Δήμητρα Κούκουρα, Η ελληνόφωνη και η λατινόφωνη ομιλητική παράδοση και το κήρυγμα του Λουθήρου

Η εισήγηση της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στην έκτη συνάντηση των μελών του Biblicum (3 Απριλίου 2017)

Λαρεντζάκης_127

Α. Η ελληνόφωνη ομιλητική παράδοση

1. Το κήρυγμα του Ιησού και των Αποστόλων

Η ελληνόφωνη ομιλητική παράδοση στηρίζεται στη θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή, η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής. Το κήρυγμα στη Συναγωγή αναφέρεται σε συγκεκριμένα βιβλικά αναγνώσματα, τα οποία επεξηγούνται με μία σειρά άλλων συναφών χωρίων[1]. Ο Ιησούς ακολούθησε την ίδια μέθοδο, όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών. Είναι γνωστό ότι δεν διασώζεται η εικόνα ενός πλήρους κηρύγματός του, όμως, από όσα αποσπασματικά καταγράφουν οι Ευαγγελιστές, εκείνο που δεσπόζει είναι η επίκληση βιβλικών χωρίων για τη στήριξη της διδασκαλίας.

Για παράδειγμα: Το πρώτο κήρυγμα του Ιησού στη Ναζαρέτ (Λκ. 4, 16-23) ερμηνεύει μία περικοπή από τον προφήτη Ησαΐα 61, 1 και εξής: «Καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.  ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ».

Το αυτό ευαγγελικό χωρίο απεικονίζει την ομιλητική διαδικασία στη Συναγωγή. Ο λαός συναθροίζεται το Σάββατο, τα ιερά κείμενα αναγιγνώσκονται από ειλητάρια που τα φέρνει στον ομιλητή ένας υπηρέτης, ο ομιλητής αναγιγνώσκει την περικοπή όρθιος και την εξηγεί. Το κριτήριο για την επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος[2] και εκτενέστερος σχολιασμός του, δηλαδή «οἱ λόγοι τῆς χάριτος οἱ ἐκπορευόμενοι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ» δεν αναφέρονται. Ο ευαγγελιστής όμως δεν παραλείπει τις αντιδράσεις των ακροατών: «όλοι θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια του και ρωτούσαν: αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»

Ο Ιησούς στο κήρυγμά του ερμηνεύει το χωρίο του Ησαΐα με δύο βιβλικές αναφορές: «…καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναοὺμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. εἶπε δέ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλίου ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραὴλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος» (Λκ. 4, 23-27).

Η τεκμηρίωση γίνεται από το παράδειγμα δύο προφητών:

α) του Ηλία (Γ΄ Βασ. 17, 8-16): «καὶ ἐγένετο ῥῆμα κυρίου πρὸς ηλιου ἀνάστηθι καὶ πορεύου εἰς σαρεπτά τῆς σιδωνίας ἰδοὺ ἐντέταλμαι ἐκεῖ γυναικὶ χήρᾳ τοῦ διατρέφειν σε καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς σαρεπτα εἰς τὸν πυλῶνα τῆς πόλεως καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ γυνὴ χήρα συνέλεγεν ξύλα καὶ ἐβόησεν ὀπίσω αὐτῆς Ἠλιού καὶ εἶπεν αὐτῇ λαβὲ δή μοι ὀλίγον ὕδωρ εἰς ἄγγος καὶ πίομαι καὶ ἐπορεύθη λαβεῖν καὶ ἐβόησεν ὀπίσω αὐτῆς ηλιου καὶ εἶπεν λήμψῃ δή μοι ψωμὸν ἄρτου ἐν τῇ χειρί σου καὶ εἶπεν ἡ γυνή ζῇ κύριος ὁ θεός σου …».

β) του Ελισαίου (Β΄ Βασ. 5, 1-14): «καὶ ναϊμάν ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως συρίας ἦν ἀνὴρ μέγας ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ τεθαυμασμένος προσώπῳ ὅτι ἐν αὐτῷ ἔδωκεν κύριος σωτηρίαν συρίᾳ καὶ ὁ ἀνὴρ ἦν δυνατὸς ἰσχύι λελεπρωμένος καὶ κατέβη ναϊμαν καὶ ἐβαπτίσατο ἐν τῷ ιορδάνῃ ἑπτάκις κατὰ τὸ ῥῆμα ελισαιε καὶ ἐπέστρεψεν ἡ σὰρξ αὐτοῦ ὡς σὰρξ παιδαρίου μικροῦ καὶ ἐκαθαρίσθη».

Εξίσου χαρακτηριστική είναι η δια της Γραφής ερμηνεία του Πάθους και της Αναστάσεως κατά την πορεία προς τους Εμμαούς: «αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; … εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λκ. 24, 25-27. 32. 44-48).

Ο Απ. Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής για πρώτη φορά αναγγέλλει δημοσίως την ανάσταση του Κυρίου και το κήρυγμά του είναι το πρώτο της Εκκλησίας. Προφανώς δεν διασώζεται σε πληρότητα, αλλά αυτό που συμπεραίνεται είναι οι ομοιότητες με το κήρυγμα του Ιησού.

Αρχίζει με ένα εδάφιο του προφήτη Ιωήλ (3, 1-5), το οποίο επικαλείται ο Πέτρος για να ερμηνεύσει στους πολυπληθείς Ιουδαίους τα φυσικά και υπερφυσικά φαινόμενα που συνόδευσαν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, τη βοή, τον δυνατό άνεμο, τις πύρινες γλώσσες και τη γλωσσομάθεια των Αποστόλων: «ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ.  καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται·  καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Πράξ. 2, 14-21).

Ο Απ. Πέτρος στη συνέχεια δίδει τη μαρτυρία για τον Ιησού, ο οποίος όντως επιτέλεσε «τέρατα καί σημεῖα», κατά την προφητεία, με την εξουσία που έχει από τον Θεό Πατέρα και τονίζει την καταδίκη, τον θάνατο και την εκ νεκρών ανάσταση (Πράξ. 2, 22-24).

Η ανάσταση του Κυρίου  (Πράξ. 2, 25-28) σχολιάζεται με τον 16ο Ψαλμό στ. 8-11, του οποίου ο Ιησούς αποτελεί πλέον το πλήρωμα: «Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ. διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι,  ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου».

Ακολούθως (Πράξ. 2, 34-35) ερμηνεύεται ο 110ος Ψαλμός στ. 1, ο οποίος είναι σημαντικός για τη μαρτυρία του προσώπου του Ιησού. Ο Ιησούς είναι υιός του Δαβίδ εκ μητρός αλλά και Κύριος του Δαβίδ εκ πατρός: «Οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου».

Το κήρυγμα την ημέρα της Πεντηκοστής επισφραγίζεται μ’ ένα στοιχείο διαλόγου και την προτροπή του Πέτρου προς τους Ιουδαίους να μετανοήσουν και να βαπτιστούν, ώστε να γίνουν μέτοχοι των δωρεών του Αγίου Πνεύματος: «Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· Τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί;  Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακρὰν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Πράξ. 2, 27-29).

Τέλος, η πρόσκληση για μετάνοια και η βεβαιότητα της σωτηρίας αποτελεί το πλήρωμα της προφητείας του Ιωήλ 3, 5: «καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» και του Ησαΐα 57, 19, εφόσον η σωτηρία επεκτείνεται προς όλα τα έθνη: «εἰρήνην ἐπ’ εἰρήνην τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς οὖσιν καὶ εἶπεν κύριος ἰάσομαι αὐτούς».

Το κήρυγμα του Απ. Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής ακολουθεί την ερμηνευτική αρχή «η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή», δίδει τη μαρτυρία του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού και προτρέπει τους ακροατές του να μετανοήσουν και να βαπτιστούν. Ο χαρακτήρας του είναι συγχρόνως ερμηνευτικός, ιεραποστολικός και κατηχητικός.

