Η διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ: Οι διαφορετικές εκδοχές και το ζήτημα της ιστορικότητας του περιστατικού

Από το βιβλίο του Μόσχου Γκουτζιούδη, Ερμηνεία και πρόσληψη ευαγγελικών κειμένων, Critical Approaches to the Bible 10, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2016, 313-324

Εικ. 6-Codex purpureus Rossanensis

Οι διαφορετικές εκδοχές

Η διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ καταγράφεται και στους τέσσερις ευαγγελιστές (Μτ. 21:1-11//Μκ. 11:1-11//Λκ. 19:28-40//Ιω. 12:12-19) με ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές. Ωστόσο οι ερευνητές συμφωνούν ότι από πλευράς ερμηνείας οι περισσότερες δυσκολίες εντοπίζονται στην εκδοχή του Ματθαίου. Χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω διαφορές.

– Μόνο ο Ματθαίος (21:5) και ο Ιωάννης (12:15) παραθέτουν το χωρίο από το Δευτερο-Ζαχαρία (Ζαχ. 9:9) με διαφορετικό όμως τρόπο, δίνοντας στη διήγηση έντονο μεσσιανικό χαρακτήρα.

– Στη διήγηση του Ιωάννη απουσιάζει το περιστατικό της αποστολής των δύο μαθητών να βρουν και να φέρουν το γαϊδούρι στον Ιησού. Επιπλέον, το επεισόδιο της εύρεσης των ζώων είναι εξαιρετικά σύντομο στη διήγηση του Ματθαίου (21:6) σε σύγκριση με την αντίστοιχη του Μάρκου (11:4-6).

– Ο Ιωάννης αρχίζει εντελώς διαφορετικά την αφήγηση του περιστατικού με το πλήθος των προσκυνητών που ήδη βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ να βγαίνει να τον συναντήσει με κλαδιά φοινικιάς.

– Η Βηθφαγή αναφέρεται και στους τρεις συνοπτικούς, ενώ η μνεία της Βηθανίας απουσιάζει στον Ματθαίο αλλά μνημονεύεται στον Μάρκο και τον Λουκά.

– Μόνο ο Ματθαίος κάνει λόγο για δύο ζώα. Στο Μτ. 21:2 λέγεται ρητά ότι το γαϊδούρι είναι θηλυκό και έχει πουλάρι. Η πληροφορία αυτή απουσιάζει στους άλλους ευαγγελιστές.

– Στον Μάρκο (11:2, 4, 5, 7) και τον Λουκά (19:30, 33, 35) γίνεται λόγος για «πῶλον» (ένα ζώο χωρίς να διευκρινίζεται το είδος), τον οποίο όμως κανείς δεν έχει ιππεύσει ακόμη και στον Ιωάννη για «ὀνάριον» αρχικά στο 12:14 και έπειτα στο 12:15 για «πῶλον ὄνου» (πάντα ένα ζώο). Η σχετική ορολογία είναι διαφορετική μεταξύ των παράλληλων διηγήσεων με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του Μάρκου και του Λουκά που συμφωνούν μεταξύ τους .

– Το πλήθος που επευφημεί τον Ιησού στις εκδοχές του Μάρκου και του Ματθαίου είναι συνταξιδιώτες του Ιησού. Ο Λουκάς αντίθετα αναφέρει πως όσοι προβαίνουν στις ενέργειες αυτές είναι όλοι μαθητές του Ιησού (Λκ. 11:37). Ο μόνος που τοποθετεί στη διήγηση και κατοίκους της Ιερουσαλήμ να συμμετέχουν στο περιστατικό είναι ο Ιωάννης (12:13). Ο τέταρτος ευαγγελιστής έτσι απαλείφει την αντίθεση μεταξύ του πλήθους που συνταξίδευε με τον Ιησού και των κατοίκων της πόλης.

– Αν και δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών ως προς τα λεγόμενα του πλήθους, η φράση «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου» απαντά σε όλους. Ο Λουκάς είναι ο μόνος που παραλείπει τη λέξη ὡσαννὰ.

– Στα λόγια του πλήθους ο Ιησούς δεν αναφέρεται ρητά ως βασιλιάς μόνο στην εκδοχή του Ματθαίου. Οι υπόλοιποι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν τον όρο βασιλεύς ή βασιλεία. Ο Ματθαίος δεν το κάνει, προφανώς διότι νωρίτερα στην παράθεση του Ζαχ. 9:9 στο 21:5 περιέχεται η λέξη βασιλεύς.

