkirche, 950 bzw. 800 Jahre danach (1054 und 1204), Herausgegeben von Theodor Nikolaou in Zusammenarbeit mit Peter Neuner und Gunther Wenz, Beiträge aus dem Zentrum für Ökumenische Forschung München, Bd. 2, Verlag Lit, Münster 2004.

[27] Axel Bayer, Spaltung der Christenheit. Das sogenannte morgenländische Schisma von 1054, Köln-Weimar-Wien 2002.

[28] Franz Tinnefeld, Die Ereignisse von 1054 und ihre Bedeutung für das Schisma zwischen Ost- und Westkirche, in: Das Schisma zwischen Ost- und Westkirche. 950 bzw. 800 Jahre danach (1054 und 1204), Herausgegeben von Theodor Nikolaou, in Zusammenarbeit mit Peter Neuner und Gunther Wenz, 13.

[29] Johannes Meyendorf, Die orthodoxe Kirche gestern und heute, Salzburg 1963, 64: «Zwischenfall zwischen Rom und Konstantinopel».

[30] Ernst Christoph Suttner, Der Mythos vom, Groben Schisma im Jahr 1054. Zum Verhältnis zwischen den Kirchen lateinischer und byzantnischer Tradition vor und nach dem angeblichen Wendepunkt, in. Catholica 58(2004) 105-114. Ὁ Βλάσιος Φειδᾶς τονίζει μάλιστα ὅτι τό Σχίσμα μεταξύ τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἐπραγματοποιήθηκε πολύ πρίν ὅταν Ὁ Πάπας Σέργιος προσέθεσε τό Filioque εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Vlassiow Pheidas, Anathema und Schisma, 92.

[31] Ernst Christoph Suttner, Das wechselvolle Verhältnis zwischen den Kirchen des Ostens und des Westens im Laufe der Kirchengeschichte, Verlag „Der Christliche Osten“, Würzburg 19972,48: „1054 gab es keine Exkommunikation der lateinischen gegen die griechische Kirche und keine solche der griechischen gegen die lateinische Kirche. Nur auf einzelne Persönlichkeiten bezogen sich die Exkommunikationsbullen von 1054.“

[32] Ἀριστείδου Πανώτη, ¨Η ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τήν πολεμικήν εἰς τόν Διάλογον, ἐν:Ὀρθόδοξος Παρουσία, Τόμ. Β΄, Τεῦχος 7&8, 1965, 283.

[33] Τό κείμενο: Π. Γρηγορίου, Πορεία πρός τήν ἑνότητα, τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1978, 35.

[34] Πρβλ. καί Athanasios Vletsis, Die „Aufhebung“ des Schismas im Jahre 1965 aus orthodoxer Sicht, in: Das Schisma zwischen Ost- und Westkirche, 950 bzw. 800 Jahre danach (1054 und 1204), Herausgegeben von Theodor Nikolaou in Zusammenarbeit mit Peter Neuner und Gunther Wenz, 160ἑξ.

[35] Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καί ἡ ἀπαρίθμησις τῶν σχισμάτων τῶν Ἐκκλησιῶν κατά τήν πρώτην χιλιετίαν, ὅπως τήν ἐκθέτει ὁ Νικήτας Χαρτοφύλαξ τοῦ Νικαέως, Κατά ποίους καιρούς καί διά ποία αἰτιάματα ἐσχίσθη ἀπό τῆς ἘκκλησίαςΚωνσταντινουπόλεως ἡ τῶν Ρωμαίων Ἐκκλησία, PG 120, 713ἑξ.

[36] Πρβλ. Yves Congar, Zerrissene Christenheit, Wien 1959, S. 111. Ἀριστείδου Πανώτη, Ἡ ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τήν πολεμικήν εἰς τόν Διάλογον, ἐν:Ὀρθόδοξος Παρουσία, Τόμ. Β΄, Τεῦχος 7&8, 1965, 277 μέ τίς σχετικές μαρτυρίες.

[37] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ἱσορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἔκδ. Δευτέρα, ἐν Ἀθήναις 1970, 425.

[38] Grigorios Larentzakis, Der 4. Kreuzzug und die Einheit der Kirchen, in: Salzburger Theologische Zeitschrift 8 (2004) 137-149.

