Στυλιανός Τσομπανίδης, Η απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο: μια πρώτη αποτίμηση

ΙΜΘ_76_01

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στην Επιστημονική Ημερίδα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

Πριν από τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και με το βλέμμα στραμμένο σε αυτή, οι προσδοκίες όσον αφορά στο θέμα Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα παρακάτω δύο σημεία:

1) μέσω της Συνόδου της η σύγχρονη Ορθοδοξία να επιβεβαιώσει τη βούλησή της να συμπορευθεί με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες στο δρόμο που οδηγεί προς τη χριστιανική ενότητα. Σε σχέση με αυτό επίσης να επαναβεβαιώσει την υποχρέωση της Ορθοδοξίας να διαλέγεται με τον «άλλον», με ανθρώπους άλλων πολιτισμών και άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων.

2) η Σύνοδος να καθορίσει πιο πειστικά και πιο οριστικά τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο και να πει σε αυτούς με τους οποίους διαλέγεται πώς βιώνει η Ορθοδοξία τη σχέση της μαζί τους και τι είναι αυτοί για την Ορθοδοξία[1].

Οι προσδοκίες δεν διαψεύσθηκαν. Η απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[2] είναι ιστορική και σημαντική: για πρώτη φορά η Ορθόδοξη Εκκλησία επισήμως με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση δηλώνει με σαφήνεια πως «πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου (§ 1) και ταυτόχρονα επικυρώνει και εμπεδώνει -παρά τις αρνητικές φωνές και τη σκληρή κριτική εκ των ένδον- τη βούληση της συνέχισης και ενδυνάμωσης της ενεργού συμμετοχής της «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα» (§ 6).

Εκτός από το κείμενο που αφορά στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο με το οποίο ασχολούμαστε εδώ[3], για την εδραίωση του οικουμενικού διαλόγου αξιοπρόσεκτες είναι οι αναφορές της «Εγκυκλίου» και του «Μηνύματος» της Συνόδου, κείμενα που συνοψίζουν τον προβληματισμό, τα ενδιαφέροντα και τον οραματισμό της και περικλείουν πολλές προτάσεις από τα 6 επίσημα κείμενά της. Όπως δηλώνεται, «θεμέλιο τῶν θεολογικῶν μας ἀναζητήσεων ὑπῆρξε ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό της» («Μήνυμα», Εισαγωγή. Πρβλ.  «Εγκύκλιος», Εισαγωγή)[4]. Στην προοπτική αυτή επισημαίνεται ότι «η Ἐκκλησία μας ἀνταποκρινομένη στό χρέος νά μαρτυρεῖ τήν ἀλήθεια και τήν ἀποστολική της πίστη, ἀποδίδει μεγάλη σημασία στόν διάλογο κυρίως με τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς» («Μήνυμα» § 3. Πρβλ. «Εγκύκλιος» § 20). Με αφετηρία τη θέση αυτή τονίζεται επίσης και η αξία του νηφάλιου διαθρησκειακού διαλόγου, ο οποίος, όπως αναφέρεται, συμβάλλει σημαντικά στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της καταλλαγής («Μήνυμα» § 4 και «Εγκύκλιος» §§ 17 και 18). Το «Μήνυμα» καταλήγει με τη βαρυσήμαντη παραδοχή ότι η «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἄνοιξε τόν ὁρίζοντά μας στή σύγχρονη πολύμορφη οἰκουμένη. Τόνισε τήν εὐθύνη μας μέσα στόν χῶρο καί τόν χρόνο, πάντοτε μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα» (§ 12).

ΙΜΘ_36

Ενώ όμως η Σύνοδος αποτελεί ένα μεγάλο βήμα α) ως προς την εδραίωση του οικουμενικού διαλόγου και β) ως προς τη συναίσθηση του γεγονότος ότι «ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου», το βήμα αυτό έμεινε μετέωρο ως προς το 2ο σημείο που αναφέρθηκε πιο πάνω. Υπάρχει ένα έλλειμμα όχι ως προς την κατανόηση της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά στο πώς την υποστηρίζει, και δεν δίνει πιο πειστική και πιο οριστική απάντηση στο πώς θεωρεί την εκκλησιαστική κατάσταση των χριστιανών με τους οποίους εδώ και πολλές δεκαετίες διαλέγεται και συνεργάζεται. Το θέμα αυτό προκάλεσε τις περισσότερες και πιο έντονες συζητήσεις πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου και είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει να απασχολεί και τη μετασυνοδική πορεία.

