Παναγιώτης Σκαλτσής, Ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο

Πόλη_425

Ο εορταστικός λόγος του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ που εκφωνήθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης

Ἡ Ἴνδικτος (ἀπό τή λατινική λέξη Indictio=ἔνδειξη, ὁρισμός, μήνυμα, κήρυξη, ἐπαγγελία, διάγγελμα, διάταγμα) πρίν ἐξελιχθεῖ σέ ἑορτολογικό γεγονός ἀναφερόμενο στήν ἔναρξη καί τόν διά τοῦ Χριστοῦ ἁγιασμό τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους σήμαινε τήν ἀρχή τοῦ οἰκονομικοῦ ἔτους καί τῆς ἀνά δεκαπενταετία προσδιοριζόμενης φορολογικῆς πολιτικῆς τῶν Ρωμαίων. «Ἴνδικτον -γράφει τό Βασιλειανό Μηνολόγιο- λέγουσιν οἱ Ρωμαῖοι τήν ἀρχήν καί τόν ὁρισμόν»[1]. Στήν ἀρχή δηλαδή κάθε δεκαπενταετίας, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117-138), καθοριζόταν καί τό ποσό πού κάθε πολίτης ἔπρεπε νά πληρώσει ὡς φόρο γῆς στό ρωμαϊκό κράτος γιά τή συντήρηση τῶν στρατιωτῶν, τῶν ὁποίων ἡ θητεία διαρκοῦσε δεκαπέντε ἔτη. «Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη – σημειώνει ὁ Πετάβιος- ὅτι οἱ Ἰνδικτιῶνες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά εἰσφορές προϊόντων καί σορός χρημάτων τῶν ὁποίων ὁ κανόνας ‘ἐνεδεικνύετο’ (indicebatur) κάθε χρόνο»[2].

Ἡ Ἴνδικτος ἢ Ἰνδικτιὼν ταυτίζεται, μέ τόν ἑλληνικό ὅρο Ἐπινέμησις ἢ Ἐπινέμεσις[3] πού σημαίνει μερισμό τόσο τοῦ χρόνου[4] ὅσο καί τοῦ ποσοῦ τοῦ φόρου ἀνάλογα βεβαίως μέ τήν ἐτήσια καρποφορία καί σοδιά[5]. Ὁ ἐν λόγῳ κύκλος τῆς Ἰνδικτιῶνος πού περιλαμβάνει τή δεκαπενταετία, ἀλλά καί καθ’ ἕνα ἀπό τά ἔτη αὐτῆς τῆς περιόδου (α’ Ἰνδικτιών: α’ ἔτος ἡ β’ ἔτος κ.λπ. τῆς τρεχούσης Ἰνδικτιῶνος), ἀξιοποιήθηκε καί ὡς ὅριο – κριτήριο χρονολόγησης διαφόρων γεγονότων καί ἐγγράφων στή Ρώμη, τήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί τήν Αἴγυπτο[6]. Θεωρήθηκε ἐπίσης ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Βυζαντινῆς περιόδου καί ὡς ἀρχή τοῦ νέου ἔτους.

Ἡ ἐξέλιξη αὐτή μαρτυρεῖται γιά πρώτη φορά ἀπό τό Σεπτέμβριο τοῦ 312, ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καί τοῦτο προφανῶς διότι ἕως τήν ἐποχή ἐκείνη, κατά τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο, ἡ ἡμερομηνία αὐτή ταυτιζόμενη μέ τή φθινοπωρινή ἰσημερία ἐθεωρεϊτο ὡς πρώτη τοῦ ἔτους. Ἀπό τό ἔτος 313 μ.Χ. «μετατέθηκε στήν 23η Σεπτεμβρίου, γενέθλιο ἡμέρα τοῦ Ὀκτωβιανοῦ Αὐγούστου. Ἀπό τό ἔτος 462 μ.Χ. ἡ πρωτοχρονιά μετατέθηκε στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά νά συμπίπτει ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους μέ τήν ἀρχή τοῦ μηνός (Ἴνδικτος)»[7].

1) Βλέπουμε λοιπόν ότι ἡ Ἰνδικτιών ἀπό ἀφετηρία γιά τά φορολογικά τῶν Ρωμαίων εἶχε καί ἡμερολογιακό ἐνδιαφέρον ταυτιζόμενη μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους καί ἑορταζόταν μέ ἰλαστήριες πρός τούς θεούς τελετές καί θυσίες. «Τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου ἤτοι τοῦ νέου ἔτους – σημειώνεται σέ παλαιό κείμενο – ἀπό τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου ἤδη ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καθώρισαν οἱ Ἕλληνες»[8].

Ἡ ὡς ἄνω περί τήν Ἴνδικτο σημειολογία καί παράδοση καταγράφεται καί στό Βασιλειανό Μηνολόγιο (τέλος 10ου αἰ.) ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν Ἴνδικτο ὡς ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας. «Τήν Ἴνδικτον ἑορτάζει ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ἀπό τῶν ἀρχαίων παραλαβοῦσα, διά τό νομίζεσθαι ἀρχήν εἶναι τοῦ χρόνου ἀπό ταύτης τῆς ἡμέρας, ἐπειδή ἴνδικτον λέγουσιν οἱ Ῥωμαῖοι τήν ἀρχήν καί τὀν ὁρισμόν. Ἔστιν οὖν καί ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός ὁρισμός καί ἀρχή τοῦ ὅλου ἔτους»[9].

Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ Βασιλειανοῦ Μηνολογίου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τήν ἑορτή τῆς Ἰνδίκτου «ἀπό τῶν ἀρχαίων» δείχνει τήν παλαιότητά της. Κατά μίαν ἄποψη ἡ ἑορτή ἀνάγεται στόν τέταρτο[10] ἢ στόν πέμπτο μ.Χ. αἰώνα, κάτι πού ἀπό ἄλλους κρίνεται ὡς ἀνιστόρητο[11]. Τό ὡς ἄνω Μηνολόγιο  (Συναξάριο) ἀναφέρεται προφανῶς στήν ἀφετηρία  τῆς ἑορτῆς καί τίς ἐκ προχριστιανικῶν ἐθίμων καταβολές της.