[39] Ernst Christoph Suttner, Das wechselvolle Verhältnis zwischen den Kirchen des Ostens und des Westens, 50 ἑξ.

[40] Τό κείμενο τοῦ Πάπα γερμανιστί: 20 Jahre Ökumenismus, hg. v. Pro Oriente, Innsbruck-Wien 1984, 132.

[41] Grigorios Larentzakis, Ferrara -Florenz im Urteil heutigen Orthodoxie, in: Annuarium Historiae Conciliorum 22(1990) 199-218. Τοῦ Ἰδίου, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999.

[42] Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τ. Β΄, 79.

[43] Ernst Christoph Suttner, Das wechselvolle Verhältnis zwischen den Kirchen des Ostens und des Westens im Laufe der Kirchengeschichte, Verlag „Der Christliche Osten“, Würzburg 19972, 61: „…Damals aber feierte man das gemeinsame Konzil trotz dieser Unterschiede.“

[44] Γεωργίου Γαλίτη, Παρατηρήσεις ἐπί τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκκλησία 1, 15 (1976) 400.

[45] W. de Vries, Die «nationalen Kirchen» des Nahen Ostens und das «Uniatenproblem», in: Handuch der Ostkirchenkunde, hg. v. E. v. Ivanka, J. Tyciak, P. Wiertz, D¸sseldorf 1971, 207. „Wir haben hier also noch genau die Geisteshaltung wie im Mittelalter: Das Ideal wäre die absolute Einheitlichkeit im Ritus und in den Gebräuchen, aber man ist bereit, Konzessionen zu machen und die Verschiedenheit, weil es eben nicht anders geht, in Gottes Namen zu tolerieren. Die Ostkirche, die sich hier der universalen Kirche eingliedert, wird also nicht mehr als eine dem lateinischen Westen gleichberechtigte Teilkirche verstanden, die organisch zum ganzen gehört, sondern der lateinische Westen setzt sich selbst mit der universalen Kirche gleich und möchte den Osten in die so uniformierte Gesamtkirche hinein absorbieren. Da dies nicht restlos durchzuf¸hren ist, betrachtet man ihn als ein Anhängsel an die Kirche, dessen Eigenart toleriert wird“.

[46] Ernst Christoph Suttner, Der Mythos vom, Groflen Schisma im Jahr 1054, 108. „In den Jahrzehnten vor der Brester Union von 1595/96 hatten in Polen bestimmte Jesuiten, darunter ihr führender Theologe Petrus Skarga, begonnen, je länger desto deutlicher zu lehren, dass es für die Christen nach Gottes heiligen Willen unabdingbar sei und für sie sogar ein Heilserfordernis darstelle, unter der Obhut des obersten Hirten von Rom, des Nachfolgers Petri, zu stehen. Die wirkliche Befahigung der nicht auf Rom bezogenen östlichen Kirchen zum Dienst für das Heil der Seelen wurde von ihnen infrage gestellt“.

[47] W. de Vries, Die «nationalen Kirchen» des Nahen Ostens und das «Uniatenproblem», ὅπ. π.

[48] Ernst Christoph Suttner, Das wechselvolle Verhältnis zwischen den Kirchen des Ostens und des Westens, 92 ἑξῆς.

[49] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί περί ἄλλων γενικῶν ζητημάτων Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1902. Αἱ εἰς αὐτήν Ἀπαντήσεις τῶν Ἁγίων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ Ἀνταπάντησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1904, 27 ἑξ.

[50] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων, 66.

[51] Βλασίου Φειδᾶ,  Τό ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς ἱερούς κανόνας, ἐν Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Κων. Σκουτέρη, Βλ. Φειδᾶ, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογική Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2011, 143.

[52] Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Αἵρεση καί σχίσμα. Τό ἴδιο, ἐν. Σύναξη, Τεῦχος 143, 2017, 5-18.

