Μόσχος Γκουτζιούδης, Η αλληγορική ερμηνεία της βιοποικιλότητας στην Eπιστολή Βαρνάβα

Εισήγηση του Επίκ. Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που έγινε στη Σμύρνη και την Έφεσο (4-8 Μαΐου 2017)

Αργυροπελεκάνοι, λίμνη Κερκίνη

Αργυροπελεκάνοι, λίμνη Κερκίνη, Φεβρουάριος 2017

Η Επιστολή Βαρνάβα είναι ένα ψευδώνυμο κείμενο, το οποίο δεν θυμίζει επιστολή αλλά μάλλον πραγματεία  και βέβαια δεν μπορεί να προέρχεται από τον απόστολο και συνεργάτη του Παύλου Βαρνάβα. Ως προς τη μορφή δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη επιστολική μορφή αλλά το πιθανότερο είναι να πρόκειται για χριστιανική ομιλία  που εκφωνήθηκε κάποια στιγμή σε ένα ακροατήριο και κατόπιν παραδόθηκε γραπτά. Ως προς το περιεχόμενο το έργο μπορεί να διακριθεί σε δύο μέρη. Ένα θεωρητικό-θεολογικό (κεφάλαια 1-17), στο οποίο ο συγγραφέας ασχολείται με τη σημασία της Π.Δ., την οποία θεωρεί σταθερά μέσα από το πρίσμα της αλληγορικής ερμηνευτικής μεθόδου και σε αυτό εκθέτει την πίστη της Εκκλησίας και ένα δεύτερο παραινετικό-ηθικοδιδακτικό (κεφάλαια 18-21), στο οποίο αναπτύσσεται η διδασκαλία των δύο οδών. Το δεύτερο μέρος θυμίζει αρκετά τη Διδαχή, η οποία φαίνεται πως παρέλαβε  την παραπάνω διδασκαλία από την Επιστολή Βαρνάβα ή σύμφωνα με μια άλλη πρόταση και τα δύο έργα άντλησαν από κάποια κοινή πηγή ιουδαϊκής προέλευσης. Στην οδό του φωτός πρωταγωνιστούν τα αγγελικά όντα, ενώ στην οδό του σκότους ο διάβολος και οι δαίμονες. Το περιεχόμενο της Επιστολής Βαρνάβα έχει κατηχητικό, δογματικό και ηθικοπλαστικό χαρακτήρα.

Το όνομα του αποστόλου Βαρνάβα συνδέθηκε με τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τον Ωριγένη, τον Δίδυμο, τον Ιερώνυμο και άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Στο κείμενο βρίσκουμε ενδείξεις ότι δεν μπορεί αυτό να προέρχεται από το δικό του χέρι και κυρίως φανερώνει την ταυτότητα ενός εθνικοχριστιανού πιστού, ο οποίος είναι καλός γνώστης της ιουδαϊκής παράδοσης. Ο ανώνυμος συγγραφέας θα πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος της κοινότητας στην οποία απευθύνεται το κείμενο. Ήδη πολύ νωρίς κρίθηκε ύποπτη και ο Ευσέβιος είναι ο πρώτος που την θεωρούσε ψευδεπίγραφη και αμφιλεγόμενη και για το λόγο αυτό τη συναριθμεί στα λεγόμενα «νόθα» και «αντιλεγόμενα» έργα. Ο Κέλσος είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί μία φράση από την Επιστολή Βαρνάβα και συνεπώς αυτή θα πρέπει να γράφτηκε  στο τέλος του 1ου ή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Ο Σιναϊτικός Κώδικας μαρτυρεί τη χρήση της Επιστολής Βαρνάβα στη λατρεία, την οποία μάλιστα τοποθετεί στο τέλος των βιβλίων της Κ.Δ. Οι περισσότεροι ερευνητές ωστόσο, πιστεύουν ότι αυτή προέρχεται από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Ως προς τον τόπο προέλευσης η πόλη της Αλεξάνδρειας είναι η επικρατέστερη πρόταση. Σε αυτό συνηγορεί η ακραία χρήση της αλληγορικής ερμηνευτικής μεθόδου στο κείμενο, στο οποίο μπορεί να διαπιστωθεί επίδραση από το έργο του Φίλωνα. Σχετικά τώρα με την ταυτότητα των παραληπτών, δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για μικτή κοινότητα αποτελούμενη τόσο από ιουδαιοχριστιανούς, όσο και από εθνικοχριστιανούς ή αν περιορίζεται μόνο στους πρώτους. Δεν θα πρέπει επίσης να υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή σύνταξης της Επιστολής Βαρνάβα παρά μόνο αυτό να έγινε για διδακτικούς σκοπούς. Σίγουρο είναι πάντως πως η χριστιανική κοινότητα αντιμετώπιζε το ζήτημα της διαίρεσης των μελών της. Σκοπός του συγγραφέα όμως είναι να διαχωρίσει τη χριστιανική πίστη από την ιουδαϊκή και να αποδώσει την ορθή κατανόηση της Π.Δ. και της σχέσης της διαθήκης με τον Θεό στα μέλη της Εκκλησίας. Συνεπώς επιχειρεί να αποβάλλει κάθε σωτηριολογική αντίληψη του Ιουδαϊσμού.