Πόλη_238

Οἱ Ρωμαῖοι π.χ. κατά τόν ἱερό Φώτιο ἐτέλουν «ὡς καθ’ἑκάστην ἀρχήν ἐνιαυτοῦ – καί ἰδιαίτερα κατά τόν μήνα Σεπτέμβριο – ἰδιαζούσας τε θυσίας καί τελετάς, τιμῶντες καί ἰλασκόμενοι οὕς ἐνόμιζον αὐτοί θεούς»[12]. Ὁ ἰλαστήριος ἐπίσης χαρακτήρας Ἰουδαϊκῶν ἑορτῶν πού ἑορτάζονταν κατά τόν ἕβδομο μήνα (Tisri) τοῦ ἔτους, ὅπως π.χ. τοῦ Ἐξιλασμοῦ (Kipurim)[13] καί τῆς Σκηνοπηγίας[14] σέ συνδυασμό μέ τήν κατά τή δεύτερη συγκομιδή «τῶν κατά τό ἔαρ βλαστησάντων καρπῶν»[15] ἔχουν ἐπηρεάσει τυπολογικά καί ἱστορικά τήν διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου κατά τόν μῆνα Σεπτέμβριο, περίοδο κατά τήν ὁποίαν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γίνεται ἡ φθινοπωρινή ἰσημερία, ὁ ἀέρας καί ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι μετριόθερμος. Γεωργεῖται ἡ γῆ καί ἀρχίζουν νά γίνωνται οἱ βροχές «ἵνα δι’αὐτῶν ἁπαλυνθεῖ ἡ ὑπό τοῦ προλαβόντος θέρους σκληρυνθεῖσα γῆ. Καί ἀκολούθως γένῃ ἐπιτηδεία εἰς τό νά γεωργηθῇ καλῶς, καί νά συλλάβῃ καί νά θρέψῃ τά ἐγκαταβληθέντα εἰς αὐτήν σπέρματα» [16].

Δέν ἀποκλείεται ἐπίσης μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τήν ἑορτή «ἀπό τῶν ἀρχαίων», νά ἀναδεικνύεται ὁ συσχετισμός τῆς Ἰνδίκτου μέ τό γεγονός τῆς μετά τούς πειρασμούς στήν ἔρημο ἐπιστροφῆς τοῦ Ἰησοῦ στή Ναζαρέτ, ὅπου «εἰσῆλθε κατά τό εἰωθός αὐτῷ ἐν ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τήν συναγωγήν καί ἀνέστη ἀναγνῶναι»[17].

Τό σχετικό ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπό τὀν προφήτη Ἠσαΐα. Ἀναφέρεται δέ στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἐκ μέρους Του ἀναγγελία ἔναρξης τῆς νέας περιόδου κατά τήν ὁποίαν «πραγματοποιεῖται ὑπό τοῦ Μεσσίου ἡ περί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλή τοῦ Θεοῦ»[18]. Στή συναξαρική παράδοση τό περιστατικό αὐτό ἑρμηνεύθηκε ὡς ἀπό τό Χριστό ἐπευλογία τοῦ χρόνου καί θεωρήθηκε ὡς ἀρχή μίας νέας ἑορτῆς πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χάρισε στήν Ἐκκλησία· «Ἐπεί δέ Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν βουληθείς ἐπευλογῆσαι τήν ἀρχήν τοῦ χρόνου, μᾶλλον δέ ὅλον τὀν χρόνον, ὃν αὐτός πρό τῶν αἰώνων ἐποίησεν, εἰσῆλθεν εἰς τήν συναγωγήν τῶν Ἰουδαίωνκαί ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου. Καί ἀνοίξας αὐτό, εὗρε τόν τόπον ὅπου ἦν γεγραμμένον∙ ‘Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με∙ εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με∙ κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν∙ καλέσαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν’ (Ἠσ. 61, 1-2). Καί ἀποδοὺς τό βιβλίον τῷ ὑπηρέτῃ, ἐκάθισεν. Ἔκτοτε ἐχαρίσατο ἡμῖν τοῖς χριστιανοῖς τήν ἁγίαν ἑορτήν ταύτην, ἣν καί προθύμως ἑορτάζοντες εὐχαριστοῦμεν αὐτῷ»[19].

Τήν ἴδια προσέγγιση βρίσκουμε καί στό Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (10ου αἰ.) ὅπου προστίθεται καί τό στοιχεῖο τῆς σύνδεσης τῆς Ἰνδίκτου καί τῆς «κατ’ ἐνιαυτόν» ἀπόδοσης τῶν φόρων μέ τό περιστατικό τῆς ἀπό τόν Αὔγουστο Καίσαρα ἀπογραφῆς ὅλης τῆς οἰκουμένης[20]. Αὐτήν βεβαίως τήν περίοδο κατά τήν ὁποία ὅλοι ἔπρεπε νά ἐγγραφοῦν στούς δημόσιους φορολογικούς καταλόγους γεννήθηκε ὁ Χριστός[21], ἕνα γεγονός πού ἄλλαξε τόν ροῦ τῆς ἱστορίας καί σήμανε τήν ἀρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς νέας δημιουργίας[22] καί τοῦ ἁγιασμοῦ ὅλης τῆς οἰκουμένης∙ «Ἔλαχε δέ τήν τοιαύτην κλῆσιν ἀπό Αὐγούστου Καίσαρος, ὃς τῆς βασιλείας ἀπό τούτου καταρξάμενος καί τήν ἀπογραφήν ὅλης τῆς οἰκουμένης ποιούμενος ὡρίσατο τούς κατ’ἐνιαυτόν φόρους πᾶσι τοῖς αὐτῷ ὑποτελέσι. Διά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία εὐσεβέστερον παραλαβοῦσα κατά παράδοσιν, ὡς ἐναπογραφόμενον σχοῦσα κατά ταύτην διά τήν ἐνανθρώπησιν καί τόν Κύριον, ἑορτάζει τήν πρώτην ταύτην, δι’ αὐτῆς ὅλον ἁγιάζουσα καί ἐπευλογοῦσα τόν ἐνιαυτόν. Ἐν γάρ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ Κύριος εἰσελθών εἰς τήν συναγωγήν τῶν Ἰουδαίων καί λαβών βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, ἀναπτύξας αὐτό εὗρεν οὕτως∙ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με∙ εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με∙ κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν’ (Ἡσ. 61,1-2). Ἔκτοτε οὖν παραλαβοῦσα ἡ ἡμέρα αὕτη παρά τοῦ πάντων δημιουργοῦ,  τοῦ ἀεί ὄντος καί εὐλογοῦντος τά σύμπαντα καί συνέχοντος, ἑορτάζεται παρά πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν εἰς δόξαν αὐτοῦ»[23].

