Βιβλιοπαρουσίαση Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, Εγρήγορση – Χρέος των Ορθοδόξων, Εν πλώ, Αθήνα 2017

Εγρήγορση_54

Η ομιλία του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χρήστου Τσιρώνη στη βιβλιοπαρουσίαση που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Εν πλω στη Θεσσαλονίκη

Λίγοι είναι οι άνθρωποι για τους οποίους τα λόγια μπορεί να αποδειχθούν τόσο λίγα για να περιγράψουν το έργο τους, τη ζωή και την προσωπικότητά τους. Αυτή είναι μια σκέψη που απευθύνεται στο τιμώμενο πρόσωπο σήμερα, τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο με αφορμή το νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Εγρήγορση». Στην περίπτωση βέβαια του Αρχιεπισκόπου κ. Αναστασίου οι τρεις αυτές πτυχές είναι αγαπητικά συμπεριληπτικές, καθώς το έργο του φωτίζει την προσωπικότητα και τη ζωή του και το πρόσωπο αποκαλύπτει τη ζωή και το έργο του.

Πρόκειται για έναν ιεράρχη, ακαδημαϊκό και αγωνιζόμενο χριστιανό που αφιέρωσε τη ζωή του σε μια πορεία συνάντησης με τον Θεό και τους ανθρώπους βαδίζοντας στην οδό της πίστης. Η πορεία του διαμορφώνει ένα διακριτό αποτύπωμα εκκλησιαστικό, θεολογικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Ο λόγος του και το έργο του αποτελούν σημείο αναφοράς για τους χριστιανούς αλλά και τους ανθρώπους που δεν είναι χριστιανοί, για την ακαδημαϊκή θεολογία αλλά και τις άλλες επιστήμες, τους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς αλλά και για τους απλούς ανθρώπους στην καθημερινή ζωή τους που τον προσεγγίζουν αδιαμεσολάβητα μέσα από την απλότητα και την αμεσότητα της παρουσίας του. Ας αναφερθεί προοιμιακά ότι τα κείμενα του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα χαρακτηρίζονται από υψηλό θεολογικό και ακαδημαϊκό στοχασμό και ταυτόχρονα αναδύουν τη βιωματική διάσταση των λεγομένων του. Κατά αυτόν τον τρόπο ομιλούν στον νου και στην καρδιά του αναγνώστη και απευθύνονται προς κάθε άνθρωπο.

Το προκείμενο βιβλίο υπό τον τίτλο «Εγρήγορση» αναφέρεται σε όλα εκείνα που είναι αναγκαίο να σηματοδοτήσουν την πορεία των ορθοδόξων στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και διανοίγει τον ορίζοντα της επικοινωνίας με όλους τους ανθρώπους. Πραγματικά, αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του συνολικού του έργου: ο διάλογος με τους άλλους ξεκινά από την εμβάθυνση στο οικείο και καταλήγει σε έναν αμοιβαίο πλούτο γνώσεων, στάσεων και προτάσεων. Η πίστη γίνεται έτσι ένα γενναιόδωρο δέντρο με βαθιές ρίζες που προσφέρει τους καρπούς του στον πιστό και προσκαλεί με κατανόηση και συμπάθεια κάθε διαβάτη να ξαποστάσει, να στοχαστεί ακόμη και να αλλάξει την πορεία της ζωής του! Έτσι, αν και ο υπότιτλος του βιβλίου είναι “το χρέος των Ορθοδόξων”, την ίδια στιγμή η παρρησία με την οποία υπογραμμίζεται το χρέος της ευθύνης, της ελευθερίας και της συνηγορίας καλεί σε διάλογο κάθε άνθρωπο καλής θέλησης.

