Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, Το μοτίβο των «Δύο Οδών» και ο λειτουργικός του ρόλος στη γραμματεία της εποχής των Αποστολικών Πατέρων

Σμύρνη_79

Η εισήγηση της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που έγινε στη Σμύρνη

Η συνάντηση εθνικής-ιουδαϊκής και χριστιανικής γραμματείας

Η εποχή των αποστολικών πατέρων υπήρξε κομβικής σημασίας αρχικά για τη συνάντηση και τη συμβίωση της χριστιανικής με την εθνική και την ιουδαϊκή γραμματεία και, στη συνέχεια, για τη διαμόρφωση της ταυτότητας της χριστιανικής γραμματείας. Οι χριστιανοί συγγραφείς, μέσα από την προσπάθειά τους να αποτυπώσουν τον επαναπροσδιορισμό των αξιών και τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, προκαλούν μια «μεταστροφή» της πολιτισμικής έκφρασης του αρχαίου κόσμου. Έτσι δημιουργείται σταδιακά μια παιδευτική γραμματεία, η οποία, ακόμη και όταν ακολουθεί τους κανόνες σύνταξης και τις αισθητικές επιλογές του εθνικού και του ιουδαϊκού περιβάλλοντος, τίθεται στην υπηρεσία της νέας θρησκείας, που διαμορφώνει τις δικές της αξίες στις κοινωνίες όπου διαδίδεται, χωρίς να αποκλείονται οι ανταλλαγές και οι αλληλεπιδράσεις, αφού οι διασταυρώσεις ήταν δεδομένες και αναπόφευκτες[1]. Ο χριστιανισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αυτοσυνειδησία των συγγραφέων, δεδομένου ότι σημαίνοντες συγγραφείς είναι μεταστραφέντες από τον ιουδαϊσμό ή τον εθνικό κόσμο.

Στην  παρούσα ανακοίνωση διερευνούμε το μοτίβο των «Δύο Οδών» και τη λειτουργία του στη γραμματεία της εποχής των αποστολικών πατέρων, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την εθνική-ιουδαϊκή γραμματεία στη χριστιανική. Ειδικότερα εξετάζουμε τα έργα Επιστολή του Βαρνάβα, Διδαχή των Αποστόλων και  Ποιμήν του Ερμά.

Σμύρνη_102

Το μοτίβο των «Δύο Οδών» και το γραμματειακό του υπόβαθρο

Η επιλογή του ορθού τρόπου ζωής που οδηγεί σε περιπλανήσεις στα μονοπάτια της φιλοσοφίας ή των διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων και το συναφές δίλημμα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος αποτελεί διαχρονικά έναν γραμματειακό «τόπο» που αποτυπώνεται στην ονομαζόμενη διδασκαλία των «Δύο Οδών». Το γραμματειακό υπόβαθρο αυτού του μοτίβου ανιχνεύεται σε κείμενα φιλοσοφικού, θρησκευτικού, παιδευτικού και παραινετικού χαρακτήρα τόσο της εθνικής όσο και της ιουδαϊκής γραμματείας[2].

Ι.  Εθνική γραμματεία

Στην αρχαία ελληνική σκέψη το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα σε δύο δρόμους απαντάται σε μια σειρά κειμένων. Η πρώτη εμφάνιση του μοτίβου εντοπίζεται σε περιγραφή του Ησιόδου (7ος-8ος αι. π.Χ.), και ειδικότερα στο διδακτικό του έπος Έργα και Ημέραι. Ο ποιητής, συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση, να αλλάξει τρόπο ζωής, να εγκαταλείψει το δρόμο της αδικίας, που είναι εύκολος και ομαλός, και να στραφεί στο δίκαιο και την αρετή, η οποία κατοικεί σε δυσπρόσιτες κορυφές και ο δρόμος που οδηγεί σ΄αυτήν είναι δύσβατος και  ανηφορικός.[3]

Το μοτίβο επανέρχεται στην αφήγηση του σοφιστή Πρόδικου για τη συνάντηση του νεαρού Ηρακλή με την Αρετή και την Κακία, που διασώζει ο Ξενοφώντας. Η Κακία προτείνει στον Ηρακλή ένα δρόμο ευχάριστο, εύκολο και σύντομο, γεμάτο απολαύσεις, ενώ ο δρόμος που οδηγεί στην κορυφή, όπου βρίσκεται η Αρετή, είναι μακρύς και δύσβατος[4].

Στον στωϊκό φιλόσοφο Κέβητα και το έργο του Πίναξ, του 1ου αιώνα μ.Χ  συναντούμε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του μοτίβου των «Δύο Οδών». Σε μια άκρως παραστατική εικόνα, παρουσιάζονται να πρωταγωνιστούν δύο αλληγορικές μορφές, η Εγκράτεια και η Καρτερία, οι οποίες  προτρέπουν τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από την πλάνη, να μετανοήσουν και να στραφούν στην οδό που οδηγεί στην αληθινή Παιδεία. Η οδός αυτή είναι στην αρχή ανηφορική και τραχεία, πετρώδης, στενή και απόκρημνη. Δεν πρέπει όμως να λιποψυχήσουν, γιατί μετά τις δυσκολίες ανοίγεται μπροστά τους η οδός της αληθινής Παιδείας που είναι «καλή τε καὶ ὁμαλὴ καὶ εὐπόρευτος καὶ καθαρὰ παντὸς κακοῦ»[5].

Μια αλληγορική εικόνα με έντονο φιλοσοφικό χρώμα, που παρουσιάζει τις δύο οδούς της νόησης, την οδό του Είναι και της αληθείας και την οδό του Μηδενός και της άγνοιας, απαντά και στον Παρμενίδη. Ο φιλόσοφος περιγράφει ένα υπερφυσικό ταξίδι προς μια ανώνυμη θεά, η οποία του υπόσχεται πως θα μάθει από αυτήν «τα πάντα» και θα τον οδηγήσει στο δρόμο της γνώσης[6].

Το γραμματειακό μοτίβο των «Δύο Οδών» λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά επενδεδυμένο και  σε συνδυασμό με την αλληγορία, την αποκάλυψη και το όραμα, χρησιμοποιήθηκε από τους εθνικούς συγγραφείς ως έκφραση προσωπικής αναζήτησης και αυτογνωσίας ή προτροπής και μύησης άλλων στο δρόμο προς την αρετή και τη γνώση.