Μετά τα εισαγωγικά μπορούμε να περάσουμε τώρα στην περίπτωση της αλληγορικής ερμηνείας ορισμένων ακαθάρτων ζώων σύμφωνα με τις αντιλήψεις περί διατροφικών διατάξεων του Ιουδαϊσμού, τα οποία αναφέρονται στο κεφάλαιο 10 της επιστολής. Στον κατάλογο με τα ακάθαρτα ζώα των οποίων η βρώση απαγορεύεται σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο, αναφέρονται από το συγγραφέα της Επιστολής Βαρνάβα συνολικά 11 είδη της βιοποικιλότητας. Από αυτά 4 ανήκουν στα θηλαστικά, 4 στα πτηνά και 3 στα θαλάσσια όντα (ένα ψάρι και δύο μαλάκια). Απουσιάζουν εδώ τα ερπετά και τα έντομα.

Φοινικόπτερα

Αλκυόνη, εκβολές Γαλλικού, Δεκέμβριος 2016

Ο συγγραφέας της επιστολής έχει υπόψη του τις νομικές διατάξεις σχετικά με τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα του Ιουδαϊσμού που συναντάμε στα Λευ. 11 και Δτ. 14. Είναι ολοφάνερο πως για τη σύνταξη του δικού του καταλόγου, ο οποίος είναι συντομότερος, χρησιμοποίησε τους δύο παραπάνω, όπως προκύπτει όχι μόνο από τα συγκεκριμένα είδη αλλά και από τη σειρά με την οποία αυτά αναφέρονται. Οι περιπτώσεις του ἰκτίνα και του κόρακα αλλά και του λαγού είναι οι πλέον χαρακτηριστικές. Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην ακολουθεί την ίδια ορολογία αλλά αναφέρει ακόμη και τα κριτήρια που καθιστούν συγκεκριμένα είδη της βιοποικιλότητας ακάθαρτα και συνεπώς αποκλείονται από το τραπέζι του ευσεβή Ιουδαίου. Ας σημειωθεί εδώ πως από τα 11 συνολικά είδη του καταλόγου της Επιστολής Βαρνάβα, τα 5 (ο ὀξύπτερος, η σμύραινα, ο πολύπους, η σηπία και η ὕαινα) δεν απαντούν στους σχετικούς καταλόγους της Π.Δ. Ο ὀξύπτερος δεν χρησιμοποιείται πουθενά στην Π.Δ., ενώ η ὕαινα απαντά δύο φορές στα Σειρ. 13:18 και Ιερ. 12:9. Στο μεταφρασμένο κείμενο της Επιστολής Βαρνάβα στην ΕΠΕ ο ὀξύπτερος αποδίδεται ως γύπας, ενώ η γαλῆ ως γάτα. Παρατηρούμε εδώ ότι η μετάφραση του Λευ. 11:29 σύμφωνα με την ΕΒΕ έχει κουνάβι. Στην περίπτωση αυτήν έχουμε δύο διαφορετικά είδη και μάλιστα ένα οικόσιτο και ένα άγριο. Περιέργως η γάτα απουσιάζει εντελώς από την Αγία Γραφή. Στην Επιστολή Βαρνάβα θα πρέπει να εννοήσουμε ότι γίνεται λόγος για κουνάβι, καθώς η αναπαραγωγική ιδιομορφία που αναφέρεται εδώ, παρότι εσφαλμένη, είναι γνωστή νωρίτερα στον Αριστοτέλη αλλά και στην Επιστολή Αριστέα.

Οι διατροφικοί κανόνες του Ιουδαϊσμού καθόριζαν ποια είδη των οικόσιτων και άγριων θηλαστικών, πουλιών, ψαριών, ακόμη και εντόμων ήταν βρώσιμα. Τα επιτρεπόμενα είδη θεωρούνταν καθαρά και τα απαγορευμένα ακάθαρτα. Ο διαχωρισμός αυτός μαρτυρείται από το πρώτο βιβλίο της Π.Δ. στις οδηγίες που δίνονται στο Νώε (Γεν. 7:2). Οι διατροφικοί κανόνες με το πέρασμα του χρόνου έγιναν εξαιρετικά περίπλοκοι προκειμένου να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις που θα αντιμετώπιζε ο πιστός Ιουδαίος και έτσι αργότερα ένα μεγάλο μέρος του Ταλμούδ αφιερώνεται σε αυτούς.

Τα ζώα που αναφέρονται στους καταλόγους του Λευ. 11 και του Δτ. 14 ταξινομούνται με βάση το περιβάλλον τους. Εκτός από καθαρά και ακάθαρτα, τα ζώα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτά της ξηράς (Λευ. 11:2-8, 24-28, 29-38, 39-40, 41-44), της θάλασσας (11:9-12) και του αέρα (11:13-19). Ανάμεσα στα φτερωτά, τα φτερωτά έντομα προβάλλουν ως υποκατηγορία (11:20-23). Υπάρχει όμως και μια τέταρτη κατηγορία, τα ερπετά . Από το σύνολο των συγκεκριμένων ζώων τα καθαρά επιτρέπονται προς βρώση, ενώ τα ακάθαρτα απαγορεύονται. Ασφαλώς η ταξινόμηση των ζώων στα Λευ. 11 και Δτ. 14 διαφέρει από οποιαδήποτε σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση χρησιμοποιούν οι βιολόγοι. Παντού στην Π.Δ. επιχειρείται μια προσπάθεια να ταξινομηθούν τα καθαρά ζώα σε ομάδες σύμφωνα με κριτήρια μορφολογίας και συμπεριφοράς, χωρίς αυτά να συνδέονται με κάποιους ανατομικούς ή γενετικούς δεσμούς.

Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε ότι οι παρατηρήσεις του νομοθέτη σφάλλουν σε πολλές περιπτώσεις και αυτές κληρονομούνται αργότερα σε κείμενα τα οποία κάνουν χρήση αυτών των διατάξεων, όπως στην περίπτωσή μας το κεφ. 10 της Επιστολής Βαρνάβα. Για παράδειγμα το κουνέλι και ο λαγός θεωρούνταν μηρυκαστικά, ενώ φυσικά δεν είναι. Προφανώς αυτό προέκυψε από την παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο τα συγκεκριμένα ζώα κουνούν τα σαγόνια τους. Από το κείμενο του Λευ. 11 φαίνεται ότι έγιναν αργότερα προσθήκες, αν αυτό συγκριθεί με εκείνο του Δτ. 14. Ίσως υπήρχε ένας αρχικός κατάλογος με απαγορευμένα είδη θηλαστικών, όπως εκείνος των πουλιών, ενώ τα κριτήρια καθορίστηκαν αργότερα.

Από τα υδρόβια (Λευ. 11:9-12) ως καθαρά χαρακτηρίζονται όσα έχουν λέπια και πτερύγια. Τα χέλια για παράδειγμα έχουν πτερύγια αλλά δεν έχουν λέπια. Ήταν επομένως ακάθαρτα για τους Ιουδαίους. Το βέβαιο είναι ότι τα μαλάκια θεωρούνται με βάση το παραπάνω κριτήριο ακάθαρτα. Αυτό είναι το μόνο κριτήριο καθαρότητας και το Δτ. 14:10 θεωρείται η αρχαιότερη μορφή της συγκεκριμένης διάταξης, ενώ το Λευ. 11:10-12 φαίνεται ότι αποτελεί μεταγενέστερη επεξήγηση στην παλαιότερη διάταξη. Πιθανώς εδώ ο νομοθέτης να ήθελε να αποκλείσει κάποια είδη χελιών ή γατόψαρων που ζουν σε γλυκά νερά. Εφόσον είχαν καθοριστεί τα κριτήρια της καθαρότητας δεν χρειαζόταν να αναφερθούν ονομαστικά κάποια είδη. Το σίγουρο είναι ότι σχεδόν όλοι οι υδρόβιοι οργανισμοί και οι συνήθειές τους ήταν άγνωστες κατά την αρχαιότητα λόγω της δυσκολίας παρατήρησης στο φυσικό τους περιβάλλον, αφού δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν καταδύσεις. Ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως όσα ήταν γνωστά για τα πιο συνηθισμένα είδη, στηρίζονταν στις παρατηρήσεις των ψαράδων της κάθε εποχής και περιοχής.

DSC_8068

Φοινικόπτερα, λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου, Δεκέμβριος 2016

Ο κατάλογος με τα ακάθαρτα πουλιά στη συνέχεια είναι μεγαλύτερος και περιέχει πολλές δυσκολίες, αλλά και διαφορές μεταξύ των δυο κειμένων (Λευ. 11:13-19 και Δτ. 14:11-20). Φυσικά η αναγνώριση ορισμένων ειδών είναι εξαιρετικά δύσκολη από τα ονόματα που δίνονται. Στο κείμενο του Λευιτικού περιλαμβάνονται 21 ακάθαρτα είδη, ενώ σε εκείνο του Δευτερονομίου 20 με διαφορετική σειρά. Στην περίπτωση των πουλιών το κριτήριο απουσιάζει, αλλά είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Από το τραπέζι του Ιουδαίου αποκλείονται τα σαρκοφάγα πουλιά. Εδώ περιλαμβάνονται και όσα τρέφονται με ψάρια. Αρπακτικά, υδρόβια και παρυδάτια είναι όλα ακάθαρτα σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο. Οι ραβίνοι αργότερα στη Μισνά καθόρισαν τα ακάθαρτα πουλιά σε 24 και έθεσαν εκ νέου ορισμένα κριτήρια καθαρότητας.

Στο Λευ 11:20-23 ο νομοθέτης έχει τοποθετήσει τα φτερωτά έντομα. Οι ραβίνοι αργότερα θα καθορίσουν και σε αυτήν την περίπτωση, όπως σε εκείνη των πουλιών, ορισμένα κριτήρια. Ο γενικός κανόνας εδώ είναι ότι όλα τα φτερωτά έντομα είναι ακάθαρτα κατά τον ιουδαϊκό νόμο. Μόνο τέσσερα έντομα αναφέρονται ονομαστικά ως καθαρά στο Λευ. 11:20-22 και αφορούν όλα τους είδη ακρίδας.