Εύκολα μπορεί κανείς στα γενικά χαρακτηριστικά αυτού του βιβλίου να αναγνωρίσει το θεολογικό αποτύπωμα του συνολικού του έργου. Η στέρεα πνευματικότητα των κειμένων δεν επιτρέπει την παραμικρή υποψία αρνησικοσμίας. Η ζωή εν Χριστώ δεν στρέφει το βλέμμα της από τα πλάσματα του Θεού με απογοήτευση, με οργή ή με καταδικαστική διάθεση, αλλά οδηγεί στο κέντρο της κοινωνίας των ανθρώπων με αγαπητική προαίρεση, ηπιότητα και διάθεση καταλλαγής. Στην πρώτη σελίδα αποκαλύπτεται το μυστικό του τίτλου. Ο Μακαριώτατος γράφει πως η Εκκλησία «οφείλει να ευρίσκεται σε εγρήγορση, να αγρυπνεί, …να μελετά τα σημεία των καιρών. Ώστε να είναι σε θέση να δίνει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και να μοιράζεται με όλους τους ανθρώπους τα δώρα του Θεού: την αλήθεια, την αγάπη, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την καταλλαγή, την εμπειρία του Σταυρού και της Αναστάσεως με την προσδοκία της αιωνιότητος» (σελ. 9).

Εγρήγορση_70

Ο τίτλος αναδεικνύει ένα ακόμη χαρακτηριστικό. Ο θεολογικός λόγος στα κείμενα του βιβλίου τούτου έχει βιβλική βάση. Η προτροπή του Χριστού γρηγορεῖτε [μετ᾽ ἐμοῦ] (Mτ. 26:38 [26:38-41]; Mκ. 13:35-37) χαράσσει τον ορίζοντα νοήματος σε κάθε σελίδα, σε κάθε πρόταση. Οι άξονες της σκέψης του Αρχιεπισκόπου προσδιορίζονται μέσα από τη ζωντανή σχέση του με την Αγία Γραφή, κάθε σκέψη συγκροτείται μέσα από τη βιβλική εμβάπτισή της για να τον οδηγήσει στην εκπλήρωση του χριστιανικού φρονήματος εντός της κοινωνικής πραγματικότητας. Το μετ᾽ ἐμοῦ, η κοινωνία και σχέση με τον Χριστό είναι για τους χριστιανούς η όντως ζωή (Κολ. 3:4). Η σχέση με τον Θεό προσδιορίζει έτσι τη ζωή στο ιστορικό παρόν αλλά και τη σταθερή εμβίωση της εσχατολογικής προοπτικής. Όσοι δέχονται να είναι μέλη του Σώματός Του έχουν το προνόμιο αλλά και το χρέος να μετέχουν ενεργά στη μεταμόρφωση του κόσμου (σελ. 149). Το βιβλίο λοιπόν αναφέρεται στην πίστη και όχι στη ρηχή θρησκευτικότητα, «μια ενεργό πίστη, η οποία στηρίζει τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη…Μια πίστη συνυφασμένη με την αγάπη και το έλεος του Θεού» (σελ. 139). Δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι τα έργα της πίστης σε έναν βίο σχέσης με τον Θεό δεν μπορεί παρά να είναι γεμάτα δημιουργικότητα και αγαθότητα σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει (Ιω. 14:12).

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της θεολογικής γραφής του Αρχιεπισκόπου είναι ότι αναφέρεται στον ρόλο που διαδραματίζει η Ορθοδοξία με τον λόγο, τη λατρεία, την όλη ζωή της (σελ. 40). Η περιεκτική του προσέγγιση αρνείται να απαριθμήσει επιμέρους πτυχές που συγκροτούν την Εκκλησία, καθιστώντας την ενότητα όλων των πτυχών της ζωής τον χαρακτήρα και το σύνταγμα της Εκκλησίας. Έτσι ενώνει τη λατρεία με την ιεραποστολή (σελ. 61), την ευαγγελική ηθική με τον καθημερινό βίο, την ενότητα με τη μαρτυρία, την πίστη με τη ζωή, τη διαχρονικότητα του Ευαγγελικού μηνύματος με τη συγχρονία της χριστιανικής μαρτυρίας (σελ. 263), την τοπικότητα με την οικουμενικότητα (σελ. 69), την ιστορικότητα με την εσχατολογική προοπτική (σελ. 87). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιεραποστολή τίθεται στο επίκεντρο μιας χριστιανικής αυτοσυνειδησίας όπου το τοπικό συναντάται με το οικουμενικό στοιχείο, η πίστη με την αγάπη, η πνευματικότητα με την κοινωνικότητα.