Τήν παράδοση αὐτή ἀνακεφαλαιώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος μνημονεύει τρεῖς λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν Ἰνδικτιῶνα: α) «Ἐπειδή καί αὐτή εἶναι ἀρχή τοῦ χρόνου», β) «Ἐπειδή καί κατά τήν σημερινήν ἡμέραν, ἐπῆγεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέσα εἰς τήν Συναγωγήν τῶν Ἰουδαίων, καί ἐδόθη εἰς αυτόν τό βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου …» γ) «ἵνα διά μέσου τῆς ὑμνωδίας καί ἱκεσίας, ὅπου προσφέρομεν εἰς τὀν Θεόν ἐν τῇ ἑορτῇ ταύτῃ, γένῃ ὁ Θεός ἵλεως εἰς ἡμᾶς, καί εὐλογήσῃ τόν νέον χρόνον, καί χαρίσῃ τοῦτον εἰς ἡμᾶς εὐτυχῆ καί γεμᾶτον ἀπό ὅλα τά σωματικά ἀγαθά. Καί ἵνα φωτίσῃ τάς διανοίας μας, εἰς τό νά περάσωμεν ὅλον τὀν χρόνον καθαρῶς καί μέ ἀγαθήν συνείδησιν, καί εἰς τό νά εὐαρεστήσωμεν τῷ Θεῷ, μέ τήν φύλαξιν τῶν ἑντολῶν του. Καί οὕτω νά τύχωμεν τῶν ἐν οὐρανοῖς αἰωνίων ἀγαθῶν” [24].

Πόλη_104

2) Ὅσον ἀφορᾶ τώρα τό λειτουργικό καί ἑορτολογικό περιεχόμενο τῆς ἐν λόγω ἑορτῆς μέ τίς τόσο βαθιές μέσα στήν ἱστορία ρίζες, παρατηροῦμε τά ἑξῆς:

α) Οἱ πρῶτες μαρτυρίες γιά τή λειτουργική συγκρότηση τῆς Ἰνδίκτου δέν εἶναι παλαιότερες τοῦ 8ου μ.Χ. αἰ. Ἡ ἀναζήτηση ἀνάλογων πληροφοριῶν στά δύο περί τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου κείμενα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δέν προσφέρει τίποτε στήν ἔρευνα, ἀφ’ ἑνός μέν διότι εἶναι ψευδεπίγραφα, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι κινοῦνται καθαρά σέ πνευματικό ἐπίπεδο. Γίνεται δηλαδή λόγος περισσότερο γιά τή σπουδαιότητα πού ἀποκτᾶ ἡ ἀρχή τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ μέ τόν ἑορτασμό τῶν καλλινίκων μαρτύρων∙ «ἔδει τόν κύκλον τοῦ ἔτους τῷ τῶν μαρτύρων κοσμηθῆναι στεφάνῳΑὐτοί γάρ εἰσι πάσης εὐφροσύνης τῷ γένει παραίτιοι οἱ γενναῖοι τοῦ Χριστοῦ στρατιῶται»[25]. Γίνεται ἐπίσης ἰδιαίτερα λόγος γιά τά τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ θαύματα, τά ὁποῖα «διά τήν ἐμήν σωτηρίαν ἄνθρωπος γεγονώς ἐξετέλεσεν»[26].

Μένουμε λοιπόν ἔτσι στόν 8ο αἰ. καί στήν πρώτη μαρτυρία περί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς ἑορτῆς πού μᾶς διασώζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (τέλη 8ου-ἀρχές 9ου αἰ.). Στήν 24η Κατήχησή του γράφει συγκεκριμένα∙ «Ἀδελφοί καί πατέρες, ἀρχή τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰσελήληθεν ἤδη, ἐν ᾖ Εὐαγγέλιόν ἐστιν ἀναγινωσκόμενον ἐν τούτοις‘Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἴνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτόν δεκτόν’ (Λουκ. 4, 18-19)»[27]. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος καταγράφει προφανῶς μία παράδοση. Ἐάν λάβουμε ὐπ’ ὅψιν ὅτι τό σύστημα τῶν ἀναγνωσμάτων διαμορφώθηκε ἀπό τον 5ο-7ο μ.Χ. αἰ., δέν ἀποκλείεται ἡ συγκεκριμένη περικοπή νά εἶχε ἐνταχθεῖ στήν ἑορτή τῆς Ἰνδίκτου κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ ἄλλωστε ἀναγινώσκεται ἀπό τά μέσα Σεπτεμβρίου καί εἶναι ταυτισμένο μέ τό «νέον ἔτος» τό ὁποῖο ἀρχικά, ὅπως εἴδαμε, ξεκινοῦσε ἀπό τήν 23η Σεπτεμβρίου[28].

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς δίδει καί μίαν ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πληροφορία περί κοινοῦ μνημοσύνου, τήν ἡμέρα τῆς Ἰνδίκτου, ὅλων τῶν κεκοιμημένων, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς[29]. Συνήθεια τῶν Στουδιτῶν ἐπίσης ἦταν κατ’ ἔτος νά ἀγοράζει ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του, ἐντάφια γιά τήν κήδευση «τῶν ἀπρονοήτων σκηνωμάτων, εἴτ΄ οὖν νενεκρωμένων, καί ἐκ πενίας ἢ ἐκ ξενιτείας μή ἐχόντων πῶς ἐκκομίζεσθαι  καί ἐνθάπτεσθαι ἐν ταύτῃ τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων»[30]. Κήδευαν, δηλαδή, δωρεάν ὅσους πέθαιναν καί ἦταν φτωχοί ἢ ἀπό ξένη περιοχή καί δέν εἶχαν κανένα νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τίς ἐπιθανάτιες φροντίδες των. Τό νεκρικό αὐτό στοιχεῖο πέρασε καί σέ μεταγενέστερες σχετικές μέ τήν Ἴνδικτο εὐχές, δεῖγμα τῆς ἐπίδρασης τῆς Στουδιτικῆς παράδοσης στή διαμόρφωση καί τό περιεχόμενο τῆς ἐν λόγω ἑορτῆς.