– Ο Ματθαίος είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί τον χριστολογικό τίτλο «υἱός Δαυίδ» στην κραυγή του πλήθους. Ο Μάρκος στο 11:11 κάνει αναφορά στο πρόσωπο του Δαβίδ, καθώς το συνδέει με την ερχόμενη βασιλεία του Ιησού.

– Ο Λουκάς είναι ο μόνος που δεν κάνει λόγο για χόρτα ή κλαδιά, τα οποία το πλήθος στρώνει στο δρόμο και από την άλλη, ο Ιωάννης είναι ο μόνος από τους ευαγγελιστές που κάνει λόγο για «βαΐα τῶν φοινίκων»  στο 12:13.

– Η διήγηση καταλήγει διαφορετικά στους ευαγγελιστές. Στον Μάρκο δεν υπάρχει καμία άλλη αντίδραση μετά την είσοδο του Ιησού στην πόλη. Ο Ματθαίος αναφέρει ότι αυτή προκάλεσε αναταραχή στους κατοίκους, ενώ ο Λουκάς και ο Ιωάννης καταγράφουν την αρνητική αντίδραση των φαρισαίων.

– Το Μτ. 21:10-11 αποτελεί ιδιαίτερο υλικό του Ματθαίου και δεν απαντά στις άλλες εκδοχές. Εκτός από την πληροφορία ότι η είσοδος του Ιησού προκάλεσε αναταραχή σε όλη την πόλη, ο Ματθαίος τοποθετεί στα χείλη του πλήθους την αναγνώριση της ταυτότητας του Ιησού με τη φράση «οὗτός ἐστιν ὁ προφήτης Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρὲθ τῆς Γαλιλαίας».

Εικ. 9-San_baudelio_de_berlanga

Οι πηγές

Σίγουρα η αρχαιότερη εκδοχή της διήγησης είναι εκείνη του Μάρκου, την οποία ο Λουκάς ακολουθεί πιστά κάνοντας μικρές τροποποιήσεις. Στο κατά Μάρκον το ζώο για το οποίο γίνεται λόγος είναι ξεκάθαρα ένα. Ο Ματθαίος όμως διαφοροποιείται από τη διήγηση του Μάρκου και παραθέτοντας το Ζαχ. 9:9 διαμορφώνει έτσι μια άλλη εκδοχή. Μόνο στη δική του εκδοχή της ιστορίας τα ζώα είναι δύο, ένα θηλυκό γαϊδούρι και το πουλάρι του. Όσα διαβάζουμε στην εκδοχή του Ματθαίου προέρχονται από το κατά Μάρκον, ενώ κάποιες αλλαγές και το επιπλέον υλικό μπορούν να αποδοθούν στον Ματθαίο, εφόσον το λεξιλόγιο είναι δικό του. Το Ιω. 12:12-19 προφανώς προέρχεται από κάποια άλλη ανεξάρτητη παράδοση και δεν φαίνεται ότι ο Ιωάννης χρησιμοποίησε τον Μάρκο ή τους συνοπτικούς για τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Θα πρέπει εδώ να αναγνωρίσουμε ότι σε όλες τις εκδοχές της διήγησης τα στοιχεία της ιστορικής μνήμης και της ειρωνείας έχουν αναμειχθεί με το προσωπικό ενδιαφέρον του κάθε ευαγγελιστή. Το περιστατικό περιλαμβάνει δύο νέα στοιχεία που δεν έχουν θιγεί νωρίτερα σύμφωνα με τη δράση του Ιησού στα συνοπτικά ευαγγέλια. Το ένα είναι πως η αξίωση του Ιησού ότι είναι ο μεσσιανικός βασιλιάς φανερώνεται εμμέσως με ενέργειες του πλήθους που τον ακολουθεί για πρώτη φορά δημόσια. Το άλλο ότι αυτό το πλήθος αναγνωρίζει αυτήν τη βασιλεία. Και τα δύο αυτά στοιχεία φέρνουν στη συνέχεια τον Ιησού σε σύγκρουση με τις αρχές της Ιερουσαλήμ.

