Γεώργιος Γαϊτάνος, «Η Εκκλησία ούτε πολιτεύεται, ούτε επιτρέπεται να ταυτίση την τύχην της με οιονδήποτε πολιτικόν κόμμα»: η πολιτική προσέγγιση του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδη

Πόλη_569

Η εισήγηση του μεταδιδακτορικού ερευνητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδη που έγινε στη Χάλκη (1-2 Σεπτεμβρίου 2017)

Εισαγωγή

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του πολυδιάστατου έργου του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ.κ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδη ήταν η στάση του και οι απόψεις που εξέφρασε για το ρόλο της Εκκλησίας στις σχέσεις που θα πρέπει να αναπτύξει με τους πολιτειακούς θεσμούς και τον πολιτικό παράγοντα γενικότερα. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κλήθηκε να διαχειριστεί δυσχερείς καταστάσεις εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, με αποτέλεσμα να αναπτύξει έντονη κοινωνική δράση και να εκφράσει τις θέσεις της Εκκλησίας για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Η πλούσια ποιμαντορική του παρουσία στην Ελλάδα (Κομοτηνή, Αθήνα, Κόρινθος) και στο εξωτερικό (Λονδίνο, Αμερική) περιελάμβανε συναντήσεις και συνεργασίες με τους πολιτειακούς παράγοντες στις περιοχές που ποίμανε, γεγονός που βοήθησε στη διαμόρφωση της στάσης του στις διαπραγματεύσεις του με την εκάστοτε Πολιτεία. Ο σκοπός της εισήγησης είναι να εντοπίσει το θεωρητικό πλαίσιο της πολιτικής προσέγγισης, να εξετάσει την πρακτική εφαρμογή της και να αναζητήσει, αν υπάρχει, κάποιο θεολογικό υπόβαθρο.

Πόλη_337

1. Η θεωρητική προσέγγιση

Η Εκκλησία μπορεί να μην είναι εκ αυτού του κόσμου, αλλά ζει και δραστηριοποιείται σ’ αυτό τον κόσμο, με αποτέλεσμα να επικοινωνεί και να μεταδίδει το μήνυμά της στους ανθρώπους, να συνεργάζεται και να αλληλεπιδρά με τις διάφορες πραγματικότητες της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή η σχέση και η διασύνδεση με την ανθρώπινη πραγματικότητα μέσα στην ιστορία την οδηγεί σε προσαρμογές στην οργάνωση, στη συγκρότησή, στο λόγο της με βάση το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Όλα αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη θέση, στο ρόλο και στη διαδικασία νομιμοποίησης της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία. Έτσι, η Εκκλησία προσεγγίζεται και ως ένας ανθρώπινος και ως ένας κοινωνικός θεσμός, που με τον λόγο και τη θέση του μέσα στην κοινωνία μεταδίδει το μήνυμα του Ευαγγελίου ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται, και επιδιώκει να μεταφέρει μια διαφορετική κατανόηση και ένα νέο μήνυμα, με σκοπό την μεταμόρφωση του κόσμου και την αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων.

Η οπτική και η πεποίθηση ότι η Εκκλησία δεν είναι αυτού του κόσμου, αλλά ζει εντός κόσμου και μπορεί να επηρεάσει με το λόγο και τη δράση της την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων εκφράζεται μέσα από ένα άρθρο του Μιχαήλ Κωνσταντινίδη στο περιοδικό «Εκκλησία» το 1947 και αφορά αποκλειστικά στη σχέση της Εκκλησίας γενικά με την πολιτική και ειδικότερα με την Πολιτεία. Σ’ αυτό το άρθρο ο Μιχαήλ, όντας εκείνη την περίοδο Μητροπολίτης Κορινθίας, κατέγραψε και διακήρυξε ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Εκκλησίας σε σχέση με την πολιτική. Το θεωρητικό πλαίσιο της θέσης του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας συνοψίζεται στη φράση: «Η Εκκλησία ούτε πολιτεύεται, ούτε επιτρέπεται να ταυτίση την τύχην της με οιονδήποτε πολιτικόν κόμμα».

