Ο χαιρετισμός του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στο 5ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας

ΕΒΕ_7

Στη μακραίωνη ιστορία τους τόσο η ιουδαϊκή Συναγωγή όσο και η χριστιανική Εκκλησία υιοθέτησαν πλή­θος μεθόδων προσέγγισης της Αγίας Γραφής. Κάθε εποχή είχε τις δικές της ερμηνευτικές μεθόδους, με στόχο φυσικά πάντοτε την πληρέστερη κατανόηση του λόγου του Θεού. Η ανάπτυξη των επιστημών κατά τα νεότερα χρόνια, συνέπεια  του ενθουσιασμού και της αισιοδοξίας που ενέπνευσε στην ανθρωπότητα ο Διαφωτισμός, συνετέλεσε στη διαμόρφωση νέων μεθόδων ερμηνείας της Βίβλου, ώστε να εξελιχθεί τελικά η Ερμηνευτική σε ι­διαίτερο επιστημονικό κλάδο με την ανάπτυξη, ιδιαίτερα κατά τον κ΄ μ.Χ. αιώνα, της “Ιστορικοκριτικής Μεθόδου” ερμηνείας της Γραφής. Η ιστορικοκριτική μέθοδος ερμηνείας της Βίβλου συνιστά στην πραγματικότητα ένα συνδυασμό διάφορων μεθόδων που εφαρμόζονται ευρύτερα στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου για την προσέγγιση των αρχαίων λογοτεχνικών κειμένων. Όμως, παρά τη μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του 1970 πλήρη σχεδόν κυριαρχία της ιστορικοκριτικής μεθόδου και την καθολική αποδοχή της από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ο διακηρυγμένος στόχος της για αντικειμενικότητα στην ερμηνεία της Γραφής δεν επιτεύχθηκε, κάτι που διαπιστώνεται πολύ εύκολα από τις παρατηρούμενες, συχνά ριζικές, διαφορές ανάμεσα στις κοινότητες των πιστών που στηρίζονται στη Βίβλο. Η διαπίστωση αυτή καθιστά προφανή την ανάγκη αναζήτησης και άλλων κα­νόνων προσέγγισης της Γραφής, αλλά και επανεκτίμησης των προϋποθέσεων προσέγγισης.

Σε ό,τι αφορά στην ορθόδοξη Ερμηνευτική, ένας πρώτος κανόνας θα μπορούσε να προκύψει από την παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο η Εκκλησία κατανοεί το βιβλικό κείμενο και το εντάσσει στον Κανόνα της. Συγκεκριμένα, πίσω από κάθε βιβλικό κείμενο υπάρχει η κοινότητα που βίωσε την αποκάλυψη του Θεού και διατήρησε στην παράδοση της ζωντανή την εμπειρία της, μερικές φορές για αιώνες, μέ­χρι την τελική καταγραφή της. Φαίνεται, κατά συνέπεια, προτιμότερο από ορθοδόξου απόψεως να γίνεται λόγος για καταγραφή και όχι για συγγραφή, καθώς “συγγραφέας” ενός συγκεκριμένου βιβλικού κειμένου δεν είναι κάποιο άτομο, μια εξέχουσα ίσως προσω­πικότητα, αλλά η κοινότητα, η οποία συμμετέχει ενεργά και συλλογικά στη δημιουργία της Αγίας Γραφής, διασώ­ζοντας την παράδοση στην προφορική και γραπτή μορφή της. Μόνον η ίδια κοινότητα είναι, επομένως, σε θέση να ερμηνεύσει αυθεντικά την Αγία Γραφή. Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν βασικό κανόνα ορθόδοξης ερμηνευτικής που θα ήταν δυνατόν να συνοψιστεί ως εξής: Όταν κάποιος ανοίγει τη Γραφή για να διαβάσει, αυτό δεν το κάνει ως άτομο, αλλά, ακόμη και αν είναι κλεισμένος στο δωμάτιο του, η Εκκλησία είναι εκείνη που διαβάζει τη Βίβλο[1]. Η ερμηνεία λοιπόν της Αγίας Γραφής δεν είναι έργο κάποιου σοφού, αλλά των μελών της Εκκλησίας, που γνωρίζουν τον Χριστό μετέχοντας στα μυστήρια και φωτίζονται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα που φώτισε και τους ιερούς συγγραφείς[2]. Αυτό σημαίνει ότι ο ερμηνευτής είναι ελεύθερος να εφαρμόσει οποιαδήποτε μέθοδο και να ερμη­νεύσει όπως νομίζει καλύτερα ένα βιβλικό κείμενο, δεν μπορεί όμως ποτέ να θέσει την ερμηνεία του πάνω από την πίστη της Εκκλησίας.