Στο Λευ. 11:41-42 γίνεται αναφορά στα ερπετά, τα οποία θεωρούνται όλα τους χωρίς καμία εξαίρεση ακάθαρτα. Όποιο ζώο σέρνεται στο έδαφος με την κοιλιά ή αν αυτό έχει τέσσερα ή περισσότερα πόδια είναι ακάθαρτο. Ο περίεργος τρόπος με τον οποίο κινούνται σίγουρα τα καθιστούσε αλλόκοτα ζώα και συνεπώς ακάθαρτα. Για τους ανθρώπους της αρχαιότητας τα ερπετά δεν ήταν θηλαστικά, ούτε ψάρια, ούτε πουλιά, ενώ η συνήθεια τους να κρύβονται στο έδαφος τα συνέδεε με τον κάτω κόσμο και έτσι ίσως δικαιολογείται η γενικότερη απέχθεια προς όλα τα είδη.

Το κείμενο των διατάξεων κλείνει με τη βασική θεολογική ιδέα όλων αυτών των απαγορεύσεων που δεν είναι άλλη από τη διαβεβαίωση «Εγώ ο Κύριος είμαι ο Θεός σας. Αγιάστε τους εαυτούς σας γιατί εγώ είμαι άγιος» στο Λευ. 11:44 και την επανάληψη «Εγώ είμαι ο Κύριος, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να είμαι ο Θεός σας. Πρέπει λοιπόν να είστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος» στο 11:45. Η κεντρική θεολογική ιδέα είναι επομένως η αγιότητα. Αυτή δεν είναι άσχετη με την τελετουργική καθαρότητα. Με τη διάκριση λοιπόν των ζώων σε καθαρά και ακάθαρτα προωθείται κοινωνικά ένας διαχωρισμός και αυτό πραγματοποιείται με τη διατήρηση της ιδέας της αγιότητας.

Το σύστημα ταξινόμησης των ζώων σε καθαρά και ακάθαρτα περιέχει αδυναμίες. Ο νομοθέτης είχε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις ζωολογίας αλλά σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν λανθασμένες παρατηρήσεις, ενώ ο κατάλογος δεν είναι σίγουρα εξαντλητικός. Ο νόμος παρέλαβε κάποιες ιδέες ταμπού από το περιβάλλον του Ισραήλ και τους γειτονικούς λαούς και πρόσθεσε σε αυτές τις καθιερωμένες διατροφικές συνήθειες των Ιουδαίων. Η θεολογική σκέψη στη συνέχεια έλαβε ως δεδομένη τη διάκριση των ζώων σε καθαρά και ακάθαρτα και χρησιμοποίησε αυτό το μοντέλο για να ερμηνεύσει αλληγορικά σε πολλές περιπτώσεις όσα συμβαίνουν στις σχέσεις των πιστών με το Θεό τους και τους άλλους ανθρώπους.

Οι παραπάνω διατάξεις από το Λευιτικό και το Δευτερονόμιο απαντούν στη συνέχεια σε αποσπασματική μορφή στο Χειρόγραφο του Ναού (11Q19 48:1-7). Στην Κ.Δ. δεν γίνεται αναφορά παρά μόνο υπαινιγμός στη διήγηση του οράματος του Πέτρου στις Πράξεις (10:10-16 και 11:5-10) από τον Λουκά. Στόχος της διήγησης είναι να δείξει ότι η κατάργηση του διαχωρισμού των ειδών της βιοποικιλότητας σε καθαρά και ακάθαρτα είναι αντίστοιχη της κατάργησης των διαφορών μεταξύ Ιουδαίων και εθνικών εντός της Εκκλησίας. Ο Λουκάς παρουσιάζει τον Πέτρο να είναι απρόθυμος να καταναλώσει απαγορευμένη τροφή και αυτό αντικατοπτρίζει την απροθυμία των ιουδαιοχριστιανών της Εκκλησίας να δεχθούν τους εθνικούς ως μέλη. Η διήγηση προφανώς χρησιμοποιείται για να φανερώσει το γεγονός ότι οι χριστιανοί δεν χρειάζεται να διακρίνουν τα τρόφιμα σε καθαρά και ακάθαρτα. Το όραμα με απλό τρόπο δίνει μια επίλυση στο πρόβλημα της ενσωμάτωσης των εθνικών στην Εκκλησία. Και ενώ αυτή η γραμμή ερμηνείας υιοθετεί απλώς μια διατροφική συνήθεια και παίρνει θέση απέναντί της, μία δεύτερη προχώρησε σε κάποια περισσότερο ακραία επιλογή. Η Επιστολή Αριστέα, ο Αλέξανδρος του Φίλωνα, η Επιστολή Βαρνάβα και ο Φυσιολόγος θα συνδέσουν ορισμένα από τα απαγορευμένα είδη του Λευιτικού και του Δευτερονομίου αλληγορικά με ορισμένους τύπους ανθρώπων και κυρίως με τη συμπεριφορά τους, εξάγοντας συμπεράσματα ηθικής φύσεως. Η Επιστολή Αριστέα (144-170) είναι χρονικά το πρώτο κείμενο  που επιχειρεί κάτι τέτοιο και στη συνέχεια η Επιστολή Βαρνάβα θα αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο με έντονη αλληγορική ερμηνεία και όχι τυχαία παραδείγματα από τα διάφορα είδη της βιοποικιλότητας. Ο Φυσιολόγος ασχολείται αποκλειστικά με αυτό. Πρόκειται για μια ανθολογία η οποία ανάγεται στον 2ο αι. μ.Χ. και σε αυτήν αναφέρονται πολλά ζώα. Σκοπός του Φυσιολόγου είναι από τη συμπεριφορά των ζώων να εξαχθούν θεολογικά συμπεράσματα ή να φωτιστούν εκείνα τα κείμενα της Αγίας Γραφής στα οποία αναφέρονται διάφορα ζώα. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι και τα έργα αυτά είναι αλεξανδρινής προέλευσης και κάνουν χρήση προφανώς μιας εδραιωμένης παράδοσης που συνδέεται με τη συγκεκριμένη ερμηνευτική μέθοδο και τη συγκεκριμένη περιοχή.