Το ερώτημα λοιπόν σε αυτό το σημείο προκύπτει αβίαστα. Τί είδους ιστορία έχουμε εδώ; Το Μτ. 21:1-11 είναι μια τυπική σκηνή που ακολουθεί θεματικά σε κάποιο βαθμό εκείνες τις ιστορίες του αρχαίου κόσμου, οι οποίες αφηγούνται μία θριαμβευτική είσοδο ενός βασιλικού, στρατιωτικού ή ηρωικού προσώπου σε μία πόλη και συνάμα τη λαμπρή υποδοχή των κατοίκων της. Παρόμοιες διηγήσεις από περιστατικά του ιουδαϊκού κόσμου αφορούν πρόσωπα πολύ γνωστά μας, όπως: ο Σολομώντας (Α΄ Βασ. 1:32-40), ο Ιούδας ή ο Σίμωνας ο Μακκαβαίος (Α΄ Μακ. 5:45-54 και 13:49-53), ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (Β΄ Μακ 4:21-22), ο Μέγας Αλέξανδρος και αρκετοί άλλοι.

Παρά τις αφηγηματικές ομοιότητες που μοιράζονται τα παραπάνω παραδείγματα και συνήθως κατατάσσονται στην κατηγορία του «ρωμαϊκού θριάμβου», η διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ διαφοροποιείται σημαντικά από αυτές τις αφηγήσεις. Στις περισσότερες από αυτές, όπως και σε εκείνες που κατατάσσονται σε μια παραπλήσια κατηγορία, γνωστή συνήθως ως «παρουσία»  περιλαμβάνονται τα εξής στοιχεία: μια νίκη που χαρίζει σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο δημόσια αναγνώριση, έλευση του τιμώμενου βασιλικού ή στρατιωτικού προσώπου, υποδοχή από τις τοπικές αρχές και εκπροσώπους των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, εκδηλώσεις θριάμβου, ύμνοι, χαιρετισμοί με λουλούδια ή κλαδιά δέντρων, ομιλίες, είσοδος του τιμώμενου προσώπου στην πόλη και στο ναό της, συμμετοχή του σε κάποια τελετουργία. Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν οι πρώτοι αναγνώστες των ευαγγελικών διηγήσεων να αντιλαμβάνονταν το περιστατικό με τον Ιησού στο κλίμα των αντίστοιχων περιστατικών τα οποία τους ήταν οικεία. Στο τέλος της δικής μας ιστορίας όμως, φανερώνεται ότι η είσοδός του Ιησού στην πόλη κάθε άλλο από θριαμβευτική είναι και μάλιστα δεν ακολουθεί το δεδομένο μοτίβο μιας τέτοιας ιστορίας. Ειδικά το περιστατικό στο ναό που έπεται στους συνοπτικούς, φανερώνει ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετική τροπή. Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Ιησούς ήταν άγνωστος στους κατοίκους της πόλης. Συνεπώς όσοι ερευνητές κάνουν λόγο για «αντι-παρουσία» ή «αντι-θριαμβευτική» είσοδο του Ιησού στην πόλη δεν έχουν καθόλου άδικο. Επιπλέον, εκτός από την ιωάννεια εκδοχή, στους συνοπτικούς οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ δεν συμμετέχουν στην υποδοχή του Ιησού. Όσα συμβαίνουν αποτελούν ενθουσιαστικές ενέργειες των μαθητών και μερικών Γαλιλαίων που συνταξιδεύουν μαζί τους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι συνοπτικοί δίνουν βαρύτητα στην εύρεση και τη χρήση του μεταφορικού μέσου του Ιησού και αυτό μας οδηγεί μόνο στην περίπτωση του ιουδαϊκού υποβάθρου και αναγκαστικά στα Α΄ Βασ. 1:32-40 και Ζαχ. 9:9. Η περίπτωση της δημόσιας ενθρόνισης του Σολομώντα και η μετάβασή του στο καθορισμένο σημείο ανάμεσα στο Όρος των Ελαιών και την Ιερουσαλήμ είναι το πιθανότερο κείμενο που επηρέασε είτε τον Ιησού για να ενεργήσει με αντίστοιχο τρόπο, είτε τον Μάρκο για να παρουσιάσει με το συγκεκριμένο τρόπο τον Ιησού ως βασιλιά. Ασφαλώς οι ευσεβείς Ιουδαίοι που γνώριζαν τα κείμενα των προφητών θα αναγνώριζαν το συμβολισμό αλλά για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο το γαϊδούρι δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με το θεσμό της βασιλείας.