Η παραπάνω παραδοχή όμως θέτει αναγκαστικά το ερώτημα των ορίων της επιστημονικής ερμηνευτικής. Το ερώτημα αυτό τίθεται ακόμη πιο έντονα μετά τη δεκαετία του 1960, όταν στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου αρχίζει να αναγνωρίζεται η ανάγκη της απελευθέρωσης του ερμηνευτή από τα καταπιεστικά δεσμά της προσπάθειας επίτευξης της αντικειμενικότητας, με αποτέλεσμα τη γένεση σειράς ολόκληρης νέων ερμηνευτικών μεθόδων. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων της Βίβλου είναι το ότι βασίζονται σε μεθόδους που αναπτύχθηκαν έξω από το πλαίσιο της Θεολογίας[3], γεγονός που επιβεβαιώνει την αλλαγή που σημειώνεται στον χώρο της θεολογικής έρευνας. Και είναι τόσο ραγδαία αυτή η αλλαγή, ώστε τα ονόματα των νέων μεθόδων, δηλωτικά της “θύραθεν” προέλευσής τους, χρησιμοποιούνται από τους επιστήμονες όλου του κόσμου -ακόμη και από τους Γερμανούς, οι οποίοι ώς τα μέσα του κ΄ μ.Χ. αιώνα θεωρούνταν πρωτοπόροι και κυρίαρχοι στον χώρο της βιβλικής επιστήμης- στα αγγλικά: Poststructuralism, Semiotics, Feminism, Liberation Hermeneutics, Reader-Oriented ή Reader-Response Criticism, Psychological and Ecological readings, New Historism, Newer Literary Criticism, κλπ.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η βιβλική έρευνα βρίσκεται μπροστά σε μια πρόκληση που περιγράφεται ως «ανάγκη αλλαγής παραδείγματος»[4], καθώς οι ερμηνευτές βρίσκονται αντιμέτωποι με πλήθος προβληματισμών, οι οποίοι πριν από μερικά χρόνια ήταν αδιανόητοι[5].

Το αναμενόμενο κέρδος όμως από την υιοθέτηση των νέων ερμηνευτικών μεθόδων είναι η αναγνώριση ότι η Βίβλος μπορεί να είναι ο λόγος του Θεού, αλλά ο βιβλικός Θεός έχει πολλές φωνές και όλες μιλούν ταυτόχρονα· ο Θεός μιλάει πολυφωνικά. Στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών η αναγνώριση αυτή οδήγησε στη μετατροπή του αρχικού προγράμματος “Ευαγγέλιο και Πολιτισμός” σε “Ευαγγέλιο και Πολιτισμοί”. Το Ευαγγέλιο παραμένει ένα, ποτέ δεν γίνεται Ευαγγέλια, αλλά τώρα αναγνωρίζεται ότι αυτό μπορεί να εκφραστεί μέσα από διαφορετικά πολιτισμικά συστήματα. Σε έναν κόσμο, λοιπόν, διαρκώς μεταβαλλόμενο, σε έναν πλανήτη που καθίσταται καθημερινά ένα παγκόσμιο χωριό, όπου όλοι οι πολιτισμοί διεκδικούν και καταλαμβάνουν μια θέση, ο μόνος τρόπος για να ακουστεί η φωνή της Βίβλου είναι να μιλήσει με πολλές φωνές[6].