β) Στο Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (10ος αἰ.) καταγράφονται ὅλα τά δεδομένα πού χαρακτηρίζουν τήν ἐν λόγῳ ἑορτή ὡς Δεσποτική, Θεομητορική, ἀλλά καί ἁγιολογική. Ἐκτός δηλαδή ἀπό τή μνήμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στή Συναγωγή καί τόν ἁγιασμό τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, τιμῶνται καί πολλοί ἅγιοι, ὅπως π.χ. Συμεών ὁ Στυλίτης[31], οἱ τεσσαράκοντα γυναῖκες, παρθένες, ἀσκήτριες καί μάρτυρες, οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ἀγαθοκλεία, Καλλίστη, Ἑρμογένης καί Εὔοδος, ἡ ἀνάβλεψη τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ἀποστόλου, ἡ κοίμηση Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ἡ ανάμνηση τοῦ κατά παραχώρησιν Θεοῦ ἐπιγενομένου ἐμπρησμοῦ τό ἔτος 462, ἐπί βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου[32] καί τέλος ἡ μνήμη τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Μιασηνῶν. «Αὕτη τελεῖται διά τήν παραδοξοποιόν καί ἁγίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ἐν τῇ λίμνῃ μέν τῆς Γαζουροῦ διά τόν φόβον τῶν εἰκονομάχων ἐμβληθεῖσαν καί μετά πολύν χρόνον ἄσπιλον ἀναδοθεῖσαν, μονῇ δέ τῶν Μιασηνῶν ἀνατεθειμένην. Τελεῖται δέ ἡ αὐτῆς σύναξις ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις καί ἐν τοῖς Οὐρβικίου»[33]. Ἡ ἄποψή μας ὅτι ἡ Ἴνδικτος ἔχει αὐτόν τόν γενικότερο χαρακτήρα ἐνισχύεται καί ἀπό τό ὅτι στήν ὑμνογραφία της, ἡ ὁποία μεταγενέστερα ἐμπλουτίσθηκε μέ θεολογικότατους κανόνες καί ἄλλα τροπάρια, συμπλέκονται ἀρκετές φορές τόσο τό περιεχόμενο τῆς κύριας ἑορτῆς, ὅσο καί γεγονότα ἀπό τή ζωή ὁρισμένων ἁγίων.

Πόλη_438

γ) Κάνει ἐντύπωση τό ὅτι στό Περί Βασιλείου Τάξεως ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου (10ος αἰ.) δέν γίνεται καμμία ἀναφορά στήν Ἴνδικτο. Τό κενό αὐτό ἀναπληρώνεται ἀπό τίς μαρτυρίες μεταγενεστέρων πηγῶν, ὅπως π.χ. Γερμανοῦ Κων/λεως τοῦ Β΄ (13ος αἰ.), ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιά τό ἔθος τοῦ «διά πομπῆς ἱερᾶς καί φιλοθέως» καθαγιασμοῦ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἔτους[34]. Ὁ ἐν λόγῳ Πατριάρχης μᾶς παραδίδει καί σχετική εὐχή ἡ ὁποία προφανῶς ἦταν ἐνταγμένη στήν τάξη τοῦ ἑορτασμοῦ καί τῶν λιτανευτικῶν δεήσεων τῆς Ἰνδίκτου. Ἡ εὐχή αὐτή ἀναφέρεται στήν οἰκουμενική εἰρήνη, στούς εὐκραεῖς ἀέρας καί τήν εὐλογία τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ[35].

Ὁ Γεώργιος ἐπίσης Κωδινός ὁ Κουροπαλάτης (ἀρχές 15ου αἰ.), ὁ ὁποῖος διασώζει τήν τάξη τοῦ παλατίου[36], ἀναφέρει ὅτι «κατά μέν τήν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου, τοῦ πατριάρχου μετά λιτανείας καί τῶν ἁγίων εἰκόνων εἰς τό πορφυροῦν κιόνιον παραγενομένου, ἐφ’ οὗ ὁ σταυρός ἵσταται, ὃ πάλαι φόρος ἐκαλεῖτο, ἀπέρχεται ὁ βασιλεύς καί ἀκούει τήν κατ’ ἔθος ἐκεῖσε ἐκτελουμένην ἀκολουθίαν. Μετά δέ τήν ἀπόλυσιν ἀπέρχεται αὖθις εἰς τό παλάτιον»[37]. Ἡ ἐν λόγῳ μαρτυρία τοῦ Γεωργίου Κωδινοῦ εἶναι πολύ σημαντική διότι καταγράφει μέ πληρέστερα στοιχεῖα τήν ἐκτός τοῦ Ναοῦ τελετουργία κατά τήν ἑορτή τῆς Ἰνδίκτου. Ἡ πάνδημος αὐτή τελετή ξεκινοῦσε ἀπό τή Μεγάλη Ἐκκλησία μετά τον Ὄρθρο καί κατέληγε στο Φόρο, περίλαμπρο χῶρο (ἀγορά) τῆς πόλεως[38].

Ἡ τάξη αὐτή τῆς πρός τό Φόρο ἱερᾶς πομπῆς, τῶν ἰλαστηρίων εὐχῶν καί τῶν μετά εἰκόνων δημοτελῶν λιτανειῶν, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Γεώργιος Κωδινός καί παλαιότερα οἱ ἱερός Φώτιος καί Γερμανός Β΄, ἀποτυπώνεται στό Ἀσματικό Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ 10ου αἰ.[39], «στό ὁποῖο καταγράφηκε ὁ κύκλος τῶν κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν πού τελοῦνταν στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας»[40]. Στό ἐν λόγῳ Τυπικό, καθοριστικό γιά τή μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ βυζαντινοῦ ἑορτολογίου, μνημονεύονται ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Στυλίτης, ἡ σύναξις τῆς ἁγίας Θεοτόκου τῶν Μιασηνῶν, ἡ μνήμη τῶν ἁγίων μ΄ γυναικῶν μαρτύρων ἀσκητριῶν, καί τῶν μαρτύρων Ἀειθαλᾶ καί Ἀμμών… Ἡ μνήμη ἐπίσης τοῦ μεγάλου ἐμπρησμοῦ γενομένου κατά ταύτην τήν βασιλίδα τῶν πόλεων. Ἔτι δέ καί ἡ μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀγαθοκλείας, Καλλίστης, Εὐόδου καί Ἑρμογένους. Καί φυσικά ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἰνδίκτου μέ τά νενομισμένα Βιβλικά Ἀναγνώσματα, Θεομητορικά τροπάρια, καί τό μοναδικό τροπάριο τῆς Ἰνδίκτου κατά τήν ἐποχή ἐκείνη «Ὁ πάσης δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τον στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε…», τό ὁποῖο ψαλλόταν ὡς εἰσοδικό στή θεία Λειτουργία καί σήμερα μᾶς εἶναι γνωστό ὡς τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἐν λόγῳ ἑορτῆς.