2. Το κήρυγμα στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες

Οι πληροφορίες για το κήρυγμα στους δύο πρώτους αιώνες είναι λιγοστές. Δεν γνωρίζουμε την πορεία του ιεραποστολικού κηρύγματος με αποδέκτες τους εθνικούς, το περιεχόμενο του κηρύγματος προς τους κατηχουμένους και τη συνύπαρξη των δύο αυτών μορφών του κηρύγματος με τον λόγο παρακλήσεως και οικοδομής, ο οποίος εκφωνείται στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Στην Ἀπολογία (1, 67, 1-6) του φιλοσόφου Ιουστίνου, την αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία για την τέλεση της θείας Λειτουργίας την Κυριακή ημέρα, αναφέρονται βιβλικά αναγνώσματα και λόγος παρακλήσεως και οικοδομής. Το περιεχόμενο όμως του κηρύγματος δεν διασώζεται[3]. Στις αρχές του 2ου αιώνα η αποκαλούμενη Κλήμεντος Ρώμης Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή αποτελεί το πρώτο παράδειγμα πλήρους κηρύγματος, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν ένα νέο λογοτεχνικό είδος, τη χριστιανική ομιλία[4]. Η μέθοδός της στηρίζεται στην ερμηνεία χωρίων της Γραφής, 77 από την Καινή Διαθήκη (33 Συνοπτικοί, 31 Επιστολές Απ. Παύλου, 4 Πράξεις, 3 Καθολική Ιακώβου, 3 Α΄ Πέτρου, 1 Ιούδα και 2 Αποκάλυψη) και 25 από την Παλαιά (Πεντάτευχος 2, Ησαΐας 10, Ψαλμοί 4). Η γλώσσα της είναι η Ελληνιστική Κοινή και το ύφος της απέριττο, ενδεικτικό των αποδεκτών της, ανάμεσα στους οποίους δεν συναριθμούνται οι αττικιστές και οι εραστές των περίτεχνων ρητορικών σχημάτων.

Τον 4ο αιώνα ο Αττικισμός που κυριαρχούσε στο λογοτεχνικό περιβάλλον της ελληνιστικής οικουμένης ως γλώσσα της υψηλής λογοτεχνίας και τα παραγγέλματα της Β΄ Σοφιστικής[5] ως οι ενδεδειγμένες επιλογές για το αποδεκτό γλωσσικό ύφος δεν άφησαν ανέπαφο το χριστιανικό κήρυγμα. Η χριστιανική ομιλία πήρε την οριστική της μορφή από τον Ιωάννη Χρυσόστομο και τους Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι σε σχέση με την προφορική γλώσσα, δηλαδή τη βραδεία μετεξέλιξη της Ελληνιστικής Κοινής των Γραφών, υιοθέτησαν τον Αττικισμό στον γραπτό λόγο και τα σχήματα της επιδεικτικής ρητορείας στο γλωσσικό τους ύφος.

Οι λόγοι της γλωσσικής στροφής των Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας υπαγορεύθηκαν από ιεραποστολικά κίνητρα, προκειμένου να προσεγγισθούν οι διανοούμενοι της εποχής και να αποφευχθεί η εκ των προτέρων απόρριψη του κηρύγματος της Εκκλησίας. Η Ελληνιστική Κοινή και το ανεπιτήδευτο ύφος των βιβλικών ιερών κειμένων των Χριστιανών ήταν εκ των προτέρων απαράδεκτα, κατά το «πρέπον» του Αριστοτέλη[6], σύμφωνα με το οποίο τα υψηλά νοήματα και οι αλήθειες χρειάζονται και μία υψηλή γλώσσα για να διατυπωθούν.

Η συνάντηση των Διδασκάλων της Εκκλησίας με την κλασσική Ρητορική έγινε στο επίπεδο της επιδεικτικής ρητορείας, όπου η έμφαση δίδεται στο αισθητικό αποτέλεσμα ενός προσεγμένου ύφους[7], το οποίο συντελεί στην ευχερέστερη πρόσληψη του περιεχομένου του μηνύματος. Εξάλλου, οι θεμελιώδεις αρχές της Ρητορικῆς του Αριστοτέλη ως προς τα μέσα που διαθέτει η πειθώ (πίστις) έρχονταν σε αντίθεση με την ίδια τη φύση της Γραφής. Συγκεκριμένα πρόκειται για α) τά ἄτεχνα (καταθέσεις μαρτύρων) και β) τά ἔντεχνα, τό θος (ο έντιμος χαρακτήρας του ομιλητή), τό πάθος (διέγερση ή κατευνασμός συναισθημάτων ή λογισμών αποδεκτών) και λόγος (επαρκής λογική τεκμηρίωση, που στηρίζεται στο ενθύμημα, στα παραδείγματα, σε ρητά και στους τόπους).

Στο χριστιανικό κήρυγμα η πειθώ στηρίζεται στην εξουσία του Θεού όχι στην ικανότητα του ομιλητή, το ήθος των ομιλητών εδράζεται στον ίδιο τον Θεό, εφόσον είναι οι απεσταλμένοι του, και ο λόγος δεν είναι η επαρκής λογική επιχειρηματολογία αλλά ο αποκαλυπτικός Λόγος. Στους αποστολικούς χρόνους η πίστη (fides) και η λογική (ratio) έχουν δεδομένη αγεφύρωτη απόσταση, όπως επιβεβαιώνει ο Απ. Παύλος: «καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει πνεύματος καί δυνάμεως». (Α΄ Κορ. 2, 4).

Την ίδια γραμμή ακολούθησε και η ελληνόφωνη ομιλητική παράδοση. Τον 4ο αιώνα το κήρυγμα της Εκκλησίας προς τον λαό του Θεού καταγράφεται στην αττικίζουσα γλώσσα, τη μόνη διδασκόμενη γλώσσα[8], λαμπρύνεται από ρητορικά σχήματα και με ένα προσεγμένο αριστοτεχνικό γλωσσικό ύφος ερμηνεύει τη Γραφή με την ίδια τη Γραφή, εκφράζοντας την πνευματική εμπειρία των πιστών από τη μετοχή τους στη δόξα του Κυρίου. Η δομή της ομιλίας ακολουθεί τη σειρά του κειμένου ή ερμηνεύει μία πρότασή του με τη συνδρομή όλων των στοιχείων της περικοπής και με αναφορές σε άλλα εδάφια της Γραφής. Ο τύπος αυτός επικράτησε στην ελληνόφωνη Ανατολή και ισχύει σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα. Κύριο χαρακτηριστικό της η αναφορά στο βιβλικό ανάγνωσμα και η βιβλική τεκμηρίωση της ερμηνευτικής προσέγγισης.

BM_77

Β. Η λατινόφωνη ομιλητική παράδοση

Η χριστιανική ομιλία με τα κύρια χαρακτηριστικά ενός διακριτού λογοτεχνικού είδους απαντά και στη λατινόφωνη πατερική παράδοση των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Το κήρυγμα κατέχει την πρέπουσα θέση μέσα στη Λειτουργία, ερμηνεύει τη Γραφή και στηρίζεται στην πατερική παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου, λόγω των εξωτερικών δυσχερών ιστορικών συνθηκών που επικράτησαν από την εισβολή των ποικίλων φύλων στη Δυτική Ευρώπη, η αδυναμία να μορφωθεί ο κλήρος και οι αυθαίρετες ερμηνείες που εμφιλοχώρησαν οδήγησαν στην αποσιώπηση του κηρύγματος μετά την ανάγνωση των βιβλικών κειμένων στη θεία Λειτουργία, τη βαθμιαία υποτίμησή του και την ουσιαστική παρακμή[9].