DSC_8969

Χοιροστάσιο, δυτικό ανάχωμα Αξιού, Δεκέμβριος 2016

Στόχος του συγγραφέα της Επιστολής Βαρνάβα στο κεφ. 10 είναι να δείξει ότι οι εντολές για απαγόρευση βρώσης κάποιων ειδών, είτε πρόκειται για οικόσιτα είτε για άγρια ζώα, δεν προέρχεται από τον Θεό αλλά από τον Μωυσή. Τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί αρχίζουν με τον χοίρο (10:3), το απεχθέστερο ζώο για τους Ιουδαίους. Εδώ η βουλιμική συμπεριφορά του χοίρου κατά τη διάρκεια της σίτισής του συνδέεται με εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι σε περιόδους αφθονίας ξεχνούν τον Θεό, ενώ σε περιόδους στέρησης τον θυμούνται. Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η αλληγορική ερμηνεία σε πρώτο επίπεδο συνδέει ένα οικόσιτο ζώο με τον άνθρωπο ισοπεδώνοντας τα στοιχεία εκείνα που διακρίνουν τα δύο όντα μεταξύ τους. Η αυτονόητη διαφορά θυσιάζεται προς χάριν της ηθικοπλαστικής εικόνας που προκαλείται στους παραλήπτες.

Στη συνέχεια στο στίχο 4 ο συγγραφέας ομαδοποιεί τέσσερα πουλιά (ἀετός, ὀξύπτερος, ἰκτίν, κόραξ) στα οποία αποδίδει την ίδια συμπεριφορά ως προς τον τρόπο τροφοληψίας τους. Αν και τα τέσσερα είδη ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες πτηνών, το κοινό τους στοιχείο είναι ότι όλα είναι σαρκοφάγα. Ο συγγραφέας τα ονομάζει εσφαλμένα ὄρνεα και τα συνδέει αλληγορικά με τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους, οι οποίοι δεν αποκτούν την τροφή τους με τη δουλειά τους αλλά την κλέβουν από άλλους. Δυστυχώς εδώ μια φυσική παρατήρηση που αφορά την καιροσκοπία των πουλιών αυτών και τη σαπροφαγία, αν και είναι πραγματικότητα, παρουσιάζεται ως ο μόνος τρόπος διατροφής τους. Τα πουλιά αυτά δεν τρέφονται μόνο με νεκρά ζώα, ούτε κλέβουν την τροφή άλλων πουλιών αλλά κυνηγούν και μόνα τους την τροφή τους, ειδικά τα διάφορα είδη αετών και γερακιών. Δυστυχώς μια φυσική ανάγκη των συγκεκριμένων ειδών παίρνει έντονα αρνητικό περιεχόμενο, παραλείπονται τα θετικά τους χαρακτηριστικά και φυσικά δεν εκτιμάται η οικολογική τους συμβολή στο περιβάλλον.

Στη συνέχεια ο άγνωστος αυτός χριστιανός συγγραφέας περνά στα όντα του νερού, τα οποία ονομάζει ἰχθύδια. Η σμέρνα είναι ψάρι αλλά εξαιτίας του κριτηρίου που θέτουν οι ιουδαϊκές διατάξεις δεν έχει λέπια και πτερύγια και έτσι ανήκει στα ακάθαρτα. Στην πραγματικότητα το σώμα της σμέρνας εκκρίνει μια βλέννα που καθιστά δυσδιάκριτα τα μικροσκοπικά της λέπια. Το χταπόδι και η σουπιά που και αυτά δεν πληρούν τη βασική προϋπόθεση για να θεωρηθούν καθαρά, εξαιρούνταν από το τραπέζι του Ιουδαίου. Επειδή ακριβώς στην αρχαιότητα δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτα για την υδρόβια ζωή, εδώ συναντάμε την παράλογη δήλωση για τα τρία παραπάνω είδη ότι αυτά είναι «ἐπικατάρατα ἐν τῷ βυθῷ νήχεται μὴ κολυμβῶντα ὡς τὰ λοιπά ἀλλ᾽ ἐν τῇ γῇ κάτω τοῦ βυθοῦ κατοικεῖ». Προφανώς ο βυθός παρομοιάζεται στο σημείο αυτό με το βασίλειο του θανάτου καθώς η αλληγορική ερμηνεία των τριών αυτών θαλασσινών τα συνδέει με τους ασεβείς που έχουν ήδη κριθεί με θάνατο.