[53] Μεταξύ ἄλλων, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.Ἡ Σύνοδος τοῦ 1404 στήν Κύπρο ὑπό τήν προεδρία Ἰωσήφ Βρυενίου, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τό 1484, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄συνοδικῶς ἀποφανόμενος, ἡ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1848. Πρβλ. Θεοδώρου Γιάγκου, http://www.amen.gr/article/ptyxes-pou-aposiopithikan-ston-dimosio-dialogo-peri-tis-agias-kai-megalis-synodou-a-meros. Πρβλ. καί Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες, Σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μαρτυρία, Ἱ. Μητρόπολις Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, Χανιά, Μάϊος-Ἰούνιος , 2016 Τεῦχος 36, 81-92. Καί http://www.amen.gr/article/ekklisia-kai-ekklisies

[54] Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Μύρων, μετέπειτα Γέροντος Ἐφέσου, Ὀρθόδοξοι Κατόψεις, τόμος τρίτος, 181 ἑξ.

[55] Τόμος Ἀγάπης, Νρ. 130, σελ. 296.

[56] Joseph Ratzinger, Anathema–Schisma. Die ekklesiologischen Folgerungen der Aufhebung der Anathemata, in:  Koinonia – Erstes ekklesiologisches Kolloquium zwischen orthodoxen und römisch-katholischen Theologen, veranstaltet vom Stiftungsfonds PRO ORIENTE in Zusammenarbeit mit dem Orthodoxen Zentrum des Ökumenischen Patriarchats, Chambésy, und dem Sekretariat für die Einheit der Christen, Rom, hg. im Auftrag des Stiftungsfonds PRO ORIENTE, Wien, Innsbruck – Wien – München 1976, 104f.

[57] Τόμος Ἀγάπης, 127, σελ. 283. Πρβλ. καί τήν ὁμιλίαν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος πρός τήν Παπικήν ἀντιπροσωπείαν τήν 22 Νοεμβρίου 1965. Τόμος Ἀγάπης 122, σελ. 264: «Ὡς πρός τόν τελικόν τοῦτον σκοπόν (ἡ πραγματοποίησις τοῦ θείου θελήματος «Ἵνα ἕν ὦσιν»), ἡ Πρᾶξις αὕτη (δηλ. τῆς ἄρσεως») ἀποτελεῖ ἕν νέον θετικόν καί σπουδαῖον ἱστορικόν βῆμα, διότι, ἀντί τοῦ συμβόλου τῆς ἔχθρας καί τῆς διαιρέσεως, ὑψώνει τό σύμβολον τῆς ἀγάπης καί τῆς προσεγγίσεως, γίνεται ἀπαρχή ἐπανορθώσεως καί ἄλλων ἱστορικῶν σφαλμάτων, ἑδραιώνει τήν ἐμπιστοσύνην, δημιουργεῖ πρόσφορον ψυχολογικόν παράγοντα, παρασκευάζει καταλλήλους συνθήκας πρός ἐξέτασιν τῶν διαφορῶν καί πρό παντός δίδει οὕτω περισσοτέραν θέσιν εἰς τήν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπό τῆς ἀπόψεως ταύτης ἡ ὀφελιμότης τῆς Πράξεως ἐπεκτείνεται ἐφ’ ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.» Πρβλ. καί Evangelos Theodorou, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum 1 (1977) 28: «Κατά τήν προσωπική μου ἄποψη, μέ τήν πανηγυρική ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων ἀποκατεστάθη δυνάμει ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀγάπης δέν ὑφίσταται οὐσιαστικός χωρισμός μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Γιά τό λόγο αὐτό στό πλαίσιο τῆς νομίμου πλουραλιστικῆς ἑνότητος δέν ὑπάρχει κανένα ποιοτικό καί ἀντικειμενικό ἐμπόδιο γιά τήν μυστηριακή κοινωνία, τό ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά λυθεῖ.»