Το δεύτερο τώρα ερώτημα που αναδύεται είναι δυσκολότερο από το πρώτο και αφορά την ιστορικότητα του περιστατικού. Έχουμε να κάνουμε όντως με ένα περιστατικό που συνέβη κατά την τελευταία εβδομάδα της ζωής του ιστορικού Ιησού ή μήπως η διήγηση είναι επινόηση του Μάρκου (παραβολική ιστορία), η οποία στηρίχθηκε στα Ζαχ. 9:9 και Ψλ. 117:25-26 (Ο΄) για να παρουσιάσει τον Ιησού ως τον αναμενόμενο μεσσιανικό βασιλιά; Η σύγχρονη έρευνα γνωρίζει εκπροσώπους και των δύο τάσεων. Θα προχωρήσουμε σε μια σύντομη επισκόπηση πρώτα όσων αρνούνται την ιστορικότητα και θεωρούν τη διήγηση είτε μυθική, είτε μιδρασική που δημιουργήθηκε από τον Μάρκο ή κάποιον άλλον πριν από αυτόν. Σημειώνουμε εδώ αρχικά πως το περιβόητο σεμινάριο για τον Ιησού αποφάνθηκε ομόφωνα ότι το περιστατικό δεν μπορεί να προέρχεται από τον ιστορικό Ιησού και τύπωσε τα λόγια του στη διήγηση με μαύρο χρώμα, στοιχείο που δηλώνει ότι αυτά αποδίδονται στο συντακτικό χέρι του ευαγγελιστή Μάρκου ή ακόμη και σε κάποιον συντάκτη πριν από αυτόν. Τα μέλη του σεμιναρίου θεώρησαν έτσι ότι η διήγηση συντάχθηκε με αφορμή τα Ζαχ. 9:9 και Ψλ. 117:25-26.

Αυτή βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο υποστηριζόταν στην έρευνα της εν λόγω διήγησης. Νωρίτερα ο Bultmann θεωρούσε πως το περιστατικό δεν αποτελούσε σχέδιο του Ιησού για να δώσει με το συμβολικό αυτό τρόπο το μήνυμα της δικής του μεσσιανικής βασιλείας στους συγχρόνους του, αλλά μια μυθική διήγηση, η οποία στηρίχθηκε στο Ζαχ. 9. Η θέση του ήταν ότι η ανάβαση του Ιησού μαζί με άλλους Γαλιλαίους στην Ιερουσαλήμ κάποια στιγμή για να γιορτάσει το Πάσχα, αποτέλεσε τη βάση ώστε οι πρώτοι χριστιανοί αργότερα να δημιουργήσουν μια μυθική διήγηση με την χρήση του Ζαχ. 9:9. Με τον τρόπο αυτό φανερώνεται ότι ο αρχέγονος χριστιανισμός κατανοούσε την ενέργεια αυτή του Ιησού ως βασιλική.

Όσοι πάλι από τους ερευνητές αρνούνται ότι κατά τη διάρκεια του βίου του ο ιστορικός Ιησούς αξίωσε για τον εαυτό του τη μεσσιανική ταυτότητα, θεωρούν το περιστατικό μεταγενέστερη επινόηση των πρώτων χριστιανών με σκοπό να εκφραστεί η παραπάνω αντίληψη. Συνεπώς έχουμε μεταφορά κάποιων βασικών θεολογικών ιδεών που αφορούσαν το πρόσωπο του Ιησού από την μεταναστάσιμη εποχή σε εκείνη πριν το πάθος του. Αναφέρουμε παρακάτω ορισμένα από τα επιχειρήματα αυτής της ερμηνευτικής τάσης, τα οποία κάνουν τους εκφραστές της να αμφισβητούν την ιστορικότητα του περιστατικού.

Η διήγηση έτσι όπως έχει διασωθεί ως θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ φανερώνει περισσότερο τις χριστολογικές αντιλήψεις του αρχέγονου χριστιανισμού παρά την ιστορική πραγματικότητα ενός τέτοιου περιστατικού.