Εἶναι σαφές, ὅτι τό Θεομητορικό στοιχεῖο εἶναι πιό ἔντονο, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχε σύναξη ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις πρός τιμήν τῆς Παναγίας τῶν Μιασηνῶν καί σύναξη ἐπίσης καί μεγάλη πανήγυρη στό Ναό τῆς Θεοτόκου τῶν Οὐρβικίου «διά τό εἶναι τά ἐγκαίνια τῆς ἐκεῖσε ἐκλησίας»[41]. Ἡ μνήμη τῶν ἁγίων ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία κατά τή διάρκεια παννυχίδος, ἡ ἀνάμνηση δέ τοῦ ἐμπρησμοῦ καί τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Φόρῳ[42]. Ἀπό τά συμφραζόμενα τῶν ὕμνων καί ἀπό τίς πληροφορίες τοῦ Γεωργίου Κωδινοῦ τοῦ Κουροπαλάτη περί λιτανείας στό πορφυροῦν κιόνιον στό Φόρο μετά τή θεία Λειτουργία διαφαίνεται πώς σκοπός αὐτῆς τῆς τελετῆς καί γενικότερα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἰνδίκτου ἦταν ἡ εὐλογία καί ὁ ἁγιασμός τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. Προηγουμένως, γράφει ὁ Μανουήλ Γεδεών, ἀνεγίνωσκον, «εὐχήν πρός εὐφορίαν καρπῶν καί πρός εὐδίαν τοῦ τήν Ἐκκλησίαν ἢ τήν βασίλειον αὐλήν χειμάζοντος κλύδωνος» [43].

3) Σταθμό στήν ἱστορία τοῦ τελετουργικοῦ στοιχείου τῆς Ἰνδίκτου, προστάδιο θά λέγαμε τῆς σημερινῆς Πράξης κατά τήν τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ εἶναι δύο πολύ ἀξιόλογες Πατριαρχικές εὐχές τῆς Παλαιολογείου ἐποχῆς.

α) Ἡ πρώτη φέρει τόν τίτλο «Εὐχή εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ νέου ἔτους, ποιηθεῖσα παρά Ἀθανασίου τοῦ ἁγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου». Γράφτηκε στά τέλη τῆς ΙΓ΄ ἑκατονταετηρίδος, μαρτυρεῖται στόν Λαυριωτικό κώδικα Θ88, φ.207 καί ἀπό τά ἔντυπα Εὐχολόγια δημοσιεύθηκε στό ὑπό τοῦ Νικολάου Παπαδοπούλου ἐκδοθέν ἐν Ἀθήναις τό ἔτος 1928[44]. Εἶναι ἐκτενέστατη καί ἐκτός ἀπό τό ἰλαστικοῦ χαρακτήρα περιεχόμενό της, στό τέλος κυρίως ἀναφέρεται στή διαφύλαξη τῆς πόλεως ἀπό κάθε κίνδυνο, στήν εὐλόγηση τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, στήν ἐπικράτηση εὐκράτου κλίματος, μέ ὄμβρους εἰρηνικούς καί πλούσια καρποφορία στή γῆ.

Ἡ δεύτερη εὐχή εἶναι τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου. Μαρτυρεῖται καί αὐτή σέ Λαυριωτικούς κώδικες (1265, 1503), δημοσιεύθηκε στήν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια καί φέρει τόν τίτλο «Εὐχή λεγομένη ἐν τῇ λιτῇ τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου· λέγεται δέ καί παρ’ ὅλον τόν Σεπτέμβριον καί κατά τάς ἀρχάς τοῦ Ὀκτωβρίου, λιτῆς γενομένης» [45].

Εἶναι πολύ πιό σύντομη ἀπό τήν προηγούμενη καί μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται στήν ἄριστη εὐκοσμία καί ἰσότητα στήν κτίση, χάρη πάντοτε τοῦ ἀνθρώπου, στήν εἴσοδο ἀκόμη τοῦ ἐνιαυτοῦ καί τήν εὐλόγησή του, στούς ἀγαθούς ὄμβρους πρός καρποφορίαν, στούς ὑγιεινούς ἀέρες καί εὔκρατους «ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι».

β) Ὁ δέκατος ἔνατος αἰώνας εἶναι ἡ περίοδος μέ τίς πλέον σημαντικές πρωτοβουλίες γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ.

Ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρωτοψάλτης συνέδεσε τό ὄνομά του καί μέ τήν δημιουργία ἑνός Κοντακίου τῆς Ἰνδίκτου· «Ὁ τῶν αἰώνων Ποιητής καί Δεσπότης, Θεέ τῶν ὅλων ὑπερούσιε ὄντως, τήν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον…»[46]. Ὁ Οἰκουμενικός ἐπίσης Πατριάρχης Κύριλλος ὁ ΣΤ’ (1813-1818) συνέθεσε καί αὐτός ἄλλο Κοντάκιο τό ἔτος 1813· «Ὁ ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ καί καιρούς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ…»[47]. Κατά τόν Ἡλιουπόλεως δέ Γεννάδιο «ἡ ἀρχαιοτέρα ἐν τοῖς Πατριαρχείοις σωζομένη Πρᾶξις τῆς Ἰνδίκτου εἶναι ἡ ἐπικεκολλημένη ἐν τῷ κώδικι Θ΄ (σελ. 346) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί φέρουσα χρονολογίαν 1815 γενομένη ἐπί τῆς Πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Στ’» [48].