[58] Πρβλ. καί τήν ὁμιλίαν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος πρός τήν Παπικήν ἀντιπροσωπείαν τήν 22 Νοεμβρίου 1965. Τόμος Ἀγάπης 122, σελ. 264: «Ὡς πρός τόν τελικόν τοῦτον σκοπόν (ἡ πραγματοποίησις τοῦ θείου θελήματος «Ἵνα ἕν ὦσιν»), ἡ Πρᾶξις αὕτη (δηλ. τῆς ἄρσεως») ἀποτελεῖ ἕν νέον θετικόν καί σπουδαῖον ἱστορικόν βῆμα, διότι, ἀντί τοῦ συμβόλου τῆς ἔχθρας καί τῆς διαιρέσεως, ὑψώνει τό σύμβολον τῆς ἀγάπης καί τῆς προσεγγίσεως, γίνεται ἀπαρχή ἐπανορθώσεως καί ἄλλων ἱστορικῶν σφαλμάτων, ἑδραιώνει τήν ἐμπιστοσύνην, δημιουργεῖ πρόσφορον ψυχολογικόν παράγοντα, παρασκευάζει καταλλήλους συνθήκας πρός ἐξέτασιν τῶν διαφορῶν καί πρό παντός δίδει οὕτω περισσοτέραν θέσιν εἰς τήν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπό τῆς ἀπόψεως ταύτης ἡ ὀφελιμότης τῆς Πράξεως ἐπεκτείνεται ἐφ’ ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.»

[59] Evangelos Theodorou, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum 1 (1977) 28.

[60] Stylianos Harkianakis, Erzbischof von Australien, Der offizielle Dialog zwischen der römisch-katholischen und der orthodoxen Kirche, in: Glaube, Wissen, Zukunft, hg. v. A. Kolb, Graz, Wien, Köln, 1987, 49.

[61] Vlassios Phidas, Anathema und Schisma- Folgen der Aufhebung der Anathemata, 100: „… wurde durch die Aufhebung der Anathemata sozusagen die kanonische Entscheidung aufgehoben und das endgültige Schisma von Ost und West in eine schismatische Situation gewandelt, die der Wiederherstellung der Einheit der Kirche im rechten Glauben, in der heiligen Eucharistie und in der Liebe durch die Aufthebung der Differenzen im Dogma, in der kanonischen Ordnung und im liturgischen Leben harrt“.

[62] Τόμος Ἀγάπης, 122, σελ. 262.

[63] Πρβλ. Κοινή Δήλωσις, ἐν: Τόμος Ἀγάπης, 122, σελ. 281.

[64] Μᾶρκος Εὐγενικός, Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 28, ἔκδ. ὑπό V. Laurent, Les  „memoires“ du Grand Ecclésiarque de l´ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) Vol. IX (Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum), Rom 1971, 230. Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ’Ανατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999, 61.

[65] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη,  http://www.amen.gr/article/to-zitima-tou-proteiou-tou-papa-romis

[66] Ὁμιλία τοῦ Πάπα Παύλου του ΣΤ΄στήν ἐτήσια συνέλευση τῆς Γραμματείας γιά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν(28. Ἀπριλίου 1967), in: The Secretariat for Promoting Christian Unity. Vatican. City. Information Service 2(1967)4f.

[67] «Ἡ ἐπίσκεψις αὐτή οὐδεμίαν ἀπόφασιν προϋποθέτει, ἀλλά θέλει μόνον νά εἶναι μία ἔνδειξις τῆς ἀγάπης καί τοῦ σεβασμοῦ, τόν ὁποῖον ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καί Ἀρχηγός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τρέφει πρός τόν μέγαν καί σεβάσμιον Πατριάρχην.»Ἐν: Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1958ß 1970), Rome–Istanbul 1971, 369ἑξ.

[68] Ἀριστείδη Πανώτη, Παῦλος ΣΤ΄-Ἀθηναγόρας ὁ Α΄. Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, 202.

[69] Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Vielfalt in der Einheit aus der Sicht der orthodoxen Kirche. Versuch einer Selbstdarstellung, in: Ökumenisches Forum 8 (1985) 65-87.

[70] Ἐν: Τόμος Ἀγάπης372-377.

[71] Πρβλ. περισσότερα στό: Grigorios Larentzaklis, Konziliarität und Kirchengemeinschaft. Papst Paul VI. und die Konzilien der römisch-katholischen Kirche. Zukunftsüberlegungen, in: Reinhard Meßner/Rudolf Pranzl (Hg.) Haec sacrosancta synodus. Konzils- und kirchengeschichtliche Beiträge, Verlag Friedrich Pustet Regensburg 2006, 285-316.

[72] Πρβλ. πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Τό καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα. 328 ἑξ.

[73] Ἐν Τόμος Ἀγάπης, 173, 378.