Αν το περιστατικό είχε πραγματικά συμβεί θα προκαλούσε την άμεση επέμβαση της ρωμαϊκής φρουράς της Ιερουσαλήμ. Κάτι τέτοιο όμως δεν λέγεται πουθενά στα ευαγγέλια.

Είναι περίεργο το γεγονός ότι κατά τη δίκη του Ιησού από το Μεγάλο Συνέδριο και στη συνέχεια από τον Πιλάτο δε γίνεται αναφορά στο περιστατικό της εισόδου του Ιησού στην πόλη με θριαμβευτικές ενέργειες κάποιου πλήθους. Παρά την απουσία μιας τέτοιας αναφοράς ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο με την κατηγορία ότι διεκδίκησε το βασιλικό θρόνο των Ιουδαίων. Λογικά θα έπρεπε να συναντούσαμε στις ευαγγελικές διηγήσεις έστω κάποια νύξη.

Αρκετοί από τους ερευνητές των ευαγγελίων δεν συμφωνούν φυσικά με τη θέση των μελών του σεμιναρίου για τον Ιησού και θεωρούν πως το περιστατικό προέρχεται από τον ιστορικό Ιησού, έστω και αν σε αυτό διακρίνονται υπερβολές και ερμηνευτική επεξεργασία η οποία φέρει τη σφραγίδα του κάθε ευαγγελιστή. Μάλιστα η πλειοψηφία της έρευνας στις μέρες μας δέχεται ότι το περιστατικό προέρχεται από τον Ιστορικό Ιησού. Μπορεί επίσης η συμβολική αυτή ενέργεια να έγινε με αποδέκτες μόνο τους μαθητές και ασφαλώς, αφού ήταν μικρής εμβέλειας, δεν τράβηξε την προσοχή περισσοτέρων. Άλλοι πάλι, ενώ δέχονται την ιστορικότητα της εισόδου του Ιησού στην πόλη με τέτοιον τρόπο αρνούνται την ιστορικότητα του περιστατικού της εύρεσης του ζώου ή των ζώων για τη μεταφορά του δασκάλου στην πόλη, το οποίο σύμφωνα με αυτούς   στηρίζεται στην ιστορία του Α΄ Σαμ. 10:1-9.

Πριν προχωρήσουμε στα επιχειρήματα υπέρ της ιστορικότητας της διήγησης θα πρέπει να δούμε μερικά αντίστοιχα περιστατικά προκειμένου να εντάξουμε εκείνο του Ιησού στην όλη ιουδαϊκή μεσσιανική ατμόσφαιρα της εποχής του. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι λίγο πριν και μετά την εποχή του Ιησού εμφανίζονταν κατά καιρούς διάφοροι προφήτες ως μεσσίες με επιρροή σε μεγάλο αριθμό Ιουδαίων και πρότειναν διάφορες ενέργειες προκειμένου να εγκαθιδρύσουν τη μεσσιανική εποχή.

Σύμφωνα με τον Ιώσηπο μετά τον θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου και πριν τη σταύρωση του Ιησού εμφανίστηκαν διάφοροι άνδρες που με τη δύναμη των όπλων και τη συνδρομή Ιουδαίων αξίωσαν τον τίτλο του βασιλιά για τον εαυτό τους και προχώρησαν σε βίαιες πράξεις αλλά όλοι τους εκτελέστηκαν από τους Ρωμαίους. Οι περιπτώσεις του Ιούδα του γιου του Εζεκία, του Σίμωνα του δούλου του Ηρώδη του Μεγάλου και του βοσκού Αθρόγγη είναι οι πιο γνωστές. Κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τις περιπτώσεις αυτές και αρκούμαστε μόνο στην απλή αναφορά τους. Περισσότερο ενδιαφέρον έχουνε κάποια άλλα περιστατικά.

