Χρήστος Αραμπατζής, Ο χριστιανικός κόσμος τον 20ο αιώνα και οι άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας

8ο ΔΣΟΘ_945

Η εισήγηση του Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας

Στη σύγχρονη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας το γεγονός που σημάδεψε τη συνοδική της παρέμβαση στο σύγχρονο κόσμο ήταν η επονομαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος που έλαβε χώρα στην Κρήτη το 2016.

Έκτοτε και μέχρι σήμερα ποικίλες απόψεις και γνώμες έχουν εκφραστεί για την ταυτότητα, την έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας, για τα νομοκανονικά ζητήματα που προέκυψαν, για την πιστότητά της στην παράδοση των αγίων κοκ.

Πολλά θέματα από όσα προαναφέρθηκαν νομίζω ότι συζητήθηκαν από τους εισηγητές αυτού του Συνεδρίου και οι προτάσεις και αξιολογήσεις που κατατέθηκαν σίγουρα θα απασχολήσουν τους πνευματικούς μας ταγούς.

Η δική μας συμβολή θα περιοριστεί στην ανακοίνωση των πρώτων συμπερασμάτων ενός ερευνητικού προγράμματος που τρέχει εδώ και ένα χρόνο και το οποίο έχει ως θέμα “Ορθόδοξη πατερική παράδοση και σύγχρονος κόσμος”.

Μια από τις ενότητες του προγράμματος αφορά τα συμπεράσματα, τις αποφάσεις και το μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης.

Στόχος της έρευνας είναι να διαπιστώσει κειμενικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά διατυπώθηκαν και τη σχέση τους με τη προγενέστερη και σύγχρονη αγιοπνευματική παράδοση των αγίων της Εκκλησίας.

Η όλη μεθοδολογία μας στηρίζεται στην αυτονόητη παραδοχή, ότι οι άγιοι της Εκκλησίας αποτελούν και επιτελούν με τη ζωή και το έργο τους σημεία φανέρωσης του απολυτρωτικού έργου του Χριστού μέσα στο εκάστοτε ιστορικό παρόν.

Αυτοί είναι οι κατεξοχήν εκφραστές της εν Χριστώ ζωής και αυτή την έκφραση ζωής καταθέτουν εν ταπεινώσει και με διάκριση πάντοτε μέσα στην Εκκλησία για τη σωτηρία του κόσμου.

Η βασικότερη λοιπόν επιχειρηματολογία εναντίον της Συνόδου, όπως εκφράστηκε στους κόλπους της Εκκλησίας από φωνές επισκόπων, ηγουμένων, μοναχών, διαμαρτυρίες ομάδων, χριστιανικών σωματείων είναι ότι οι αποφάσεις της για τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου, ο οποίος βρίσκεται εκτός της μυστηριακής κοινωνίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία,  λανθάνουν, είναι εκτός της ζωντανής αγιοπνευματικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προσδιοριστικές αιρέσεως.

Η προβολή αυτών των επιχειρημάτων συνεκδοχικά οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση μοναχών, ηγουμένων, μητροπολιτών και απλών πιστών εναντίον των συμμετασχόντων στη Σύνοδο και ειδικότερα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών που συνέταξαν και προσυπέγραψαν το τελικό κείμενο.

Η όλη εξέλιξη και η συνέχιση των αντιδράσεων, που καταλήγουν συχνά σε ύβρεις, μας προβλημάτισε όταν αναλύσαμε τα επιχειρήματα τους, τα οποία κατά την άποψή τους στηρίζονται στην ζωντανή παράδοση των Πατέρων και αγίων της Εκκλησίας.

Αναζητώντας να εντοπίσουμε με επιστημονική μεθοδολογία που βρίσκεται η αλήθεια και που η συκοφαντία, αναγκαστήκαμε να περιέλθουμε των κειμένων της Συνόδου, ειδικά για το παραπάνω θέμα και να εξετάσουμε ποια είναι τα κριτήρια σύνταξης και ποιες οι θεολογικές αναγνώσεις των εκάστοτε διατυπώσεων. (Η μεθοδολογία αυτή εδράζεται στον Μ. Αθανάσιο και κατόπιν εμπλουτίστηκε από τους επόμενους πατέρες).

Σε ένα δεύτερο επίπεδο εργασθήκαμε πάνω στα κείμενα των αγίων του 20ου αιώνα για να εντοπίσουμε πιθανές σχέσεις, νοηματικές και λεκτικές συνάφειες ή αντιθέσεις, συνέχειες και ασυνέχειες.