Υπό αυτήν την προοπτική η Εκκλησία περιγράφεται ως το μυστικό Σώμα του Χριστού στο διηνεκές που ζει την παρουσία Του στο ιστορικό παρόν και μαρτυρεί την εσχατολογική της βεβαιότητα (σελ. 70). Η ενότητα και η αποστολική διαδοχή της εκφράζεται στη λειτουργική της πράξη και η σύνδεση της τοπικής κοινότητας με την Εκκλησία στην καθολικότητά της βιώνεται σε κάθε Ευχαριστιακή σύναξη (σελ. 57). Η ενότητά της οφείλει να εκφράζεται στα σπλάχνα κοινοτήτων ζωντανών και δημιουργικών με διαρκή θεολογικό στοχασμό, με πράξεις και λόγο, με παρουσία ευχαριστιακή και διακονική. Ο Αρχιεπίσκοπος ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο από εκείνους που θεωρούν ότι η Ορθοδοξία πρέπει να αφοσιωθεί στη λειτουργική της μέριμνα αφήνοντας τον κόσμο έξω από τις πύλες της εκκλησίας, λέγει πως είναι η ίδια η Θ. Λειτουργία που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας αυτοσυνείδησης που οδηγεί στην περιχαράκωση και τον αυτοαποκλεισμό (σελ. 85).

Ποιός είναι λοιπόν ο ρόλος της Εκκλησίας και των χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο; Πριν αναφερθούν οι επιμέρους προτάσεις των κειμένων του βιβλίου αξίζει να επισημανθεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος προκρίνει μια αλλαγή παραδείγματος ως προς τη διαπραγμάτευση των σύγχρονων ζητημάτων. Γράφει πως για να ανταποκριθούν οι ορθόδοξοι στην αποστολή τους στον σύγχρονο κόσμο θα πρέπει να κατανοήσουν «τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στον κόσμο» (σελ. 20). Σε ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτείται να αναπτυχθεί ένας διάλογος με την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στις ζυμώσεις της κοινωνίας με ελπίδα και αυτοπεποίθηση, χωρίς φόβο. Η προσέγγιση της πραγματικότητας, αν γίνεται αποκλειστικά μέσα από τη διαπραγμάτευση εννοιολογικών κατηγοριών σε συνθήκες ιδεοτυπικών αφαιρέσεων μπορεί τελικώς να απομακρύνει την Εκκλησία από τη σάρκωση της ιστορίας στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Υπό αυτό το πρίσμα η εμβίωση, η διδαχή και η μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής εκφράζεται στον κοινωνικό βίο των Χριστιανών μέσα από την ελεύθερη και δημιουργική δράση τους για έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό. Το μήνυμα της ειρήνης διατρέχει το βιβλίο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Κατά την Ευαγγελική παραγγελία και υπόσχεση ότι οι ειρηνοποιοί  (μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ) υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται (Mτ. 5:9), η ειρήνη περιγράφεται ως όραμα και αγώνας αγαθός για τους χριστιανούς ενώ η βία, η διχόνοια και ο πόλεμος νοούνται μόνο ως αίτια μετανοίας. Ο αγώνας για την ειρήνη εδράζεται σε μια ηθική της ευθύνης που οδηγεί στην κριτική αποτίμηση και σεβασμό των θετικών δεδομένων του σύγχρονου κόσμου, όπως είναι ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων (σελ. 117) και στη δυνατότητα συνεργασίας με ανθρώπους καλής θέλησης ώστε να ξεπεραστεί η μισαλλοδοξία, ο εθνοφυλετισμός και ο φανατισμός (σελ. 58) προς μια συνθήκη διαλόγου και ειρήνευσης. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν μιλά για την ειρήνη αφηρημένα ή στατικά αλλά για την «αναζήτηση της ειρήνης [που] προϋποθέτει σταθερή υπεράσπιση και ενδυνάμωση της δικαιοσύνης» (σελ. 226). Πρόκειται για μια προοπτική που βρίσκεται σε άμεσο διάλογο με την πατερική παράδοση, ενώ ο συναισθηματικά φορτισμένος λόγος, η σταθερότητα και η γλυκύτητα της αναφοράς στην ειρήνη συγκινούν με την αμεσότητα και την αυθεντικότητά τους. Ας μην λησμονηθεί από όσους μπορεί να αποδώσουν «ουτοπισμό» και μη ρεαλιστικό ρομαντισμό σε αυτές τις προτάσεις ότι πολλοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας έζησαν σε ταραγμένες περιόδους, αλλά αναζήτησαν την υπέρβαση του κακού μέσα στον δρόμο της ειρήνης. Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του προς τη Βουλή των Τυάνων (Επ. 97) καταλήγει με απλότητα και αποφασιστική ηρεμία: «Υπέρ της ειρήνης έχω απόφαση να μην παραλείψω οποιονδήποτε κόπο, να μη είπω ή κάνω κάτι ταπεινό, να μη υπολογίσω μήκος οδοιπορίας, να μη αποφύγω κανένα άλλο από τα οχληρά, ώστε να επιτύχω τον μισθό της ειρηνοποιίας...».[1]