Κιρκιντζές_18

ΙΙ. Ιουδαϊκή γραμματεία

Το μοτίβο των «Δύο Οδών» διατρέχει την ιουδαϊκή σκέψη και παράδοση. Πλήθος σχετικών μεταφορικών εκφράσεων απαντώνται στην Παλαιά Διαθήκη. Η αρχική φόρμα σταδιακά εμπλουτίζεται υπό την επίδραση νομικών και σοφιολογικών οδηγιών, ηθικών κανόνων και απαγορεύσεων.

Η επιλογή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αντιστοιχεί στην επιλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό, συνδέεται στο Δευτερονόμιο με την στροφή στην οδό του Κυρίου και την τήρηση των εντολών που οδηγεί στη ζωή ή με την πλάνη και τη λατρεία άλλων θεών που οδηγεί στην απώλεια. Ο θεός έδωσε στον άνθρωπο από την αρχή την ελευθερία να επιλέξει την πορεία της ζωής του:

Ιδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. .. διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου[7].

Στην προφητική παράδοση, το μοτίβο των «Δύο Οδών» συνδέεται συχνά με τη μετάνοια, την αλλαγή τρόπου ζωής και την επιλογή της ορθής οδού: διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν και τα επιτηδεύματα υμών[8], προτρέπει το λαό του Ισραήλ ο προφήτης Ιερεμίας. Διά στόματος του ιδίου προφήτη, ακούγεται και πάλι ο λόγος του Κυρίου για τις δύο οδούς που ανοίγονται μπροστά στον άνθρωπο:

Τάδε λέγει Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου[9].

Πλούσια είναι η παράδοση των «Δύο Οδών» στην απόκρυφη και αποκαλυπτική ιουδαϊκή γραμματεία. Με σαφή παιδαγωγική στόχευση, το μοτίβο των «Δύο Οδών», χρησιμοποιείται και στο κείμενο της Διαθήκης του Ασσήρ (1, 3-5) στο πλαίσιο της πατρικής νουθεσίας. Ο θεός έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποφασίσει και να επιλέξει. Αν πάλι κάνει λάθος  και  αμαρτήσει, μπορεί να μετανοήσει:

Δύο ὁδοὺς ἔδωκεν ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων  καὶ δύο διαβούλια καὶ δύο πράξεις καὶ δύο τρόπους καὶ δύο τέλεα.  Ὁδοὶ γάρ εἰσιν δύο, καλοῦ καὶ κακοῦ· ἐν οἷς εἰσι τὰ δύο διαβούλια ἐν στέρνοις ἡμῶν διακρίνοντα αὐτά. 5. Διὰ τοῦτο πάντα δύο εἰσίν, ἓν κατέναντι τοῦ ἑνός Ἐὰν οὖν ἡ ψυχὴ θέλει καλῶς πορευθῆναι, πάσας τὰς πράξεις αὐτῆς ποιεῖ ἐν δικαιοσύνῃ, κἂν ἁμάρτῃ, εὐθὺς μετανοεῖ. [10]

Πρόσληψη του μοτίβου των «Δύο Οδών» εντοπίζεται και στο Εγχειρίδιο Πειθαρχίας του Qumran. Η οδός του πνεύματος της αληθείας αντιπαραβάλλεται με την οδό του πνεύματος της πλάνης, μέσα από την αντίθεση φωτός και σκότους. Η διδασκαλία των «Δύο Οδών», εμπλουτισμένη με έναν κατάλογο αρετών και κακιών, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ηθική δυαρχία της κοινότητας των Εσσαίων. Η οδός της αληθείας φωτίζει την καρδιά του ανθρώπου και τον οδηγεί στην αληθινή δικαιοσύνη, την ταπεινοφροσύνη, τη σύνεση, τη σοφία και το αιώνιο φως. Το πνεύμα της πλάνης τον οδηγεί στην απληστία, την ασέβεια, το ψεύδος, την αφροσύνη, τη βλασφημία, και το σκότος [11].

Έφεσος_351

Χριστιανική γραμματεία

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η διδασκαλία των «Δύο Οδών» απαντά ιδιαίτερα συχνά και συνιστά ένα είδος Προτρεπτικού[12] και μύησης στο μήνυμα της νέας θρησκείας. Εκτός από τα έργα Επιστολή του Βαρνάβα, Διδαχή των Αποστόλων και Ποιμήν του Ερμά, που θα μας απασχολήσουν εν προκειμένω, το μοτίβο εντοπίζεται στον Ματθαίο, στον Ιουστίνο, και στη συνέχεια στον Ωριγένη[13], αλλά και στην πρώιμη απολογητική λατινική γραμματεία[14].

Επιστολή Βαρνάβα

Η Επιστολή Βαρνάβα είναι ένα έργο ευρέως γνωστό στην πρωτοχριστιανική γραμματεία και παραδίδεται στον Σιναϊτικό κώδικα του 4ου αιώνα, ανάμεσα στο κείμενο της Αποκάλυψης του Ιωάννη και τον Ποιμένα του Ερμά.

Ο συντάκτης του είναι μεταστραφείς χριστιανός, μάλλον εξ εθνικών, και το κείμενό του διακρίνεται για το έντονο ιουδαϊκό χρώμα, χάρη στις πλούσιες  αναφορές σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. (Ησαΐας, Ψαλμοί, Πεντάτευχος, Ζαχαρίας, Δανιήλ) καθώς και της αποκαλυπτικής-απόκρυφης  γραμματείας (Ενώχ, Δ΄ Έσδρα και Β΄ Βαρούχ)[15].

Μέσα σε ένα ευφρόσυνο κλίμα για την πνευματική δωρεά που ο ίδιος απολαμβάνει, ο συντάκτης ευαγγελίζεται τη γνώση αυτή και στους αποδέκτες της επιστολής, προκειμένου να τελειωθούν εν πίστει.

ὑπερευφραίνομαι … μεταδοῦναι ἀφ’ οὗ ἔλαβον, … ἐσπούδασα κατὰ μικρὸν ὑμῖν πέμπειν, ἵνα μετὰ τῆς πίστεως ὑμῶν τελείαν ἔχητε τὴν γνῶσιν[16].