Ο Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι μετά τον Ιησού κατά τη διάρκεια που επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Φάδος, εμφανίστηκε κάποιος Θευδάς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι προφήτης και θα διαχωρίσει τον Ιορδάνη στα δύο με θαυματουργικό τρόπο. Αν και ο Θευδάς έπεισε πολλούς να συγκεντρωθούν εκεί και μολονότι αυτοί δεν ήταν οπλισμένοι, προκάλεσε την επέμβαση του Φάδου και έτσι αποκεφαλίστηκε. Προφανώς οι Ρωμαίοι ενήργησαν άμεσα λόγω της αποφυγής κάποιας εξέγερσης. Ο Ιώσηπος επίσης μας πληροφορεί ότι το 56 μ.Χ. «τις ἐξ Αἰγύπτου» οδήγησε ένα μεγάλο πλήθος (30.000 άτομα) στο Όρος των Ελαιών και διέδωσε ότι με μια εντολή του τα τείχη της Ιερουσαλήμ θα έπεφταν. Λόγω των μεσσιανικών προσδοκιών του εν λόγω προφήτη, ο τότε επίτροπος Αντώνιος Φήλιξ (52-60 μ.Χ.)  επιτέθηκε με τους στρατιώτες του και στη συμπλοκή σκοτώθηκαν τετρακόσια άτομα, ενώ συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν άλλα διακόσια.

Ας επιστρέψουμε τώρα στη διήγηση που εξετάζουμε εδώ. Αυτή παρουσιάζει τον Ιησού να εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ ως ο μεσσιανικός της βασιλιάς, χωρίς καμία όμως πολιτική ή στρατιωτική απόχρωση. Ήδη νωρίτερα στο Μτ. 20:25-28 ο Ιησούς έχει κάνει λόγο για την ποιότητα της ηγεσίας της βασιλείας του. Στο σημείο αυτό μπορούμε να θίξουμε ένα άλλο σημαντικό θέμα. Στην έρευνα της διήγησης της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ αρκετές φορές προκύπτει το ερώτημα αν ο ίδιος κατανοούσε τον εαυτό του μεσσιανικά και έκανε χρήση του σχετικού όρου (μεσσίας=χριστός στα ελληνικά). Η ιστορικότητα της διήγησης συνδέεται επομένως και με το ζήτημα της μεσσιανικής αυτοσυνειδησίας του Ιησού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η όποια αμφισβήτηση της μεσσιανικής του ταυτότητας συνεπάγεται και ότι ο Ιησούς δεν σχεδίασε το περιστατικό για να παρουσιάσει την επερχόμενη βασιλεία του Θεού στους συγχρόνους του. Οι περισσότεροι από τους ερευνητές δεν δέχονται ότι ο ίδιος έκανε χρήση αυτού του τίτλου για τον εαυτό του κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του αλλά αργότερα τα μέλη της Εκκλησίας διακήρυξαν πολύ γρήγορα ότι ήταν ο χριστός, δηλαδή ο μεσσίας. Σύμφωνα με τον Sanders έχουμε μόνο δύο περιπτώσεις στα ευαγγέλια, στις οποίες ο Ιησούς φαίνεται να αποδέχεται τον τίτλο χριστός για τον εαυτό του. Το ένα είναι στη δίκη από το Μεγάλο Συνέδριο (Μκ. 14:61 εξ.) και το άλλο στην ομολογία του Πέτρου (Μκ. 8:29). Και τα δύο σχετικά λόγια όμως, αμφισβητούνται έντονα ως προς την ιστορική τους αυθεντικότητα. Ακόμη και αν κάποιος ερμηνεύσει τη διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ χωρίς να αποδέχεται τη μεσσιανική του ιδιότητα, σίγουρα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αμφισβητήσει τη βασιλική, η οποία είναι διάχυτη στο κείμενο.

Μπορούμε τώρα να δούμε τα επιχειρήματα της άλλης ερμηνευτικής τάσης που δέχεται το περιστατικό της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ ως ιστορικό. Σε αυτήν την περίπτωση ασφαλώς η εκδοχή του Μάρκου είναι αυτή που αποτελεί τη βάση για την ανίχνευση όποιων ιστορικών στοιχείων μπορούν να διακριθούν κάτω από την ερμηνευτική επεξεργασία του ευαγγελιστή ή της κοινότητάς του.

Σε αντίθεση με τα μαζικά κινήματα των δύο προφητών που αναφέρθηκαν νωρίτερα, το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού ήταν σίγουρα περιορισμένο και το γεγονός δεν θα τραβούσε την προσοχή. Σίγουρα επίσης δεν αποτελούσε μια καλά σχεδιασμένη κίνηση στην οποία προσέτρεξαν άνθρωποι από διάφορα μέρη. Εξάλλου και αν ακόμη οι Ρωμαίοι είχαν δει τη σκηνή να διαδραματίζεται σε κοντινή απόσταση, ένας άντρας πάνω σε ένα γαϊδούρι δεν θα τους προκαλούσε σοβαρή ανησυχία.

