Παρουσίαση βιβλίου: Ιουστίνου Πόποβιτς, Φιλοσοφικοί Kρημνοί

Η Αγιορειτική Εστία σε συνεργασία με την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους παρουσίασαν την πρώτη έκδοση στα ελληνικά του έργου του Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίο η Σερβική Εκκλησία ανακήρυξε πρόσφατα Όσιο. Το έργο με τίτλο  «Φιλοσοφικοί κρημνοί», σε μετάφραση του Αλέξανδρου Στογιάνοβιτς, θεολόγου, που την εποχή αυτή εργάζεται στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ πάνω στο διδακτορικό του, παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία  στο  ασφυκτικά γεμάτο Βιβλιοπωλείο της Αγιορειτικής Εστίας (Εγνατίας 109), την Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012 στις 20:00.

Την έκδοση παρουσίασαν:

Ο κ.  Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής & Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ.

Ο Πανοσ.  Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου.

Ο Ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης.

Ο κ.  Αλέξανδρος Στογιάνοβιτς, υποψ. διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, μεταφραστής του βιβλίου.

Ακολουθούν αποσπάσματα από την ομιλία του καθηγητή και προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ,  κ. Χρυσόστομου Σταμούλη.

“Ο Ορθόδοξος Ουμανισμός του π. Ιουστίνου πηγάζει από το βιβλικό «ίδε  ο άνθρωπος ίδε ο Θεός». Ο όντως άνθρωπος αποκαλύπτει τον όντως Θεό.  Συνεπώς το πρόβλημά του δεν είναι ο κάθε ουμανισμός, αλλά ο  «αυτόνομος», ο «καθαρός», ο «άθεος» ουμανισμός» (σ. 69,73-74), ο  οποίος αγνοεί τον Θεάνθρωπο και ως εκ τούτου και εν τέλει τον άνθρωπο  και τον κόσμο. Διότι «εκτός του θεανθρώπου δεν υπάρχει αληθινός  άνθρωπος» (σ. 81), μα μήτε και αληθινός κόσμος. Γράφει σχετικά: «Ο  ουμανισμός είναι συνεπής στην ιδιαίτερη λογική του όταν αρνείται το  Θεό, επειδή ανακήρυξε τον άνθρωπο για Θεό. Αλλά, ειδομένη ως το τέλος,  η λογική αυτή αρνείται είτε τον κόσμο είτε τον άνθρωπο. Ακοσμισμός  είναι η πιο φυσική και η πιο λογική συνέπεια του αθεϊσμού. Γιατί όταν  ο άνθρωπος ενσυνείδητα αρνείται τον Θεό, δεν μπορεί παρά να  ολοκληρώσει την άρνηση με την απάρνηση του κόσμου και του ανθρώπου» (σ. 33).

Στη σκέψη του οσίου Ιουστίνου μέτρον των πάντων είναι ο  Θεάνθρωπος. Έτσι, φαίνεται να ανοίγει ο μεγάλος σέρβος θεολόγος ένα μυστικό και ανεπίγνωστο διάλογο με τον Heidegger, τον Χαίλντερλιν και τον δυτικό χριστιανικό ανθρωπισμό. Γράφει σχετικά, «Ο Θεάνθρωπος  αποτελεί το καλύτερον κριτήριον παντός του θείου και του ανθρωπίνου  και εις αυτόν τον κόσμον και εις τον άλλον, επειδή είναι η μέγιστη  αξία. Η ιστορία αυτού του πλανήτου δεν γνωρίζει καλύτερον Θεόν από τον  Χριστόν, ούτε καλύτερον άνθρωπον από τον Χριστόν. Ο Θεάνθρωπος απεκάλυψε ταυτοχρόνως και τελείως και τον Θεόν και τον άνθρωπον. Διά  τούτο δεν υπάρχει Θεός άνευ του Θεανθρώπου, ούτε υπάρχει άνθρωπος  εκτός του Θεανθρώπου» (σ. 76). Από την άλλη ο  Χαίλντερλιν, όπως μας  τον παραδίδει ο Heidegger, σημειώνει: «Όταν γεμάτος κόπο είναι ο βίος  του, μπορεί ένας άνθρωπος να υψώσει το βλέμμα του και να πει: έτσι θέλω κι εγώ να είμαι; Ναι. Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή, διαρκεί στην  καρδιά, δεν είναι ατελέσφορη η αναμέτρηση του ανθρώπου με τη θεότητα. Είναι άγνωστος άραγε ο Θεός;  Είναι φανερός όπως ο ουρανός; Μάλλον αυτό πιστεύω. Είναι το μέτρο του ανθρώπου. Εντελώς επάξια, αλλά  ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτήν τη γη. Όμως η σκιά της  έναστρης νύχτας, αν θα μπορούσα έτσι να το πω, δεν είναι καθαρότερη  από τον άνθρωπο, αυτή την εικόνα της θεότητας. Υπάρχει, άραγε, ένα  μέτρο πάνω στη γη; Δεν υπάρχει κανένα».