Η επιστολή διακρίνεται σε δύο μέρη. Η διδασκαλία των «Δύο Οδών» βρίσκεται στο δεύτερο μέρος και συνδέεται με τη μετάδοση της γνώσης που περιέχεται στο πρώτο μέρος. Η γνώση αποτελεί την προϋπόθεση που θα οδηγήσει στην οδό του φωτός. Στην οδό του φωτός είναι τεταγμένοι φωταγωγοὶ ἄγγελοι τοῦ θεοῦ, ενώ στην οδό του σκότους ἄγγελοι του σατανά:

Μεταβῶμεν δὲ καὶ ἐπὶ ἑτέραν γνῶσιν καὶ διδαχήν.  Ὁδοὶ δύο εἰσὶν διδαχῆς καὶ ἐξουσίας, ἥ τε τοῦ φωτὸς καὶ ἡ τοῦ σκότους. διαφορὰ δὲ πολλὴ τῶν δύο ὁδῶν. ἐφ’ ἧς μὲν γάρ εἰσιν τεταγμένοι φωταγωγοὶ ἄγγελοι τοῦ θεοῦ, ἐφ’ ἧς δὲ ἄγγελοι του σατανᾶ. καὶ ὁ μέν ἐστιν κύριος ἀπὸ αἰώνων καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας, ὁ δὲ ἄρχων καιροῦ τοῦ νῦν τῆς ἀνομίας[17].

Η αντίθεση φωτός και σκότους, η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων και εξουσιών ανακαλούν την παράδοση της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής γραμματείας.

Μετά την πρώτη αυτή εισαγωγική γενική θέση, ακολουθεί η αναλυτική εικόνα των «Δύο Οδών», σε μορφή καταλόγου. Προηγείται η περιγραφή της οδού του φωτός που συνοδεύεται αρχικά με οδηγίες και εντολές προτρεπτικού και στη συνέχεια  αποτρεπτικού χαρακτήρα[18].

Και ακολουθεί με τον ίδιο τρόπο η συντομότερη περιγραφή της οδού του σκότους και του θανάτου[19].

Το κείμενο της επιστολής κλείνει σε κλίμα δοξολογίας και ευφροσύνης, με την προτροπή προς τους αποδέκτες που γνωρίζουν τον Κύριο να πορεύονται στο δρόμο του:

διὸ μᾶλλον ἐσπούδασα γράψαι ἀφ’ ὧν ἠδυνήθην, εἰς τὸ εὐφρᾶναι ὑμᾶς. σώζεσθε, ἀγάπης τέκνα καὶ εἰρήνης. ὁ κύριος τῆς δόξης καὶ πάσης χάριτος μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν[20].

Έφεσος_221

Μορφολογία και λειτουργία του μοτίβου

Η διδασκαλία των «Δύο Οδών» στην Επιστολή ακολουθεί μορφολογικά τριμερή φόρμα: απόλυτα δυαδική εισαγωγή -αναλυτική υπό μορφή καταλόγου έκθεση αρετών και ελαττωμάτων- καταληκτική εσχατολογική προοπτική.

Η λειτουργία του μοτίβου, το οποίο εμφανίζεται όπως σημειώθηκε παραπάνω στο δεύτερο μέρος, δείχνει να επεκτείνεται τεχνηέντως σε ολόκληρη την επιστολή, τόσο από άποψη μορφής όσο και από άποψη περιεχομένου.

Ειδικότερα, η μορφολογική συνέχεια διασφαλίζεται με την παρουσία και επανάληψη σε όλη την έκταση του κειμένου αγιογραφικών χωρίων, τα οποία περιέχουν εκφραστικά μέσα και όρους που συνδέονται με την  εικόνα της οδού και την πορεία του ανθρώπου[21]:

Παραθέτουμε ενδεικτικά:

ὃς ἔχων ὁδοῦ δικαιοσύνης γνῶσιν ἑαυτὸν εἰς ὁδὸν σκότους ἀποσυνέχει … Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, καθὼς καὶ οἱ ἰχθύες πορεύονται ἐν σκότει εἰς τὰ βάθη· καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη … ὅτι ὁ δίκαιος καὶ ἐν τούτῳ τῷ κόσμῳ περιπατεῖ.

Όσον αφορά το περιεχόμενο, η παρουσία του μοτίβου στο δεύτερο μέρος συνδέεται με την παρουσία της γνώσης στο πρώτο μέρος. Η σύνδεση αυτή δεν  αποτυπώνεται μόνο τυπικά στη μεταβατική φράση που συνδέει τα δύο μέρη της επιστολής (μεταβῶμεν δὲ καὶ ἐπὶ ἑτέραν γνῶσιν καὶ διδαχήν), αλλά συνιστά επιπλέον και τον ιδεολογικό πυρήνα του κειμένου. Η επιστολή αποσκοπεί εξαρχής στη μετάδοση της γνώσης, γιατί η γνώση είναι εκείνη που φωτίζει και οδηγεί στη συνέχεια στην ορθή επιλογή μεταξύ των «Δύο Οδών» που περιγράφονται στη δεύτερη ενότητα.

Συνεπώς, η διδασκαλία των «Δύο Οδών» δεν λειτουργεί αποσπασματικά, αλλά συνοδεύει τη σκέψη του συντάκτη από την αρχή μέχρι το τέλος του κειμένου. Αν λάβουμε υπόψη την κρατούσα άποψη  ότι πρόκειται για δύο κείμενα που ενώθηκαν από ένα τρίτο πρόσωπο, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτή τη συνοχή στη δημιουργική και ουσιαστική επεξεργασία του κειμένου από το τρίτο αυτό πρόσωπο.

Σε κάθε περίπτωση, το πλέγμα αυτό της συνομιλίας ανάμεσα στα δύο δύο μέρη της επιστολής, αναδεικνύει το δομικό  ρόλο της  διδασκαλίας των «Δύο Οδών» και καθιστά έκδηλη τη γραμματειακή αυτοσυνειδησία του μεταστραφέντος «συντάκτη», ο οποίος ευαγγελίζεται στους γύρω του το φως της γνώσης αλλά και της χάρης του θεού που ο ίδιος  γνώρισε.

Σμύρνη_64

Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ή Διδαχή Κυρίου διά των Δώδεκα Αποστόλων τοις έθνεσιν

Το έργο Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων[22] μαρτυρείται από πολλούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και ο Μ. Αθανάσιος το συγκαταλέγει μαζί με τα έργα Σοφία Σολομώντος, Τωβίτ, Εσθήρ και τον Ποιμένα του Ερμά, τα οποία απευθύνονται τοῖς ἄρτι προσερχομένοις καὶ βουλομένοις κατηχεῖσθαι τὸν τῆς εὐσεβείας λόγον.