Στη Σύνοδο της Κρήτης συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ο πρώτος Γενικός Γραμματέας και ιστορικός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) Visser’t Hooft, όταν μετά την πρώτη ιδρυτική Συνέλευση του Άμστερνταμ (1948) επισκέφτηκε την Εκκλησία της Ελλάδος. Διηγείται:  «Η πλέον αποκαλυπτική συζήτησις έλαβε χώραν εις εν μοναστήριον, ευρισκόμενον εντός ωραίας τοποθεσίας πλησίον των Αθηνών, όπου συνήντησα τους επισκόπους και τους θεολόγους καθηγητάς, τους έχοντας την κυρίαν ευθύνην δια την οικουμενικήν τακτικήν της Εκκλησίας…. Διησθάνθην βεβαίως ότι το βασικόν ζήτημα ήτο το θέμα περί της Ορθοδόξου αντιλήψεως της Εκκλησίας. Δι’ αυτό ηρώτησα τους παρισταμένους να με είπουν εάν αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι θα ανεγνώριζαν τας μη Ορθοδόξους Εκκλησίας ως αληθείς Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα υπήρξε μία ηλεκτρισμένη συζήτησις μεταξύ αυτών των ιδίων Ελλήνων Θεολόγων, γινομένη εις την Ελληνικήν. Η μετάφρασις ελησμονήθη. Ούτω ηρώτησα ταπεινώς κατά πόσον η σύσκεψις αύτη δεν εκλήθη προς συζήτησιν μετ’ εμού. Όταν κατεβλήθη μια προσπάθεια δια να γίνη μία περίληψις των συζητηθέντων, απεδείχθη ότι τούτο εις την πραγματικότητα ήτο εν άλυτον πρόβλημα. Βεβαίως, ουδεμία αμφιβολία υπήρχεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ήτο η αληθής Εκκλησία, αλλ’ υφίσταντο διάφοροι αντιλήψεις όσον αφορά τας εφαρμογάς της πίστεως ταύτης δια την αξιολόγησιν των μη Ορθοδόξων Εκκλησιών» (η υπογράμμιση δική μου)[5].

Εβδομήντα χρόνια μετά από το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ότι πράγματι η εκκλησιολογική θεώρηση την άλλων χριστιανικών Ομολογιών είναι ένα άλυτο πρόβλημα και ας ρωτήθηκαν ξανά οι Ορθόδοξοι από την Ειδική Επιτροπή του ΠΣΕ πριν από 15 χρόνια, με ένα συγκεκριμένο ερώτημα που άγγιζε το εκκλησιολογικό τους νεύρο: «Υπάρχει χώρος για άλλες Εκκλησίες στην ορθόδοξη εκκλησιολογία; Πώς μπορεί να περιγραφεί αυτός ο χώρος και τα όριά του;»[6]. Πρόκειται για το πιο καυτό θέμα που προκαλείται από τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση.

Ενώ είναι δύσκολο το ζήτημα αυτό, υπήρχε η προσδοκία ότι η Σύνοδος της Κρήτης θα προσέφερε μια βάση για απάντηση. Όμως, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά πήγε κατά κάποιον τρόπο και πιο πίσω από την πιο ε­πί­ση­μη, έως τη σύγκλησή της, σε πα­νορ­θό­δο­ξο ε­πί­πε­δο τοποθέτηση για το ζήτημα της σχέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τα εκτός των ορίων αυτής υφιστάμενα χριστιανικά σώματα που έγινε το 1986 στην Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη με τα κείμενα «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» και «Σχέ­σεις της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας προς τον λοι­πό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο». Τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν τη βάση και τον κορμό του τελικού κειμένου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Η Γ΄ Προσυνοδική ήταν αυτή που ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με το επίμαχο θέμα αν οι ετερόδοξοι μπορούν να ονομαστούν Εκκλησίες. Μετά από έναν γόνιμο προβληματισμό η Διάσκεψη δήλωσε ομόφωνα: «Η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α, ως ού­σα η μί­α, α­γί­α, κα­θο­λι­κή και α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α, έ­χει πλή­ρη συ­νεί­δη­σιν της ευ­θύ­νης αυ­τής δια την ε­νό­τη­τα του χρι­στι­α­νι­κού κό­σμου, α­να­γνω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κήν ύ­παρ­ξιν ό­λων των χρι­στι­α­νι­κών Εκ­κλη­σι­ών και Ομο­λο­γι­ών, αλ­λά και πι­στεύ­ει ό­τι αι προς ταύ­τας σχέ­σεις αυ­τής πρέ­πει να στη­ρί­ζων­ται ε­πί της υ­π’ αυ­τών ό­σον έ­νε­στι τα­χυ­τέ­ρας και αν­τι­κει­με­νι­κω­τέ­ρας α­πο­σα­φη­νί­σε­ως του ό­λου εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κού θέ­μα­τος…»[7].