Ὁ ἴδιος μάλιστα, σύμφωνα πάλι μέ τόν Ἡλιουπόλεως Γεννάδιο, εἶναι κατά πᾶσαν πιθανότητα καί ὁ συντάκτης τῆς σχετικῆς εὐχῆς πού ἀναγινωσκόταν στό Ναό ἢ κατά τήν λιτή ὅταν αὐτή γινόταν ἐκτός Ναοῦ. Ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἐν λόγῳ εὐχῆς εἶναι ὁ συμπιληματικός χαρακτήρας καί ἡ ἰδιαίτερη μνεία στούς κεκοιμημένους[49], κάτι πού ἑρμηνεύθηκε ὡς ἀναφορά στήν παράδοση τῶν Στουδιτῶν πού αὐτή τήν ἡμέρα τιμοῦσαν τούς νεκρούς μέ μνημόσυνα[50].

Σέ μία προσπάθεια δέ νά δώσει ἕνα κείμενο πού νά ἐκφράζει τό περιεχόμενο τῆς Ἀκολουθίας καί τῆς τελετῆς τῆς Ἰνδίκτου, ὁ Γεννάδιος συνέταξε Σχέδιον Πράξεως καί Εὐχῆς μέ βάση παλαιότερες εὐχές καί κείμενα Πατέρων περί τήν ἑορτήν τῆς Ἰνδίκτου. Ἐκφραστικό παράδειγμα τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν λόγῳ εὐχῆς εἶναι τοῦτο· «Εὐλόγησον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου τόν στέφανον καί ἡμᾶς καταξίωσον περαιῶσαι λυσιτελῶς τήν τοῦ χρόνου περίοδον καί ἅπασαν τήν ζωήν ἡμῶν. Γενέσθω ἡμῖν ἡ τοῦ χρόνου ἀρχή τῆς κοινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀπαρχή. Χάρισαι ἡμῖν εὐκράτους καί ἐπωφελεῖς τούς ἀέρας καί εὔμετρα καί γαληνά τά ὑέτια ὕδατα πρός δαψιλῆ καρποφορίαν τῆς γῆς» [51].

Πόλη_476

Στό σημεῖο αὐτό θά ἦταν παράλειψη νά μήν ἀναφέρουμε καί τή συμβολή τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ’ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν τελετή τῆς Ἰνδίκτου καί τήν σχετική Πράξη, ἡ ἀνάγνωση καί ὑπογραφή τῆς ὁποίας τό 1881, κατά τήν πρώτη Πατριαρχεία του, μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δέν πραγματοποιήθηκε στό Μέγα Συνοδικό, ἀλλά στόν Πατριαρχικό Ναό, μετά καί ἀπό τή σύνταξη σχετικοῦ Τυπικοῦ[52], «Ἀλλά τό Τυπικόν ἐκεῖνο τῆς τελετῆς ἀγνοῶ – γράφει ὁ Μανουήλ Γεδεών – διατί ἔμεινεν ἀνεφάρμοστον» [53]. Μετά τήν παραίτηση τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ’ (1884) ἐπικράτησε καί πάλι ἡ πρό τοῦ 1881 τάξη, νά γίνεται δηλαδή ἡ σχετική τελετή στόν Πατριαρχικό Οἶκο καί ὄχι στό Ναό. Κατά τή δεύτερη δέ Πατριαρχεία του ἡ Πράξη τῆς Ἰνδίκτου καθιερώθηκε νά ὑπογράφεται ὄχι μόνο ἀπό τούς Συνοδικούς, ἀλλά καί ἀπό τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει παρεπιδημοῦντες Μητροπολίτες[54].

γ) Ἡ σημερινή Πανήγυρις τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου καί ἡ τελετή ἐπευλόγησης καί ἁγιασμοῦ τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους κάθε πρώτη Σεπτεμβρίου φέρει τό μεγαλεῖο καί τόν πνευματικό πλοῦτο τῆς ἱστορίας πολλῶν αἰώνων τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Τελεσιουργεῖται μέ κάθε λαμπρότητα, μέ Πατριαρχική καί Ἀρχιερατική Χοροστασία, στόν πάνσεπτον Ἱερόν Πατριαρχικόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὑπό τήν σκέπην τῆς προστάτιδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τοῦ Γένους μας Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου.

Ἡ ὅλη Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καί τῆς θείας Λειτουργίας προϋποθέτει τήν κατά σειράν ψαλμωδία τῶν τροπαρίων τῆς Ἰνδίκτου, τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου καί τοῦ Περιβάλλοντος. Ἡ πρώτη, αὐτή πού καταχωρίζεται καί στό Μηναῖο, διαμορφωθεῖσα κατά τόν 11ο-12ο αἰ. εἶναι, ἕνας ὕμνος στόν δημιουργό καί πρύτανι πάσης κτίσεως, τόν ἀρχηγό τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου Χριστό, τόν πληροῦντα τά σύμπαντα, ἐπευλογοῦντα τόν πολύκυκλον τῆς ζωῆς μας χρόνον καί παρέχοντα καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς ἐπί τῆς γῆς.

Ἡ δεύτερη, πρός τιμήν τῆς σεπτῆς εἰκόνος Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, πού ψάλλεται ἀπό ἰδιαίτερη Φυλλάδα, εἶναι ποίημα Διακόνου τινός, συντάχθηκε τό ἔτος 1905, ἐντάχθηκε ἀπό τότε στό Πατριαρχικό τελετουργικό τῆς Ἰνδίκτου, ἐπανεκδοθεῖσα τό 2006 μέ πρωτοβουλία τῶν ὀφφικιάλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[55]. «Ἡ ἁγία σου εἰκών, Παμμακάριστε ἀγνή, τῆς Μεγάλης καί σεπτῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀγλάϊσμα ὑπάρχει καί ἐγκαλλώπισμα» (τροπάριο στ΄ ὠδῆς).