Σύμφωνα με τον Μιχαήλ, σε καμία περίπτωση η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασκεί πολιτική εξουσία, πόσο μάλλον να ιδρύσει κόμμα ή να εκλέγει βουλευτές. Η Εκκλησία δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με κάποια πολιτική παράταξη και ιδεολογία, καθώς τα πολιτικά κόμματα ως ανθρώπινα κατασκευάσματα μπορεί να αναπτύξουν αρχές αντίθετες με τις αρχές της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία στη σύγχρονη πραγματικότητα έχει χρέος να ελέγχει την εξουσία και τα κόμματα, όταν καταδυναστεύουν τον άνθρωπο και παραβιάζουν τις ηθικές αρχές του Χριστιανισμού. Ο σκοπός της διαμαρτυρίας στην πολιτική εξουσία είναι να επαναφέρει στο σωστό δρόμο την κατάσταση, όταν αυτή λοξοδρομεί. Η Εκκλησία λοιπόν για τον Μιχαήλ δεν μπορεί να πολιτεύεται, αλλά επιβάλλεται να στιγματίζει πράξεις και ενέργειες.

Ο Μιχαήλ αντιλαμβανόταν πως η αντίδραση και η άσκηση δριμείας κριτικής από την πλευρά της Εκκλησίας σε θέματα που σχετίζονταν με τη δημόσια σφαίρα, την πολιτική και την καθημερινότητα των ανθρώπων προκαλούσε τον σκανδαλισμό, διότι διαμορφωνόταν η εντύπωση ότι η Εκκλησία πολιτευόταν. Όμως, ο ίδιος απαντούσε πως η αποστολή της Εκκλησίας δεν αποτελούσε η κατάληψη της εξουσίας, αλλά ο έλεγχος δια των αντιπροσώπων της του ψεύδους και της πλάνης των ανθρώπων με απώτερο σκοπό την τήρηση των ηθικών χριστιανικών αρχών. Μάλιστα, χρησιμοποίησε ως παραδείγματα τις περιπτώσεις Πατέρων και Αγίων της Εκκλησίας που στο παρελθόν συγκρούστηκαν με την πολιτική εξουσία, όχι πολιτευόμενοι, αλλά ως διδάσκαλοι της αληθείας.

Βέβαια, σημαντική θέση στο θέμα της άσκησης κριτικής στην πολιτική εξουσία αποτελούσε η διατήρηση του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερα, υπογράμμισε πως η Εκκλησία αντιστέκεται σε ιδεολογίες και καθεστώτα που παίρνουν με τη βία την εξουσία και καταδιώκουν οποιοδήποτε διαφωνεί και αντιστέκεται. Η Εκκλησία είχε χρέος να διαμαρτύρεται και να πρωτοστατεί και σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, ο Μιχαήλ καταδίκασε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως ο Ναζισμός και ο Κομμουνισμός, καθώς περιόρισαν τις ανθρώπινες ελευθερίες, εξόντωσαν ανθρώπους, απαγόρευσαν την ελεύθερη σκέψη, ενώ καθιέρωσαν και αντιχριστιανική και αντιθρησκευτική ρητορική. Η Εκκλησία λοιπόν μπορεί να μην πολιτεύεται, αλλά ποτέ δεν μπορεί να μένει αμέτοχη και αδρανή σε περιπτώσεις καταδυνάστευσης της ανθρώπινης ελευθερίας, η διασφάλιση της οποίας αποτελούσε για τον Μιχαήλ μέρος της αποστολής της Εκκλησίας.

Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος ήταν υποστηρικτής μιας στενότερης συνεργασίας της Εκκλησίας με την Πολιτεία σε διάφορες περιοχές της δημόσιας σφαίρας, όπου η Εκκλησία θα μπορούσε να έχει ένα πιο ενεργό ρόλο και να ασχοληθεί με τη χριστιανική και ηθική διαπαιδαγώγηση του λαού. Η στενή σχέση της Εκκλησίας με την Πολιτεία θα μπορούσε να διασφαλίσει την επίτευξη των εθνικών σκοπών της Πολιτείας και να βοηθήσει την Εκκλησία να αναπτυχθεί σ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια κατά τα πρότυπα των ξένων Εκκλησιών σ’ άλλες χριστιανικές χώρες. Ουσιαστικά, αυτή η διττή συνεργασία θα επέτρεπε στη διατήρηση του εθνικού ρόλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και παράλληλα στην ίδρυση οργανισμών που θα διευκόλυναν την άσκηση του έργου της Εκκλησίας και την αύξηση της επίδρασής της στην κοινωνία. Αυτοί οι οργανισμοί θα αφορούσαν στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, την ενεργοποίηση της ιεραποστολικής δράσης, την αντιμετώπιση διάφορων αιρετικών διδασκαλιών, την εκπαίδευση γονέων, τη φιλανθρωπία και την κάλυψη ζωτικών υλικών και πνευματικών αναγκών του κλήρου.

Βέβαια, η θεωρητική παγίωση των σκέψεών του για το συγκεκριμένο θέμα καλλιεργήθηκε κυρίως κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, όπου ο Μιχαήλ γνώρισε από κοντά την νοοτροπία και την αντιμετώπιση της Αγγλικής πολιτείας και κοινωνίας απέναντι στην Εκκλησία και τους ιερείς, αλλά και τον τρόπο οργάνωσης της Αγγλικανικής Εκκλησίας και τη συνεργασία που ανέπτυσσε με την κοινωνία και την πολιτεία.

Πόλη_574

2. Η πρακτική προσέγγιση

Αφού παρουσιάστηκε η θεωρητική προσέγγιση του Μιχαήλ επί του θέματος των σχέσεων της Εκκλησίας με την πολιτική και την Πολιτεία, εν συνεχεία θα καταγραφεί και η πρακτική εφαρμογή των απόψεών του κατά τη διάρκεια της ποιμαντορικής του δράσης. Η δραστηριοποίηση του Μιχαήλ στα θέματα της πολιτικής σφαίρας μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες και αφορούσαν στη σχέση του με την Ελληνική Πολιτεία, στη στάση της Εκκλησίας για τα εθνικά θέματα, στις σχέσεις του με την Αμερικανική Πολιτεία ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, και στις θέσεις του σχετικά με την ιδεολογία του Κομμουνισμού.

Ο Μιχαήλ, την περίοδο παραμονής του στην Ελλάδα, επιδίωξε να αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας με την ελληνική πολιτεία, αλλά και να βοηθήσει στη διαμόρφωση ενός ειρηνικού κλίματος που θα εξασφάλιζε την κοινωνική ευημερία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο Ιεράρχης προσπάθησε μετά από τον τερματισμό της Γερμανικής κατοχής μέσα από τα κηρύγματα και τις περιοδείες του να τονώσει το ηθικό του λαού και να μεταδώσει το μήνυμα της εθνικής ανασυγκρότησης, ενώ ήταν αντίθετος μ’ όσους επιδίωξαν να ανατρέψουν την προσπάθεια της εθνικής ενότητας. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις ασκούσε κριτική στην Ελληνική πολιτεία για την αντιμετώπιση που τύγχαναν η Εκκλησία και οι ιερείς, ειδικότερα όταν δεν εξυπηρετούνταν πάγια αιτήματα και θέτονταν πολλά εμπόδια στην εξυπηρέτηση των αναγκών της. Παράλληλα, διαμαρτυρήθηκε έντονα και για τις συνθήκες διαβίωσης πολλών Ελλήνων πολιτών μετά την ολοκλήρωση της Γερμανικής κατοχής. Επίσης, ως Μητροπολίτης Κορινθίας συνεργάστηκε με την Πολιτεία για την ανακούφιση των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων μέσα από την ενίσχυση των συσσιτίων της Κορίνθου και την ίδρυση πολυϊατρείου για τους απόρους.

