Φώτιος Ιωαννίδης, Η προς Σμυρναίους Επιστολή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου

Σμύρνη_142

Η εισήγηση του Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που διαξάγεται στη Σμύρνη

 1. Ιγνάτιος Αντιοχείας

Οι πληροφορίες για τον άγιο Ιγνάτιο είναι φτωχές, ενώ αρκετές από τις υπάρχουσες είναι και επισφαλείς. Υποθετική είναι και η χρονολόγηση που αφορά στα περισσότερα βιογραφικά του στοιχεία. Αδιαμφισβήτητα όμως γεγονότα είναι η επισκοπική του διακονία στην Αντιόχεια, η συγγραφή των Επιστολών του και ο μαρτυρικός του θάνατος. Άμεση και ακριβής πηγή πληροφόρησης αποτελούν οι επτά γνήσιες Επιστολές που ο ίδιος συνέταξε δέσμιος, πορευόμενος με συνοδεία Ρωμαίων στρατιωτών από την Αντιόχεια προς τη Ρώμη τον τόπο του μαρτυρίου του. Πρόκειται για τις Επιστολές προς Εφεσίους, Μαγνησιείς, Τραλλιανούς και Ρωμαίους, τις οποίες έγραψε στη Σμύρνη ενώ τις προς Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και προς Πολύκαρπον τις συνέταξε στην Τρωάδα. Με τα κείμενα αυτά κατά βάση ευχαριστεί, νουθετεί, διδάσκει και ενδυναμώνει τους αποδέκτες τους. Στην αρχή των Επιστολών του αυτοαποκαλείται «Θεοφόρος», αλλά φαίνεται ότι το ίδιο επίθετο χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους χριστιανούς.

Αρκετές μαρτυρίες για τον άγιο προέρχονται από πολύ μεταγενέστερή του εποχή και μάλλον απηχούν τους ευσεβείς πόθους και τον μεγάλο σεβασμό των χριστιανών προς το πρόσωπο και τη μνήμη του. Τέτοιες είναι οι προερχόμενες από τον 10ο και 14ο αιώνα του Συμεών του Μεταφραστή και του ιστορικού Νικηφόρου Κάλλιστου Ξανθόπουλου οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Ιγνάτιος ήταν το παιδί που, σύμφωνα με τις διηγήσεις των ευαγγελιστών, ο Ιησούς έστησε εν μέσω των μαθητών του ως παράδειγμα αθωότητας για την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών.

Ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος της εκκλησίας της Αντιόχειας μετά τον άγιο Ευόδιο, αλλά δεν είναι βέβαιο αν χειροτονήθηκε από τον απόστολο Πέτρο. Πάντως γνώρισε κάποιους από τους αποστόλους και συναναστράφηκε μαζί τους. Η διακονία του ήταν μακροχρόνια. Ξεκίνησε περί το έτος 70 και έληξε μεταξύ των ετών 115-117 εξαιτίας του μαρτυρικού και βίαιου θανάτου του την εποχή του Τραϊανού, κατασπαρασσόμενος από τα άγρια θηρία της ρωμαϊκής αρένας. Ο διωγμός ξέσπασε περί το έτος 112 στην περιοχή της Μ. Ασίας και Συρίας, όπου έπαρχος ήταν ο Πλίνιος ο νεότερος. Ο άγιος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή όμως θα εκτελούνταν στη Ρώμη, ενώ, τόσο το μαρτύριό του όσο και η διαδικασία της μεταφοράς του εκεί, θα αποτελούσαν αποτρεπτικό παράδειγμα για τη ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού σε εκείνες τις περιοχές. Κατά τη μαρτυρική πορεία του σταθμεύει σε διάφορες πόλεις, όπου γίνεται αντικείμενο θερμής υποδοχής και θαυμασμού από μέρους των τοπικών εκκλησιών.