Ἡ τρίτη Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, ἀφορᾶ τό περιβάλλον[56]. Ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου ἀφιεροῦται εἰς τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ ἑορτασμός θεσπίσθηκε κατά τή Συνεδρία τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῇ 6η Ἰουνίου 1989. Ὁ δημιουργός καί λυτρωτής τοῦ κόσμου Κύριος δέχεται κατά τόν ὑμνογράφο «τάς ἱκετηρίους  δεήσεις, ὡς κηδεμών καί προνοητής καί Σωτήρ ἡμῶν»[57]. Παρακαλεῖται νά διαφυλάττει «τἀ τήν γῆν περιβάλλοντα στοιχεῖα ἀβλαβῆ»[58] καί νά ἀποκαθαίρει τήν κτίση ἐκ «μεμολυσμένων ἀνέμων, καί ἰοβόλων διαδόσεων καί ἐνεργειῶν» [59].

Ἡ λαμπρή αὐτή ὑμνογραφική τριλογία σέ μία θαυμάσια καί μοναδική θά λέγαμε λειτουργική ἑνότητα καί ἑορτολογική μυσταγωγία συνεχίζεται μέ τήν Τελετή τῆς Ἰνδίκτου στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. Μετά τή σχετική δέηση ἀναγινώσκεται ὑπό τοῦ Πατριάρχου ἡ Πράξη τῆς νέας Ἰνδικτιῶνος ἡ ὁποία καί ὑπογράφεται ὑπ’ αὐτοῦ καί τῶν συγχοροστατησάντων ἁγίων Ἀρχιερέων. Ἡ ὅλη Τελετή ὁλοκληρώνεται μέ τόν ἐν Χριστῷ ἀσπασμό ἐπί τῷ νέῳ ἐκκλησιαστικῷ ἔτει ὡς μήνυμα ἀγάπης καί ἑνότητας τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἀλλά καί ὡς προσευχή νά διαφυλάττει ὁ Θεός «τό περιβάλλον ἀειφόρον καί προσφέρων συνεχῶς εἰς τήν εὐημερίαν τοῦ ἀνθρώπου» [60], ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει σέ ἕνα ἀπό τά ἐμπνευσμένα καί πάντοτε ἐπίκαιρα Πατριαρχικά μηνύματα ἐπί τῇ ἡμέρᾳ προσευχῆς ὑπέρ τῆς Προστασίας τοῦ Φυσικοῦ Περιβάλλοντος ἡ σεπτή Κορυφή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Παναγιώτατος κ.κ. Βαρθολομαῖος. «Ὡς ποιητῇ  τῶν αἰώνων προσάγομέν σοι τήν ἀρχήν τήν τοῦ ἔτους εὐχάριστον – γράφει σέ σχετικό μέ τήν ἑορτή τῆς Ἰνδίκτου Κανόνα ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης – καί βοῶμεν· Δώρησαι, Τριάς ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀγαθῆς πολιτείας ἀρξαμένους, εἰς τέλος φθάσαι χρηστόν καί σωτήριον» [61].

Πόλη_430

[1] ΡG 117, 21Α.

[2] Βλ. S.A. Morcelli, Μηνολόγιον τῶν Εὐαγγελίων ἑορταστικὸν sive Kalendarium Eccelisiae Constantinopolitanae, τόμ. Ι, Rome M. DCCLXXXVIII (1788), σ. 109: “illud constat, Indictiones nibil aliud esse, quam annomas et tribute, quorum canon quatannis indicebatur”.

[3] Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Τά Ἀμφιλόχια ἢ λόγων ἱερῶν καί ζητημάτων ἱερολογίαι. Ἐρώτησις ΡΛΔ΄, Πόσας άρχάς δεῖ νοεῖν ἡμᾶς τοῦ ἐνιαυτοῦ καί ποίας; PG 101, 737D.

[4] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συνααρτιστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ.Α΄, ἐκδ. «Δόμος», Ἀθῆναι 2005, σ.5, σχ.1.

[5] Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅ.π., PG 101, 737D∙ 740A.

[6] O Μέγας Ἀθανάσιος π.χ. κάνει λόγο γιά Indictione secundaστήν πρώτη Ἑορταστική Ἐπιστολή (ἔτος 329). Βλ. PG 26, 1360B.

[7] Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α’. Εἰσαγωγή στή Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 42004, σσ. 108-109.

[8] Αὐτά γράφει ὁ Savilius σέ ὑπόμνημά του στό νόθο κείμενο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου μέ τον τίτλο «Εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου» (PG 59, 673): Principium Indictionis, inquit Savilius, sive anni novi a mense Septembri jam inde a temporibus Constantini Sumebant Graeci).

[9] ΡG 117, 21Α.

[10] Π. Γ. Νικολόπουλου, «Ἰνδικτιών», ἐν Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, στ. 899.

[11] ‘ Γενναδίου (Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως), «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ καί Οἴκῳ», ἐν Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΕ’, τεῦχος 9, Σεπτέμβριος 1940, σσ. 264-265.

[12] Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅ.π., PG 101, 737C.

[13] Λευιτ. 16, 23-31∙ 23, 26-32.

[14] Λευιτ. 23, 33-43∙ Ἀριθ. 29, 12-40∙ Κριταί 21, 19-21∙ Νεεμίας 8, 13-18.

[15] Θεοφάνους τοῦ ἐπίκλην Κεραμέως Ἀρχιεπισκόπου Ταυρομενίου τῆς Σικελίας, Ὁμιλία Α΄. Εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ νέου ἔτους, PG 132, 112A. Πρβλ. Λευΐτ. 23,39.

[16] Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν του ἐνιαυτοῦ, τόμ. Α’, ἔκδ. «Δόμος», σσ.3-4, σχ.1.

[17] Λουκ. 4, 16.

[18] Π.Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, Ἀδελφότης Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21972, σσ. 159-160.

[19] Βασιλειανό Μηνολόγιο, PG 117, 21 B. Βλ. καί Ν. Nilles, Kalendarium Manuale utrisque Ecclesiae Orientalis et Occidentalis, vol. I, Gregg International Publishers Limited England 1971, σ.266.

[20] Λουκ. 2, 1.

[21] Λουκ. 2, 1-20. Βλ. καί Π. Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σσ. 83-98.

[22] Β΄ Κορ. 5, 17.

[23] H. Delehaye, ἐκδ. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxelis 1902, στ. 1-2.

[24] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ. Α΄, ἐκδ. «Δόμος», σσ.3-6. Βλ. καί Π.Γ. Νικολοπούλου, «Ἰνδικτιών», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, στ. 899-900.

[25] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἱς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδικτιῶνος, καί εἰς μάρτυρας, καί εἰς αἱμόρρουν (Spuria), PG 59, 575-577.