Η συγκεκριμένη παράγραφος μαζί με την 1η παράγραφο του κειμένου-απόφαση «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» που αναφέρει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει «τη βαθιά πεποίθηση και την εκκλησιαστική της αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον φορέα και δίνει μαρτυρία της πίστεως και της παραδόσεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»[8] αποτέλεσαν την πιο βαθιά εκκλησιολογική θεμελίωση της ορθόδοξης συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση που είχε γίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η θεμελιώδης αξίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι ταυτίζεται με τη Μία, αληθινή Εκκλησία γίνεται πιο ευρύχωρη με την έκφραση «αποτελεί τον φορέα» και αφήνει χώρο για την αναγνώριση του εκκλησιαστικού χαρακτήρα των άλλων χριστιανικών «Εκκλησιών» και «κοινοτήτων»· αφήνει επίσης και ουσιαστικά περιθώρια για σοβαρή αντίδοση και αμοιβαίο εμπλουτισμό, με απώτερο σκοπό την προλείανση της οδού μέσω του διαλόγου που οδηγεί στην ενότητα. Βεβαίως, δεν έδινε ευθεία και τελειωτική απάντηση στο ερώτημα των σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, γιατί αναγνωριζόταν η «πραγματική ύπαρξη», όχι όμως η «εκκλησιολογική ύπαρξη» των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εξέφραζε μια ολόκληρη εποχή κατά την οποία η ορθόδοξη εκκλησιολογία είχε αποκτήσει έναν δυναμικό χαρακτήρα και είχε αφήσει πίσω της την ομολογιακή, ιδρυματική και ιεραρχική αντίληψη της Εκκλησίας, η οποία διακατέχεται από μία ολοκληρωτική σιγουριά για την ύπαρξη ήδη από τώρα της «ecclesia triumphans». Αυτό το πνεύμα εκφραζόταν με τα παρακάτω λόγια: «Εάν οι ορθόδοξοι λένε ότι βρίσκονται σε συνέχεια της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αυτό δεν αποτελεί καμία αποκλειστική αξίωση, αλλά μια δήλωση ότι παραμένουν πιστοί στην πληρότητα της αποστολικής κοινότητας, η οποία χρειάζεται να αποκαλυφθεί ακόμη πληρέστερα και μάλιστα σε συνεργασία με τους άλλους χριστιανούς στον κόσμο. Αυτοαποκαλούμενοι ως φορείς της ενότητας είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να προσφέρουν μια θετική συμβολή στην κίνηση για τη χριστιανική ενότητα και την ενότητα στον κόσμο». Και συνέχιζε: «Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν περιμένει να μεταστραφούν οι άλλοι χριστιανοί στην Ορθοδοξία, στην ιστορική και πολιτισμική της πραγματικότητα, του παρελθόντος και του παρόντος, και να γίνουν μέλη της  Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η επιθυμία της είναι να αγωνιστούν όλοι στις δικές τους Εκκλησίες και παραδόσεις ώστε να κατανοήσουν σε βάθος την πληρότητα της αποστολικής πίστης, η οποία ενυπάρχει στην πληρότητα της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν απαιτείται από καμία Εκκλησία να εκριζωθεί, να αποκοπεί από την πολιτιστική της κληρονομιά ή να εγκαταλείψει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Κάθε Εκκλησία θα μπορούσε να συμβάλει στον εμπλουτισμό όλων. Η άποψη αυτή συνυπονοεί βεβαίως ότι και οι ίδιοι οι ορθόδοξοι πρέπει να μεταστρέφονται με ολοένα και περισσότερη πληρότητα στην πίστη τους και σε μια ζωή που να ανταποκρίνεται στο λόγο του Θεού: ‘ίνα πάντες έν ώσιν’ (Ιω 17,21)»[9].

Όπως είναι γνωστό τα δύο κείμενα-αποφάσεις του 1986 δεν έφτασαν αυτούσια στη Σύνοδο. Η Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη (2015) ασχολήθηκε με την επικαιροποίηση και τελική έγκριση, μεταξύ άλλων, και των κειμένων της Γ΄ Πανορθόδοξης που αφορούσαν στις σχέσεις της Ορθοδοξίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο, οι οποίες αναφέρονται στους διμερείς και τους πολυμερείς διαλόγους. Παρέπεμψε στην Αγία και Μεγάλη Συνόδο το ενιαίο κείμενο υπό τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», αποφεύγοντας τον «προκλητικό» για ακραίους κύκλους και ομάδες εντός της Ορθοδοξίας τίτλο «Οικουμενική Κίνηση».