Πάντως, εκείνο που χρειάζεται να επισημανθεί για την ιστορική και θεολογική ακρίβεια είναι το ότι ο άγιος δε διαδέχεται τον απόστολο Πέτρο στην επισκοπή της Αντιόχειας και ούτε είναι τρίτος στη σειρά επίσκοπός της μετά τον Πέτρο και τον Ευόδιο. Η πάγια πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας είναι να μην αριθμεί ως επισκόπους τους αποστόλους, γιατί αυτοί είναι ιδρυτές και όχι επίσκοποι μίας τοπικής εκκλησίας.

Η μνήμη του αγίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 20 Δεκεμβρίου και από τη Ρωμαιοκαθολική την 1η Φεβρουαρίου.

Σμύρνη_182DSC_7062

2. Η Επιστολή προς Σμυρναίους

Η Επιστολή γράφεται από την Τρωάδα, όπως ο ίδιος ο Ιγνάτιος μαρτυρεί προς το τέλος της. Αποτελείται από 13 σύντομα κεφάλαια και ακολουθεί τους τυπικούς κανόνες της επιστολογραφίας της εποχής. Η γλώσσα είναι εύληπτη, παρουσιάζει ελάχιστους λατινισμούς και συνοδοιπορεί με το απλό ύφος. Και τα δύο παραπέμπουν στη σαφήνεια και την απλότητα των καινοδιαθηκικών κειμένων από τα οποία επηρεάζονται αλλά και κατ’ έναν τρόπο ερμηνεύουν. Παράλληλα προδίδουν και τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες συντάχθηκαν όλες οι Επιστολές όπως βέβαια και η συγκεκριμένη. Πάντως, μέσα από αυτή την απλότητα και λιτότητα γλώσσας και ύφους, ο ιερός Πατέρας αναπτύσσει με θαυμαστό τρόπο τη δογματική ακρίβεια και τα υψηλά θεολογικά νοήματα.

Στο Προοίμιο ο άγιος εκφράζει τη χαρά του, γιατί βρήκε τους Σμυρναίους καταρτισμένους στην πίστη και βέβαιους ότι ο Χριστός αληθώς έπαθε ως άνθρωπος για τη σωτηρία μας. Συνιστά αποφυγή από τη βλαβερή αίρεση των Δοκητώv (1-3) και συμβουλεύει τους πιστούς να φυλαχτούν από αυτά τα «ανθρωπόμορφα θηρία», δηλαδή τους Δοκήτες, τους οποίους και ελέγχει με αυστηρότητα (4-7). Παραινεί τους παραλήπτες της Επιστολής να ακολουθούν και να τιμούν τον επίσκοπο, όπως επίσης να σέβονται τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Τους ευχαριστεί για την αγάπη και τη φιλοξενία τους και εύχεται να έχουν το πνεύμα και τα δεσμά του ως αντίδωρο (8-10). Τέλος ακολουθούν συμβουλές και ασπασμοί (11-13).

Ο Ιγνάτιος τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Χριστός είναι Θεός, του οποίου η σταυρική θυσία και η ανάσταση δώρισαν τη σωτηρία στον άνθρωπο, που για να την αποκτήσει οφείλει να είναι ταπεινός και να αγαπά τον Θεό και τον πλησίον. Ο άγιος υπογραμμίζει την πίστη στις δύο φύσεις του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, και εμμένει στην πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης Του. Ο Χριστός «αληθώς έπαθε», «αληθώς ανέστησεν εαυτόν», είναι «Κύριος…σαρκοφόρος» και «τέλειος άνθρωπος». Μάλιστα, εξαιτίας αυτής της αλήθειας, ο ίδιος είναι πρόθυμος να οδηγηθεί στο μαρτύριο, γιατί αν η σάρκωση, η σταύρωση και η ανάσταση δεν ήταν πραγματικά αλλά φαινομενικά τότε κι ο ίδιος, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, φαινομενικά είναι δέσμιος.