Στο 10:6 ο συγγραφέας της επιστολής κάνει λόγο για ένα ζώο για το οποίο χρησιμοποιεί δύο ονομασίες (δασύποδα και λαγωὸς). Ο λαγός ήταν παρεξηγημένο θηλαστικό στον ιουδαϊκό κόσμο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι λαοί εκτιμούσαν το κρέας του. Ο λαγός εδώ χαρακτηρίζεται παιδοφθόρος, ενώ συνδέεται και με την πλεονεξία. Στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα η ιδέα αυτή αναπτύσσεται περισσότερο και ως προς το ηθικό μέρος ο Κλήμης χρησιμοποιώντας το απόσπασμα από την Επιστολή Βαρνάβα θα υποστηρίξει ότι η απαγόρευση βρώσης του λαγού φανερώνει την απόρριψη της παιδεραστίας. Το πρόβλημα με το λαγό ήταν η αναπαραγωγική του συχνότητα, καθώς μπορεί να ζευγαρώνει και να γεννά κάθε μήνα. Μάλιστα ζευγαρώνει εκ νέου πριν γεννήσει το θηλυκό τα μικρά του με όποιο θηλυκό μπορεί. Ασφαλώς εδώ συγχέεται το κουνέλι με το λαγό. Οι φυσικές ιστορίες της αρχαιότητας  είχαν μεν σωστές παρατηρήσεις αλλά τα σφάλματα στις λεπτομέρειες είναι αρκετά. Η μήτρα του λαγού είναι δισχιδής. Όταν εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο στον ένα χώρο της μήτρας αρχίζει να αναπτύσσεται το έμβρυο. Μετά από 10-15 ημέρες μπορεί να προκληθεί ωορρηξία στον άλλο χώρο της μήτρας. Το νέο ωάριο μπορεί να γονιμοποιηθεί και να αρχίσει να αναπτύσσεται νέο έμβρυο με αποτέλεσμα όταν το θηλυκό σε λίγες ημέρες γεννήσει τα λαγουδάκια που έχουν αναπτυχθεί στον ένα χώρο της μήτρας, ήδη θα εγκυμονεί τα ηλικίας 15 περίπου ημερών έμβρυα στον άλλο χώρο της μήτρας. Έτσι σε χρονικό διάστημα 15 έως 20 ημερών έχουμε δύο γέννες. Έχει διαπιστωθεί ότι ο λαγός δεν ξεπερνά τις τέσσερις ή πέντε γέννες το χρόνο. Τα δύο είδη, αν και μοιάζουν σε σημαντικό βαθμό, είναι διαφορετικά στη συμπεριφορά τους. Η φράση «οὐ γὰρ ἑνὶ ἀρκεῖται γάμῳ» εκφράζει δυστυχώς χαρακτηριστικότατα τον τρόπο ερμηνείας της συμπεριφοράς των ζώων από τους αλεξανδρινούς χριστιανούς συγγραφείς με αναγωγή σε εκείνη των ανθρώπων. Ασφαλώς αυτούς δεν τους ενδιέφερε το γεγονός ότι τόσο ο λαγός όσο και το κουνέλι δεν έχουν αμυντικούς μηχανισμούς, το προσδόκιμο της ζωής τους είναι εξαιρετικά μικρό και αποτελούν τροφή για πολλά αρπακτικά. Αν δεν διέθεταν το παραπάνω αναπαραγωγικό πλεονέκτημα θα είχαν εξαφανιστεί από τον πλανήτη πολύ νωρίς και κατά συνέπεια αυτό θα προκαλούσε κλονισμό της ισορροπίας της φύσης.

Trigono_43DSC_0388

Μυοκάστορας, λίμνη Κερκίνη, Ιανουάριος 2017

Παρακάτω στο 10:7 παρουσιάζεται ένα σαρκοφάγο θηλαστικό το οποίο στην αρχαιότητα είχε προκαλέσει σύγχυση ακόμη και σε όσους ασχολήθηκαν με τη συγγραφή των φυσικών ιστοριών. Εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της μορφολογίας των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της ύαινας, τα οποία μοιάζουν καταπληκτικά και στα δύο φύλα, θεωρούσαν όλοι κατά την αρχαιότητα, με εξαίρεση τον Αριστοτέλη, ότι το ζώο αυτό άλλαζε φύλο κατά τα διάρκεια της ζωής του. Τις περισσότερες φορές το αποκαλούν μάλιστα ερμαφρόδιτο. Ασφαλώς το συμπέρασμα αυτό προέκυψε από επιφανειακή παρατήρηση των γεννητικών της οργάνων. Την ιδέα αυτή τη συναντάμε και σε όλα τα κείμενα της αλεξανδρινής γραμματείας στα οποία αναφέρονται διάφορα είδη της βιοποικιλότητας και ερμηνεύονται αλληγορικά με ηθικό περιεχόμενο. Με αφορμή την περίπτωση της ύαινας οι πιστοί στην Επιστολή Βαρνάβα προτρέπονται να αποφεύγουν κάθε άνθρωπο που είναι μοιχὸς και φθορεὺς. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κλήμης, ενώ δέχεται την παρατήρηση του Αριστοτέλη, χρησιμοποιώντας το Επιστολή Βαρνάβα, 10:7 συνδέει αλληγορικά την ιδιαιτερότητα αυτή της ύαινας με την ανδρική ομοφυλοφιλία.