ΙΜΘ_72

Τα τελευταία 25 χρόνια η φορά προς μείζονα επιφύλαξη στις σχέσεις με τις άλλες Εκκλησίες προχώρησε πολύ ορμητικά και μαζί με την αναρρίπιση του ορθόδοξου φονταμενταλισμού και εθνικισμού και τη μη επαρκή και απροκατάληπτη ενημέρωση του πληρώματος της Εκκλησίας για τα γενόμενα, τα τρέχοντα, τα σχεδιαζόμενα στο χώρο της Οικουμενικής Κίνησης, ανάγκασε την Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή και τις εργασίες της Ε΄ Προσυνοδικής να κινηθούν σε συντηρητικότερο εκκλησιολογικό πλαίσιο[10].

Ήδη το 2014 στο κείμενο που προτείνει η Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή δεν υπάρχει η πρόταση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία «αποτελεί τον φορέα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Κατά τη διάρκεια δε των συζητήσεων της Ε΄ Προσυνοδικής ακούγονται προτάσεις που εκφράζουν μια «οικουμένη της επιστροφής» και μια αποκλειστική εκκλησιολογία που φαίνεται και στην επιμονή να αλλάξει η πρόταση «Η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α α­να­γνω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κήν ύ­παρ­ξιν ό­λων των χρι­στι­α­νι­κών Εκ­κλη­σι­ών και Ομο­λο­γι­ών». Ζητείται επίμονα να απαλειφθεί η λέξη «χριστιανικών Εκκλησιών» και στη θέση της να μπει ο όρος «κοινοτήτων» (οι υπογραμμίσεις δικές μου)[11].

Το τελικό ad referendum προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής[12] που υπογράφηκε από όλες τις Εκκλησίες μπορεί να διαπνέεται από ουσιαστική κατάφαση των οικουμενικών επαφών και της οικουμενικής πορείας, μπορεί να διασώζει τον πυρήνα της Γ΄ Προσυνοδικής, είναι όμως άτολμο και πιο συντηρητικό σε σχέση με εκείνη. Παρ’ όλα αυτά θεωρήθηκε, ακόμη και από μετριοπαθείς ιεράρχες, ότι σε κάποια σημεία είναι «ανορθόδοξο»[13].

Η πιο επίμαχη φράση βρισκόταν στην παράγραφο 6 του τελικού κειμένου: «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών»[14], παρ’ ότι είχε υπογραφεί και είχε γίνει και η αλλαγή από «πραγματική ύπαρξη» σε «ιστορική ύπαρξη». Μετά από έντονες συζητήσεις και πολλές προταθείσες τροπολογίες στο κείμενο που έγινε αποδεκτό και υπεγράφη από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Συνόδου απαλείφθηκε ο όρος «Εκκλησίαι» (πρβλ. §§ 17, 19, 20 και 21) για τον χαρακτηρισμό των άλλων χριστιανικών ολοτήτων και εταίρων στον οικουμενικό διάλογο και η φράση στην παράγραφο 6 έγινε: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται [αντί: αναγνωρίζει] τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν [αντί: ύπαρξιν] τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων [προστέθηκε] ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» (η υπογράμμιση δική μου). Η εγκριθείσα αυτή φράση είναι ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες[15], ίσως μάλιστα είναι πιο ασαφής και περισσότερο προβληματική από ό,τι οι φράσεις: η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την «πραγματικήν ύπαρξιν» ή την «ιστορικήν ύπαρξιν» των ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών.

Βεβαίως, ένας αισιόδοξος αναγνώστης με οικουμενική προοπτική θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η φράση αυτή εκφράζει αυτό που χρόνια ορθόδοξοι κληρικοί και ιεράρχες πράττουν στην Οικουμενική Κίνηση. Χρησιμοποιούν τη λέξη ως τεχνικό όρο «καταχρηστικώς και εν τω κοινώ λόγω», συμβατικά και κατ’ οικονομίαν, για να δηλώσουν την αναντίρρητη ύπαρξη μέσα στο χριστιανικό κόσμο άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγνώριση της ορθότητας της πίστης τους. Τελικά, ίσως εκφράζει αυτό που είναι ξεκάθαρο από τα πρώτα βήματα της οικουμενικής προσπάθειας, ότι δηλαδή η Ορθοδοξία «απορρίπτει τη σχετικιστική θέση εκείνων που θα θεωρούσαν όλες τις Εκκλησίες ως εξίσου έγκυρες εκφράσεις της μιας αόρατης Εκκλησίας, καθώς και την ανελαστική στάση εκείνων που αρνούνται το δικαίωμα σε οποιεσδήποτε άλλες εκτός από τη δική τους Εκκλησία να αυτοαποκαλούνται Εκκλησίες του Χριστού»[16].

