Βιβλιοπαρουσίαση Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, Εγρήγορση – Χρέος των Ορθοδόξων, Εν πλώ, Αθήνα 2017

Εγρήγορση_87

Η ομιλία του  Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ Θεόδωρου Γιάγκου στη βιβλιοπαρουσίαση που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Εν πλω στη Θεσσαλονίκη

Στη βυζαντινή αγιολογική γραμματεία, οσάκις γίνεται λόγος περί κειμένων αναφερομένων  σε αποστόλους, χρησιμοποιείται ο τίτλος Πράξεις, αντί του συνηθέστερου Βίος και Πολιτεία ή Μαρτύριο, ακόμα και στην περίπτωση που ο ιστορούμενος απόστολος είχε υποστεί το μαρτύριο του αίματος. Τον συγκεκριμένο όρο υιοθετεί επίμονα και σταθερά και ο κλασικός βυζαντινός αγιολόγος Συμεών ο Μεταφραστής, τα αγιολογικά κείμενα του οποίου είναι τα περισσότερο αναγινωσκόμενα, καθώς συνάγεται από την πλούσια χειρόγραφη παράδοση που αυτά έχουν. Η επιλογή του όρου Πράξεις δεν οφείλεται μόνο στο ομότιτλο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αλλά πρωτίστως στο ότι ο ευαγγελισμός του κόσμου είναι γεγονός δυναμικών πράξεων, ήτοι εκτενούς μαρτυρίας διά «το πάντων καινόν καινότατον μυστήριον», ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος, ότι εσταυρώθη και ότι ανέστη από άπειρη αγάπη προς τα πλάσματά του. Είναι μαρτυρία αδιαπτώτων πράξεων, συνυφασμένη με το μαρτύριο.

Οι απόστολοι και οι ιεραπόστολοι όλων των εποχών ακολούθησαν το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου: «εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλόντως, … οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι». Οι απόστολοι γίνονται τα περικαθάρματα του κόσμου, για να διδάξουν τη μωρία του Σταυρού, η οποία καταισχύνει τους σοφούς˙ καυχώνται μόνο διά τας ασθενείας των, οι οποίες αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο το έλεος του Θεού, καθιστώντας αυτούς «το φως του κόσμου» και «το άλας της γης».

Εγρήγορση_21

Το βιβλίο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, Η ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας (1991-2016), δ’ επαυξημένη έκδοση διαρθρώνεται σε δυο μέρη: το πρώτο αναφερόμενο στο ιστορικό της πολυσήμαντης διακονίας του Μακαριωτάτου και το δεύτερο στο νέο καταστατικό νομοθετικό έργο, το οποίο είναι πράγματι υποδειγματικό. Αμφότερα συνειρμικά και επίμονα έφεραν στη σκέψη μου δυο ιστορικά πρότυπα: αυτό του αγίου Γρηγεντίου, για το εκπληκτικό ιεραποστολικό και νομοθετικό έργο που επιτέλεσε στα τέλη του 6ου αιώνα μετατρέποντας ένα ολόκληρο κράτος, το κράτος των Ομηριτών (τη σημερινή Υεμένη), σε χριστιανικό και ασφαλώς την ιεραποστολή των δυο Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στον σλαβικό κόσμο, η πρόσφατη πανηγυρική μνήμη των οποίων μυσταγωγεί ακόμα τον νου μας, υπενθυμίζοντας την ευθύνη για «τους εγγύς και τους μακράν».

Τα παραπάνω παραδείγματα έχουν μια κοινή συνισταμένη με το έργο που επιτελέστηκε στην Εκκλησία της Αλβανίας: Οι ηγήτορες του ευαγγελισμού και επανευαγγελισμού των περιοχών αυτών είχαν σπουδαία παιδεία, ώριμη θεολογική σκέψη με ανοιχτούς ορίζοντες, εκκλησιαστικότητα στην πολιτεία τους και πάνω από όλα τον απαιτούμενο δυναμισμό για τη μαρτυρία της Αλήθειας που υπερβαίνει όλες τις δυσκολίες. Οι πρωτεργάτες αυτών είχαν την πεποίθηση ότι ο Κύριος της Ιστορίας με τη δύναμη της πίστης, μπορεί να μετακινήσει τα όρη όλων των εμποδίων και να φανερώσει διάπλατα το φως της Αναστάσεως.