1. Πρώιμος Μεσαίωνας (5ος-8ος αι.)[10]

Από την εποχή αυτή αναφέρονται Ομιλιάρια που ερμηνεύουν τα βιβλικά αναγνώσματα των Κυριακών του έτους στηριγμένα σε πατερικές ερμηνείες με ποικίλους αποδέκτες σε αγροτικές ή μη περιοχές. Άλλα συνδέουν την κατήχηση με τη θεία Λειτουργία, άλλα αποτελούν εγχειρίδια για τους κήρυκες και άλλα περιέχουν μόνον ομιλίες. Στις αρχές του 8ου αιώνα το Ομιλιάριο του Αιδέσιμου Βέδα καθώς και το Λεκτιονάριο του Luxeuil[11] μαρτυρούν πατερικές επιδράσεις. Από τον εκχριστιανισμό των γερμανικών φύλων τα ομιλητικά ίχνη δεν είναι πολλά. Όπως προκύπτει από άλλες έμμεσες πηγές, απαντούν κυρίως Κατηχήσεις, ενώ οι αποδέκτες αντιδρούν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά στο κήρυγμα και διακρίνονται για τη θρησκευτικότητά τους. Οι δυσκολίες εντοπίζονται προ πάντων στην έλλειψη κατάλληλης ορολογίας στη γερμανική γλώσσα για την απόδοση των θεολογικών όρων. Η Λειτουργία τελείται στη λατινική, ενώ τα κηρύγματα γίνονται στη λατινική και συγχρόνως μεταφράζονται στη γερμανική γλώσσα. Προβάλλεται η προσκύνηση των αγίων σε σχέση με την παγανιστική μυθολογία. Σε σχέση με τη φυσική βία αντιπροτείνεται η πνευματική βία που εδράζεται στον φόβο και την κρίση του Θεού. Το γνωστό διάταγμα του Καρλομάγνου “Admonitio generalis”[12] προσδιορίζει τον στόχο του κηρύγματος: την πίστη στην Αγία Τριάδα, στον Υιό τον σαρκωθέντα, θανόντα, αναστάντα και αναληφθέντα, εξειδικεύει το περιεχόμενο, δηλαδή το Σύμβολο των Αποστόλων, την κατήχηση του Συμβόλου και της Κυριακής προσευχής και θέματα ηθικού περιεχομένου. Η Σύνοδος που ακολούθησε στην Tours το έτος 813 καθορίζει ρητώς ότι τα κηρύγματα πρέπει να γίνονται στη δημώδη λατινική και στη γερμανική γλώσσα, ώστε όλοι να κατανοούν ευκολότερα τα λεγόμενα («…rusticam Romanam linguam aut Theodiscam, quo facilius cuncti possint intellegere quae dicuntur»). Οι λόγιοι κήρυκες χρησιμοποιούσαν τη λατινική γλώσσα και αυτομάτως οι μεταφραστές απέδιδαν το κήρυγμα στη γλώσσα των απλοϊκών αποδεκτών τους. Ως συνέπεια του ενεργού ενδιαφέροντος του Καρλομάγνου είναι η πυκνότητα του κηρύγματος τις Κυριακές και τις εορτές όχι μόνον στις πόλεις της εποχής, αλλά και στις αγροτικές περιοχές. Επίσης σημειώνεται η τάση να διαδοθεί και να επικρατήσει το Ομιλιάριο του λόγιου Ιταλού Διακόνου Παύλου (722-799)[13].

2. Ύστερος Μεσαίωνας (12ος-14ος αι.)

Το ιδανικό του αληθούς αποστολικού βίου που σημειώθηκε στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας τον 11ο αιώνα, έδωσε ώθηση σε κινήσεις λαϊκών κηρύκων. Συνδυάστηκε με τη γενικότερη τάση που παρατηρήθηκε για την επιμονή στην Καινή Διαθήκη, μεταφρασμένη στη δημώδη με προσαρμογές και φιλολογική εξήγηση του κειμένου, σε αντίθεση προς τη μη φιλολογική των μοναχών. Πρόκειται για τα κινήματα των Umiliati (Ταπεινωμένων), Poveri Catolici (Πτωχών Καθολικών), Poveri Lombardi (Πτωχών Λομβαρδών), τα οποία προκάλεσαν με τη δράση τους αντιδράσεις στη θεσμική εκκλησία και διώχτηκαν. Ωστόσο με τους Umiliati υπήρξε συμβιβασμός και οι ίδιοι συνέχισαν να κηρύττουν ύστερα από έγκριση του τοπικού Επισκόπου. Μέσα σε αυτό το κίνημα των Φτωχούληδων εντάσσεται και η δραστηριότητα του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Κατά τον 12ο αιώνα το κήρυγμα των μοναχών τείνει να περιοριστεί μόνο στα μοναστήρια τους με εξαίρεση μόνον των μοναχών πρεσβυτέρων. Στην ονομαστή σχολή του Αγίου Βίκτωρος,  αββαείου των Αυγουστινιανών που ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην αριστερή όχθη του ποταμού Σηκουάνα στο Παρίσι, το κήρυγμα παίρνει σημαντική θέση στο ημερήσιο πρόγραμμα διδασκαλίας των μαθητών: ένα κήρυγμα κάθε μέρα το πρωί, μελέτη στα κείμενα του Ωριγένη και του Αυγουστίνου, στους Ψαλμούς, Προφήτες Ιώβ, Ιεζεκιήλ, ατομική μελέτη και ευρεία χρήση της πλούσιας βιβλιοθήκης της μονής.

Στο studium generale[14] των Παρισίων οι καθηγητές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης  διδάσκουν και την Ομιλητική στους μοναχούς και στις τάξεις των regolari[15]. O Πέτρος ο υμνωδός[16] διακρίνει τρεις τρόπους για την προσέγγιση της Γραφής: lectio, disputatio, questio, praedicatio[17]. Αποδέκτες ιεράρχες, κληρικοί, μοναχοί και φοιτητές. Σπουδαιότεροι διδάσκαλοι ο Πέτρος Αβελάρδος, ο Πέτρος Λομβαρδός. Αναπτύσσουν αλληγορική ερμηνεία και γενικότερα θέματα. Στα κηρύγματα αυτά αναπτύσσεται η σχολαστική φιλοσοφία και η μορφή τους είναι ο sermo modernus[18] ή θεματικός σε αντιδιαστολή προς την homilia antiqua[19]. Στηρίζεται σ’ ένα «θέμα» (thema, ρητόν) που είναι σύντομο, πλήρες και σαφές, προστρέχει στην αυθεντία της Γραφής ή των Πατέρων και προετοιμάζει τη μετάβαση στο  «πρόθεμα» (προοίμιο), το οποίο διαφέρει από το θέμα, όχι όμως τελείως. Έχει λεκτική ή νοηματική συνάφεια και στοχεύει στον συναισθηματικό προσεταιρισμό του ακροατηρίου. Πολλές φορές παραλείπεται. Ακολουθεί η επίκληση για την επιτυχία του κηρύγματος και στη συνέχεια η εισαγωγή στο θέμα (πρότασις), ένα σύντομο σχόλιο που αιτιολογεί την επιλογή του θέματος. Επόμενο στάδιο είναι η διαίρεσις (divisio, διάθεσις της ύλης).  Διακρίνεται σε εξωτερική (divisio externa), η οποία παίρνει μία έννοια από τη θεματική πρόταση, την ερμηνεύει και στη συνέχεια τη διαιρεί σε μέρη και σε εσωτερική (divisio interna), η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στις λέξεις της θεματικής πρότασης και τις ερμηνεύει. Ακολουθεί η confirmatio και η confutatio (αποδοχή θέσεων που συμφωνούν ή αναίρεση θέσεων που διαφωνούν) και η prosecutio, δηλαδή η ανάπτυξη του θέματος, η οποία στηρίζεται σε υποδιαιρέσεις των τμημάτων της αρχικής διαίρεσης και σε υποδιαιρέσεις των υποδιαιρέσεων, στις οποίες προστίθενται οι ορισμοί και οι ερμηνείες. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται πλούσια ομιλητική ύλη. Ο λόγος καταλήγει σε ένα συμπέρασμα (conclusio), το οποίο είναι δυνατόν να έχει τη μορφή δέησης, ώστε ο επίλογος του λόγου/κηρύγματος να αποτελεί κύκλο με το προοίμιο που περιέχει κατά κανόνα και αυτό δέηση[20]. Το θέμα παρομοιάζεται με ένα δένδρο, το ρητό που προηγείται με τις ρίζες του δένδρου, η εισαγωγή με τον κορμό και οι διαιρέσεις του θέματος με τα κλαδιά του δένδρου.