Ο Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατέρας της Εκκλησίας που τονίζει εμφαντικά και με καθαρούς όρους τόσο τη Θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Χριστού. Είναι σαφές λοιπόν ότι με τις θέσεις του αυτές στρέφεται κατά της αιρετικής μάστιγας του Δοκητισμού, του οποίου η διδασκαλία απέρριπτε τη σάρκωση του Λόγου του Θεού, το πάθος, την ανάσταση, τη θεία Ευχαριστία και κατά βάση τη λειτουργική μυστηριακή ζωή.

Οι Δοκήτες αποτελούσαν τον κύριο όγκο των Γνωστικών. Πίστευαν ότι ο άνθρωπος είναι ένα θείο απόσπασμα που εξέπεσε. Δούλος της ύλης και του διαβόλου, που για να λυτρωθεί χρειαζόταν κάποια εξωτερική βοήθεια. Εκείνος όμως που πρόσφερε τη βοήθεια δεν είναι άνθρωπος ούτε θεάνθρωπος, γιατί η ανάμιξη του θείου με το ανθρώπινο στοιχείο, που είναι πονηρό, είναι κατ’ αυτούς αδιανόητη. Συνεπώς είναι μόνο Θεός, που φέρει φαινομενικό σώμα. Η βάση του Δοκητισμού είναι αντιβιβλική, καθώς αρνείται τις θεοφάνειες και την ενανθρώπησς. Είναι ένα απαισιόδοξο σύστημα, γιατί καθιστά τον άνθρωπο δούλο της εγκόσμιας φθοράς και αδύναμο να συμβάλει στη λύτρωσή του.

Από αυτά λοιπόν τα «ανθρωπόμορφα θηρία», που μάλλον είχαν διεισδύσει στην τοπική εκκλησία βλάπτοντας τα μέλη της, προσπαθεί ο άγιος να διαφυλάξει τους πιστούς της Σμύρνης. Διευκρινίζει ότι η προσχώρηση στην αίρεση δεν είναι μία απλή υπόθεση, αλλά συνεπάγεται τραγικές συνέπειες για όσους την αποδεχθούν. Όσοι αρνούνται με τον τρόπο αυτό το Χριστό, ουσιαστικά τους έχει αρνηθεί ο ίδιος ο Χριστός, γιατί είναι «νεκροφόροι», συνήγοροι του θανάτου παρά της αλήθειας.

Σμύρνη_228DSC_7108

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ιγνάτιος τονίζει την πίστη και την αγάπη του χριστιανού προς τον Ιησού Χριστό. Πρόκειται για μία δυνατή πνευματική σχέση, που εκφράζεται και πιστοποιείται μέσα από τη μετοχή του πιστού στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτή οικοδομεί την ενότητα της Εκκλησίας, αποτελεί το θεμέλιό της και είναι το κέντρο της ζωής της επειδή ακριβώς είναι το αληθινό Σώμα του Χριστού που έπαθε, θανατώθηκε και ενδόξως αναστήθηκε. Εδώ λοιπόν επισημαίνεται ο ρεαλισμός του μυστηρίου, που οδηγεί τον πιστό στην όντως ζωή μέσα από αυτά τα πραγματικά σωτηριώδη γεγονότα.

Ο άγιος όμως δεν περιορίζεται στην επισήμανση του κινδύνου και των συνεπειών των αιρέσεων. Προτείνει τρόπους αντιμετώπισης της αίρεσης, αφού το ποίμνιο μόνο του δεν μπορεί να πολεμήσει την κακοδοξία. Καταφεύγει λοιπόν στον επίσκοπο. Αυτός αποτελεί για τον άγιο το κέντρο αναφοράς της ζωής της Εκκλησίας. Ο λειτουργικός του ρόλος συνδέεται άμεσα με το μυστήριο του Βαπτίσματος αλλά και με εκείνο της θείας Ευχαριστίας. Ο παραλληλισμός μάλιστα του επισκόπου προς τον ίδιο τον Ιησού Χριστό οδηγεί τον Ιγνάτιο στο συμπέρασμα ότι όποιος πράττει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει το διάβολο.