Το έργο αρχίζει με τη διδασκαλία των «Δύο Οδών», που αποτελεί το θέμα της πρώτης ενότητας:

Ὁδοὶ δύο εἰσί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου, διαφορὰ δὲ πολλὴ μεταξὺ τῶν δύο ὁδῶν[23].

Η εμβληματική αυτή εισαγωγική πρόταση σηματοδοτεί το χαρακτήρα του έργου. Απομακρύνεται από την αντίθεση φωτός και σκότους της Επιστολής του Βαρνάβα και εστιάζει στην αντίθεση ζωής και θανάτου της προφητικής παράδοσης.

Η περιγραφή της οδού της ζωής είναι εκτενέστερη από την περιγραφή της οδού του θανάτου και έχει καινοδιαθηκικό χρώμα, καθώς το περιεχόμενό της εμπλουτίζεται με πλήθος αναφορών στο κείμενο της ΚΔ (ιδιαίτερα στον Ματθαίο)[24]. Από την άποψη αυτή πρόκειται για την πρώτη ευρέως «εκχριστιανισμένη» έκφραση της διδασκαλίας των «Δύο Οδών».

Ἡ μὲν οὖν τῆς ζωῆς ἐστιν αὕτη· πρῶτον ἀγαπησεις τὸν θεὸν τὸν ποιήσαντά σε, δεύτερον τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· πάντα δὲ ὅσα ἐὰν θελήσῃς μὴ γίνεσθαί σοι, καὶ σὺ ἄλλῳ μὴ ποίει…[25]

Η ενότητα της διδασκαλίας των «Δύο Οδών» κλείνει με την προτροπή  του συντάκτη για επαγρύπνηση, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος της πλάνης και της εκτροπής, μια προτροπή που επανέρχεται και στο τέλος του έργου: Ὅρα, μὴ τίς σε πλανήσῃ ἀπὸ ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς.

Η λειτουργία του μοτίβου

Η Διδαχή αποτελείται από τέσσερα μέρη[26]. Η διδασκαλία των «Δύο Οδών» εκτιμούμε ότι δεν περιορίζεται στην πρώτη ενότητα, όπου ανήκει, αλλά λειτουργεί, τρόπον τινά, εισαγωγικά για το δεύτερο μέρος της Διδαχής. Η φράση ταῦτα πάντα προειπόντες, με την οποία εισάγεται η δεύτερη ενότητα της Διδαχής που αναφέρεται στο βάπτισμα, επιτυγχάνει  τη μορφολογική συνοχή με το πρώτο μέρος[27].

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

Περὶ δὲ τοῦ βαπτίσματος, οὕτω βαπτίσατε· ταῦτα πάντα προειπόντες, βαπτίσατε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐν ὕδατι ζῶντι.[28]

Με τη φράση αυτή δηλαδή ο μεταστραφείς συντάκτης του κειμένου εκτιμούμε ότι επιδιώκει να συνδέσει τις δύο πρώτες ενότητες: τη διδασκαλία των «Δύο Οδών», που προτρέπει στην επιλογή της οδού της ζωής, και περιέχεται στην πρώτη ενότητα, και το βάπτισμα στο ύδωρ της ζωής, το οποίο επισφραγίζει και επικυρώνει αυτή την επιλογή, και βρίσκεται στη δεύτερη ενότητα. Η αναγεννητική δράση του βαπτίσματος σηματοδοτεί την αρχή της νέας εν Χριστώ ζωής.  Επί πλέον, αυτή την περίοδο, η σύνδεση της στροφής στο χριστιανισμό με το βάπτισμα απαντά σε πολλά κείμενα ως συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ.[29]

Επομένως, στη Διδαχή, η διδασκαλία των «Δύο Οδών», διατηρώντας τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της, εμπλουτίζεται στο περιεχόμενο από καινοδιαθηκικές κυρίως παραδόσεις, γραπτές αλλά πιθανόν και προφορικές,  και μετασχηματίζεται σε έναν οδηγό ζωής εν Χριστώ, τον οποίο ο μεταστραφείς συντάκτης παραδίδει στους συγχρόνους του.

Καταληκτικά, εκτιμούμε ότι και στα δύο αυτά έργα, την Επιστολή Βαρνάβα και τη Διδαχή, η πρόσληψη της διδασκαλίας των «Δύο Οδών»[30], διαδραματίζει σημαίνουσα λειτουργία. Δεν συνιστά απλά έκφραση παρακαταθήκης ή έναν κώδικα ηθικής δεοντολογίας, αλλά ενσωματώνεται οργανικά, αποτελεί ένα ουσιαστικό δομικό στοιχείο που εντάσσεται λειτουργικά στο κείμενο και μετατρέπεται σε όχημα διδασκαλίας και κλήσης στη νέα πίστη, σε μια περίοδο αναζήτησης και πνευματικής συγκρότησης της πρώιμης χριστιανικής κοινότητας και διαμόρφωσης της αυτοσυνειδησίας των συγγραφέων.

Έφεσος_124

Ο Ποιμήν του Ερμά

Ο Ποιμήν του Ερμά είναι ένα έργο από το οποίο  απουσιάζουν αναφορές στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη[31], ενώ υπάρχουν στοιχεία της αποκαλυπτικής γραμματείας[32]. Στο έργο αυτό διαφοροποιείται, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα, ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται και αξιοποιείται η διδασκαλία των «Δύο Οδών».

Οι μαρτυρίες του συντάκτη του έργου για την προσωπική του πορεία προσδίδουν στο έργο έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο «Ποιμήν» είναι ο άγγελος της μετανοίας που εμφανίζεται στον Ερμά και του υπαγορεύει τις Εντολές και τις Παραβολές (συμβολικές οράσεις) τις οποίες αυτός πρέπει να διδάξει στους ανθρώπους[33]. Οι Εντολές είναι κατάλογοι με ηθικά παραγγέλματα που δομούνται σε δυαδική μορφή. Στο πλαίσιο αυτό η διδασκαλία των «Δύο Οδών» εντάσσεται στην Έκτη Εντολή, η οποία προτρέπει την τήρηση της πίστης και της εγκράτειας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου καλείται ο αναγνώστης να ακολουθήσει την οδό της δικαιοσύνης και όχι της αδικίας.

Η οδός της αδικίας είναι στρεβλή (στραβή, εσφαλμένη), με ανηφόρες και προσκόμματα, είναι τραχεία, ακανθώδης και βλαβερή για όσους την ακολουθούν. Αντίθετα, η οδός της δικαιοσύνης είναι ορθή, ομαλή και απρόσκοπτη[34].