Είναι προφανές ότι ο sermo modernus δέχτηκε επιδράσεις από τη δικανική ρητορεία που ήταν περισσότερο διαδεδομένη στη Ρώμη σε σχέση με την επιδεικτική. Τα έργα του Κικέρωνα και του Κοϊντιλιανού[21] ήταν περισσσότερο οικεία στον ιερό Αυγουστίνο σε σχέση με τη Β΄ Σοφιστική που κυριαρχούσε την ίδια εποχή στην Ανατολή. Στον ύστερο Μεσαίωνα ο σχολαστικισμός γνώριζε τη δομή των δικανικών λόγων[22] μαζί με την επιχειρηματολογία της Διαλεκτικής, εφόσον και στη διδασκαλία του trivium (Γραμματική, Ρητορική, Διαλεκτική) η διδασκαλία της Ρητορικής, που ασχολείται με την ομορφιά του λόγου, ήταν ασθενέστερη σε σχέση με τον υπερτονισμό της Διαλεκτικής, που ασκούσε τον νου στην αναζήτηση πειστικών επιχειρημάτων.

Το κήρυγμα που απευθύνεται σε απαίδευτους ακολουθεί εξίσου τη σχολαστική μεθοδολογία, με μόνη διαφορά τη δημώδη λατινική και τη χρήση μιμητικών κινήσεων των χεριών, μορφασμών του προσώπου και κατάλληλου τόνου της φωνής, για να συγκινηθεί ο κόσμος[23]. Για τον ίδιο σκοπό προστέθηκε και το πρόθεμα πριν από το θέμα που περιέχει τη δέηση. Την ίδια εποχή γίνεται ευρεία χρήση και από τα παραδείγματα (exempla), δηλαδή διηγήσεις, ανέκδοτα ή περιστατικά[24] που χρησιμοποιούνται ως επικουρικά μέσα, για να επεξηγήσουν ένα επιχείρημα, όπως είναι οι βίοι των αγίων και ποικίλα θαύματα.

Αδιαμφισβήτητα τον κυρίαρχο ρόλο στη λατινόφωνη ομιλητική παράδοση τον 13ο και 14ο αι. κατέχουν οι τάξεις των επαιτών (ordines mendicantes) των Φραγκισκανών και Δομινικανών[25], οι οποίοι δραστηριοποιούνται στις πλατείες των μεγάλων και των μικρών πόλεων στις εορτές και τις καθημερινές, προπάντων τις ημέρες της Σαρακοστής του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Οι ίδιοι καθιερώνουν το κήρυγμα ως θεμελιώδη μέριμνα της Εκκλησίας, το οποίο μαζί με την εξομολόγηση συνιστά μία αυθεντική ποιμαντική μέριμνα. Οι μοναχοί των ταγμάτων παίρνουν υψηλή μόρφωση που στηρίζεται στο trivium και quadrivium, στην προσωπική μελέτη και συχνά στις θεολογικές σπουδές στο Παρίσι και αργότερα σε άλλες μεσαιωνικές πόλεις. Ο ιδανικός κήρυκας οικοδομεί την Εκκλησία με τη γνώση, με την ικανότητα της προσαρμογής στο κοινό και με το προσωπικό του παράδειγμα.

BM_83

Γ. Το κήρυγμα του Λουθήρου

1. Το ομιλητικό περιβάλλον

Στις παραμονές της Μεταρρύθμισης, τέλη του 15ου αι., το κήρυγμα στη Γερμανία παρουσίαζε την εξής εικόνα[26]:

α) Περιφερόμενοι ιεροκήρυκες συγκέντρωναν πλήθη σε ανοικτούς χώρους, για να τους παρακινήσουν εναντίον των Τούρκων που είχαν κυριεύσει τη χριστιανική Ανατολή και ήταν εχθροί του Κυρίου και της Εκκλησίας Του, με αντάλλαγμα τη γενική άφεση των αμαρτιών. Τα περιώνυμα τάγματα των ιεροκηρύκων (Δομινικανοί, Φραγκισκανοί και Αυγουστινιανοί) είχαν αναλάβει τη συστηματική εκπαίδευση αυτών των κηρύκων.

β) O sermo modernus ικανοποιούσε τις ανάγκες του σχολαστικισμού εις βάρος του βιβλικού κειμένου, ενώ η κειμενοκεντρική homilia antiqua είχε εκπέσει ως απλοϊκή. Τα θέματα των κηρυγμάτων στην εποχή του Λούθηρου προέρχονταν από τον βίο ενός αγίου, από κάποιο δογματικό ζήτημα, τη λειτουργική πρακτική, ηθικές αντιλήψεις ή ευσεβείς πρακτικές.

γ) Η επίδραση του μυστικισμού στο κήρυγμα. Στον αντίποδα του σχολαστικισμού με τη λογική επιχειρηματολογία και το προσεγμένο ύφος, οι μυστικοί (Meister Eckhart, Johannes Tauler, Henricus Suso) τόνιζαν στα κηρύγματά τους το συναίσθημα, με πολλές επαναλήψεις, χωρίς εσωτερική δομή. Το πάθος του Ιησού προκαλεί συγκίνηση και οδηγεί τον πιστό σε εκστατική μέθεξη με τον Πάσχοντα Κύριο. Το κίνημα προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις στη θεσμική εκκλησία[27] αλλά με τα κηρύγματα των μυστικών δόθηκε η δυνατότητα να ασκηθεί κριτική από τον άμβωνα όχι στη διδασκαλία αλλά στην πρακτική της[28].

Γενικότερα το περιεχόμενο των κηρυγμάτων που άκουγε ο Λούθηρος στα νεανικά του χρόνια έβριθε από βλοσυρές περιγραφές του σκοτεινού βασιλείου των δαιμόνων, όπου οι ψυχές βασανίζονται δέσμιες της αμαρτίας. Οι αναφορές στη Γραφή ήταν αποκομμένες από τη συνάφεια του κειμένου και χρησιμοποιούνταν καταχρηστικώς για να εξυπηρετήσουν την ηθική διδασκαλία των κηρύκων. Η Γραφή στη λατρεία είχε περιοριστεί μόνον στα αναγνώσματα και στους ύμνους, εφόσον το κήρυγμα είχε ουσιαστικά ατονήσει. Ο Λούθηρος δεν χρειαζόταν να διδάξει στον λαό του Θεού ότι η Βίβλος είναι η αλήθεια, αλλά ποια είναι αυτή η αλήθεια. Την ίδια εποχή επικρατούσε η αλληγορική μέθοδος της Αλεξανδρινής Σχολής με την τετραπλή ερμηνευτική προσέγγιση: φιλολογική, αλληγορική, ηθική, αναγωγική[29], ενώ ο ίδιος χωρίς να την αγνοεί, προχώρησε στη φιλολογική ερμηνεία του βιβλικού κειμένου.