Εγρήγορση_62

Το ειρηνικό όραμα των χριστιανών συναρμόζει την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη διακονία και την ελευθερία. Πρόκειται για μια ελευθερία που βασίζεται στην υπευθυνότητα, που οδηγεί στον αγώνα κατά του εγωκεντρισμού (σελ. 135) και κατά της δεσποτείας απρόσωπων θεσμών και του ολοκληρωτισμού της αγοράς (σελ. 197). Αυτού του είδους η κατανόηση της ελευθερίας οδηγεί τους ανθρώπους κατευθείαν στην καρδιά των κοινωνικών προβλημάτων. Το ενδιαφέρον και η φροντίδα για την πείνα και την εξαθλίωση των ανθρώπων, για το περιβάλλον, για την εκμετάλλευση των παιδιών, την κοινωνική αδικία και για το χάσμα της φτώχειας είναι χαρακτηριστικά μιας αυθεντικά χριστιανικής ζωής (σελ. 43).

Σημαντικός είναι τέλος και ο ρόλος που δίδεται στον επιστημονικό θεολογικό λόγο αλλά και στις  άλλες επιστήμες. Ο επιστημονικός λόγος της θεολογίας αξιώνεται ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα για μια θεολογία αυθεντική ως προς την πηγή και την παράδοσή της, ταυτόχρονα δυναμική, με ερευνητικό πνεύμα και σε διάλογο με τις εξελίξεις του κόσμου και τις άλλες επιστήμες (σελ. 64-67). Οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, λέει ο Αρχιεπίσκοπος δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με αμηχανία (σελ. 83) αλλά με δημιουργικό πνεύμα, με ευθύνη και διάκριση είτε πρόκειται για τον πλουραλιστικό κόσμο και τα ζητήματα του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διάλόγου (σελ. 74-79) είτε για τον επιστημονικό κόσμο και τα ζητήματα των συνεπειών της εφαρμοσμένης γνώσης (σ. 39). Σε μια απόπειρα μάλιστα να διαυγάσει τα όρια του θεολογικού λόγου από εκείνον των θετικών επιστημών αντηχεί τον λόγο του Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού[2] καθώς λέγει ότι «η χριστιανική αποκάλυψη αναφέρεται στο ποιός δημιούργησε τον κόσμο και πώς ο άνθρωπος θα προχωρήσει σε κοινωνία αγάπης μαζί Του και με όλα τα πλάσματά Του» (σελ. 39).