Οι χαρακτηρισμοί των οδών στο κείμενο αυτό, που απουσιάζουν από τα δύο προηγούμενα έργα, αλλά και από την προηγούμενη ιουδαϊκή παράδοση, ανακαλούν μάλλον την εθνική παράδοση του Ησιόδου και ιδιαίτερα του Κέβητος[35], με ελαφρώς διαφοροποιημένο εννοιολογικό φορτίο.

Οι δυσκολίες του ανηφορικού και δύσβατου δρόμου της Αρετής στον Ησίοδο, εδώ μετατρέπονται στα εμπόδια και αγκάθια  που δυσκολεύουν την πρόσβαση στο δίκαιο. Από την άλλη, αντίστοιχα ο δρόμος του δικαίου είναι ομαλός, απρόσκοπτος και απηλλαγμένος από τα αγκάθια της κακίας.

Οι αντιστοιχίες των προσδιορισμών των δύο οδών, που ανακαλεί η περιγραφή στον Ποιμένα του Ερμά, εμφαίνονται στην παράθεση των κειμένων που ακολουθεί:

Ποιμήν Ερμά:

δίκαιον ὀρθὴν ὁδὸν ἔχει, τὸ δὲ ἄδικον στρεβλήν. … ὁμαλῇ, …, ἀλλ’ ἀνοδίας καὶ προσκόμματα … καὶ τραχεῖά ἐστι καὶ ἀκανθώδης. βλαβερὰ …ὁμαλῶς καὶ ἀπροσκόπως.

Πίναξ Κέβητος:

ἀνοδίας …τραχείας…πετρώδους … ἀνάβασις στενή … καὶ κρημνούς … καλὴ  καὶ ὁμαλὴ   καὶ εὐπόρευτος καὶ καθαρὰ παντὸς κακοῦ.

Έργα και Ημέραι Ησιόδου:

λείη μὲν ὁδός, μάλα δ᾽ ἐγγύθι ναίει· … μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν  / καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· … ῥῃδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.

Όσον αφορά το περιεχόμενο, στον Ποιμένα του Ερμά οι «Δύο Οδοί» παρουσιάζονται ως «δύο τρόποι» ενέργειας του ανθρώπου, γεγονός που παραπέμπει στη Διαθήκη του Ασσήρ, και περαιτέρω σε μια συγγένεια με το κείμενο της Διαθήκης των 12 Πατριαρχών, και εδράζεται στην παρουσία «δύο πνευμάτων»[36].

Έφεσος_78

Μορφή και λειτουργία

Ο Ποιμήν του Ερμά, προσλαμβάνοντας στοιχεία από την εθνική και την ιουδαϊκή παράδοση των «Δύο Οδών», τη διανθίζει, κατά τα πρότυπα της ελληνικής και πυθαγόρειας γραμματείας, με μια ρητορική ηθική, ένα κατάλογο προσωποποιημένων αρετών και κακιών, που ακολουθεί δυαδική ταξινόμηση.

Η διδασκαλία των «Δύο Οδών» υπηρετεί τη βασική θέση του Ερμά ότι πηγή όλων των αρετών είναι η πίστις και συνδέεται αναπόσπαστα με την έννοια της μετάνοιας, η οποία προβάλλεται ως «σύνεσις μεγάλη»[37]. Η αυτοβιογραφική και βιωματική επένδυση του κηρύγματος της μετανοίας, ο προφητικός και αλληγορικός χαρακτήρας του έργου, δημιουργούν ένα δυναμικό γραμματειακό πλαίσιο, εντός του οποίου η διδασκαλία των «Δύο Οδών» λειτουργεί αποσπασματικά, ως μια εικονιστική παράσταση και δίχως μορφολογική συγκρότηση. Η αυτεπίγνωση του συντάκτη είναι έκδηλη και η βεβαιότητα της πίστης αποχρωματίζει το δίλημμα της επιλογής που κυριαρχούσε στο σταυροδρόμι του παρελθόντος. Η δύναμη της θέλησης με τη συνδρομή και την οικείωση του άνωθεν Πνεύματος μέσω της μετανοίας διασφαλίζουν την πνευματική αναγέννηση της νέας εν Χριστώ ύπαρξης, ενώ ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας του έργου διασφαλίζει την αυθεντία του συντάκτη.

Έφεσος_173

Συμπερασματικά

Η χριστιανική κοινότητα και μαζί της και η χριστιανική γραμματεία μέσα από τους δρόμους της πνευματικής πορείας των Αποστολικών Πατέρων συγκροτεί μια νέα ταυτότητα. Η χριστιανική πίστη, ως σοφία καὶ δύναμις, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τη διανοητική σοφία και οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας αυτεπίγνωσης που αναβαθμίζει σταδιακά τον ρόλο των συγγραφέων. Έτσι οι χριστιανοί συγγραφείς αποκτούν την αίσθηση ότι με τη μεταστροφή τους γίνονται κάτοχοι ενός ύψιστου αγαθού το οποίο στερούνται οι υπόλοιποι και θα μπορούσαν και αυτοί να το αποκτήσουν μόνο αν ενταχθούν στους κόλπους της νέας θρησκείας. Αυτή η αυτεπίγνωση καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη στάση τους τόσο έναντι του πρώην βίου τους όσο και έναντι των εθνικών και Ιουδαίων και, όπως είναι φυσικό, διαμορφώνει τη νέα ταυτότητα της χριστιανικής γραμματείας.

‘Οσον αφορά ειδικότερα τη διδασκαλία των «Δύο Οδών» της προϋπάρχουσας εθνικής και ιουδαϊκής γραμματείας, αυτή, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, φαίνεται να είναι καταδικασμένη να γίνει μονόδρομος και το δίλημμα της επιλογής αποχρωματίζεται: Η οδός τώρα για τη χριστιανική κοινότητα είναι μία και ταυτίζεται με τον ίδιο τον  αναστάντα Κύριο: ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή[38].