Η ομιλητική ατμόσφαιρα την εποχή του ήταν όντως εξαχρειωμένη. Ο εφημεριακός κλήρος ήταν απαίδευτος, ενώ οι ordines mendicantes είχαν αναδειχτεί συνήγοροι των ατασθαλιών του πάπα και κήρυκες της αξιομισθίας δια της καταβολής χρημάτων, με αποτέλεσμα να γίνουν μισητοί[30]. Στον αντίποδα θεσπίστηκε στις μεγάλες εκκλησίες το διακόνημα των ιεροκηρύκων (Praedikaturen), οι οποίοι είχαν μειωμένα λειτουργικά καθήκοντα και υψηλή θεολογική κατάρτιση[31]. Τα μέλη τους, με τη χρηματική ενίσχυση λαϊκών, περιόδευαν σε διάφορες περιοχές, για να ενισχύσουν το ηθικό των πιστών και να εμπεδώσουν τη Μεταρρύθμιση. Βεβαίως οι συγκρούσεις μεταξύ κληρικών, επαιτών και μισθωμένων κηρύκων ήταν έντονες, αλλά η δύναμη των χορηγών ήταν αποφασιστική.

2. Ο κήρυκας Λούθηρος (1483-1546)

Μέσα σε αυτό το σκηνικό πρόβαλε ο κήρυκας Λούθηρος, ο οποίος σπούδασε τα εγκύκλια γράμματα (trivium, quadrivium) στην πατρίδα του Mansfeld και στο Μαγδεμβούργο, Φιλοσοφία στο Erfurt και Θεολογία στη Βιττεμβέργη. Αναδείχτηκε διδάκτορας και των δύο και ως Doctor Ecclesiae έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Ο ίδιος όμως έβλεπε τον εαυτό του ως κήρυκα, παρ’ όλον ότι η επιβίωσή του εξασφαλιζόταν από την ακαδημαϊκή του ιδιότητα[32]. Οι μελετητές του έργου του διακρίνουν τρία στάδια της ομιλητικής του δραστηριότητας[33]: τη μοναστική περίοδο (1512-1515), τη μυστική περίοδο (1515-1517) και μία μεταβατική (1518). Στα κηρύγματα της πρώτης περιόδου επισημαίνεται η χρήση της λογικής, της αυθεντίας και της αναλογίας. Στο δεύτερο στάδιο ο Λούθηρος αρχίζει την κριτική εναντίον των καταχρήσεων του πάπα. Στο τρίτο, μετά την ανακοίνωση των θέσεων στη Βιττεμβέργη (1517), η κριτική εντείνεται και συγχρόνως το περιεχόμενο των κηρυγμάτων του λαμβάνει έντονο κατηχητικό χαρακτήρα. Μετά το 1519 τα κηρύγματά του εξηγούν το βιβλικό κείμενο ή έχουν καθαρά κατηχητικό στόχο.

α) Τα  χαρακτηριστικά του κηρύγματός του

Κήρυττε 3-4 φορές την εβδομάδα στη Βιττεμβέργη και όχι σπάνια έκανε και 4 κηρύγματα μέσα σε μία ημέρα, επί τα ίχνη του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου Μεδιολάνων. Ακολουθούσε τη lectio continua και η ομιλητική του δραστηριότητα υπολογίζεται περί τα 4000 κηρύγματα, από τα οποία έχουν διασωθεί περίπου 2300[34]. Στον άμβωνα είχε μαζί του σύντομα σχεδιαγράμματα, τα λεγόμενα Konzepten, που ακολουθούσε στο προφορικό του κήρυγμα. Οι σημειώσεις του αυτές δεν διασώζονται. Ανευρίσκονται μόνον τα κηρύγματα που κατέγραψαν ταχυγράφοι φίλοι του, χωρίς πολλές φορές να συμπίπτουν μεταξύ τους, παρόλο που προέρχονται από το ίδιο κήρυγμα. Ο ίδιος εξέδωσε ορισμένα δικά του και εξέδωσε ένα Ομιλιάριο (Postile) για τους ράθυμους περί το κήρυγμα κληρικούς. Εγχειρίδιο Ομιλητικής δεν συνέγραψε, αλλά έδιδε στους φοιτητές πρακτικές οδηγίες: να επικεντρώνονται σε ένα στίχο του παραθέματος και να διδάσκουν  με απλότητα και σαφήνεια τί θέλει να πει ο Θεός. Τους απέτρεπε από το εξεζητημένο αυτάρεσκο ύφος που επεδίωκαν ορισμένοι για να γίνουν αρεστοί σε λιγοστούς σπουδαίους της Βιττεμβέργης.

Άλλωστε οι μορφωμένοι σπάνια συναριθμούνταν στο εκκλησίασμα, ενώ οι αναλφάβητοι και οι απλοϊκοί ήταν πολυπληθέστατοι. Ο ίδιος αποβλέπει προς αυτούς, αλλά ως εγκρατής θεολόγος, βαθύς γνώστης της Βιβλικής και της Συστηματικής Θεολογίας[35] δεν δίσταζε να προκαλέσει τους λόγιους να τον ακούσουν στις παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο, όπου ήταν πρόθυμος για οποιαδήποτε disputatio. Στον άμβωνα η επιδίωξή του ήταν ο Λόγος του Θεού να γίνει κατανοητός στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούσαν και το ακροατήριο του Ιησού στην εποχή του, με τη χρήση της γερμανικής γλώσσας και με οικείες προς αυτούς εικόνες και παραστάσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο απέρριψε το θεματικό κήρυγμα (sermo modernus) που πραγματευόταν ένα δογματικό θέμα (disputatio) και στηρίχτηκε στο ίδιο το βιβλικό κείμενο, οδηγώντας τους ακροατές του στη σημασία που κρύβει η κάθε του λέξη. Επέστρεψε στην ερμηνευτική ομιλία (homilia antiqua) της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας, χωρίς όμως να επιδίδεται στον λεπτομερή ερμηνευτικό σχολιασμό όλων των λέξεων μιας περικοπής, αλλά σε μία πρότασή της[36] που ο ίδιος επέλεγε. Πρώτο μέλημά του ήταν η κατανόηση του περιεχομένου της στη Γερμανική γλώσσα και το επόμενο η αναζήτηση του νοήματος που κρύβεται πίσω από τις γραμμές (sensus), όπως ο πυρήνας του καρυδιού περιβάλλεται μέσα σ’ ένα σκληρό κέλυφος. Η αλληγορική μέθοδος εγκαταλείφτηκε και υιοθετήθηκε η φιλολογική προσέγγιση του κειμένου. Η μέριμνά του δεν ήταν να εντυπωσιάσει το εκκλησίασμα με το κήρυγμα, αλλά να το οδηγήσει στην κατανόηση του βιβλικού κειμένου και του μηνύματός του.

Η βασική του αρχή για το κήρυγμα είναι σαφής: praedicatio verbi Dei est verbum Dei[37]. Το κήρυγμα είναι το έργο του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος ενεργεί μέσα και διαμέσου του Λόγου του. Ο Κύριος εμπιστεύεται τον Λόγο του στους υπηρέτες του, ώστε και οι ίδιοι να γίνουν το στόμα του. Με αυτόν τον τρόπο και οι σωστοί κήρυκες κηρύσσουν την αλήθεια και οι ακροατές  που τον προσλαμβάνουν ανακουφίζονται από το βάρος της αμαρτίας. Όταν ο  Χριστός κηρύττεται, όπως τον παρουσίασαν οι Προφήτες και οι Απόστολοι, τότε δεν ομιλεί ο κήρυκας αλλά ο ίδιος ο Θεός: «οι κήρυκες δεν έχουν κανένα άλλο καθήκον από το να κηρύττουν τον λαμπρό ήλιο. Αυτό οφείλουν να κάνουν, αλλιώς να σιωπούν[38]. Ο κήρυκας γίνεται η ζωντανή φωνή του  Θεού (viva vox Dei), εφόσον με το κήρυγμα του Ευαγγελίου το Πνεύμα το Άγιο προσεγγίζει τον λαό του Θεού. Το Πνεύμα ενεργεί μέσα στον κήρυκα δια της χειροτονίας και τον καθιστά άγιο.[39] Ως εκ τούτου δεν είναι φευγαλέα λόγια, όπως μερικοί ανιαροί και κακόβουλοι σύγχρονοί του σχολίαζαν, αλλά η εμπειρία του Βαπτίσματος, του Μυστηρίου, του προφορικού Λόγου, την οποία, όπως ο ίδιος σημειώνει, αν την είχαν οι επικριτές του, θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό[40]. Παρόλα αυτά, και οι κήρυκες μπορεί να καταδυναστεύουν τον κόσμο, όταν δεν είναι αγαθοί αγωγοί της φωνής του Θεού και τότε η σιωπή είναι προτιμότερη.