Από την άλλη πλευρά, δεν θα απείχε κάποιος από την αλήθεια εάν υποστήριζε ότι η φράση υπονοεί κάποιου είδους εκκλησιολογική αποκλειστικότητα και φαίνεται η τάση να κλείσει τον εκκλησιολογικό χώρο της Ορθοδοξίας και να τον περιχαρακώσει σε θεσμικά-κανονικά τείχη[17]. Το ερώτημα, πάντως, για το πώς εκλαμβάνονται οι ετερόδοξοι από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, καθώς και ο βαθμός της σχέσης τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένουν αδιευκρίνιστα.

Εκτός από αυτό ο αναγνώστης πολύ εύκολα διακρίνει έναν απολογητικό τόνο στην εναγώνια προσπάθεια της Συνόδου να κατασιγαστούν οι πολλές και έντονες, καλόπιστες ή κακόπιστες, ανησυχίες όσων αντιδρούν στους διαλόγους (βλ.  «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…» §§ 18, 19, «Μήνυμα» § 3 και «Εγκύκλιος» § 20). Επίσης, ο τραχύς τρόπος έκφρασης της προσθήκης στην παράγραφο 21 του εκκλησιολογικού κειμένου ότι όσον αφορά στα θεολογικά κείμενα των οικουμενικών διαλόγων «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως, διότι αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (η υπογράμμιση δική μου), μπορεί να κατανοηθεί, όχι εσφαλμένα, ως παραχώρηση προς τους αντιπάλους του οικουμενικού διαλόγου εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εάν η πρόταση διαβαστεί μαζί με εκφράσεις όπως λόγου χάρη: η Ορθόδοξη Εκκλησία «επιδεικνύει ευαισθησίαν έναντι εκείνων, οι οποίοι διέκοψαν την μετ’ αυτής κοινωνίαν» («Εγκύκλιος», § 20),  δημιουργείται η εντύπωση ότι οι χωρισμοί οφείλονται πλήρως σε λάθη των άλλων που χωρίστηκαν. Έτσι, υποστηρίζεται ένα είδος πατερναλισμού, επάρκειας, «μοναδικότητας» και «αυτάρκειας καθολικότητας», νοοτροπίας ξένης προς τη δυναμική εκκλησιολογία που ανέπτυξε η Ορθοδοξία από την έναρξη της προσυνοδικής πορείας τη δεκαετία του 1960. Η εντύπωση αυτή επιτείνεται από την επαναλαμβανόμενη στα κείμενα επωδό περί «μαρτυρίας της Ορθοδοξίας», η οποία κατανοείται ως μία μονόδρομη κίνηση προς τα έξω, χωρίς ετοιμότητα αντίδοσης, αλληλοπλουτισμού και αλληλοπεριχώρησης. Αυτό το πνεύμα δεν έχει καμία σχέση με τις δηλώσεις π.χ. της Α΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης στο Σαμπεζύ το 1976 που υπογράμμιζαν ότι η μαρτυρία της Ορθοδοξίας είναι «διπλής ωφελείας», είναι μετάδοση και λήψη, συνειδητοποίηση «της ευθύνης, την οποίαν πάντες φέρομεν δια την διαίρεσιν της χριστιανοσύνης»[18].

Είναι μακριά, και καλώς, η εποχή που πολλοί ορθόδοξοι θεολόγοι, λαϊκοί και κληρικοί είχαν την αντίληψη ότι συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνηση για να δώσουν μονόδρομη μαρτυρία, με απαιτήσεις υπεροχής και με στόχο τη σωτηρία των άλλων, όπως άλλωστε έκαναν και οι άλλοι ως προς τους ορθόδοξους. Αυτό το σημείο χρειάζεται μεγάλη προσοχή κατά τη διάρκεια της μετασυνοδικής πορείας από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί μια πιθανή επιστροφή αυτού του πνεύματος θα την γύριζε πολύ πίσω σε μια νοοτροπία διδακτισμού και θα οδηγούσε σε μία στάση γνωστή ως «υπεροψία της αληθείας»[19]. Εξάπαντος χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι εκείνο που σώζει δεν είναι η επάρκεια, αλλά η μετάνοια.