Σύμφωνα με το θεωρητικό σκεπτικό του για τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, ο Μιχαήλ ανέφερε πως θα πρέπει να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ τους για την επίτευξη των εθνικών σκοπών και τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Ο ίδιος συνέβαλε ιδιαίτερα ως προς αυτή την κατεύθυνση, αφού θεωρούσε πως η Εκκλησία θα πρέπει να πρωτοστατεί, όταν παρουσιάζεται ένα εθνικό πρόβλημα, για να συνενώσει τον κόσμο στην άμεση αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, το 1922 ως πρόεδρος της επιτροπής αποκαταστάσεως των προσφύγων της Μ. Ασίας και Ανατολικής Θράκης φαίνεται να αποκατέστησε δέκα χιλιάδες περίπου πρόσφυγες στη περιφέρεια της Κομοτηνής. Επίσης, την περίοδο της κατοχής, ο Μιχαήλ έλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για την απελευθέρωση φυλακισμένων, τη σίτιση απόρων, την απελευθέρωση της πόλης, αλλά και την αποτροπή εμφύλιας σύγκρουσης εντός των τειχών της πόλης. Παράλληλα, από τη στιγμή που ποίμανε στην Αμερική ασχολήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο σχετικά με την επιστροφή των 28 χιλιάδων ελληνοπαίδων μετά από παρέμβασή του στον ΟΗΕ, με το θέμα της υπεράσπισης των αιτημάτων της Κύπρου μέσα από την κινητοποίηση της ομογένειας, αλλά και με την λεηλασία και καταστροφή των εγκαταστάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των περιουσιών των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.

Βέβαια, την περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης ο Μιχαήλ υποστήριξε δημόσια τον εθνικό στρατό και στράφηκε εναντίον της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Μιχαήλ, παρά τη δημόσια θέση του ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να ταυτίζεται με κάποια πολιτική παράταξη, καταδίκασε δημόσια τον κομμουνισμό. Το βασικό κίνητρο της κριτικής του ήταν ότι σύμφωνα με την άποψή του η κομμουνιστική ιδεολογία περιόριζε τις ελευθερίες των ανθρώπων και ειδικότερα τη θρησκευτική ελευθερία. Τα κριτήρια αξιολόγησης της κάθε πολιτικής ιδεολογίας και παράταξης από τον ίδιο ήταν καθαρά θεολογικά. Στα κείμενά του εναντίον του Κομμουνισμού επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά διωγμών, ενώ ανέλυσε το πνεύμα της κομμουνιστικής ιδεολογίας ως προσπάθεια κατάπνιξης της πνευματικής και θρησκευτικής ελευθερίας των ανθρώπων. Γενικότερα, η καταδίκη του κομμουνισμού από τον Μιχαήλ γινόταν με θεολογικούς όρους και με κριτήριο την καταπάτηση ή μη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα πιο χαρακτηριστικά αντι-κομμουνιστικά κείμενα του δημοσιεύτηκαν την περίοδο της ποιμαντορίας του στην Αμερική, καθώς προσαρμόστηκε στη ρητορική της εποχής εξαιτίας της αντιπαλότητας των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ. Βέβαια, η επικριτική ορολογία εναντίον του κομμουνισμού οφειλόταν κυρίως από τις προσωπικές του εμπειρίες κατά την περίοδο της παραμονής του στη Ρωσία για σπουδές (1915-19), ενώ το διάστημα της Αρχιερατείας του στην Αμερική (1949-58) θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της διπλωματίας του για την εξυπηρέτηση των εθνικών θεμάτων και των ζητημάτων που σχετίζονταν με την παρουσία της Ορθοδοξίας στην Αμερική και την Ελληνική ομογένεια.