Ως προς την επιλογή των βιβλικών χωρίων που ερμήνευσε στους συγχρόνους του, συχνά έχει ασκηθεί κριτική ότι προέρχονται από τον Απ. Παύλο, εφόσον οι Επιστολές προς Ρωμαίους και Γαλάτας εξυπηρετούν τη διδασκαλία του για τον Σταυρό του Κυρίου και τη δικαίωση εκ πίστεως και όχι εξ έργων. Οι μελετητές όμως του έργου του, που έχει διασωθεί περίπου κατά τα 3/5, απαριθμούν 30 κηρύγματα στην προς Ρωμαίους, πάνω από 1000 στους Συνοπτικούς και αρκετές εκατοντάδες στον Ιωάννη. Το έτος 1531-32 δαπάνησε περίπου έναν ολόκληρο χρόνο για τα κεφάλαια 6,7,8 του κατά Ιωάννην, σε σχέση με τον χρόνο που αφιέρωσε για την προς Ρωμαίους σε όλη του τη ζωή. Οπωσδήποτε το πνεύμα του Απ. Παύλου διαπερνά όλο το έργο του, αλλά η αφετηρία του παραμένει ο Ιησούς των Συνοπτικών Ευαγγελίων[41].

β) Το κήρυγμα, η θεία λειτουργία και ο ύμνος

Συχνά επικρατεί η εντύπωση πως ο Λούθηρος έδωσε σημασία μόνον στο κήρυγμα εις βάρος της θείας Λειτουργίας, αλλά στην πραγματικότητα το αποκατέστησε, διότι είχε εξοβελιστεί τελείως. Στόχος του ήταν η ισορροπία άμβωνος και θυσιαστηρίου[42]. Η Γραφή ακουγόταν μόνον από τα αναγνώσματα και από τους ύμνους στη λατινική γλώσσα. Ο ίδιος του έδωσε την πρέπουσα αξία μέσα στη Λειτουργία. Άλλωστε, όπως το κήρυγμα είχε διαστρεβλωθεί και στη θέση του είχαν εισχωρήσει μύθοι, θρύλοι και παγανιστικές δοξασίες, ομοίως και η Λειτουργία εξέπεμπε το μήνυμα πως ο πιστός κερδίζει τη χάρη του Θεού και τη σωτηρία του, με την αναχώρηση σε μοναστήρια και με χρηματικές προσφορές για την ανέγερση ναών. Η πίστη είχε τελείως αφανιστεί, ενώ ο ίδιος ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο προφορικός λόγος την κάνει γνωστή και την καλλιεργεί: «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» (Ρωμ. 10, 17). Λόγος και μυστήριο, κήρυγμα και Λειτουργία δεν ευρίσκονται μεταξύ τους σε ανταγωνισμό αλλά σε συντονισμό: «όποιος αισθάνεται βάρος στη συνείδησή του από τις αμαρτίες του, θα πρέπει να καταφύγει στο μυστήριο για να ανακουφιστεί, όχι από το ψωμί και το κρασί, όχι από το σώμα και το αίμα του Χριστού, αλλά από τον λόγο, ο οποίος στα μυστήρια παρέχει, καθιστά παρόν και προσφέρει το σώμα και το αίμα του Xριστού που προσφέρθηκε και χύθηκε για μένα»[43].

Ο Λούθηρος επέμενε στον προφορικό χαρακτήρα του κηρύγματος και τόνιζε ότι οι Χριστιανοί δεν ζουν με τα μάτια τους αλλά με τα αυτιά τους, διότι με αυτά ακούν τον Λόγο του Θεού και έτσι πιστεύουν. Εκτός όμως από το προφορικό κήρυγμα ο ίδιος προχώρησε και στην υμνολογία της Αγίας Γραφής. Ο λειτουργικός αντιφωνικός ύμνος που καλλιεργήθηκε τους πρώτους αιώνες στην ελληνόφωνη Ανατολή, για να αναχαιτίσει την προέλαση του αρειανισμού,[44] έγινε γνωστός στη λατινόφωνη Δύση με το έργο του Αμβροσίου Μεδιολάνων (339-397), ο οποίος τον υιοθέτησε για τους ίδιους λόγους. Αργότερα ο Βενεδικτίνος μοναχός Hrabanus Maurus (780-856), γνωστός ως διδάσκαλος των Γερμανών, είχε συνθέσει ύμνους για την Πεντηκοστή με τον τίτλο “Venit creator Spiritus”, που ο Λούθηρος τους μετέφρασε το 1524. Η Μεταρρύθμιση γενικότερα επαναξιολόγησε τον ρόλο της μουσικής για τη μετάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου και με βάση την προτροπή του Λούθηρου singen und sagen (να τραγουδάτε και να ομιλείτε), ο ύμνος χρησιμοποιήθηκε για να μεταδώσει τη χαρά από την εμπειρία της πίστης σε όλη τη σύναξη, η οποία συμμετέχει στην ψαλμωδία[45]. Με την πάροδο του χρόνου η μονωδία μετετράπη σε πολυφωνία και ο Λούθηρος εξύφανε τον σύνδεσμο μονωδίας και πολυφωνίας, προφορικής και λόγιας παράδοσης, αποδίδοντάς της την επόμενη θέση μετά τη Θεολογία. Η μουσική είναι ένα θείο δώρο όχι ανθρώπινο, δίνει χαρά στην ψυχή, διώχνει τον διάβολο και διεγείρει μία αθώα χαρά. Βοηθά στον αγώνα ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, το θάρρος και τη μελαγχολία, τον Θεό και τον Διάβολο. Με αυτόν τον τρόπο ο Λούθηρος ανανέωσε  την εσωτερική σχέση ανάμεσα στη φωνή της μουσικής και τον λόγο της θεολογίας (vox musicae et verbum theologiae).

Η μουσική σημάδεψε όλη του τη ζωή. Η παραδοσιακή λαϊκή τα παιδικά του χρόνια, η ars musica που διδάχτηκε στο quadrivium τα εφηβικά του και η εκκλησιαστική από την εποχή που εντάχθηκε στο Τάγμα των Αυγουστινιανών στο Erfurt (1505). Ο Λούθηρος αντιτάχθηκε με σθένος στον σχολαστικισμό που έδινε ελάχιστη θέση στη μουσική και διακήρυξε ότι η βασιλεία του Χριστού είναι βασιλεία της ακοής και όχι βασιλεία της όρασης[46]. Κατά το διάστημα 1523-1543 ο ίδιος συνέθεσε 38 ύμνους[47] που διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

– προϋπάρχοντες ύμνοι μεταφρασμένοι στη γερμανική γλώσσα

– στιχουργία των ψαλμών στη Γερμανική με νέα μουσική επένδυση

– μελοποίηση βιβλικών ύμνων

– δημιουργία ανθολογίου Ύμνων με κείμενα που οφείλουν την έμπνευσή τους στη Γραφή, χωρίς να προέρχονται απ’ ευθείας από τα βιβλικά κείμενα.

Οι ύμνοι του είχαν ευρύτατη διάδοση και συντέλεσαν στη διάδοση της Μεταρρύθμισης, βασισμένοι στην ομιλητική αρχή singen und sagen.