ΙΜΘ_66

Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη βασική εκκλησιολογική θέση ότι η Εκκλησία του Χριστού στη φάση της επί γης στράτευσης έχει την αλήθεια «εν οστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ. 4,7), δεν κατέχει την αλήθεια, αλλά μετέχει σε αυτή, δηλαδή στην άκτιστη δόξα της Βασιλείας του Θεού[20]. Έτσι δεν νοείται οποιαδήποτε ταύτιση μεταξύ Βασιλείας του Θεού και Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό και από οικουμενική άποψη είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο το πρώτο κεφάλαιο της «Εγκυκλίου» που καταπιάνεται με την Εκκλησιολογία και σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές πώς αυτοκατανοείται σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη δεύτερη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου υπάρχει μια αξιοσημείωτη διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς το Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας» (πρβλ. «Μήνυμα» § 1). Η έκφραση «αυθεντική συνέχεια» υπερβαίνει την αποκλειστική, ομολογιακή αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η επιλογή της έκφρασης, χωρίς να υπερτιμάται, κινείται στην κατεύθυνση της Γ΄ Προσυνοδικής. Πάντως, το όλο εκκλησιολογικό θέμα δεν αποσαφηνίζεται και για αυτό πολύ σωστά στο εκκλησιολογικό κείμενο αναφέρεται ότι οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες «πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος» (§ 6). Να αποσαφηνιστεί, όμως, όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τους ορθόδοξους. Μια ειλικρινής και ξεκάθαρη απάντηση, χωρίς ήξεις αφήξεις, ίσως, εάν και τα παρόμοια, θα βοηθήσει τον διάλογο. Δικαιολογημένα εκφράζεται η απορία από ετερόδοξους αδελφούς για πόσο χρονικό διάστημα θα αντέξει η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην προθυμία για διάλογο και την άρνηση κάθε μορφής εκκλησιαστικής αναγνώρισης[21].

Συγκεφαλαιώνοντας τα παραπάνω θα συμπεραίναμε ότι η Σύνοδος απέδειξε πως «η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε μια δυναμική εκκλησιολογική διαδικασία». Επιβεβαίωσε, ως όφειλε, την αυτοσυνειδησία της ότι είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία ή σύμφωνα με άλλη έκφραση  ότι  «αποτελεί την αυθεντική συνέχεια» αυτής. Ωστόσο, αυτή η επιβεβαίωση εκφράστηκε περισσότερο με έναν τόνο αποκλειστικό και για αυτό σε ορισμένα σημεία οι θετικές αποφάσεις υπέρ του οικουμενικού διαλόγου συνοδεύονται από απολογητική διάθεση και ταυτόχρονα από μια μονόδρομη αντίληψη περί μαρτυρίας της Ορθοδοξίας. Δεν αρνείται το δικαίωμα σε οποιεσδήποτε άλλες εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία να αυτοαποκαλούνται Εκκλησίες του Χριστού, δεν προχώρησε, όμως, σε μία ξεκάθαρη τοποθέτηση σε σχέση με τη μορφή εκκλησιαστικότητας του λοιπού χριστιανικού κόσμου.

Για μια πιο συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί κατά τη μετασυνοδική πορεία να χρησιμεύσει εκτός από την ερμηνεία της περιγραφής της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «αυθεντικής συνέχειας» της Una Sancta και η ερμηνεία της παραγράφου 20 του εκκλησιολογικού κειμένου: «αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».

ΙΜΘ_84

Χρειάζεται να αναζητηθεί ο «νους» και ο σκοπός της προγενέστερης κανονικής παράδοσης και να γίνει αναλογική κατ’ οικονομίαν εφαρμογή του πνεύματος των κανόνων μέσα στη νέα πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης[22], των ειρηνικών διαλόγων και των θετικών καρπών τους. Για την αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ληφθεί σήμερα υπόψη ότι ο λοιπός χριστιανικός κόσμος ούτε τις βαρύτατες κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων ασπάζεται, ούτε εχθρικώς προς την Ορθόδοξη Εκκλησία διάκειται, ούτε προσηλυτισμό ασκεί, ούτε έχει καταδικαστεί συνοδικά. Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία ότι τα μέλη τους βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδας[23].

Ακόμη, πρέπει να υπογραμμιστεί το εξαιρετικά θετικό γεγονός ότι, παρά τους ομολογιακούς παροξυσμούς ορισμένων παραδοσιαρχικών κύκλων, η Ορθόδοξη Εκκλησία κατάφερε για πρώτη φορά με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση και υπό την επιτυχή προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να καθορίσει πειστικά και πιο οριστικά τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο. Δεν υιοθέτησε, παρά τις ανάλογες προτάσεις, το μοντέλο της «οικουμενικότητας της επιστροφής»[24] στους διαλόγους και προσκαλεί τους άλλους χριστιανούς, όπως έκανε πάντοτε, να τοποθετηθούν στην καθολική προοπτική που είχε η Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την επιστροφή ως επισυναγωγή όλων των χριστιανών στην ενιαία πίστη των αποστόλων, των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.