Εγρήγορση_103

Επιπρόσθετα, στα κείμενα του βιβλίου τούτου αποκαλύπτεται μια προοπτική χριστιανικού κοσμοπολιτισμού, πολύ κοντά στο παράδειγμα του Αρχέγονου Χριστιανισμού. Μήπως άραγε αυτή η στάση οφείλεται στην εμπειρία της ιεραποστολικής δράσης του Αρχιεπισκόπου και η αναζήτηση της ελπίδος μακριά από τον κομφορμισμό της ιστορίας; Μήπως βαρύνει το γεγονός ότι είναι Ποιμένας μιας Εκκλησίας που αναστήθηκε αφού πέρασε πρώτα με πίστη από την κοιλάδα σκιάς θανάτου (Ψλ. 23); Τον απασχολούν λοιπόν η διαφύλαξη της ταυτότητας και της ιδιομορφίας των λαών αλλά και η διάνοιξη ενός δρόμου αλληλεγγύης προς άπαντες σε έναν κόσμο διασυνδεδεμένο (σελ. 124). Υποστηρίζει ότι ο φόβος δεν μπορεί να είναι οδηγός των ορθοδόξων στον κόσμο σήμερα και ότι η θέση τους δεν είναι στην μεμψιμοιρούσα οπισθοφυλακή αλλά στην υπεύθυνη πνευματική εμπροσθοφυλακή (σελ. 108). Η πορεία αυτή είναι δυνατή αν βασιστεί στη χάρη του Αγίου Πνεύματος και βαδίσει εμπρός «με το πνεύμα των Πατέρων» (σελ. 47) εμπνέοντας πίστη, αγάπη και ελπίδα. Εδώ γίνεται λόγος για την ελπίδα που θεμελιώνεται στο πρόσωπο του Χριστού (σελ. 187) και που δεν είναι ατομική και ευσεβιστική αλλά πηγή αγάπης και κίνητρο συνάντησης (σελ. 191). Ο ίδιος χειροτόνησε κληρικούς διαφόρων εθνοτήτων, προώθησε μεταφράσεις της Θ. Λειτουργίας, φρόντισε εμπερίστατους ανθρώπους, οικοδόμησε ναούς αλλά και κοινωνικές δομές υπερβαίνοντας τα όρια του εθνοφυλετισμού στη θεωρία και στην πράξη. Τα τελευταία κείμενα του βιβλίου που αφιερώνονται στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας συμπυκνώνουν και αποκρυσταλλώνουν τα παραπάνω και περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία εκείνα που ο Αρχιεπίσκοπος προσδιορίζει ως το «χρέος των Ορθοδόξων» στον κόσμο (σελ. 231 κ.ε.).

Η γλώσσα είναι για αυτόν ένα πολύτιμο γεφύρι ανάμεσα στους ανθρώπους και όχι αυτοσκοπός. Έτσι στο βιβλίο χρησιμοποιείται η ομιλούμενη γλώσσα, μια γλώσσα απλή και έμπλεη νοημάτων και συναισθηματικών φορτίσεων που υπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα και δημιουργεί προϋποθέσεις για μια επικοινωνιακή έκρηξη αγάπης καθώς είναι εύληπτη, άμεση και γεμάτη ανθρωπιά. Τα κείμενα του βιβλίου περιγράφουν τον χριστιανισμό ντυμένο στα λαμπερά ενδύματα της χάριτος. Σε αντίθεση με τον συνοφρυωμένο ζηλωτισμό, τον τυπολατρικό ηθικισμό και την ανοικονόμητη σκληροκαρδία, ο Αναστάσιος μιλά βιβλικά για να περιγράψει την ενότητα της αλήθειας με την ομορφιά και την καλοσύνη και να υπογραμμίσει πως η αγάπη και η χάρη του Θεού βιώνονται σε συνθήκες χαράς και δημιουργικότητας (σελ. 159-160). Τελικώς, η σύνδεση της γραφής και του γράφοντος στο βιβλίο «Εγρήγορση» είναι αρμονική και φυσική. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι μια προσωπικότητα που προστρέχει με πίστη, ειλικρίνεια και ταπεινότητα στη συνάντηση με τους άλλους και οι άνθρωποι του το αναγνωρίζουν. Είναι ο ακαδημαϊκός που τα ακροατήρια αγαπούν τον λόγο του, η συνετή φωνή που ο κόσμος επιθυμεί να συνδιαλεχθεί, ο ποιμένας που οι πιστοί θέλουν την πνευματική καθοδήγησή του, και ο χριστιανός αδελφός που οι χριστιανοί θέλουν να ταξιδεύουν μαζί του εν πλώ.

Εγρήγορση_76

* Το παρόν αποτελεί την πρώτη και ανολοκλήρωτη μορφή του κειμένου από το οποίο λείπουν οι παραπομπές και η τελική επεξεργασία. Οι αριθμήσεις στις παρενθέσεις δηλώνουν τις σελίδες στο βιβλίο: Εγρήγορση – Χρέος των Ορθοδόξων.

[1] Μ. Βασίλειος: «Τη Βουλή Τυάνων», στο: Μ. Βασιλείου έργα, τ. 3, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 301.

[2]  Ὅμως, εἴτε οὕτως, εἴτε ἐκείνως, ἅπαντα τῷ θείῳ προστάγματι γέγονέ τε καὶ ἥδρασται καὶ τὸ θεῖον θέλημά τε καὶ βούλημα θεμέλιον ἀσάλευτον κέκτηται…». Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 20. Περὶ οὐρανοῦ.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.