Η αναγνώριση της πολυφωνικότητας της Βίβλου και αντίστοιχα της πολυφωνικότητας των ερμηνειών μπορεί να είναι ευεργετική σε πολλά επίπεδα. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο αυτό σημαίνει μιαν αντίσταση σε αποκλειστικές μεθόδους ερμηνείας, οι οποίες οδηγούν σε μιαν εξειδίκευση τέτοια που απαγορεύει το να ακουστούν άλλες φωνές. Σημαίνει ακόμη ετοιμότητα συνεργασίας με άλλους κλάδους και ετοιμότητα διαλόγου με άλλους κλάδους που θα άρει αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, όπως π.χ. Βίβλος και Φυσικές Επιστήμες. Αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας η αναγνώριση της πολυφωνικότητας της Βίβλου καθιστά τους βιβλικούς επιστήμονες φορείς ενός οράματος για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα ενός διαλόγου μεταξύ των διάφορων πολιτισμικών ομάδων. Η πολυφωνικότητα της Βίβλου μπορεί να αποτελέσει ένα νέο μοντέλο για τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας διαλόγου και να λειτουργήσει έτσι ως μια φωνή ελπίδας ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και την ατομοκρατία, συνέπειες και τα δύο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Η μεγάλη πρόοδος όμως που αναμένεται να προκύψει με την αποδοχή των νέων ερμηνευτικών μεθόδων αφορά στον διεκκλησιαστικό και διαθρησκειακό διάλογο. Οι θετικιστικές ερμηνείες της Βίβλου δίνουν, βέβαια, μια δυνατότητα διαλόγου ή και συμφωνίας ακόμη σε κάποια θέματα, δεν αίρουν όμως τις διαφορές που χωρίζουν τις διάφορες κοινότητες των πιστών. Αναγνωρίζοντας ότι κάθε ανάγνωση του βιβλικού κειμένου είναι μια ανάγνωση που προκύπτει από τη συνάφεια του αναγνώστη, οδηγεί στην αναγνώριση ότι οι διαφορές στην ερμηνεία οφείλονται στις διαφορετικές συνάφειες των αναγνωστών. Ο διάλογος σ’ αυτήν την περίπτωση, αντί να καταπιάνεται με την ατέρμονα προσπάθεια συμβιβασμού των διαφορετικών ερμηνειών, θα ασχοληθεί με τις διαφορετικές συνάφειες που παράγουν αυτές τις ερμηνείες. Ένας τέτοιος διάλογος μπορεί να είναι πολύ πιο παραγωγικός από την περιορισμένη συμφωνία πάνω στα αποτελέσματα των θετικιστικών μεθόδων.

Πιστεύοντας ότι η διοργάνωση του παρόντος συνεδρίου θα επιτρέψει να ακουστούν όλες οι φωνές και ότι θα ανοίξει κάποιους δρόμους για την πληρέστερη κατανόηση του λόγου του Θεού μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα, επιθυμώ ως Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. να εκφράσω και από τη θέση αυτή τα συγχαρητήριά μου προς όλους όσοι συνέβαλαν στην πραγματοποίησή του.

ΕΒΕ_21

[1] Π. Ν. Ευδοκίμωφ, Ορθοδοξία, ….

[2] Ο κανόνας αυτός προκύπτει από την ίδια Γραφή. Στο Λου κδ´ 13-32 περιγράφεται η συνάντηση του αναστημένου Ιησού με δύο μαθητές του, οι οποίοι πήγαιναν από την Ιερουσα­λήμ σε κάποιο κοντινό χωριό, τους Εμμαούς. Οι μαθητές άρχισαν να συνομι­λούν μαζί του και εκείνος τους προέτρεψε να αναζητήσουν στα «βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών» όσα αναφέρονταν εκεί γι’ αυτόν. Όμως οι μαθητές δεν τον αναγνώρισαν, παρά μόνον αργότερα, κατά την κλάση του άρτου, μπό­ρεσαν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του συνομιλητή τους τον Χριστό. Κάτι ανάλογο περιγράφεται και στο επει­σόδιο μεταξύ του Αιθίοπα αξιωματούχου και του αποστό­λου Φιλίππου, στο Πρα η´ 27-35. Ο Αιθίοπας διάβαζε την Παλαιά Διαθήκη, αλλά αδυνατούσε να κατανοήσει το περιεχόμενο της, χωρίς τη βοήθεια κάποιου άλλου. Τα δύο αυτά περιστατικά κάνουν σαφές ότι η μελέτη απλώς της Αγίας Γραφής δεν είναι αρκετή για την κατανόηση της. Τόσο οι δύο μαθητές όσο και ο Αιθίοπας δεν μπο­ρούσαν να αναγνωρίσουν τον Χριστό μέσα από τις προφη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης, το κατόρθωσαν όμως μετέ­χοντας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας (θεία Ευχαρι­στία, κήρυγμα, βάπτισμα).