Μια άλλη διαδεδομένη παρεξήγηση που αφορούσε το κουνάβι (γαλῆ) έδωσε τροφή σε νέα ηθική παραίνεση προς τους πιστούς. Στο 10:8 αυτοί προτρέπονται να αποφεύγουν κάθε αμαρτωλό. Στην αρχαιότητα θεωρούσαν ότι το κουνάβι συλλαμβάνει με το στόμα ή γεννά τα μικρά του από αυτό. Τα πετροκούναβα είναι από τα λίγα θηλαστικά που έχουν μια μοναδική αναπαραγωγική ιδιομορφία. Έχουν τη δυνατότητα μετά από τη σύλληψη να διατηρούν το γονιμοποιημένο έμβρυο εκτός της μήτρας για περίπου 200 με 240 ημέρες και να το εμφυτεύουν σε αυτήν συνήθως στις αρχές της επόμενης άνοιξης. Αν λοιπόν οι φυσιοδίφες της αρχαιότητας είχαν παρατηρήσει ένα τέτοιο φαινόμενο μελετώντας την ανατομία ενός θηλυκού ζώου μπορούμε να αντιληφθούμε πως περίπου θα εξηγούσαν την ιδιαιτερότητα αυτή.

DSC_8008

Μελισσοφάγος, δυτική όχθη Στρυμόνα, Μάιος 2017

Μόλις ο συγγραφέας της Επιστολής Βαρνάβα ολοκληρώσει τα παραδείγματα από τη βιοποικιλότητα, προβαίνει στην παράθεση του Ψλ. 1:1 στο 10:10 και κάνει γενικεύσεις συνδέοντας αλληγορικά τη φράση «Μακάριος ἀνήρ ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» με τα ψάρια «καθὼς καὶ οἱ ἰχθύες πορεύονται ἐν σκότει εἰς τὰ βάθη» όπως αναφέρει. Στη συνέχεια κατανοεί το «οὐδὲ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν ἔστη» με την περίπτωση των αμαρτωλών που συμπεριφέρονται όπως ο χοίρος (οἱ δοκοῦντες φοβεῖσθαι τὸν κύριον ἁμαρτάνουσιν ὡς ὁ χοῖρος). Τέλος, η φράση του ψαλμού «οὐδὲ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν ἐκάθισεν» παρομοιάζεται με το κούρνιασμα των αρπαχτικών πουλιών (καθὼς τὰ πετεινὰ καθήμενα εἰς ἁρπαγήν). Για τον συγγραφέα της Επιστολής Βαρνάβα το πραγματικό νόημα των διατροφικών κανόνων δεν ήταν η αποχή από συγκεκριμένες τροφές και ασφαλώς η ιουδαϊκή ερμηνεία και πρακτική είναι εσφαλμένη. Η πραγματική τους σημασία είναι η αποφυγή των αμαρτωλών εκείνων ανθρώπων που έχουν συμπεριφορά ή εμφάνιση ανάλογη των συγκεκριμένων ειδών της βιοποικιλότητας και θεωρούνται ακάθαρτα.

Πέρα από τα αρνητικά παραδείγματα που προηγήθηκαν δεν θα μπορούσε εδώ να λείπει και ένα θετικό. Ο συγγραφέας της επιστολής αποκαλύπτει το πραγματικό νόημα των μωσαϊκών διατάξεων. Συνεπώς ταυτίζει τα καθαρά ζώα που είναι δίχηλα και μηρυκαστικά με εκείνους που φοβούνται τον Κύριο, με εκείνους που μελετούν και τηρούν τις εντολές του, με εκείνους που γνωρίζουν ότι η μελέτη είναι έργο ευφροσύνης και εκείνους που αναμασούν το λόγο του Κυρίου. Από το τελευταίο είναι ξεκάθαρο πως βλέπει αλληγορικά την ιδιότητα του μηρυκασμού. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι δε η αλληγορική κατανόηση της δίχηλης οπλής με εσχατολογικό περιεχόμενο. Αυτή δηλώνει την παρουσία του δικαίου σε αυτόν τον κόσμο και την προσδοκία της έλευσης του μελλοντικού. Φυσικά ο συγγραφέας δεν παραλείπει να σημειώσει με αντιουδαϊκό τόνο «Ἀλλὰ πόθεν ἐκείνοις ταῦτα νοῆσαι ἢ συνιέναι». Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως πουθενά στο έργο του δεν αναφέρει τη λέξη Ιουδαίος ή Ιουδαίοι. Παντού αναφέρεται σε αυτούς με προσωπικές ή δεικτικές αντωνυμίες  όπως αὐτοὶ ή ἐκείνοι. Ο συγγραφέας είναι βέβαιος πως η πραγματική κατανόηση των διατροφικών κανόνων είναι εκείνη που μόλις αυτός παρουσίασε  με τη συνδρομή της αλληγορικής ερμηνείας.