[26] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου, PG 59, 674.

[27] Θεοδώρου Στουδίτου, Ἔργα 2, Μικρά Κατήχησις, ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Κυψέλης», Θεσσαλονίκη 1984, σ.71.

[28] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, «Τό σύστημα τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία. Πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα, δυνατότητες βελτιώσεως», ἐν Ἱερουργεῖν τό Εὐαγγέλιον. Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία. Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων [Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη -10], Ἀθήνα 2004, σ. 73.

[29] Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Ι, PG 99, 953B.

[30] Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅ.π., PG 99, 953A.

[31] Παναγιώτη Σκαλτσῆ, «Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Στυλίτης στό Χριστιανικό Ἑορτολόγιο καί τήν Ὑμνογραφία», ἐν «Ὁμοτίμοις Διαλεγόμενος». Τιμητικός Τόμος γιά τόν Ἐπίκουρο Καθηγητή Δημήτριο Λάππα, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2012, σσ.137-165.

[32] H. Delehaye (ἐκδ.), ὅ.π., στ.1-6. Βασιλειανό Μηνολόγιο, PG 117, 21-24.

[33] H. Delehaye (έκδ.), ὅ.π., στ.6.

[34] Γενναδίου Μ. Ἀραμπατζόγλου (Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως καί Θείρων), «Τοῦ αὐτοῦ (Γερμανοῦ Πατριάρχου) λόγος εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου», ἐν Φωτίειος Βιβλιοθήκη ἤτοι ἐπίσημα καί ἰδιωτικά ἔγγραφα καί ἄλλα μνημεῖα σχετικά πρός τήν ἱστορίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετά γενικῶν καί εἰδικῶν προλεγομένων, Μέρος Δεύτερον, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1935, σ. 249.

[35] Γενναδίου Μ. Ἀραμπατζόγλου (Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως καί Θείρων), ὅ.π., σσ. 250-251.

[36] J. Verpeaux, Traite des offices, Pseudo-Kodinos, Le monde Byzantine, Paris 1976 (= PG 157, 25-122).

[37] J. Verpeaux, ὅ.π., σ. 242, 5-4 (PG 157, 96B).

[38] PG 157, 376C.

[39] Juan Mateos, Le Typicon de la Grande Église. Ms Saint-Croix no 40, Xe siècle. Introduction texte critique, traduction et notes, Tome I, Le cycle des douze mois, Orientalia Christiana Analecta.

[40] Συμεών Πασχαλίδη, «Οἱ ἑορτές τῶν Ἁγίων», ἐν Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον. Πρακτικά Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, Βόλος, Ἀθῆναι 2007, σσ. 375-376.

[41] J. Mateos, ὅ.π., σ.6.

[42] J. Mateos, ὅ.π., σσ.2-6.

[43] Μ.Ι.Γ., «Αἱ πανηγύρεις τοῦ μηνός», ἐν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια 25 (1905) 506.

[44] πρ. Λ. Σωφρονίου, «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου», ἐν Ρωμανός ὁ Μελωδός Α’, ἐν Παρισίοις 1932, σσ. 98-102.

[45] Μ.Ι.Γ., «Αἱ πανηγύρεις τοῦ μηνός», ὅ.π., σ. 478.

[46] Ἐπετηρίς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἔτους 2017, σ.370.

[47] Βλ. Μηνιαῖο Σεπτεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.

[48] Γενναδίου (Μητροπ. Ἡλιουπόλεως), «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ καί Οἴκῳ», ἐν Ὀρθοδοξία ΙΕ’ (Σεπτέμβριος 1940) τεῦχ. 9, σ. 268.

[49] Γενναδίου (Μητροπ. Ἡλιουπόλεως), «Ἡ Ἰνδικτιών (Ἐπινέμησις) καί ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τοῖς Πατριαρχείοις», ἐν Ὀρθοδοξία, ἔτος πρῶτον, Ἀπρίλιος 1926 – Μάρτιος 1927, σσ. 388-393. Ἡ ἴδια εὐχή δημοσιεύεται καί στήν «Ὀρθοδοξία» στήν Πράξη τῆς Νέας Ἰνδικτιῶνος ἐπί Πατριάρχου Φωτίου. Βλ. Ὀρθοδοξία 6 (1931) 502-503.

[50] Μ.Ι.Γ., «Αἱ πανηγύρεις τοῦ μηνός», ὅ.π., σσ. 270-271.

[51] Γενναδίου (Μητροπ. Ἡλιουπόλεως), «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ καί Οἴκῳ», ὅ.π., σσ. 270-271.

[52] Γενναδίου (Μητροπ. Ἡλιουπόλεως), «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ καί Οἴκῳ», ὅ.π., 268. Σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ Τυπικό βλ. Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τόμ. Α΄, ἔτος 1881, σσ. 264-265.

[53] Μ.Ι.Γ., «Αἱ πανηγύρεις τοῦ μηνός», ὅ.π., σ. 506..

[54] Γενναδίου (Μητροπ. Ἡλιουπόλεως), «Ἡ τελετή τῆς Ἰνδίκτου ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ καί Οἴκῳ», ὅ.π., σ. 269.

[55] Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καί τῆς θείας Λειτουργίας τῆς ἑορτῆς τῆς Παμμακαρίστου, ἐκδ. «Χελάνδιον», Ἀθήνα 22006. Βλ. καί «Ἑορτή τῆς Ἰνδίκτου», ἐν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 19 Σεπτεμβρίου 1916.

[56] Ἱκετήριος πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν Ἀκολουθία ὑπέρ τοῦ περιβάλλοντος ἡμᾶς στοιχείου καί εὐσταθείας πάσης τῆς κτίσεως, ἐποιήθη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ὑπό Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997.

[57] Τρίτο τροπάριο Λιτῆς.

[58] Τροπάριο δ’ ᾠδῆς.

[59] Δοξαστικό Αἴνων.

[60] Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἡμέρᾳ προσευχῆς ὑπέρ τῆς Προστασίας τοῦ Φυσικοῦ Περιβάλλοντος (1/09/2012).

[61] Τροπάριο ἐνάτης ᾠδῆς Κανόνος εἰς τήν Ἴνδικτον, τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ἐν Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά Λειτουργικά Συγγράμματα Ι, Εὐχαί καί Ὕμνοι, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 146-147.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.