Άλλωστε, ο Μακαριστός Μιχαήλ πέτυχε να αναπτύξει πολύ καλή συνεργασία με τους Προέδρους της Αμερικής και να διαμορφώσει ένα δίκτυο επικοινωνίας με τους επίσημους θεσμούς της Αμερικανικής Πολιτείας. Η καθιέρωση φιλικών σχέσεων με τους προέδρους των ΗΠΑ βοήθησε αρκετά στην επίτευξη των σκοπών της Αρχιεπισκοπής για την ομογένεια. Έχουν καταγραφεί φιλικές συναντήσεις και ανταλλαγή θερμών επιστολών μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του εκάστοτε προέδρου, κάτι που αποτελούσε μέρος της στρατηγικής του Μιχαήλ, ο οποίος στις ΗΠΑ εφάρμοσε τη θεωρητική βάση της θέσης ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Ο Χάρυ Τρούμαν προερχόταν από την παράταξη των Δημοκρατικών, ενώ ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ από την παράταξη των Ρεπουμπλικάνων. Ο Μιχαήλ κράτησε ίσες αποστάσεις και δεν καταγράφηκε πουθενά στον ελληνικό ομογενειακό τύπο ή στο επίσημο δημοσιογραφικό μέσο της Αρχιεπισκοπής, τον «Ορθόδοξο Παρατηρητή», κάποια άμεση ή έμμεση προτίμηση και υποστήριξη σε μία από τις δύο παρατάξεις, όπως συνέβαινε μ’ άλλες θρησκείες ή χριστιανικές ομολογίες στην Αμερική. Συνολικά, τα σημαντικότερα θέματα που διαχειρίστηκε και έφερε εις πέρας ο Μιχαήλ αφορούσαν στην αναγνώριση της Ορθόδοξης πίστης ως επίσημης θρησκείας (Major Faith) από 25 Πολιτείες και από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, αλλά και τη διευκόλυνση της μετανάστευσης Ελλήνων στην Αμερική.

Πόλη_558

3. Κεντρική θεολογική επιρροή

Η νοοτροπία που καλλιέργησε ο Μιχαήλ στις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας ανέδειξε τη διάθεση για συνεργασία, με σκοπό την τέλεση του έργου της Εκκλησίας. Εφόσον η πολιτική εξουσία δεν είναι τυραννική για τον άνθρωπο, τότε δεν υπάρχει κάποιος λόγος αντίστασης και ανατροπής του καθεστώτος, αλλά αντίθετα σεβασμός και ενσωμάτωση σ’ αυτό. Η δράση και οι απόψεις του Μιχαήλ, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από την αρθρογραφία και τις ομιλίες του στην Ελλάδα και στην Αμερική, και ειδικότερα οι φράσεις «Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ» και «σκεύος εκλογής» με τις οποίες χαρακτήρισε τον ρόλο των ΗΠΑ, θυμίζουν τη νοοτροπία που ήθελε να καλλιεργήσει ο Απόστολος Παύλος στη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία, όπως αυτή εκφράστηκε στην Προς Ρωμαίους Επιστολή (13,1-7). Μπορεί να μην υπάρχει καθαρή αναφορά από τον Μιχαήλ στο συγκεκριμένο χωρίο σε κάποιο κήρυγμα ή κείμενό του, αλλά οπωσδήποτε η δράση και οι επισημάνσεις του σε διάφορα κείμενα φανερώνουν κάποια επιρροή. Η αναφορά μας τον Απόστολο Παύλο δεν είναι τυχαία, διότι ο Αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από τη θεολογία του Αποστόλου, καθώς ο Μιχαήλ χρησιμοποιούσε τις βασικές αρχές της σχεδόν σ’ όλα τα θεολογικά του κείμενα, εγκυκλίους και κηρύγματα. Μάλιστα, τιμούσε τον Απόστολο Παύλο από την εποχή που ήταν Μητροπολίτης Κορινθίας, αφού είχε καθιερώσει την περίφημη εκδήλωση της «Εβδομάδας του Αποστόλου Παύλου», την οποία μετέφερε και στην Αμερική.