Άγιος Βασίλειος_6

Φιδαετός, λίμνη Κορώνεια, Ιούλιος 2017

Μπορούμε τώρα να καταλήξουμε σε ορισμένες συμπερασματικές σκέψεις. Όπως οι περισσότεροι ερευνητές έχουν σημειώσει, το πλέον ιδιαίτερο στοιχείο της Επιστολής Βαρνάβα είναι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει αρκετά στοιχεία της Π.Δ. σε σχέση με τον ιουδαϊκό νόμο. Ασφαλώς για τον συγγραφέα της μόνο η χριστιανική ερμηνεία είναι η σωστή. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε και τον κατάλογο με τα ακάθαρτα ζώα του κεφαλαίου 10.

Η χρήση της αλληγορικής μεθόδου ερμηνείας είναι το εργαλείο που επιτρέπει στον συγγραφέα της επιστολής να αρνηθεί την ορθότητα των βασικών συμβόλων της ιουδαϊκής ταυτότητας, όπως είναι η περιτομή, η νηστεία, τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα, το θυσιαστικό σύστημα, η λατρεία του ναού και η αργία του Σαββάτου.

Η Επιστολή Βαρνάβα σε απόλυτη συμφωνία με τα υπόλοιπα σχετικά έργα της τάσης που αναφέραμε, χρησιμοποιεί διάφορα είδη της βιοποικιλότητας από πηγές, όπως οι μύθοι του Αισώπου, παροιμιακή σοφία και φυσικές ιστορίες. Φυσικά ως προς το υπόλοιπο υλικό βρίσκεται σε συμφωνία με τα υπόλοιπα χριστιανικά κείμενα του 2ου αι. μ.Χ., τα οποία χρησιμοποιούν εκτενώς τις βιβλικές πηγές.

Ο συγγραφέας της επιστολής επιλέγει και είδη της βιοποικιλότητας τα οποία δεν υπάρχουν στις σχετικές νομικές διατάξεις περί καθαρών και ακαθάρτων στην Π.Δ. αρκεί αυτά να εξυπηρετούν το σκοπό του.

Οι όποιες μορφολογικές ιδιαιτερότητες ορισμένων ειδών της βιοποικιλότητας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κατανοούνταν με διάφορους απίθανους τρόπους, ενώ λάμβαναν επίσης πάντα αρνητικό περιεχόμενο. Τα θρησκευτικά κείμενα που επέλεξαν να κάνουν χρήση αυτών, προχώρησαν παραπέρα με αναγωγές εξυπηρετώντας τις σκοπιμότητες του κάθε συγγραφέα.

Δεν έχει καμία απολύτως βάση ή προτιμότερα είναι ανήθικο να παρουσιάζονται ορισμένα ζώα ως ανήθικα. Τα παραδείγματα του λαγού, της ύαινας και τους κουναβιού που υπάρχουν τελευταία στον κατάλογο της Επιστολής Βαρνάβα μοιράζονται διάφορες ιδέες που κυκλοφορούσαν στην αρχαιότητα και είχαν αναπτυχθεί από μίξη φυσικών παρατηρήσεων, μύθων, φαντασίας και δεισιδαιμονιών.

DSC_0736

Χαλκοκουρούνες, ρέμα Μελισσουργού, Ιούλιος 2017

Η αλληγορική κατανόηση των ζώων δεν είναι συχνά ίδια σε όλα τα έργα. Παρατηρούνται ιδέες που δεν προσλαμβάνονται από τους χριστιανούς συγγραφείς και άλλες στις οποίες δείχνεται προτίμηση και μάλιστα αυτές ενισχύονται με φανταστικές εκτιμήσεις. Ο Κλήμης στην περίπτωση του λαγού για παράδειγμα, προτιμά τις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη και δεν συμφωνεί με τον συγγραφέα της Επιστολής Βαρνάβα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αλληγορική ερμηνευτική παράδοση της Αλεξάνδρειας έκανε τους χριστιανούς συγγραφείς εκπροσώπους της να απομακρυνθούν αρκετά από τη ζωολογία.

Ο συγγραφέας της Επιστολής Βαρνάβα, όπως άλλωστε και οι ευαγγελιστές ή οι μεταγενέστεροι χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων δεν έχουν ζωολογικές γνώσεις και κυρίως δεν ενδιαφέρονταν για τα ίδια τα ζώα, τα οποία φυσικά θεωρούσαν κατώτερα του ανθρώπου. Η στωική θέση είχε επικρατήσει την εποχή που μας ενδιαφέρει. Όλοι οι παραπάνω δεν ανατρέχουν στις φυσικές ιστορίες  ή αν ορισμένοι το κάνουν, προτιμούν να ασπαστούν μυθώδεις ιδέες που συνδέονταν με συγκεκριμένα είδη της βιοποικιλότητας. Η ψύχραιμη αντίθετα θεολογική σκέψη της εποχής μας δεν έχει παρά να συμφωνήσει με τον Ψαλμωδό που παρατηρεί εύστοχα «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου κύριε πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτήσεώς σου» (Ψλ. 103:24).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.