γ) Η πρόσληψη του μηνύματός του

Ο Λούθηρος ήταν αργός ομιλητής και συχνά έβηχε[48], όμως ήταν γεμάτος πάθος και έδινε πάντοτε την εντύπωση πως επάνω στον άμβωνα ευρισκόταν σε πεδίο μάχης, έχοντας μπροστά του ως αντίδικο είτε τις παρεκτροπές του πάπα είτε τον σατανά, την αμαρτία και τον θάνατο που νικήθηκαν από τον Σταυρό του Κυρίου.

Ωστόσο η επίδραση του κηρύγματός του και του κατηχητικού του έργου στους κατοίκους της Βιττεμβέργης δεν ήταν πάντοτε η επιθυμητή, γεγονός που εμπόδιζε την πρόοδο της Μεταρρύθμισης. Ο ίδιος παρατηρεί με θλίψη ότι το κήρυγμα του ευαγγελίου δεν απέδωσε τους καρπούς που ίδιος ήλπιζε και σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «πολλοί ακούν δύο και τρία χρόνια τα κηρύγματα, αλλά δεν γνωρίζουν να δώσουν έστω και μία απάντηση για το τί είναι η πίστη». Παραπονείται διότι οι άνθρωποι βγαίνουν από την εκκλησία, χωρίς παραπάνω σοφία από όση είχαν, όταν μπήκαν μέσα, εφόσον όσο παρέμεναν μέσα κοιμούνταν. Καμιά φορά όμως «τέντωναν τα αυτιά τους για να ακούσουν ιστορίες, όταν όμως τους κήρυττε για τη δικαίωση εκ της πίστεως τους έπιανε ο ύπνος».

Ο ζήλος του, λοιπόν, να κάνει γνωστό το βιβλικό κείμενο και να μεταφέρει το μήνυμα που κρύβει μέσα του δεν εύρισκε την ανταπόκριση που επιζητούσε, γεγονός που του δημιουργούσε μελαγχολία και την τάση να περιοριστεί μόνον στην ακαδημαϊκή διδασκαλία.  Όμως πάντοτε επέστρεφε στον άμβωνα και κήρυττε μέχρι το τέλος της ζωής του, ελαφρώς συμβιβασμένος με τη διαπίστωση πως κανένας κήρυκας δεν θα μπορούσε να αφαιρέσει τελείως ή κάπως να αλλάξει τα κακώς κείμενα στην Εκκλησία[49]. Επέστρεφε για να προβάλει ως exemplum τον ίδιο τον Χριστό και να καλέσει τους πιστούς να τον ακολουθήσουν. Έναν Χριστό γλυκύ και φιλάνθρωπο μακριά από τον αυστηρό δικαστή του Μεσαίωνα.

BM_80

[1] Για το κήρυγμα στη Συναγωγή βλέπε περισσότερα Hughes Oliphant Old, The Reading and the Preaching of the Scriptures in the Worship of the Christian Church, The Biblical Period, Volume 1, Wiliam B. Eerdmans Publishing Company, Grand Rapids, Michigan/Cambridge, U.K. 1998, pp. 94-110.

[2] Στη Συναγωγή εφαρμοζόταν κάθε Σάββατο η lectio continua (συνεχής ανάγνωση) και κατά περίπτωση η lectio selecta (ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων σε ειδικές επετειακές περιπτώσεις).

[3] «ἀναγινώσκεται τά ἀπομνημονεύματα τῶν αποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν προφητῶν, μέχρις ἐγχωρεῖ. Εἶτα παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος ὁ προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν καί τήν παράκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων μιμήσεως ποιεῖται».

[4] Για τη γένεση της χριστιανικής ομιλίας βλέπε περισσότερα Δήμητρας Κούκουρα, Η Χριστιανική Ομιλία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 171-208.

[5] Για το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό ρεύμα της Β΄ Σοφιστικής βλέπε αναλυτικά Graham Anderson, The Second Sophistic. A Cultural Phenomenon in the Roman Empire, ed. Taylor and Francis, London New York 1993.

[6] ητορικ 3, 1404b1-25.

[7] Βλέπε περισσότερα Δήμητρας Κούκουρα, Ρητορική και Εκκλησιαστική Ρητορική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2011, 3η έκδ., σελ. 199-215.

[8] Η παγίωση του αττικισμού οφείλεται στην εγκύκλιο παιδεία (artes liberales) και ιδιαίτερα στην τρικτύ των μαθημάτων/trivium (Γραμματική-Ρητορική-Διαλεκτική), που δίδασκαν με ζήλο μαζί με την τετρακτύ/quadrivium (Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία, Μουσική) οι ρήτορες και οι σοφιστές στα σχολεία τους.

[9] George Kennedy, Ιστορία της Κλασικής Ρητορικής, Μτφρ. Νίκος Νικολούδης, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2001, σελ. 434-446.

[10] Βλέπε Ottorino Pascuato, Predicazione nel Medioevo, Dizionario di Omiletica, a cura di Manlio Sodi-Achille m. Triaca, Editrice ELLE DI CI – EDITRICE VELAR, pp. 1223-1230.

[11] Luxeuil: Μονή Βενεδικτίνων στη Βουργουνδία, που ιδρύθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα (585-590) από τον Ιρλανδό ιεραπόστολο Columbanus. Έγινε γνωστή για το σχολείο της και την καλλιέργεια των γραμμάτων σ’ εποχή εκτεταμένου αναλφαβητισμού.

[12] Εκδόθηκε το έτος 789. Βλέπε περισσότερα Δήμητρας Κούκουρα, Η σπουδή στη Θεολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 84-89.

[13] Συγγραφέας του ιστορικού έργου Historia Longobardorum, του Υπομνήματος στους μοναστικούς κανόνες του αγίου Βενεδίκτου και ενός Ομιλιαρίου. Διακρίθηκε ως διδάσκαλος στη  Schola Palatina Aquisgrana του Καρλομάγνου μαζί με τον Αλκουΐνο και τον Einhard.

[14] Ονομασία του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου. Περισσότερα για την πρώτη Θεολογική Σχολή στο Παρίσι, τα διδασκόμενα μαθήματα και τη σχολαστική μεθοδολογία, βλέπε Δήμητρας Κούκουρα, Η σπουδή στη Θεολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 104-110.

[15] Μοναχοί που δραστηριοποιούνται με την άδεια των επιχωρίων Επισκόπων στο ποιμαντικό και κηρυγματικό έργο.

[16] Petrus Cantor Parisiensis (+1197) συγγραφέας, θεολόγος και υμνωδός. Σημαντικό έργο του: “Petri Cantoris, Verbum abbreviatum” Opus morale omnibus theologis, pastoribus, confessariis, concionatoribus, jurisconsultis et cujuscunque conditionis hominibus utilissimum, in Patrologia Latina vol. 205, coll. 9-554.

[17] Η disputatio είναι μία προφορική συζήτηση που ακολουθεί ένα σχήμα της διαλεκτικής ανάμεσα σε πολλούς συνομιλητές ενώπιον ενός ακροατηρίου. Αυτή η δημόσια συζήτηση προϋποθέτει διάφορα στάδια: το ερώτημα/ζήτημα (questio) που είχε διαμορφωθεί από τον διδάσκαλο πάνω σ’ ένα κείμενο, έναν αντιλέγοντα (opponens) που διατύπωνε τις αντιρρήσεις, στον οποίον ένας κατά κανόνα πτυχιούχος είχε τη φροντίδα να προβάλει αντεπιχειρήματα, με αποτέλεσμα να παρουσιασθεί μία δημόσια συζήτηση με επιχειρηματολογία. Όταν εξαντληθούν όλα τα επιχειρήματα, ο διδάσκαλος προχωρεί σε μία λύση βασισμένη σε επιχειρηματολογία που ονομάζεται determinatio (ορισμός), αφού πρώτα έχει προηγηθεί η refutatio, δηλαδή η αναίρεση  αντιθέτων επιχειρημάτων.