Η Σύνοδος όχι μόνο απέφυγε να κατατάξει τη Χριστιανοσύνη σε αιρετικές και σχισματικές κοινότητες που απειλούν την Ορθοδοξία, αλλά και υπενθύμισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστάτησε στη σύγχρονη αναζήτηση της ενότητας μαζί τους και ότι μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση αφού αυτή, όπως δηλώνεται ρητά, «οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί την ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», § 4), όπως βεβαίως επέδειξε από τις αρχές του 20ού αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνέχισε να πράττει ουσιαστικά έως τη σύγκληση και την ολοκλήρωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Καταλήγοντας, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κίνηση προς αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών στηρίζεται, όπως επισημαίνεται στη Σύνοδο, στην προσευχή και την επαναλαμβανόμενη από αιώνων δέηση «υπέρ της των πάντων ενώσεως» («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», § 4). Για το λόγο αυτό και η απόφαση της Συνόδου να συνεχίσει και να αναπτύξει τις σχέσεις με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο μέσω του διαλόγου ενισχύεται στο τέλος από την προσευχή προς τον Χριστό: «Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’ (Ἰω. 10,16)».

ΙΜΘ_78

[1] Πρβλ. Στ. Τσομπανίδης, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση. Μια εκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ οδόν προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», Θεολογία 86 (2015) 59-81, εδώ σ. 81.

[2] Το κείμενο εκτός του ότι είναι διαθέσιμο στην επίσημη ιστοσελίδα της Συνόδου https://www.holycouncil.org/home έχει δημοσιευθεί, μαζί τα άλλα 5 της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στον Τόμο Οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (11), επ. Ι. Λότσιος, εκδ. CEMES, Θεσσαλονίκη 2017.

[3] Το κείμενο παρακάτω αναφέρεται μερικές φορές και ως εκκλησιολογικό κείμενο.

[4] Πρβλ. Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, «Εισηγητική ομιλία κατά την έναρξη των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», Εκκλησία 93(2016) 625-633, με αναφορά στον πρώην διευθυντή και συνιδρυτή της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης Δρ. Αλέξανδρο Παπαδερό στη σ. 632.

[5] W. Visser’t Hooft, Memoirs, Westminster Press, Philadelphia 1973, σ. 256-257. Η παραπομπή από τη μετάφραση μέρους του έργου από τον Β. Σταυρίδη. Βλ. Β. Α. Βίσσερ Τουφτ, «Απομνημονεύματα», (μτφρ. Β. Σταυρίδης), Εκκλησια­στικός Φάρος, τομ. ΞΑ´, 1979, 429-479, εδώ σ. 439-440.

[6] Βλ. «Τελικό κείμενο της Ειδικής Επιτροπής για τη συμ­μετοχή των ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.» στο Π. Βασιλειάδης (επ.), Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος, Παράρτημα Α´, σ. 297 εξ., εδώ σ. 215,  § 16.

[7] Βλ. το κείμενο-απόφαση «Σχέ­σεις της Ορ­θοδόξου Εκ­κλη­σί­ας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» στο Στ. Τσομπανίδης, «Υπέρ της Οικουμένης»: Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, Εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, Παράρτημα, 651-658, εδώ σ. 651, § 2 (η υπογράμμιση δική μου).

[8] Βλ. το κείμενο-απόφαση στο Στ. Τσομπανίδης, «Υπέρ της Οικουμένης», Παράρτημα, 658-662, εδώ σ. 658.

[9] Βλ. «The Struggle for Justice and the Unity of the Schurch: Crete, 7-14, March 1975», στο Orthodox contributions to Nairobi. Papers compiled and presented by the Orthodox Task Force of the WCC, WCC, Geneva 1975, 25-33, ιδίως το κείμενο «The Orthodox and the Unity of the Church», 31-33, σ. 32.

[10] Πρβλ. τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του καθηγητή Γ. Μαρτζέλου, «Το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως για τις ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’ και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», διαθέσιμο στον ιστότοπο http://users.auth.gr/martzelo/index.files/arthra_n.htm, άρθρο 137.

[11] Βλ. τη συζήτηση στα Συνοδικά XIII. Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις Σαμπεζύ, 10 –17 Ὀκτωβρίου 2015. Πρακτικά – Κείμενα, Σαμπεζύ – Γενεύη 2016, ιδίως σ. 79, 84-86, 125-130. Ο Τόμος είναι διαθέσιμος στον ιστότοπο  http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/dialogos/SYNODHIKA_13.pdf.