Το παρουσιαζόμενο βιβλίο του Αγίου Αλβανίας έφερε επίσης στη σκέψη μου διάφορα καταστατικά κείμενα του βυζαντινού μοναχισμού, όπως π.χ. τα Τυπικά, ή καλύτερα τις Τυπικές Διαθήκες, στις οποίες δεν εκτίθεται μόνο το κανονικό πλαίσιο της οργανώσεως των μονών, αλλά διατυπώνονται συστηματικά και οι πνευματικές υποθήκες του Κτήτορα της μονής ή του συντάκτη του Κανονισμού. Στο βιβλίο του Μακαριωτάτου το καθένα κεφάλαιο ακόμη και η καθεμιά φωτογραφία εκπέμπουν το ισχυρό μήνυμα μιας πνευματικής υποθήκης. Όλες μαζί μάλιστα συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο, ώσαν την ανθοδέσμη μυριπνόων ανθέων του Παραδείσου, που μαρτυρούν ότι «ζει Κύριος ο Θεός» μέσα από τη διακονία των πιστών εργατών του αμπελώνος Του.

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου, «καυχώμενος εν Κυρίω»: «Στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας έφθασε μέχρι τις πύλες του Άδου. Στο τέλος του 20ού αι., έζησε έντονη την εμπειρία και τη βεβαιότητα ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Στις αρχές του 21ού αι., χαίρεται αναστάσιμα μια άνθηση σε όλες τις εκφράσεις της ζωής της…». Αυτή η σαγηνευτική πορεία προς την ανασύσταση, προφανώς δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το έργο απέδωσε, γιατί εξαρχής στηρίχθηκε σε αδιάσειστα θεμέλια, μεταξύ άλλων και εκ του γεγονότος ότι ο πρωτεργάτης ήταν δόκιμος και με τεράστια εκκλησιαστική εμπειρία. Τα γεγονότα μαρτυρούν ότι μετ’ αυτού είναι η «χηρ Κυρίου»

Εγρήγορση_83

Οφείλω, επίσης, να επισημάνω το γεγονός ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Αλβανίας δεν συντάχθηκε μόλις άρχισε το έργο της ανασύστασης, αλλά ύστερα από παρέλευση δεκαπέντε ετών, το 2006. Ο Μακαριώτατος και οι υπόλοιποι Αρχιερείς πρώτα ανίχνευσαν τον χώρο, κατανόησαν σε βάθος τα θέματα, διέγνωσαν τα προβλήματα και έτσι έθεσαν τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται η απρόσκοπτη διοίκηση της Εκκλησίας και η διαποίμανση του λαού του Θεού. Αυτό και μόνο δηλώνει την ξεχωριστή σοβαρότητα του νομοθέτη. Στη πραγματικότητα η συγκεκριμένη επιλογή συστοιχεί στην πορεία που χάραξαν πλείστοι συντάκτες αντιστοίχων καταστατικών κειμένων που είδαν το φως σε περιόδους ακμής του εκκλησιαστικού βίου, όπως τα μνημονευθέντα μοναστηριακά τυπικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από αυτά αναθεωρήθηκαν ή συντάχθηκαν προς το τέλος της ζωής του νομοθέτη, γιατί πρωτίστως έπρεπε να ληφθεί υπόψη η υπάρχουσα πραγματικότητα στις ποικίλες διαστάσεις της. Είναι πολύ σημαντικό ο εκκλησιαστικός νομοθέτης να έχει ρεαλισμό και αυτός στον συγκεκριμένο ΚΧ είναι διάχυτος. Είναι, επίσης, σημαντικό ο ρεαλισμός να μην εγκλωβίζει ή να φαλκιδεύει την εκκλησιαστικότητα, αλλά να χαράσσει διάπλατα ελπιδοφόρους ορίζοντες. Ο αυθεντικός νομοθέτης δεν δεσμεύει, αλλά απελευθερώνει.

Ο ρεαλισμός του νομοθέτη εν προκειμένω συνυφαίνεται με θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές. Π.χ. στο άρθρο 2 του ΚΧ ορίζονται τα εξής: «Μέλη της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας είναι όσοι έχουν βαπτισθεί εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και κατοικούν εν Αλβανία, ανεξαρτήτως καταγωγής». Εκ πρώτης όψεως η συγκεκριμένη διάταξη είναι αυτονόητη. Όμως, αν συγκριθεί με αντίστοιχα άρθρα των ΚΧ των Εκκλησιών Ρωσίας και Ρουμανίας (παλαιότερα το ίδιο ίσχυε και με τον ΚΧ της Εκκλησίας της Κύπρου), στα οποία ορίζεται ότι μέλη των εν λόγω Εκκλησιών είναι όλοι οι Ορθόδοξοι που κατοικούν σε αυτές τις Χώρες αλλά και οι Ρώσοι ή οι Ρουμάνοι ορθόδοξοι της αλλοδαπής, τότε είναι προφανές ότι η συγκρότηση μιας Εκκλησίας συμπλέκεται με τον εθνοφυλετισμό και όχι με τα γεωγραφικά όρια, όπως απαιτούν οι κανόνες. Για να γίνει κατανοητή η κανονική παρέκκλιση των ειρημένων άρθρων, αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ένας Ρώσος που ζει στην Ελλάδα π.χ. είναι μέλος ταυτόχρονα δυο Εκκλησιών, της Ρωσίας και της Ελλάδος, οπότε έχουμε συμπλοκή δικαιοδοσιών. Με την ξεκάθαρη όμως διατύπωση του ΚΧ της Εκκλησίας της Αλβανίας απορρίπτεται ο εθνοφυλετισμός, κατά το πνεύμα και το γράμμα παλαιοτέρων συνοδικών αποφάσεων αλλά και των προσφάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης. Είναι προφανές ότι στη σκέψη του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας γίνεται αποδεκτή η κανονική αρχή που διατυπώθηκε αποφθεγματικά από τον περίφημο βυζαντινό κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα: «Οι γουν αυχούντες βίον ορθόδοξον κάν εξ Ανατολών ώσι κάν εξ Αλεξανδρέων καν ετέρωθεν Ρωμαίοι λέγονται», δηλ. όλοι υπάγονται στο ένα έθνος της Εκκλησίας, κατά την παύλεια διδασκαλία: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην… αλλά πάντες εις εσμέν εν Χριστώ Ιησού».