[3] Κυριότερος εκπρόσωπος των νέων τάσεων που αναπτύχθηκαν στον τρόπο προσέγγισης των λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων θεωρείται ο Jacques Derrida, [Structure, Sign, and Play in the Discourse of Human Sciences, στο Richard Macksey and Eugenio Donato (eds.), The Structuralist Controversy, John Hopkins University Press/Baltimore 1970, σ. 247-265] εισηγητής της θεωρίας της “αποδόμησης” (deconstruction).

[4] Ο όρος “παράδειγμα” στην αγγλική του μορφή, “Paradigm”, προερχόμενος επίσης από την αμερικάνικη επιστήμη [Πρβλ. Thomas Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press/Chicago 1962 και 21970] χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μεθοδολογικό πρότυπο, το οποίο έχει τύχει για μια συγκεκριμένη επιστημονική περιοχή γενικής αποδοχής, με αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα και συζήτηση σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο να διεξάγεται μέσα στο πλαίσιο που καθιερώθηκε από το παράδειγμα και να εξαρτάται από το παράδειγμα. Για να γίνει κατανοητή η λειτουργία του παραδείγματος, αρκεί να αναφερθεί, ενδεικτικά μόνον και χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, η περίπτωση της θεωρίας του Julius Wellhausen, η οποία λειτούργησε ως παράδειγμα στο χώρο της παλαιοδιαθηκικής επιστήμης. Για δεκαετίες η χρήση των συμβόλων “J” ή “P” γινόταν από τους παλαιοδιαθηκολόγους χωρίς άλλες επεξηγήσεις και χωρίς ρητές αναφορές στον προβληματισμό που σχετίζεται με τη χρονολόγηση και τη θέση των κειμένων που χαρακτηρίζονταν με τα γράμματα αυτά. Άλλες ενδείξεις, όπως “αρχαιότερο” και “μεταγενέστερο” ή “ισραηλιτική περίοδος” και “ιουδαϊκή περίοδος”, υπονοούνταν επίσης με τη χρήση των γραμμάτων αυτών. Παρ’ όλο που η όλη θεωρία ήταν εντελώς υποθετική, έτυχε τέτοιας γενικής αποδοχής, ώστε η αμφισβήτησή της να ισοδυναμεί με άρνηση μιας πραγματικότητας. Η δύναμη του παραδείγματος αποδείχτηκε τόσο ισχυρή, ώστε, ακόμη και όταν οι μελέτες του Herman Gunkel [Schöpfung und Chaos in Urzeit und Endzeit, Eine religionsgeschichtliche Untersuchung über Gen 1 und ApJoh 12, Vandenhoeck & Ruprecht/Göttingen 1985 και κυρίως το υπόμνημά του Genesis (πρώτη έκδοση το 1901)] και ιδιαίτερα των Gerhard von Rad [Das formgeschichtliche Problem des Hexateuchs, Kohlhammer/Stuttgart 1938] και Martin Noth [Überlieferungsgeschichtliche Studien, Die sammelden und bearbeitenden Geschichtswerke im Alten Testament, Niemeyer/Halle 1941 και Überlieferungs-geschichte des Pentateuch, Kohlhammer/Stuttgart 1948] ανέτρεψαν ουσιαστικά τη θεωρία του Wellhausen, αυτές εξακολούθησαν να κινούνται στο πλαίσιο που είχε καθοριστεί από αυτήν. Για το θέμα της λειτουργίας του παραδείγματος στη βιβλική έρευνα βλ. αναλυτικά: Rolf Rendtorff, The Paradigm is changing: Hopes – and Fears, στο Biblical Interpretation, A Journal of Contemporary Approaches I/1, February 1993, E.J. Brill / Leiden, σ. 35-53.