Έφεσος_268

[1] Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του έργου, Tertullien et la conversion de la culture antique, Études Augustiniennes 8, Paris (VIIIe) 1972, του J-C. Fredouille, ο οποίος παρουσιάζει μέσα από μια παραστατική και αντιθετική έκθεση τη «μεταστροφή» ενός πολιτισμού, καθώς η ρητορική μετατρέπεται σε ancilla theologiae (σελ. 176). Εξίσου χαρακτηριστικός όμως είναι και ο τίτλος του H. I. Marrou, Saint Augustin et la fin de la culture antique, Paris 1938, σύμφωνα με τον οποίο η περίοδος της συνύπαρξης και αμοιβαίας αλληλεπίδρασης φαίνεται να ολοκληρώνεται με το συγγραφικό έργο του Αυγουστίνου, με το οποίο κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο γραμματειακής παραγωγής και πολιτισμικής συμβίωσης δύο πνευματικών κόσμων στην Ύστερη Αρχαιότητα. 

[2] Ενδεικτικά από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, βλ. M.J. Suggs, “The Christian Two Ways Tradition: Its Antiquity, Form and Function,” στο  Studies in New Testament and Early Christian Literature (NTSupp., 33; ed. D.E. Aune; Leiden: Brill, 1972) 60-74· S. Brock, “The Two Ways and the Palestinian Targum,” στο A Tribute to Geza Vermes: Essays on Jewish and Christian Literature and History  (eds. P.R. Davies and R.T. White; JSOTS, 100; Sheffield: Sheffield Academic Press, 1990) 139-152· G.W.E. Nickelsburg, “Seeking the Origins of the Two Ways Traditions in Jewish and Christian Ethical Texts,” στο A  Multiform Heritage  (ed. B. Wright; Atlanta: Scholars, 1999) 95-108.

[3] Ησιόδου, Έργα και Ημέραι 286-292: Σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐσθλὰ νοέων ἐρέω, μέγα νήπιε Πέρση. / τὴν μέν τοι κακότητα καὶ ἰλαδόν ἐστιν ἑλέσθαι / ῥῃδίως· λείη μὲν ὁδός, μάλα δ᾽ ἐγγύθι ναίει· τῆς δ᾽ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι· μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν  / καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ᾽ εἰς ἄκρον ἵκηται, ῥῃδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.

[4] Ξενοφώντος Απομνημονεύματα 2,1,21: ἐὰν οὖν ἐμὲ φίλην ποιησάμενος, [ἐπὶ] τὴν ἡδίστην τε καὶ ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε, καὶ τῶν μὲν τερπνῶν οὐδενὸς ἄγευστος ἔσει, τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃἘννοεῖς, Ἡράκλεις, ὡς χαλεπὴν καὶ μακρὰν ὁδὸν ἐπὶ τὰς εὐφροσύνας γυνή σοι αὕτη διηγεῖται; ἐγὼ δὲ ῥᾳδίαν καὶ βραχεῖαν ὁδὸν ἐπὶ τὴν εὐδαιμονίαν ἄξω σε.

[5] Κέβητος, Πίναξ 5,15-16: ὥσπερ δι ΄ἀνοδίας τινὸς καὶ τραχείας καὶ πετρώδους εἶναι…καὶ ἀνάβασις στενὴ πάνυ καὶ κρημνοὺς ἔχουσα… καὶ ἐπαγγέλλονται αὐτοὺς καταστήσειν πρὸς τὴν ἀληθινὴν Παιδείαν καὶ δεικνύουσιν αὐτοῖς τὴν ὁδόν, ὡς ἔστι καλή τε καὶ ὀμαλὴ καὶ εὐπόρευτος καὶ καθαρὰ παντὸς κακοῦ.

[6] Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος· ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ·
[5] δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸνοὐ γὰρ ἀνυστόν
οὔτε φράσαις.

[7] Δευτερονόμιο, 30, 15 και 19.  

[8] Ιερεμίας 7,3.

[9] Ιερεμίας 21,8.

[10] Testament of the Twelve Patriarchs: Asher (10) 7.5.2; Levi (3) 5.4.3. M. de Jonge, The Testaments of the Twelve Patriarchs: A Critical Edition of the Greek Text, ser. Pseudepigrapha Veteris Testamenti Graece 1.2. (Leiden, 1978). Πρβλ. αντίστοιχες αναφορές στη σοφιολογική γραμματεία: Σοφία Σειράχ 33,7-15 Διατί ἡμέρα ἡμέρας ὑπερέχει, καὶ πᾶν φῶς ἡμέρας ἐνιαυτοῦ ἀφ᾿ ἡλίου; … ἐν πλήθει ἐπιστήμης Κύριος διεχώρισεν αὐτοὺς καὶ ἠλλοίωσε τὰς ὁδοὺς αὐτῶν. … 13 ὡς πηλὸς κεραμέως ἐν χειρὶ αὐτοῦ· πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ·ἀπέναντι τοῦ κακοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀπέναντι τοῦ θανάτου ζωή· οὕτως ἀπέναντι εὐσεβοῦς ἁμαρτωλός. 15 καὶ οὕτως ἔμβλεψον εἰς πάντα τὰ ἔργα τοῦ ῾Υψίστου, δύο δύο, ἓν κατέναντι τοῦ ἑνός.

[11] Ο θεός «εδημιούργησε τον άνθρωπο να κυβερνάει τον κόσμο, και όρισε γι’ αυτόν δύο πνεύματα για την πορεία του μέχρι τον χρόνο της επισκέψεώς του: τα πνεύματα της αλήθειας και της πλάνης. Αυτοί που γεννιώνται από την αλήθεια προέρχονται από την πηγή του φωτός, αυτοί όμως που γεννιώνται από την πλάνη  προέρχονται από την πηγή του σκότους… Αυτές λοιπόν (είναι) οι οδοί στον κόσμο… Η οδός του πνεύματος της αληθείας … εισάγει πνεύμα ταπεινοφροσύνης και μακροθυμίας … και σύνεση και κατανόηση και δυνατή σοφία… Αλλά στο πνεύμα της πλάνης (ανήκουν) απληστία, αδράνεια των χεριών στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, ασέβεια και ψεύδος, υπερηφάνεια και έπαρση καρδιάς, ψεύδος και απάτη, σκληρότητα και μεγάλη υποκρισία…», Γ. Γρατσέας-Σ. Αγουρίδης, Τα εσσαϊκά κείμενα του Κουμράν σε νεοελληνική απόδοση. Τα χειρόγραφα της Νεκρής θάλασσας, Αθήνα 2003, σελ. 76-77.