[74] Ἐν: Τόμος Ἀγάπης, 380.

[75] Ὁ καθηγητής τοῦ Regensburg, Joseph Ratzinger καί μετέπειτα Πάπας Ρώμης Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ π.χ. συμφώνησε μέ τήν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα σέ δύο διαλέξεις του στήν Αὐστρία, μία στή Βιέννη τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1974 καί ἄλλη, πιό συγκεκριμένη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1976 στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz τῆς Αὐστρίας σέ μιά ἐκδήλωση 10 χρόνια μετά τήν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων, ὅπου εἶπε τά ἑξῆς: «Ἡ Ρώμη δέν πρέπει νά ζητήσει ἀπό τήν Ἀνατολή τίποτα περισσότερο γιά τή διδασκαλία περί πρωτείου ἀπό ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἐδιδάσκετο καί ἐβιοῦτο τήν πρώτη χιλιετία. Καί ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τήν 25/7/1967, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στό Φανάρι, τόν ἐχαρακτήριζε ὡς Διάδοχο τοῦ Πέτρου, ὡς τόν πρῶτο μεταξύ ἡμῶν τῇ τιμῇ, τόν προκαθήμενο τῆς ἀγάπης, εὑρίσκεται στό στόμα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, δηλ. τοῦ Πατριάρχη, τό κύριο περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας περί πρωτείου τῆς πρώτης χιλιετίας καί περισσότερο ἀπὀ αὐτό δέν πρέπει νά ἀπαιτήσῃ ἡ Ρώμη.» Joseph Ratzinger, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum 11(1976)36f.: “Rom muß vom Osten nicht mehr an Primatslehre fordern, als auch im ersten Jahrtausend formuliert und gelebt wurde. Wenn Patriarch Athenagoras am 25.7.1967 beim Besuch des Papstes im Phanar diesen als Nachfolger Petri, als den ersten an Ehre unter uns, den Vorsitzenden der Liebe, benannte, findet sich im Mund dieses großen Kirchenführers der wesentliche Gehalt der Primatsaussagen des ersten Jahrtausends, und mehr muß Rom nicht verlangen”. Δυστυχῶς δέν μπόρεσε ὁ Καθηγητής Joseph Ratzinger νά ἐφορμώσει ὅσα εἶπε στό Graz ὅταν ἦταν στήν Ρώμη ὡς Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄. Τά ἄφησε κληρονομιά στούς Διαδόχους του, καί ἐλπίζομε.

[76] Τόμος Ἀγάπης, ὅπ. π.

[77] Τόμος Ἀγάπης, ὅπ. π.

[78] Πρβλ. Will Cohen, „The Concept of ‚Sister Churches‘ In Catholic-Orthodox Relations since Vatican II“ («Studia Oecumenica Friburgensia»=SOF 67) Münster 2016.

[79] Τόμος Ἀγάπης, 176, 387ἑξ.

[80] Μία σημαντικήν ἀξιολόγηση τοῦ Κειμένου αὐτοῦ ἔκανε ὁ Emmanuel Lanne OSB, Schwesterkirchen–Ekklesiologische Aspekte des Tomos Agapiw, in: PRO ORIENTE, Auf dem weg zur Einheit des Glaubens. Koinonia-Erstes ekklesiologisches Kolloquium zwischen orthodoxen und römisch-katholischen Theologen, veranstaltet vom Stiftungsfonds PRO ORIENTE in Zusammenarbeit mit Orthodoxen Zentrum des Ökumenischen Patriarhats, Chambésy, und dem Sekretariat für die Einheit der Christen, Rom. Referate und Protokolle, Innsbruck–Wien–München1976, 54-82. Γενικά ὁ Emmanuel Lanne εἶναι τῆς γνώμης, ὅτι μετά τίς δηλώσεις καί στό κείμενο αὐτό καί μέ τήν γενική συμπεριφορά τοῦ Πάπα Παύλου πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατή ἡ πραγματοποίηση τῆς πλήρους κοινωνίας ἄμεσα, παρά τίς ὑπάρχουσες διαφορές, διότι ἀκόμη καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου θά πρέπει ἀπό κοινοῦ νά ἐπανεξετασθοῦν.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.