8ο ΔΣΟΘ_930

Προκαταρκτικές μεθοδολογικές επεξηγήσεις

Πριν προχωρήσουμε στην καθαυτό ανάλυση θεωρούμε σκόπιμο να εκθέσουμε μερικές σκέψεις μας που προέκυψαν από την μακροχρόνια σπουδή της πατερικής μας παράδοσης.

Πρώτα από όλα θα αναφερθούμε στην συνοδική διαδικασία και την πρόσληψή της μέσα στα κείμενα των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μόνο αυτών.

  1. Στη ζωή της Εκκλησίας, στο ιστορικό σώμα του Χριστού η συνοδική διαδικασία εκτιμήθηκε αρχικά ως μαρτυρία ενότητας των μελών της και κατόπιν ως ασφαλής τρόπος πιστοποίησης και επιβεβαίωσης της αληθούς πίστης, ως συνεχή και αδιάλειπτη εμπειρία της εν Χριστώ ζωής μέσα στη θεόσδοτη χάρη και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
  2. Αυτή η εμπειρία της ζωής εκφράζεται και φανερώνεται όχι μέσα σε θεσμικές δομές αλλά μέσα στα πρόσωπα, τη ζωή και το έργο των αγίων, αποτυπωμένη στα μνημεία του λόγου και στη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας.

Αυτή η έκφραση και φανέρωση είναι ο πρωθύστερος υπομνηματισμός όλων όσων κάθε Σύνοδος που αναγνωρίζεται ως αληθής επισημειώνει και καταθέτει συνοπτικά ως πίστη και αλήθεια της Εκκλησίας.

Το φαινόμενο αυτό είναι επαναλαμβανόμενο σε όλες τις περιπτώσεις που η Εκκλησία αναγκάστηκε από εξωτερικές συνθήκες να διατυπώσει και να περιγράψει την εμπειρία της ως σώμα Χριστού πορευόμενο μέσα στην Ιστορία. Να σας αναφέρω ως παράδειγμα την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο και τον πρωθύστερο υπομνηματισμό της από τους Καππαδόκες, την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο και τον πρωθύστερο υπομνηματισμό της από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, την Ζ΄ οικουμενική και τον πρωθύστερο υπομνηματισμό της από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τις ησυχαστικές συνόδους και τον πρωθύστερο υπομνηματισμό τους από τον Γρηγόριο Παλαμά κ.ο.κ.

8ο ΔΣΟΘ_986

Τα δύο ενδεικτικά θέματα προς διερεύνηση

Με βάση την παραπάνω απόφανση συνεξετάσαμε την Εγκύκλιο της Συνόδου και όλα όσα αποτελούν έγκυρη μαρτυρία της ζωής των αγίων του 20ου αι. και πιθανόν υπομνηματίζουν πρωθύστερα το κείμενό της.

Σκοπός μας ήταν να δούμε αν το περιεχόμενο βρίσκεται σε συνέχεια της ζωής και της μαρτυρίας των αγίων του 20ου αι. ή αποτελεί περίπτωση ασυνέχειας.

Στην Εγκύκλιο Σύνοδο λοιπόν της Κρήτης διαπιστώσαμε ότι αποτυπώθηκε όλος ο προγενέστερος υπομνηματισμός των αγίων του 20ου αιώνα, οι οποίοι ως ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού αποκάλυψαν το μυστήριο της εν Χριστώ ζωής μέσα στην δική μας ιστορική πραγματικότητα.

Αρχής γενομένης από το συγγραφικό έργο του αγίου Νεκταρίου, όπου ο όρος “αδελφές Εκκλησίες” χρησιμοποιείται ευρύτατα για να δηλώσει την ελπίδα και την προοπτική της ενότητας του Χριστιανικού κόσμου, η έρευνα φτάνει μέχρι τους αγίους Ιάκωβο Τσαλίκη, άγιο Πορφύριο και άγιο Παΐσιο, οι οποίοι στα αυθεντικά τους κείμενα και με τη στάση τους δείχνουν απόλυτα προσηλωμένοι και συστοιχισμένοι στο πνευματικό κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ποιμαντική του αποστολή έναντι των “διεστώτων” χριστιανών.

Σε μια παράλληλη έρευνα μελετήθηκαν και τα κείμενα σύγχρονων οσιακών γεροντικών μορφών, τους οποίους βαθύτατα ευλαβούνται οι Ορθόδο­ξοι όλης της Οικουμένης και το έργο τους αναγνωρίζεται και επιδοκιμάζεται από την Εκκλησία.

Παρενθετικά θα ήθελα να πω ότι η διείσδυση της πνευματικότητας που αποπνέει συλλογικά ο σύγχρονος λόγος των μορφών αυτών είναι το κύριο ανάχωμα στις φονταμενταλιστικές ακραίες τάσεις που εκπροσωπούν διάφοροι κύκλοι.