[12] Βλ. Συνοδικά XIII, σ. 341-346.

[13] Βλ. την Εισήγηση του Μητροπολίτη Ηλείας Γερμανού (ενώπιον της Εκτάκτου Συγκλήσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 18-26 Ιουνίου 2016)», Εκκλησία 93 (2016) 359-369, σ. 363.

[14] Βλ. Συνοδικά XIII, σ. 341.

[15] Πρβλ. Γ. Βλαντής, «Οι ονομασίες και οι Εκκλησίες», στο http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_88.html.

[16] Πιο αναλυτικά γι’ αυτό βλ. Στ. Τσομπανίδης, Εκκλησία και Εκκλησίες. H θέση των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών στην εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Oρθόδοξης Εκκλησίας, Αθήνα 2013, εδώ σ. 47-48.

[17] Βλ. γι’ αυτό και για το θέμα Εκκλησία και «εκκλησίες» κατά την Ορθόδοξη Παράδοση τις παρατηρήσεις των Γ. Μαρτζέλου, «Το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως για τις ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’ και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», ό.π.· Γρ. Λαρεντζάκη, «Εκκλησία και Εκκλησίες. Σε σχέση με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας», http://www.amen.gr/article/ekklisia-kai-ekklisies· Θ. Γιάγκου, «Πτυχές που αποσιωπήθηκαν στον δημόσιο διάλογο περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Α’)», http://www.amen.gr/article/ptyxes-pou-aposiopithikan-ston-dimosio-dialogo-peri-tis-agias-kai-megalis-synodou-a-meros· Χρ. Σταμούλη, «Κατόπιν εορτής: Σχόλιο για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας», Σύναξη 140 (2016) 79-84, ιδίως σ. 83.

[18] Βλ. Μητροπολίτης Δαμασκηνός (Παπανδρέου), Θεολογικοί Διάλογοι. Μία ορθόδοξη προοπτική, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 19. Πρβλ. τις παρατηρήσεις του Δ. Κεραμιδά, «Ορθοδοξία, Πανορθόδοξη Σύνοδος και χριστιανική ενότητα», Θεολογία 86 (2015) 83-125, ιδίως σ. 112 και 123.

[19] Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης), Στο περιθώριο του διαλόγου (1980-1990),  Αθήνα 1991, σ. 52εξ.

[20] Περισσότερα γι’ αυτό βλ. Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση της χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ενός οικουμενικού διαλόγου, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 27εξ.

[21] J. Oeldemann, „Nach dem Konzil. Zum Ertrag der ‚Heiligen und Großen Synode‘ der Orthodoxen auf Kreta”, Herder Korrespondenz 70 (2016) Heft 9, 32-35, εδώ σ. 35.

[22] Βλ. για το θέμα αυτό τις εμπεριστατωμένες μελέτες του καθηγητή Βλ. Φειδά, «Βάπτισμα και Εκκλησιολογία», στο Θεολογία και κόσμος. Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Γεώργιο Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, 536-546, ιδίως σ. 538-539 και 544-545· «Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ιερούς κανόνας», στο Γρ. Λαρεντζάκης – Κ. Σκουτέρης – Βλ. Φειδάς, Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους κατά την ορθόδοξη θεολογική παράδοση, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 2011, 107-146 και «Baptism and Ecclesiology», The Ecumenical Review 54 (2002) 39-47.

[23] Πρβλ. Κύριλλος (Κατερέλλος) Επίσκοπος Αβύδου, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον Χριστιανικόν κόσμον», στο http://www.amen.gr/article/sxeseis-tis-orthodoksou-ekklisias-pros-ton-xristianikon-kosmon. Βλ. επίσης Γρ. Λαρεντζάκης, Το καθήκον της Ορθοδοξίας για καταλλαγή και ενότητα, Θεσσαλονίκη 2014, ιδίως. σ. 205, 214 κ.εξ.

[24] Πρβλ. Αθ. Βλέτσης, «Επιστροφή στην Ορθοδοξία; Ποιο είναι το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για την Ορθόδοξη Εκκλησία;», στο Ι. Πέτρου, Στ. Τσομπανίδης, Μ. Γκουτζιούδης (επ.), Ο Οικουμενικός Διάλογος στον 21ο αιώνα: Πραγματικότητες – Προκλήσεις – Προοπτικές, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 115-131, ιδίως. σ. 127· Στ. Τσομπανίδης, Εκκλησία και Εκκλησίες, σ. 175 κ.εξ.· N. Nissiotis, Die Theologie der Ostkirche im ökumenischen Dialog. Kirche und Welt in ortodoxer Sicht, Stuttgart 1968.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.