[12] I. Düring, Aristotles Protrepticus: An Attempt at Reconstruction, Stockholm, 1961. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση είναι η σχέση «προτρεπτικού» και «παραινετικού» λόγου στα κείμενα της γραμματείας των πρώτων χριστιανικών αιώνων και η αλληλοεπιχώρηση μεταξύ των δύο «ειδών», βλ. σχετικές συμβολές στον τόμο  J. M. Starr και T. Engberg-Pedersen (επιμ.), Early Christian Paraenesis in Context, Βερολίνο 2005 (το δεύτερο κεφάλαιο αφορά τον ιουδαϊκό και ελληνορωμαϊκό κόσμο και το τρίτο την Καινή Διαθήκη).

[13] Και ο Ωριγένης κάνει λόγο για την ανάγκη παράθεσης και των δύο οδών, προκειμένου να επιλέξει κάποιος την βελτίστην και μάλιστα χρησιμοποιεί δύο φορές στο συγκεκριμένο χωρίο τον όρο «επιστρέφω»: Καὶ τίς ἂν ἄλλος λόγος ἐπιστρεφέστερον προσάγοι τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τῷ εὖ ζῆν ὡς ἡ πίστις ἢ ἡ διάληψις περὶ τοῦ πάντ΄ ἐφορᾶν τὸν ἐπὶ πᾶσι θεὸν τὰ ὑφ΄ ἡμῶν λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἀλλὰ καὶ λογιζόμενα; Παραβαλέτω γὰρ ὁ βουλόμενος ἄλλην ὁδόν͵ ἐπιστρέφουσαν ἅμα καὶ βελτιοῦσαν οὐ μόνον ἕνα που καὶ δεύτερον ἀλλ΄ ὅση δύναμις καὶ πλείστους ὅσους͵ ἵνα τις τῇ παραθέσει ἀμφοτέρων τῶν ὁδῶν ἀκριβῶς κατανοήσῃ τὸν διατιθέντα πρὸς τὸ καλὸν λόγον. Κατά Κέλσου, 4.53.22-4.53.29. Χαρακτηριστικά επίσης ο Ρουφίνος δηλώνει ότι επιλέγει να μεταφράσει τις Ομιλίες στους Ψαλμούς του Ωριγένη, γιατί δείχνουν το δρόμο πρώτα της μετάνοιας και της μεταστροφής και μετά ανοίγουν το δρόμο του εξαγνισμού και της προκοπής στη ζωή,  CCL, 20, 251.

[14] Στο Carmen Apologeticum του λατίνου απολογητή Κομμοδιανού (στ. 699) διαβάζουμε: sunt tibi praepositas duas vias: elige quam vis.

[15] Αντίθετα, περιλαμβάνει λιγότερες και έμμεσες αναφορές σε κείμενα της Καινής Διαθήκης. Βλ. σχετικά Carleton J. Paget, The Epistle of Barnabas: Outlook and Background, WUNT, 2 64, 1994, σελ. 99 κεξ.

[16] Επιστολή 1, 2-5.

[17] Επιστολή 18, 1.

[18] οὖν ὁδὸς τοῦ φωτός ἐστιν αὕτη· ἐάν τις θέλων ὁδὸν ὁδεύειν ἐπὶ τὸν ὡρισμένον τόπον, … 2. ἀγαπήσεις τὸν ποιήσαντά σε, φοβηθήσῃ τόν σε πλασαντα, δοξάσεις τόν σε λυτρωσάμενον ἐκ θανάτου·οὐ μὴ ἐγκαταλιπῃς ἐντολὰς κυρίου. 3. οὐχ ὑψώσεις σεαυτόν, ἔσῃ δὲ ταπεινόφρων κατὰ πάντα· οὐκ ἀρεῖς ἐπὶ σεαυτὸν δόξαν, Επιστολή 19, 1-3.

[19] δὲ τοῦ μέλαος ὁδός ἐστιν σκολιὰ καὶ κατάρας μεστή. ὁδὸς ἐστιν θανάτου αἰωνίου μετὰ τιμωρίας, ἐν ἐστιν τὰ ἀπολλύντα τὴ ψυχὴν αὐτῶν· εἰδωλολατρεία, θρασύτης, ὕψος δυνάμεως, ὑπόκρισις, διπλοκαρδία, μοιχεία, φόνος, ἁρπαγή, ὑπερηφανία, μαγεία, πλεονεξία, ἀφοβία θεοῦ, Επιστολή 20, 1-2.

[20] Επιστολή 21,9.

[21] Δεδομένου ότι τα περισσότερα χωρία που χρησιμοποιεί ο συντάκτης του κειμένου παρουσιάζουν ενότητα περιεχομένου και χαρακτηριστικών, δεν αποκλείει το να προέρχονται από κάποια συλλογή προφητικών ρήσεων που χρησιμοποιούνταν  από τους διδασκάλους χριστιανούς. Ίσως όμως η επιλογή και συλλογή των χωρίων να έγινε και από τον ίδιο το συντάκτη, βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Β, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 402.

[22] Για τη μορφή του κειμένου και τις πιθανές παρεμβάσεις, βλ. Klaus Wengst, Didache, Barnabasbrief, Zweiter Clemensbrief, Schrift an Diognet, SUC 3, München, 1984 και Kurt Niederwimmer, Die Didache, KAV 1, Göttingen 1989, σελ. 38 κεξ. Επίσης  H. van de Sandt and D. Flusser (eds.), The Didache: Its Jewish Sources and Its Place in Early Judaism and Christianity,  2002, σελ.  140-190. Για τον τόπο σύνταξης του έργου βλ. Clayton N. Jefford, “The Milieu of Matthew, the Didache and Ignatius of Antioch: Agreements and Difference”, στο Humbertus W. van de Sandt (επιμ.) Matthew and the Didache: Two Documents from the same Jewish-Christian Milieu, 2006, σελ. 3 κεξ. 

[23] Κεφ. 1,1.

[24] Το μέρος που περιέχει τη διδασκαλία των Δύο Οδών περιέχει τις περισσότερες αναφορές στην Καινή Διαθήκη, βλ. σχετικά H. van de Sandt and D. Flusser (eds.),  The Didache: Its Jewish Sources and Its Place in Early Judaism and Christianity, 2002, σελ. 28. Μεταγενέστερες προσθήκες εκτιμάται ότι είναι τα τμήματα 1,3β-2,1 και 6,2-3.

[25] Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράθεση των δύο εντολών με το σχήμα πρώτονδεύτερον που εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά. Η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη (Λευιτ. 19,18 και Δευτερ. 6,5) και ο συνδυασμός τους στην απόκρυφη γραμματεία, βλ. H. van de Sandt and D. Flusser (eds.), ό.π., σελ. 137. Χαρακτηριστική είναι και η αρνητική διατύπωση της δεύτερης εντολής.