Από το σύνολο των 12 ζητημάτων της Εγκυκλίου της Συνόδου στη σημερινή ανακοίνωση θα περιοριστούμε σε δύο, τα οποία αφορούν τόσο τη φύση της ίδιας της Εκκλησίας όσο και την αποστολή της μέσα στον κόσμο και  είναι βαθύτατα ριζωμένα στο Χριστολογικό δόγμα.

8ο ΔΣΟΘ_994

Το πρώτο αφορά στην «καθολικότητα και ενότητα», όροι πολυχρησιμοποιημένοι, τους οποίους μια οσιακή μορφή της ρουμανικής ορθόδοξης Εκκλησίας, ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, εμβαθύνει και συνεχώς αναλύει, με τρόπο που αποτυπώνεται εναργώς στο κείμενο της Εγκυκλίου, σε πολλαπλά σημεία, ειδικά αυτά που αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμό, την ανάπτυξη του ανθρώπου και την κοινωνική του εξέλιξη. Βασικός άξονας πραγμάτευσης των όρων αυτών από τον π. Δημήτριο Στανιλοάε είναι κατανόηση της ενότητας της Εκκλησίας στην μυστηριακή πράξη (θεία Ευχαριστία) και αγιοπνευματική ζωή (εμπειρία της άκτιστης ζωής του θεού από τους αγίους), όπως περιγράφονται στην προσευχή και λατρεία της Εκκλησίας. Αν και ο όρος που χρησιμοποιεί ο π. Δημήτριος, “ανοιχτή καθολικότητα”, δεν χρησιμοποιείται στο κείμενο της Συνόδου, όλες οι διασαφήσεις που τον υπομνηματίζουν στα κείμενα του π. Δημητρίου συμπεριλήφθηκαν στα κείμενα της. Παράλληλα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εισαγωγικές διατυπώσεις προέρχονται από κείμενα του αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου.

Η θέση της Συνόδου για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ακραιφνώς πατερική καθώς στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας πιστοποιείται η ενότητα της ζωής του Χριστού εντός μας και μόνο ν αυτ αληθεύει η ταυτότητά μας ως μέλη Του.

Γι᾽ αυτό και όπως σημειώνεται στα κείμενα των αγίων και επαναλαμβάνεται στην Εγκύκλιο η ενότητα της Εκκλησίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας και της αναπτύξεως του ανθρώπου και αυτή η ενότητα οφείλεται, κατά πρώτο λόγο, στο Πνεύμα του Χριστού και εκδηλώνεται εν ελευθερία, “ούσα ενότητα κοινότητας εν Αγίω Πνεύματι, της οποίας η εξωτερική ενότητα είναι μόνο μια αντανάκλαση της εσωτερικής”.

Αυτή η ενότητα είναι το όργανο της αγάπης του Θεού για τον κόσμο και τους ανθρώπους και οφείλει να ενδυναμωθεί η ίδια και να κινητοποιήσει τον κόσμο στην κατεύθυνση  αυτής της αγάπης.

Μεταφέροντας τον υπομνηματισμό της παραπάνω θέσης από τον άγιο Πορφύριο σημειώνουμε: Η ενότητα με τους άλλους δεν είναι κάτι άλλο από την ενότητά μας με τον Χριστό. Ενωμένοι με τον Χριστό, ένα με τον Χριστό, είμαστε ενωμένοι με όλους τους άλλους, ακόμα και με όσους αγνοούν τον Χριστό. Ο Χριστός είναι η Βασιλεία και ο επίγειος Παράδεισος.

Έτσι η σωτηρία ταυτίζεται με την θετική απάντηση του ανθρώπου στην αγαπητική κλήση του Υιού του Θεού προς τον καθένα να τον αγαπήσει υπακούοντας, τηρώντας και εκτελώντας με απόλυτη εμπιστοσύνη το θείο θέλημά Tου. Η ασκητική απάρνηση του “εγώ” και των βεβαιοτήτων μας είναι το πρώτο ζητούμενο τόσο στην παράδοση των αγίων όσο και στο κείμενο της Εγκυκλίου. Κανένα συνοδικό κείμενο του 20ου αιώνα δεν αποτύπωσε τόσο έντονα και τόσο ευδιάκριτα τον λόγο των αγίων του αιώνα μας έναντι του ατομοκεντρισμού, της εγωλατρείας και του δικαιωματισμού ως παράγωγα της εκκοσμίκευσης.

