Χρυσοστόμου Σταμούλη, Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι, Αρμός, Αθήνα, 2016. Βιβλιοπαρουσίαση του Χριστοφόρου Αρβανίτη στο Οικονομικό Επιμελητήριο Ηρακλείου

%ce%b1%ce%bb%ce%b5%cf%80%ce%bf%cf%8d-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf

«Wer frei darf denken, denket wohl» δηλ. «Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ελεύθερα»[1],

Ξεκινώ την παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή της Συστηματικής θεολογίας στο ΑΠΘ κου Χρυσόστομου Σταμούλη Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι, με αυτή τη ρήση του Αυστριακού γιατρού, διανοούμενου και ποιητή  Albrecht von Haller (1708-1777) γιατί πιστεύω ότι διατρέχει και επικαλύπτει πλήρως τη σκέψη τού συγγραφέα του βιβλίου. Αυτό θα προσπαθήσω να καταδείξω στη συνέχεια.

Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης είναι γνωστός στους θεολογικούς κύκλους, (διετέλεσε για δύο θητείες Πρόεδρος του τμ Θεολογίας, ίσως ο νεώτερος ηλιακά πρόεδρος του τμήματος), είναι γνωστός στους λογοτεχνικούς μενάδρους και είναι επίσης γνωστός στα μουσικά δρώμενα είτε ως συνθέτης είτε ως στιχουργός είτε ως εκτελεστής είτε ως ενορχηστρωτής είτε ως μαέστρος. Μαθητής, όπως ο υποφαινόμενος, αλλά και πολλοί άλλοι μέσα σε αυτή την αίθουσα του αείμνηστου καθηγητή Νίκου Ματσούκα, κληρονομεί από αυτόν την αγάπη για την λογοτεχνία και τη ζεύξη της με τη θεολογία. Κυρίως, όμως, κληρονομεί τη δυνατότητα, αλλά και την αναγκαιότητα, όπως φαίνεται σήμερα πλέον, να σκέφτεται θεολογικά με μοντέρνα εργαλεία και να αναγάγει την ελεύθερη σκέψη σε κοινό παρανομαστή της συζήτησης και του διαλόγου μεταξύ των εμπλεκομένων στο παζάρι των θεσμικών εξουσιών.

Ο Χρυσόστομος Σταμούλης προσλαμβάνει αξιακά, θεολογικά, κοινωνικά και μεθοδολογικά και επομένως απολύτως επιστημονικά τη βασική και κορυφαία αξία του νεωτερικού ανθρώπου, την ελευθερία, ως τρόπο του υπάρχειν, ως εργαλείο προσέγγισης και επίλυσης των επιφαινομένων συγκρούσεων ανάμεσα στις εξουσιαστικές θεσμικότητες. Επιστρέφοντας, λοιπόν στον τίτλο του βιβλίου: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι, και έχοντας τα αυτιά μου ερμητικά κλειστά σε ότι μέχρι τώρα έχει ειπωθεί για το ποια είναι η αλεπού θα μου επιτρέψετε να μην ακολουθήσω το σύνηθες, το οποίο ζητά να ταυτίσει την αλεπού με τη θεσμική εκκλησία αλλά να ξεδιαλύνω πρωτίστως ποιό είναι το παζάρι. Και αυτό, γιατί?

Γιατί μεθοδολογικά, πιστεύω, ότι το ελάχιστο που οφείλουμε να κάνουμε, μελετώντας τα κείμενα του κου Σταμούλη, είναι να ανακαλύψουμε καταρχάς ποιό είναι το παζάρι εκείνο, το οποίο ο ίδιος επιλέγει να διερευνήσει. Ο κος Σταμούλης σκέφτεται συνθετικά. Τι σημαίνει αυτό? Σημαίνει ότι, χρησιμοποιώντας με πολλή άνεση τη συνεχή διαλεκτική μεθοδολογία της νεωτερικότητας, αναζητεί και επιδιώκει να συνθέσει τις συγκρούσεις ανάμεσα σε θέσεις και αντιθέσεις. Σε αυτό το motivο των συγκρούσεων κυρίαρχη θέση έχουν οι συγκρούσεις των θεσμικών εξουσιών, των μοντέρνων κοινωνιών με τις παραδοσιαρχικές παρελθοντικές κοινωνίες, του θετικισμού με τις θεολογικές ή φιλοσοφικές προσεγγίσεις, των πολιτισμών ως εξελικτικές διαδικασίες και των πολιτισμών ως μουσειακά εκθετήρια.