O Ιησούς δεν ήταν σαν τους δημοφιλείς προφήτες των επόμενων δεκαετιών και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι ενέργειές του ήταν αινιγματικές, ακόμη και για τους ίδιους τους μαθητές του.

Από τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Ιώσηπος προκύπτει ότι όσοι διετέλεσαν επίτροποι της Ιουδαίας δεν ακολουθούσαν την ίδια στρατηγική στην αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών, τα οποία προκαλούσαν ανησυχία στους Ρωμαίους. Ίσως ο Πιλάτος είχε μια διαφορετική στρατηγική από τους διαδόχους του να αντιμετωπίζει τέτοια περιστατικά.

Μετά τα παραπάνω μπορούμε τώρα να δούμε ποια κριτήρια αυθεντικότητας μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη διήγηση σύμφωνα με εκείνα που έχουν επικρατήσει στην έρευνα του ιστορικού Ιησού.

Το κριτήριο της πολλαπλής μαρτυρίας φαίνεται ότι ισχύει στη διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Από τη μία έχουμε τον Μάρκο και από την άλλη τον Ιωάννη, ο οποίος δεν φαίνεται να εξαρτάται εδώ από τη διήγηση του Μάρκου. Επομένως έχουμε δύο πηγές να μας πληροφορούν για το περιστατικό.

Το κριτήριο της εκτέλεσης. Λίγες μέρες μετά οι ιουδαϊκές και ρωμαϊκές αρχές ανταποκρίθηκαν σε όσα συνέβησαν νωρίτερα και συνέλαβαν τον Ιησού. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα παρόμοια περιστατικά πριν και μετά τον Ιησού, τα οποία σχετίζονταν με βασιλικά και μεσσιανικά κινήματα για να αντιληφθούμε την αντίδραση της ρωμαϊκής ηγεσίας. Ο λόγος της θανατικής καταδίκης του Ιησού σύμφωνα με την επιγραφή που ξέρουμε από τις ευαγγελικές διηγήσεις ήταν ότι αυτός ισχυριζόταν πως ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων. Σίγουρα οι κατήγοροί του θα είχαν χρησιμοποιήσει έναν τέτοιον ισχυρισμό μπροστά στον Πιλάτο. Πιστεύουμε ότι το περιστατικό αυτό σε συνδυασμό με το επεισόδιο στο ναό είναι ικανά να δικαιολογήσουν την επέμβαση των αρχών και να δικαιολογήσουν το λόγο που ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο.

Το κριτήριο της ντροπής. Από τα περιστατικά που σχετίζονται με θριαμβευτικές εκδηλώσεις ή υποδοχές βασιλικών και στρατιωτικών ηγετών του αρχαίου κόσμου γίνεται αντιληπτό πως οι αναγνώστες των ευαγγελίων θα κατανοούσαν την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ με πολιτικό περιεχόμενο. Στους εθνικοχριστιανούς αυτό είναι περισσότερο από βέβαιο. Επομένως οι ευαγγελιστές δεν θα επινοούσαν μια τέτοια ιστορία προκειμένου να παρουσιάσουν τον Ιησού ως μεσσιανικό βασιλιά. Το στοιχείο αυτό θα τους έφερνε σε δύσκολη θέση. Παρακάτω θα δούμε ότι ο Λουκάς απαλείφει από τη δική του εκδοχή στοιχεία που θα μπορούσαν να μην κατανοηθούν σωστά από τους αναγνώστες. Η αναφορά σε «βαΐα τῶν φοινίκων», η οποία απαντά μόνο στο κατά Ιωάννην (12:13) συνδέει σε συμβολικό επίπεδο τον Ιησού με το εθνικιστικό κίνημα των ζηλωτών. Μια τέτοια ακριβώς παρεξήγηση ο τέταρτος ευαγγελιστής θέλει να αποφύγει στο ευαγγέλιο (6:15). Η είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ στο κατά Μάρκον είναι το μόνο περιστατικό που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την κατηγορία ότι ο Ιησούς αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς (Μκ. 15:2, 9).