Η Εκκλησία κατ’  αυτόν τον τρόπο γίνεται το όργανο της αγάπης του Θεού προς τον κόσμο, εκφράζουσα όχι μόνο το σκοπό που προσέφερε ο Θεός στον κόσμο δια της Εκκλησίας, αλλά επίσης και τη μέθοδο, διά της οποίας εργάζεται ο Θεός χρησιμοποιώντας εντός του κόσμου την Εκκλησία, η οποία είναι πάντοτε η αγάπη, η αφοσιωμένη και εύχρηστος ταπείνωση, η “εκδηλουμένη διά της αυτοθυσίας της αγιότητας”.

Η πραγματική αγάπη φανερώνει τον Χριστό ανάμεσά μας γιατί αυτός είναι ο αυτουργός της αγάπης, ο ενεργών την αγάπη και άρα ο “εμφαίνων” την Παρουσία Του ανάμεσά μας.

Έτσι η Εκκλησία γίνεται το έργο της Σωτηρίας που επιτελεί ο Χριστός μέσα στην ιστορία και έχει τον Χριστό διαφανή στη ζωή της και στα μέλη της κατά το μέτρο της αγάπης τους προς αυτόν και της αγάπης και διακονίας προς τους άλλους. Όπως σημειώνει ο άγιος Πορφύριος κάθε φορά που ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας δεν είμαστε χριστιανοί.

8ο ΔΣΟΘ_1029

«Είμαστε ένα ακόμη και με τους ανθρώπους που δεν είναι κοντά στην Εκκλησία. Είναι μακριά από άγνοια. Να κάνουμε προσευχή, ο Θεός να τους φωτίσει και να τους αλλάξει, να έλθουν κι αυτοί στον Χριστό. Εμείς τα βλέπομε ανθρώπινα, κινούμαστε μ’ άλλον τρόπο και νομίζομε ότι αγαπάμε τον Χριστό. Ο Χριστός, όμως, ο οποίος «βρέχει επί δικαίους και αδίκους» μας λέγει: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Να ευχόμαστε να είμαστε όλοι μαζί, όλοι μαζί στον Θεό. Τότε, αν το ζούμε αυτό, θα έχομε τα ανάλογα αποτελέσματα, θα είμαστε όλοι αγαπημένοι και ενωμένοι».

Η παραπάνω διατύπωση του αγίου του 20ου αι. αποτελεί εμβάθυνση της ευχής της λειτουργίας «αυτούς καί λλήλους καί πσαν τήν ζωήν μν Χριστ τ Θε παραθώμεθα» και ως προσευχή αποκτά έναν ενοποιητικό ρόλο αφού ο προσευχόμενος εν τέλει είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή η προσευχή αληθεύει κυρίως στα πρόσωπα των αγίων, οι οποίοι εν Χριστώ ενώνονται με όλο τον κόσμο και έτσι η Εκκλησία γίνεται το “εγώ” των προσευχών όλων των συνειδητών όντων.

Αυτή η υπόμνηση είναι και η απάντηση στο δεύτερο ζήτημα που αναφέρεται στον ίδιο τον Χριστό, στην εκδίπλωση της ζωής και του σωτηριώδους έργου του μέσα στην ιστορία για όλα τα όντα και “τον κόσμο άπαντα”.

Η αρχή αυτής της ιστορικής διεργασίας αποτυπώνεται εναργώς στην πρόταση του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου που πέρασε αυτολεξεί στις αποφάσεις της συνόδου αναφορικά με την ιεραποστολή και τον επανευαγγελισμό, τον αναβαπτισμό του κόσμου στη ζωή του Θεανθρώπου.

Η ιεραποστολή και ο ευαγγελισμός, εκλαμβάνονται ως χρέος και κλήση της Ορθόδοξης Εκκλησίας  προς τον άνθρωπο του 21ου αιώνα, οποιασδήποτε φυλής, πολιτισμού και θρησκευτικής παράδοσης. Είναι μια κλήση ώστε να γνωρίσει τον ζώντα Χριστό, αρνούμενος το αυτάρεσκο “εγώ” του, την ίδια τη βεβαιότητα του εαυτού του και μόνο έτσι να θελήσει να καταθέσει την πρόθεση και προαίρεσή του να αγαπήσει τον Χριστό, εμπιστευόμενος όλα τα άλλα στην θεία Πρόνοιά του.

Για τη ζωντανή πνευματική παράδοση των αγίων του 20ου αιώνα η Εκκλησία είναι ο μεταμορφωμένος εν Χριστώ κόσμος ή ένας κόσμος που έχει προορισμό την μεταμόρφωση.

Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει κανείς εσωτερικός χωρισμός παρόντος-παρελθόντος και μέλλοντος, αλλά μόνο η ενοποιός δύναμη του Πνεύματος που πληροί τα όντα και τα καλεί αυτοπροαίρετα να μετάσχουν ἐν ελευθερίᾳ στη θεία ζωή.

8ο ΔΣΟΘ_1025

Ο ίδιος ο Χριστός είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η Εκκλησία, αυτός είναι η πηγή της εξάπλωσης της θείας ζωής από το θεωμένο σώμα Του στους αποδεχομένους τη δεσποτεία Του. Γι᾽ αυτό και η Εκκλησία εκλαμβάνεται ως το εργαστήριο “όπου πραγματοποιείται η βαθμιαία αφομοίωση των ανθρώπων από τον Χριστό”.  Γι’  αυτό και η ιεραποστολή και ο ευαγγελισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαρτυρία -λόγος οικοδομής και έμπρακτη αποκάλυψη της εσωτερικής ζωής του Χριστού εντός μας. Αυτή ήταν και είναι πάντοτε η αιτία του μαρτυρικού τέλους των μαρτύρων ή του οσιακού τέλους των αγίων της Εκκλησίας, “καθώς στη διαφανή ζωή των αγίων αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Χριστός και συνάμα το ιστορικό του σώμα, με τις εκάστοτε πολιτισμικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες”. Ο λαός του Θεού δεν είναι μια ανιστορική οντότητα αλλά είναι ριζωμένος στο έδαφος του πολιτισμού και της ιστορίας.

Θα κλείσω την εισήγησή μου με μια επιστημονική διαπίστωση από τη μελέτη της πατερικής γραμματείας και τα κριτήρια της ερμηνείας της Παράδοσης. Η εμπειρία της ζωής του Χριστού κάνει τους αγίους να αποτελούν σημεία θεοφάνειας. Γι’ αυτό και στο μήνυμα της Συνόδου επισημαίνεται με ευκρίνεια ότι η πρόγευση της Καινής κτίσης, του μεταμορφωμένου κόσμου, βιώνεται μέσα στην Εκκλησία στα πρόσωπα των αγίων, οι οποίοι ως ακόλουθοι του Χριστού, ως ζωντανά μέλη του σώματός Του υποδεικνύουν την οδό της σωτηρίας, ως σκεύη εκλογής.

Αυτοί είναι που μέσα από τη χάρη του Θεού και την στερέωση του θελήματός τους πέτυχαν την κάθαρση, τον φωτισμό και την αυτογνωσία και έτσι κέρδισαν την κοινωνία και τη ζωντανή σχέση με τον Χριστό. Αυτοί είναι οι γνωρίζοντες την αλήθεια του ανθρώπου και της ομοιώσεώς του με τον Θεό. Μαζί τους και δι᾽ αυτών προσεύχεται στην καθημερινή της προσευχή η Εκκλησία. Αυτοί είναι οι διαχρονικοί φορείς και εκφραστές του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, είναι οι εν Χριστώ ζώντες στο εκάστοτε παρόν, το φωτεινό και ενεργό μυστήριο της παρουσίας τους Θεού που κοινωνείται και διαχέεται σε όλο το σώμα του Χριστού σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο. Στα έργα τους και τη ζωή τους περιγράφεται με τον καλύτερο και ορθότερο τρόπο τόσο το θέλημα του Θεού, όσο και η πορεία του ανθρώπου προς αυτόν.

Αυτή η σωτήρια πορεία, μυριάδες φορές μνημονευόμενη στα κείμενα των οσίων του 20ου αι., με την οποία στηλιτεύεται η εκκοσμίκευση και ο ευδαιμονιστικός ατομοκεντρισμός, αποτυπώνεται με τόση σαφήνεια στις αποφάσεις της Συνόδου. Ο λόγος της δεν είναι στηλιτευτικός, αλλά εμπεριέχει τον λόγο της διακρίσεως και της αγάπης των αγίων, γι’  αυτό και λειτουργεί ως μαρτυρία της αλήθειας αλλά και ως κλήση για τη γεύση της από όλους τους ανθρώπους.

8ο ΔΣΟΘ_944

Εν τέλει τα οποιαδήποτε νομοκανονικά ζητήματα και οι εσωτερικές προστριβές που απασχολούν και θα απασχολούν την εκκλησιαστική ζωή είναι κατά τη γνώμη μου πάντα δευτερεύοντα σε σχέση με τον σωτηριώδη λόγο που εκφράσθηκε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, η οποία παρέμεινε στοιχούμενη τοις αγίοις. Όπως σχεδόν συνέβη και σε κάθε προηγούμενη σύνοδο, ακόμη και Οικουμενική!

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.