[18] Νεώτεροι ερευνητές τον ονομάζουν και θεματικό ή ακαδημαϊκό λόγο. Στους αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση ο sermo modernus εισήχθη στην Ελληνόφωνη Ανατολή με τον τίτλο «εκκλησιαστικός λόγος» από κληρικούς που σπούδασαν στην Ιταλία. Έκτοτε συνυπάρχει με την πατερική ομιλία, επί το πλείστον σε απλουστευμένη μορφή. Βλέπε Παναγιώτη Τρεμπέλα, Ομιλητική, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ο Σωτήρ», Αθήναι Ιούνιος 1976, έκδοσις 3η, σελ. 233-275.

[19] Οι μοναχοί κήρυκες ακολουθούσαν το παράδειγμα των ομιλιών του Γρηγορίου του Μεγάλου 6ος  αι. (Moralia in Job, Homiliae in euangelia), το οποίο συνάδει με το ομιλητικό παράδειγμα των Πατέρων της Ανατολής.

[20] Τον 12ο αιώνα εμφανίστηκε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, η τέχνη του κηρύγματος (ars praedicandi), το οποίο επί τρεις αιώνες προώθησε το κήρυγμα με υποδειγματικό τρόπο. Κυκλοφόρησαν περίπου 200 εγχειρίδια που υποδεικνύουν με συστηματικό τρόπο τη σύνταξη ενός κηρύγματος και φανερώνουν την ομιλητική άνθηση της εποχής. Βλέπε περισσότερα Siegfried Wenzel, Artes Praedicandi, A Synthesis of Scholastic Sermon Structure, Published by the Medieval Academy of America, University of Toronto 2015, Part II, Scholastic Sermon Structure, pp. 45-86.

[21] Ενδεικτική βιβλιογραφία, Aristotle, The Art of Rhetoric, Trans. John Henry Freese, Loeb Classical Library, 1982. Cicero, Ad G. Herennium: De ratione dicendi (Rhetorica ad Herennium), Trans. Harry Caplan, Loeb Classical Library, 1954. Cicero, De inventione, Trans. H. M. Hubbel, Loeb Classical Library, 1949. Cicero, De oratore, 2 vols., Trans. E. W. Sutton and H. Rackham, Loeb Classical Library, 1942. Quintilian, Institutio oratoria, Trans. H. E. Butler, Loeb Classical Library, 1920.

[22] Exordium (εισαγωγή), narratio (έκθεση, φύση της υπόθεσης), partitio/divisio (σύντομη παρουσίαση όσων ακολουθούν/propositio), confirmatio (το κύριο μέρος του λόγου με τα επιχειρήματά του), refutatio (απαντήσεις σε αντιρρήσεις), peroratio (ανακεφαλαίωση).

[23] Παραγγέλματα που περιέχονται στη ρητορική πραγματεία Rhetorica ad Herennium και αφορούν στην εκφορά ενός ρητορικού λόγου, ως προς τη ρύθμιση της φωνής (vocis figura) και τις κινήσεις του σώματος (corporis motus).

[24] Πρόκειται για την έκφραση ή περιγραφή, ένα από τα 14 Προγυμνάσματα, δηλαδή ασκήσεις Ρητορικής, που διδάσκονταν οι σπουδαστές στο trivium. Εγκώμια προσώπων ή περιγραφές τοπίων, παραστάσεων κ.ο.κ. Συγγραφέας των Προγυμνασμάτων είναι ο Αφθόνιος από την Αντιόχεια, μαθητής του Λιβάνιου. Χάρη στη σαφήνεια και τα παραδείγματα που περιέχει το έργο του καθιερώθηκε στην εκπαίδευση των Βυζαντινών και μεταφράστηκε στα Λατινικά μαζί με πολλά σχόλια, που προστέθηκαν τον 15ο αι. από τον Ροδόλφο Agricola. Kennedy, Ιστορία, σελ. 323-330.

[25] Για την ανάπτυξη των ταγμάτων των επαιτών και τον κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο μέσα στον οποίον αναπτύχθηκαν βλέπε The Origin, Development, and Refinement of Medieval Religious Mendicancies, edited by Ronald S. Prudlo, Brill 1976.

[26] John T. Pless, Martin Luther, Preacher of the Cross, Concordia Theological Quarterly, April-July 1987, pp. 83-85.

[27] Commonly a mystical movement within a religion is viewed with skepticism from the doctrinal tradition; this was especially true with the medieval papacy and Christian mysticism. For although mysticism produced wonderful role models of Christian believers to laypeople, many of its aspects, i.e. the mystical interpretation of scripture, mystic visions, and challenge to gender roles, were “often on the periphery of acceptable practice and directly challenged Roman Catholic traditions. Hayley E. Pangle, Christian Mysticism as a Threat to Papal Traditions, Grand Valley Journal of History, Vol. I, Issue 1, pp. 1-8.

[28] Ο Johannes Geiler, κήρυκας στον άμβωνα του Στρασβούργου επί 30 χρόνια στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. για τα σατιρικά του κηρύγματα, με αφορμή συζητήσιμες εκκλησιαστικές πρακτικές. Βλέπε περισσότερα E.J. Dempsey Douglass, Justification in Late Medieval Preaching: A Study of John Geiler of Keisersberg, second edition, Brill 1989.

[29]  Pless, Martin Luther,  p. 85.

[30] Patrick Ferry, Martin Luther on Preaching, Concordia Theological Quartely, Vol. 54, Number 4, October 1990, pp. 268-269.

[31] Carl Halter, Carl Schalk, A Handbook of Church Music, Concordia Publishing House 1978, p. 39sq.

[32] The Cambridge Companion to Martin Luther, Edited by Donald K. McKim, Cambridge University Press 2003, p. 136sqq.

[33]  Pless, Martin Luther, Preacher p. 86sqq.

[34] Περιέχονται στην ογκώδη έκδοση των έργων του D. Martin Luthers Werke: Kritische Gesamtausgabe, που είναι περισσότερο γνωστή ως έκδοση της Βαϊμάρης, Weimarer Ausgabe (WA). Η προσπάθεια άρχισε το έτος 1883, στην 400η επέτειο της γεννήσεως του Λουθήρου και ολοκληρώθηκε το έτος 2009. Περιλαμβάνει 121 τόμους και περίπου 80.000 σελίδες.

[35] Pless, Martin Luther, Preacher of the Cross, p. 92sqq.

[36] Πρόκειται για τη γνωστή «ανώτερη ομιλία», σε αντιδιαστολή με την «κατώτερη» που σχολιάζει όλο το κείμενο, βλέπε Ι. Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 174-188.

[37] Το κήρυγμα του λόγου του Θεού είναι ο Λόγος του Θεού.

[38] WA 10/111,361, Fred Meuser, Luther as preacher of the Word of God, The Cambridge Companion to Martin Luther, Edited by Donald K. McKim, Cambridge University Press, 2003 p. 138.

[39] WA 24, p. 170. Patrick Ferry, Martin Luther on Preaching, Concordia Theological Quartely, Vol. 54, Number 4, October 1990, p. 270.

[40] WA 24, p. 109. Patrick Ferry, Martin Luther on Preaching, p. 271.

[41] Meuser, Luther, p. 138.

[42] Pless, Martin Luther, Preacher of the Cross, p. 89-90.

[43] WA 40, p. 214.  Pless, Martin Luther, Preacher p. 89-90.

[44] Βλέπε Δήμητρας Κούκουρα, Υμνολογώντας τη Γραφή και κηρύσσοντας τον Λόγο, στο: https://blogs.auth.gr/moschosg/2017/03/11/.

[45] James Lyon, Martin Luther fondateur de l’ hymnologie moderne, Foi et Vie, Volume CIX, No 3, Juin 2010, pp. 18-32.

[46] WA 51,11, 2.

[47] WA 35. Lyon, Martin Luther fondateur,  p. 61.

[48] Ferry, Martin Luther on Preaching, p. 267.

[49] WA 16, p. 204. Ferry, Martin Luther on Preaching, p. 204.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.