[5] Αν πριν από μερικές δεκαετίες ο G. von Rad και ο M. Noth μπορούσαν να συζητούν για το αν κάποιο κείμενο ανήκει στην προαμφικτιονική ή τη μετααμφικτιονική περίοδο του Ισραήλ, σήμερα όχι μόνο δεν συζητείται η θεωρία της αμφικτιονίας, αλλά και το ερώτημα είναι αδιανόητο, αφού το μεγαλύτερο μέρος των παλαιοδιαθηκικών κειμένων χρονολογείται πλέον στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο. Επίσης η γνωστή διαμάχη που ξέσπασε κατά τη δεκαετία του ’50 ανάμεσα στις σχολές του W.F. Albright και του A. Alt σχετικά με τον τρόπο εγκατάστασης των ισραηλιτικών φυλών στη Χαναάν φαίνεται σήμερα άνευ αντικειμένου, αφού έχουν διατυπωθεί νέες θεωρίες σχετικά με την εμφάνιση των Ισραηλιτών στην Χαναάν. Τέλος, η έντονη διαμάχη μεταξύ των επιστημόνων για το κατά πόσο είναι υποχρεωμένος κανείς, γράφοντας την ιστορία του Ισραήλ, να λαμβάνει υπόψη του τη Βίβλο, θα ήταν στη δεκαετία του ’60 εντελώς αδιανόητη.

[6] Σε μια μεταμοντέρνα προσέγγιση του βιβλικού κειμένου δεν υπάρχει σωστή και λανθασμένη ανάγνωση. Αναγνώστης και κείμενο αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πολιτισμικού συστήματος. Μια από τις πιο γνωστές μεταμοντέρνες μεθόδους ερμηνείας είναι η “Κριτική της Ανταπόκρισης του Αναγνώστη” (Reader-Response Criticism). Η μέθοδος αυτή δεν στρέφεται ενάντια στον μοντέρνο θετικισμό καθεαυτόν, αλλά σε εκείνες τις μεθόδους θετικισμού, που αναζητούν το νόημα ενός κειμένου στο ίδιο το κείμενο, παρά στον σκοπό του συγγραφέα ή στην αποδοχή από τον αναγνώστη. Οι ερμηνευτές που χρησιμοποιούν την παραπάνω μέθοδο υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν κατά την ανάλυση του νοήματος ενός κειμένου να μη λαμβάνεται υπόψη ο αναγνώστης. Πιστεύουν ότι το κείμενο δεν υφίσταται στην πραγματικότητα παρά μόνον ως ανάγνωσμα και ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κάνει το κείμενο πραγματικό μέσα από μια απεριόριστη ποικιλία τρόπων. Βασική για την κατανόηση της κριτικής της ανταπόκρισης του αναγνώστη είναι η αρχή των “διαπλεκόμενων σχέσεων του κειμένου” (intertextuality). Ορισμένοι χρησιμοποιούν τον όρο “διακειμενικότητα” που είναι κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού, αλλά φαίνεται μάλλον αδόκιμος. Ο όρος “διαπλεκόμενες σχέσεις του κειμένου” σημαίνει ότι κάθε κείμενο είναι τμήμα μιας συνάφειας που συμπεριλαμβάνει όχι μόνον άλλα κείμενα, αλλά όλη την ιστορία και τον πολιτισμό που περιβάλλει το κείμενο. Το κείμενο επομένως είναι προϊόν όχι μόνον των λέξεων καθεαυτών ή του σκοπού του συγγραφέα, αλλά και όλων των σχέσεων που το κείμενο συνεπάγεται. Ο αναγνώστης είναι επίσης μέρος των διαπλεκόμενων σχέσεων του κειμένου, όχι, δηλαδή, ένα καρτεσιανό αυτόνομο εγώ, αλλά ένα προϊόν μιας πολιτισμικής συνάφειας. Έτσι, αναγνώστης και κείμενο βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεξάρτησης και μπορούν να δώσουν μιαν απεριόριστη ποικιλία νοημάτων. Όταν διαβάζει κανείς τη Βίβλο, το κάνει πάντοτε υποκειμενικά, π.χ. ως Έλληνας, ορθόδοξος, ακαδημαϊκός, άνδρας, θεολόγος, κλπ. Ένας ιουδαίος θα διάβαζε το ίδιο κείμενο διαφορετικά, όπως διαφορετικά θα το διάβαζε ένας αμόρφωτος ευσεβής ή ένας λατινοαμερικάνος, κλπ. Κατά συνέπεια, στόχος του μεταμοντέρνου ερμηνευτή δεν είναι να απαντήσει στην ερώτηση «Τι σημαίνει το κείμενο;», αλλά να βοηθήσει τον αναγνώστη να φτάσει σε συνεχώς νέες σημασίες, καθώς ο μεταμοντερνισμός αναγνωρίζει τη νομιμότητα όλων των διαφορετικών αναγνώσεων.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.