Συνιστά, λοιπόν, στα κεφάλαια 8 και 9 της Επιστολής του, όλοι οι πιστοί να ακολουθούν τον επίσκοπο, να τον τιμούν, ώστε να τιμηθούν από τον Θεό, και κανείς να μην πράττει κάτι εκκλησιαστικής φύσεως χωρίς αυτόν ή την έγκρισή του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άγιος, θέλοντας να δώσει τη θεολογική και εκκλησιολογική διάσταση του επισκοπικού λειτουργήματος, το συνδέει με το σχήμα της μοναρχίας του Πατρός στη Θεότητα. Όπως η αλήθεια του προσώπου και του έργου του Χριστού λειτουργεί και καταφάσκεται στο πρόσωπο του Θεού Πατρός, ακριβώς, κατ’ ανάλογο τρόπο, και η αλήθεια όλων όσων συμβαίνουν στην Εκκλησία και προπαντός στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας αληθεύουν, εφόσον γίνονται από τον επίσκοπο ή τελούνται με την άδειά του.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις λειτουργεί η εκκλησιολογική αντίληψη του Ιγνατίου: «ὅπου ἂν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω, ὣσπερ ὃπου ἂν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ καί ἡ καθολική Ἐκκλησία». Μάλιστα ο όρος καθολική Εκκλησία απαντάται εδώ για πρώτη φορά στη χριστιανική γραμματεία. Δηλώνει το οικουμενικό, πλήρες, ενωμένο και αληθινό Σώμα του Χριστού. Με αυτή την έννοια η Εκκλησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας υπό τον επίσκοπο. Κατά συνέπεια, στη σκέψη του αγίου, Χριστολογία, Εκκλησιολογία και Σωτηριολογία είναι έννοιες απολύτως εναρμονισμένες και αλληλοπεριχωρούμενες.

Σμύρνη_140

Ο ρόλος και το πρόσωπο του επισκόπου λειτουργούν, ώστε να εγγυώνται την αλήθεια, την τάξη και την ενότητα μέσα στην Εκκλησία και να αποκλείουν την αταξία και την αναρχία. Η Επιστολή παρέχει επίσης την πληροφόρηση ότι ο επίσκοπος περιβάλλεται από το πρεσβυτέριο. το οποίο παραβάλλεται προς τους αποστόλους. Η σχέση των αποστόλων με το Χριστό αποτελεί για τον Ιγνάτιο το πρότυπο της σχέσης του επισκόπου με τους πρεσβυτέρους. Ο επίσκοπος δεν μπορεί να ενεργεί αυθαίρετα. Είναι και αυτός «σύνδουλος» των άλλων κληρικών και ο «έσχατος» όλων των πιστών. Οφείλει να είναι «αξιόθεος», ενώ οι πρεσβύτεροι «θεοπρεπείς» και οι διάκονοι «θεοπρεσβευτές». Και τούτο, γιατί η ιεροσύνη είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά μεταξύ των ανθρώπων κι όποιος στρέφεται εναντίον της κατ’ ουσίαν δεν ατιμάζει τον άνθρωπο αλλά τον Θεό και τον Ιησού Χριστό, τον πρωτότοκο και τον μοναδικό εκ φύσεως αρχιερέα του Πατέρα.

Αυτή λοιπόν είναι για τον άγιο μάρτυρα του Χριστού Ιγνάτιο η εικόνα του εκκλησιαστικού σώματος. Μία αληθινή ιδανική προσευχόμενη κοινωνία, μία οικογένεια, όπου όλα τα μέλη έχουν μεταξύ τους μία σχέση ειλικρινούς αγάπης, αμοιβαίας διακονίας και υπακοής με αναφορά στον Κύριο της Δόξας.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.