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι ο εκκλησιαστικός νομοθέτης για να επιτύχει οφείλει  να έχει διορατικότητα και αυτό διαπιστώνεται επίσης εύκολα μέσα από τα άρθρα του ΚΧ της Εκκλησίας της Αλβανίας. Θα αναφέρω το παράδειγμα της εκλογής των Αρχιερέων. Σύμφωνα με το άρθρο 17, το Κληρικολαϊκό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο προτείνει τους υποψηφίους και Ι.Σ. εκλέγει τους Αρχιερείς. Όμως η διάταξη αυτή θέτει ευθέως το ερώτημα: γιατί όχι όλοι οι βαπτισμένοι της χηρεύουσας επαρχίας να μην έχουν το ίδιο δικαίωμα της συμμετοχής στη διαδικασία προτάσεως των υποψηφίων αρχιερέων. Δεν είναι αυτός εξώφθαλμος ελιτισμός; Εκ πρώτης όψεως θα απαντούσε κάποιος θετικά. Όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Αν παραπέμπονταν η διαδικασία και στον αμαθή λαό, και μάλιστα σε ένα χώρο που η απειλή του εθνοφυλετισμού είναι υπαρκτή, τότε ενδέχεται να δημιουργηθούν τεράστια προβλήματα συνοχής, για αυτό ο αρχαίος κανονικός νομοθέτης απαγόρευσε η εκλογή των αρχιερέων να γίνεται από τον όχλο.

Εγρήγορση_97

Ο Καταστατικός Νομοθέτης της Εκκλησίας της Αλβανίας όμως θέλει τον λαό συνειδητά κοντά στο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο της, γι’ αυτό και συστήνονται κληρικολαϊκά σώματα, με σημαντικότατη ευθύνη. Και σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται η διορατικότητα και η ιεραποστολική ικμάδα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας.

Το τρίτο σημείο, το οποίο θα ήθελα να υπογραμμίσω εντελώς επιγραμματικά, καταχρώμενος τον χρόνο, είναι η συνέπεια του νομοθέτη όσον αφορά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Στο συγκεκριμένο ΚΧ προβάλλεται δεόντως η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι μόνο με την ανάδειξη της σημασίας του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου που εκχώρησε το αυτοκέφαλο (1937), αλλά και με το άρθρο 12, παραγ. ε’, που ορίζεται ότι για την εκδίκαση αρχιερέων απευθύνεται η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να συγκροτηθεί μείζον δικαιοδοτικό όργανο, κατά τη σταθερή δικαιοδοτική πρακτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης και η διάταξη ότι οφείλει η Εκκλησία της Αλβανίας να παραλαμβάνει το άγιο μύρο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο συστοιχεί στο ίδιο πνεύμα.

Τα παραπάνω λίγα παραδείγματα μαρτυρούν εντελώς ενδεικτικά τη σοβαρότητα και το κύρος του κειμένου.

Μακαριώτατε,

Όσα ειπώθηκαν είναι λόγια καρδιακά. Σας γνώρισα από κοντά στην Κρήτη, κατά τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Μπορώ εδώ να μαρτυρήσω για το σεβασμό που Σας περιέβαλλε το συνοδικό σώμα και να επιβεβαιώσω ότι η συμβολή Σας ήταν καθοριστική, γιατί πρωταρχική στόχευσή Σας ήταν το συμφέρον της Εκκλησίας.

Εγρήγορση_91

Ως ακροτελεύτιο θεωρώ επιβεβλημένο να υπενθυμίσω το Κυριακό λόγιο: «Εάν ποιήσητε πάντα τα διετεταγμένα υμίν, λέγητε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν». Η ευδόκηση προκειμένου περί του εκκλησιαστικού έργου δεν είναι «του θέλοντος ή του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού».

Εις πολλά έτη Δέσποτα!

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.