[26] Κεφ. 1-6: Δύο Οδοί, Κεφ. 7-10: θέματα λειτουργικά, Κεφ.11-15: εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση, Κεφ.16: εσχατολογία.

[27] Διαφορετική είναι η εκτίμηση που διατυπώνει για τη φράση αυτή και τη θέση της στο κείμενο ο Π. Χρήστου, ό.π., σελ. 29.

[28] Κεφ. 7,1.

[29] Όπως συμβαίνει με τον Κυπριανό, βλ. Ά. Κόλτσιου-Νικήτα, Αυτομαρτυρίες μεταστροφής στη  γραμματεία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, Θεσσαλονίκη 2014, 132-135 και G. Μisch, A History of Autobiography in Antiquity, τομ. 1,2, Λονδίνο 1973, σελ. 487.

[30] Διατυπώθηκε  η άποψη ότι  τα έργα αυτά άντλησαν από μια κοινή πηγή κάποιας συνοπτικής ηθικής κατήχησης την οποία είχαν οι χριστιανοί πριν από τη βάπτιση, η οποία πιθανόν στηρίχτηκε σε κάποια αντίστοιχη κατήχηση που προερχόταν από την ιουδαϊκή συναγωγή, και χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία που απευθυνόταν σε προσηλύτους, βλ. Στ. Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμ. Α’, Αθήνα 19822, σελ. 170-173. Ο Π. Χρήστου, Πατρολογία, ό.π., σελ. 26-28, παραθέτοντας αναλυτικά τη σχετική γραμματειακή παράδοση της θεωρίας των δύο οδών, δεν δέχεται τον περιορισμό στις ιουδαϊκές πηγές.

[31] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν έμμεσες αναφορές ή θεολογικοί υπαινιγμοί, βλ.  Carolyn Osiek, Shepherd of Hermas: A Commentary on the Shepherd of Hermas, 1999, σελ. 4 κεξ. Μια απάντηση για την έλλειψη παραπομπής στην αγιογραφική αυθεντία θα ήταν ότι ο Ερμάς προβάλλει τη δική του προφητική αυθεντία.

[32] Βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτηση που γίνεται για το χαρακτήρα αυτού του έργου στη σχετική βιβλιογραφία: K. D. Macmillan, “The Sepherd of Hermas, apocalypse or allegory?”, The Princeton Theological Review, 9 (1911), 61-94· R. Van Deemter, Der Hirt des Hermas, Apokalypse oder Allegorie?, Amsterdam 1929 και  A. V. Ström, Der Hirt des Hermas, Allegorie oder Wirklichkeit?, Upsala-Leipzig 1936.

[33] Το έργο περιλαμβάνει πέντε Οράσεις, δώδεκα Εντολές και δέκα Παραβολές.

[34] τὸ γὰρ δίκαιον ὀρθὴν ὁδὸν ἔχει, τὸ δὲ ἄδικον στρεβλήν. ἀλλὰ σὺ τῇ ὀρθῇ ὁδῷ πορεύου καὶ ὁμαλῇ, τὴν δὲ στρεβλὴν ἔασον. 3. ἡ γὰρ στρεβλὴ ὁδὸς τρίβους οὐκ ἔχει, ἀλλ’ ἀνοδίας καὶ προσκόμματα πολλὰ καὶ τραχεῖά ἐστι καὶ ἀκανθώδης. βλαβερὰ οὖν ἐστι τοῖς ἐν αὐτῇ πορευομένοις. 4. οἱ δὲ τῇ ὀρθῇ ὁδῷ πορευόμενοι ὁμαλῶς περιπατοῦσι καὶ ἀπροσκόπως· οὔτε γὰρ τραχεῖά ἐστιν οὔτε ἀκανθώδης.

[35] Η διαπίστωση αυτή  ενισχύει την άποψη ότι υπάρχει εξάρτηση ανάμεσα στα δύο αυτά κείμενα, βλ. Χρήστου, ό.π., σελ. 387. Με το έργο αυτό συνδέει τον Ποιμένα του Ερμά και η ως επί το πλείστον «αινιγματική» περί ηθικής αντίληψη και η καθαρά νεοπλατωνική εσχατολογία. Περισσότερα για τη σχέση του έργου αυτού με τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, βλ. Robert Joly, Le Tableau de Cébès et la philosophie religieuse, col. Latomus, vol. LXI, Bruxelles 1963. Πρβλ. το Υ, πυθαγόρειο σύμβολο του δρόμου της ανθρώπινης ζωής.

[36] Ἀλλὰ νῦν θέλω σοι, φησίν, δηλῶσαι καὶ τὰς δυνάμεις αὐτῶν, ἵνα νοήσῃς τίς αὐτῶν τίνα δύναμιν ἔχει καὶ ἐνέργειαν· διπλαῖ γάρ εἰσιν αἱ ἐνέργειαι αὐτῶν. κεῖνται οὖν ἐπὶ δικαίῳ καὶ ἀδίκῳ, Εντολή VI, 1,1. Για την πνευματολογία του Ερμά βλ. Κ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, ήτοι Φιλολογική και κριτική ιστορία των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, Ι: Οι λεγόμενοι Αποστολικοί πατέρες, τόμ. Ι, Αθήνα 1974, σελ. 406-410. Υπάρχει ένα έργο με τον τίτλο Ποιμάνδρης, που ανήκει σε μια συλλογή κειμένων που άρχισε να δημιουργείται από τον 2ο αιώνα μ. Χ. και σίγουρα πριν τον 3ο αι. και το οποίο παραδίδεται με το όνομα του Ερμή του Τρισμεγίστου, βλ. A. D. Nock, Conversion. The Old and the New in Religion from Alexander the Great to Augustine of Hippo, Oxford 1952 (2η έκδ.), σελ. 3-4. Όμως δεν προκύπτει κάποια σχέση με τον Ποιμένα του Ερμά, καθώς ο Ποιμάνδρης είναι μεταγενέστερο κείμενο.

[37] Εντολή Τέταρτη: τὸ μετανοῆσαι σύνεσίς ἐστι μεγάλη.

[38] Ιω. 14, 6. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη ὁδὸς στα κείμενα της Καινής Διαθήκης  χαρακτηρίζεται από μια εννοιολογική οριοθέτηση και δηλώνει τη «διδασκαλία», βλ. ενδεικτικά, Πράξ. 18. 25,  19.9, 24,22.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.