Το κριτήριο της ασυνέχειας. Γνωρίζουμε ότι οι προσκυνητές πήγαιναν πεζοί στην Ιερουσαλήμ κατά τις μεγάλες γιορτές. Ο Ιησούς αντίθετα επέλεξε να διανύσει τα τελευταία χιλιόμετρα ιππεύοντας ένα γαϊδούρι. Η ενέργεια αυτή ερμηνεύεται ως εκπλήρωση της προφητείας του Ζαχ. 9:9. Το χωρίο αυτό όμως δεν ερμηνεύεται πουθενά μεσσιανικά πριν από την περίπτωση των ευαγγελικών διηγήσεων. Στην αποκαλυπτική γραμματεία και τα χειρόγραφα του Κουμράν το Ζαχ. 9:9 πουθενά δεν χρησιμοποιείται ως προφητεία σε σύνδεση με τον αναμενόμενο μεσσία. Τα ραββινικά κείμενα που το κάνουν  αργότερα ανάγονται στον 3ο αι. μ.Χ. Υπάρχει και κάτι ακόμη, το οποίο μπορούμε να το εντάξουμε στο ίδιο κριτήριο. Και οι τέσσερις εκδοχές της διήγησης της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ συμφωνούν ότι το πλήθος, όποιο κι αν ήταν αυτό, φώναζε στον Ιησού ὡσαννὰ. Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν χαιρετίζεται ο Ιησούς με το ὡσαννὰ, ενώ αυτό δεν απαντά πουθενά επίσης στις παύλειες επιστολές. Αυτό προέρχεται από τον Ψλ. 117:26 (Ο΄). Στον ψαλμό αυτό ο Γιαχβέ τιμάται ως βασιλιάς. Το Μκ. 11:9 πιθανόν φανερώνει ότι ήδη κατά τον 1ο αι. μ.Χ. ο συγκεκριμένος ψαλμός ερμηνευόταν όχι μόνο εσχατολογικά αλλά και μεσσιανικά.

Ίσως στο μυαλό του αναγνώστη μένει ένα ακόμη αμείλικτο ερώτημα. Γιατί πήγε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ; Θα περιοριστούμε εδώ να κάνουμε μια πολύ σύντομη αναφορά στις προσπάθειες των ερευνητών να απαντήσουν το ερώτημα αυτό. Ο Dunn ταξινομεί τις διάφορες προτάσεις σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν όσοι θεωρούν ότι ο Ιησούς κάποια στιγμή στη ζωή του θεώρησε απαραίτητο να διαδώσει το μήνυμα σχετικά με τη βασιλεία του Θεού στην πρωτεύουσα προκειμένου οι κάτοικοι να μετανοήσουν για να εισέλθουν σε αυτή τη βασιλεία. Στη δεύτερη ανήκουν όσοι βλέπουν στην ενέργεια αυτή του Ιησού κάποιο πολιτικό περιεχόμενο και κυρίως την επιθυμία σύγκρουσης με τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές. Στη τρίτη τέλος, εντάσσονται όσοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς θεωρούσε πως η έλευση της βασιλείας θα γινόταν στην Ιερουσαλήμ.

Μετά τα παραπάνω πιστεύουμε ότι το περιστατικό προέρχεται από τον ιστορικό Ιησού, έστω και αν η ερμηνευτική επεξεργασία των ευαγγελιστών είναι διάχυτη. Θα συμφωνήσουμε επίσης με την πρόταση του Dunn ότι η συγκεκριμένη διήγηση φαίνεται να προέρχεται από τις αναμνήσεις των μαθητών του Ιησού. Οι γεωγραφικές λεπτομέρειες, ο ίδιος κεντρικός πυρήνας, η μοναδική χρήση του ὡσαννά και η απουσία του οπουδήποτε αλλού την Κ.Δ., όπως και η αίσθηση ενός περιστατικού περιορισμένης κλίμακας στη διήγηση του Μάρκου μαρτυρούν ότι η διήγηση της εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ είναι αυθεντική. Κατά την προσωπική μας γνώμη αυτή βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με εκείνη της εκδίωξης των εμπόρων από το ναό. Τα δύο αυτά περιστατικά είναι τα μόνα που δικαιολογούν τη σύλληψη του Ιησού από τις ιουδαϊκές αρχές και την θανατική του καταδίκη από τον Ρωμαίο επίτροπο.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.