Εντυπωσιακές για την  κατανόηση της σκέψης του γέροντος είναι οι μελέτες του για τον Μωρίς  Μέτερλινγκ με τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, στις οποίες με τρόπο  αντιστικτικό αναπτύσσεται το θέμα της  τραγικότητας της ύπαρξης και  της αναγκαιότητας της σχέσης (σ. 92). Με άλλον τρόπο φαίνεται να  τίθενται  «τα επιθυμητικά χέρια» (σ. 179) της λογοτεχνικής δημιουργίας  ενώπιον των προβλημάτων της ύπαρξης. Από τη μια, λοιπόν, η τραγωδία  της απελπισίας, η αθεράπευτη λύπη (σ. 179) και η αυτοκτονική ύπαρξη (Μωρίς Μέτερλινγκ,  Ιβάν Καραμάζωφ), που φανερώνουν τη  «θανάσιμη αδυναμία» οντολογικής επέκτασης=Χριστοποίησης του ανθρώπου και από την άλλη η  «χριστονοσταλγική» προοπτική του «προφήτη, απόστολου, μάρτυρα, ποιητή και φιλόσοφου» (σ. 192) κατά τον όσιο, Ντοστογιέφσκι, που ανακαλύπτει  «όλες τις αξίες του ουρανού και της γης μέσα στον ενσαρκωμένο Λόγο, γι  αυτό και λέει: Τα πάντα έγκεινται σ’ αυτό, ότι δηλαδή ο Λόγος αληθώς  έγινε σάρκα. Μέσα σ’ αυτό έγκειται όλη η πίστη και όλη η παρηγοριά της  ανθρωπότητας, η παρηγοριά την οποία αυτή δεν θα απαρνηθεί ποτέ» (σ.  194). Εκεί όπου οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού (σ. 180), εκεί όπου  η παρουσία εξαφανίζει την απουσία που εισάγει η σιωπή, εκεί όπου η  σάρκωση νικά την  αυτοπαράδοση της ύπαρξης στην «καταραμένη μοναξιά»  (σ. 191),  νικά την θλίψη και την απελπισία και κάνει τον άνθρωπο μια  νέα διευρυμένη και απεραντοποιημένη πραγματικότητα.

Και δεν χωρά  καμία αμφιβολία πως η επαναστατική, η αντιστασιακή διδασκαλία του  πατριάρχη της σέρβικης Ορθοδοξίας είναι άκρως επίκαιρη στους καιρούς  που περνάμε. Το μήνυμά του είναι μήνυμα ελευθερίας, καθώς όπου Χριστός  εκεί και ελευθερία. Γράφει ενδεικτικά: «Ο άνθρωπος της πίστης στο Χριστό ζει με την αίσθηση και την επίγνωση ότι κάθε άνθρωπος είναι  αθάνατο και αιώνιο ον, επομένως, δεν πρέπει να είναι αντικείμενο  εκμετάλλευσης και τυραννίας κανενός» (σ. 55). Και ο όσιος Ιουστίνος  υπήρξε μια τέτοια ύπαρξη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μια ύπαρξη  ελεύθερη και αγαπητική, μακριά από τυποποιήσεις και απροϋπόθετες ταυτίσεις, που μηδενίζουν την ύπαρξη αφού πρώτα τη δέσουν σε ιδέες και  συστήματα. Μια ύπαρξη που εξαρχής κατέθεσε το είναι της στην ωραιότητα  του προσώπου του Χριστού, έτσι ώστε να μπορεί να λέγει μαζί με τον Φ. Ντοστογιέφσκυ, πως: «Αν μπορούσε κάποιος να μου τεκμηριώσει ότι ο  Χριστός είναι εκτός αλήθειας και αν η αλήθεια πράγματι απέκλειε το  Χριστό, εγώ θα προτιμούσα να μείνω με το Χριστό και όχι με την  αλήθεια» (σ. 195). Θα προτιμούσε δηλαδή να μείνει με κείνο το πρόσωπο,  το πρόσωπο μη κόλαση, το πρόσωπο κοινωνία, που ανοίγει την ύπαρξη στην  αιωνιότητα με το ευαγγέλιο της προσωπικής αγάπης. Της αγάπης προς τον  πλησίον, προς όλα τα πλάσματα του Θεού, που οδηγεί εν τέλει στην  έσχατη αγάπη του ίδιου του σαρκωμένου Λόγου (σ. 201).

Ως εκ τούτου θα  ήθελα να σημειώσω ότι ο όσιος Ιουστίνος δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Και οπωσδήποτε η θεολογία του, με όλες τις εκπλήξεις και ερμηνευτικές  δυσκολίες που αυτή παρουσιάζει δεν προσφέρεται για «ζηλωτικές» κορώνες και καταχρήσεις. Χρειάζεται συνεχής γονυκλισία στο σύνολο του έργου του προκειμένου να μπορέσει κανείς, κατανοώντας τον χρόνο και τρόπο  συγγραφής του, να αρθρώσει λόγο δημιουργικό που δεν θα παραμορφώνει τις προθέσεις ενός ανθρώπου που σε όλη του τη ζωή με πάθος διακήρυξε, πως «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.