Όσον αφορά στο χωρίο της προς Ρωμαίους, που σχετίζεται με τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ο Απόστολος Παύλος αναγάγει την κοσμική εξουσία σε θεϊκή διακονία, προτρέποντας τους πιστούς να υποτάσσονται στις ανώτερες εξουσίες, καθώς προέρχονται από το Θεό. Η διαμόρφωση της σχέσης που προτείνεται μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους δεν έχει κάποια αναφορά σε κάποια αντιδραστική προσέγγιση, όπως της απαξίωσης του πλούτου, ή στην πλήρη αντιδιαστολή με τις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου. Αυτό που προτείνεται είναι μια κοινωνική ενσωμάτωση της Εκκλησίας στην κοινωνία της εποχής. Σε καμία περίπτωση δεν προτείνεται η ανάπτυξη μιας αντίστασης της Εκκλησίας απέναντι στην επίσημη Πολιτεία, με σκοπό την εδραίωσή της ως μιας νέας εξουσιαστικής αρχής. Αντίθετα, τονίζεται ότι η Εκκλησία δεν είναι εξουσία, αλλά ένας χαρισματικός χώρος, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την μεταμόρφωση του κόσμου και τον αγιασμό του. Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποξενωθεί από τον κόσμο, επειδή είναι παρεπίδημη και πάροικος σ’ αυτόν τον κόσμο. Έχοντας σαν κύριο σκοπό την μεταμόρφωση του κόσμου, τότε συμμετέχει στις διαδικασίες του, όχι για να συστρατευθεί, αλλά για να τον αλλάξει.

Αυτή η αντίληψη αναδεικνύεται από τα κείμενα και την εκκλησιαστική πορεία του Μιχαήλ, ο οποίος εργαζόταν για την καθιέρωση μιας ειρηνικής κοινωνίας, που θα υπηρετούσε το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τις αρχές και τις προτροπές του Αποστόλου Παύλου. Εκτιμούμε πως υπό αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αξιολογήσουμε τη στάση του απέναντι στην Ελληνική και Αμερικανική Πολιτεία, σε περιόδους μάλιστα που επικρατούσε μια ταραχώδη κατάσταση είτε λόγω εμφυλίου πολέμου είτε λόγω Ψυχρού Πολέμου. Ο Μιχαήλ ενεργούσε ως ποιμένας και αντιλαμβανόταν πως θα πρέπει να συνεργαστεί με την κάθε πολιτική αρχή, για να διασφαλίσει τα δικαιώματα του ποιμνίου του και να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για τη μεταμόρφωση του κόσμου και της ανθρώπινης πραγματικότητας.

Πόλη_362

Συμπεράσματα

Ο Μιχαήλ μέσα από τα κείμενά του είχε επισημάνει το μέγεθος της επιρροής των δημόσιων παρεμβάσεων της Εκκλησίας στην κοινωνία, αλλά κατανοούσε πως η αύξηση αυτής της επιρροής θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε συνεργασία με την Πολιτεία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Εκκλησία δεν ήταν δυνατόν να πολιτεύεται και να νομοθετεί, αλλά θα μπορούσε να παρεμβαίνει προστατεύοντας τις ανθρώπινες ελευθερίες, την πνευματική και ηθική ζωή του λαού, αλλά και νουθετώντας τους πολιτικούς άρχοντες, με σκοπό την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Είναι σαφές πως δεν αντιλαμβανόταν ως ανταγωνιστική τη σχέση με την Πολιτεία, αλλά ως πεδίο συνεργασιών για την προώθηση και επίτευξη του έργου της Εκκλησίας.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.