Στο επιλεκτικό λοιπόν κομμάτι των συγκρούσεων ανάμεσα στις θεσμικές εξουσίες διενεργείται το παζάρι της επικυριαρχίας. Εδώ η πολιτική δεν αποτελεί εργαλειακό προνόμιο ή θέσφατο των πολιτικών. Στο θεσμικό αντεστραμμένο της σύγκρουσης ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία δεν αποτελεί ένα απλό επιφαινόμενο, αλλά μέρος σύγκρουσης εξουσιών.  Σε αυτό λοιπόν το παζάρι της επικυριαρχίας η εκκλησία δεν αποτελεί την αλεπού της ιστορίας, αλλά μέρος ενός παζαριού, ανάμεσα σε δούναι και λαβείν, ανάμεσα σε δύο εξουσίες. Στα περισσότερα των κειμένων του κου Σταμούλη, στις θεματικές που αναλύει, ενυπάρχει αυτό το παζάρι των εξουσιών. Στα άρθρα όπως το «Θρησκεία, πολιτική, κοινωνία», το «Εκκλησία και αριστερά», το «Το Μάθημα των θρησκευτικών», το «Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ», το «Εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις», αποτελούν κείμενα, τα οποία αποκαλύπτουν την αγωνία του μοντέρνου θεολογικού λόγου στην αναντιστοιχία του με τον λόγο και την πράξη στο χώρο της εκκλησίας.

Αυτός ο διαχωρισμός και η αναντιστοιχία ανάμεσα στο μοντέρνο θεολογικό λόγο από τη μια και στο θεσμικό εκκλησιαστικό λόγο από την άλλη (οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν μπορούν να ανατρέψουν τα δεδομένα) φανερώνουν ότι η γραφή του Ιωάννη: «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» καθώς και η μεθοδολογία των Πατέρων (μια μεθοδολογία σύγχρονη και μοντέρνα για την εποχή τους), έχει ανατραπεί και έχει αντικατασταθεί από μια λεκτική και πρακτική φονταμενταλιστική παραδοσιαρχία που φαίνεται να λησμονεί ότι ο Σαρκωμένος Χριστός θυσιάζεται νυν και αεί και δεν κατακρεουργείται για να υπηρετήσει τους -ισμούς των ποικίλων θεσμικών. Γιαυτό και ο φιλελεύθερος θεολογικός λόγος του κου Σταμούλη είναι βαθιά αντισυμβατικός στην κατάθεσή του απέναντι στη εκκλησιαστική θεσμικότητα και θρασύτατα αντισυστημικός απέναντι στους κρατισμούς που επιδιώκουν να ελέγξουν και να οριοθετήσουν την ελευθερία που χαρίζει στον άνθρωπο ο Σαρκωμένος Λόγος.

Τους λόγους αυτής της παρακμής και της έκπτωσης του λόγου της ελευθερίας σε ένα φονταμενταλιστικό εκκλησιαστικό λόγο, που για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι η «ηθικιστική και φρονηματιστική διάπλαση του ανθρώπου», ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης τους αναφέρει εν συντομία στο κείμενό του: «Θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης».[2] Ως πρώτος λόγος θεωρείται η ταύτιση της θεολογικής έρευνας και της επιστημονικής θεολογίας με την κατήχηση της Εκκλησίας. Δεύτερος λόγος η μονοδιάστατη αντικειμενοποίηση της εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας μέσα από την άρνηση της αποδοχής του γεγονότος της ερμηνείας και τρίτος λόγος η απόλυτη κατάφαση στη βεβαιότητα αυτού που εκφέρεται ως εκκλησιαστικός λόγος. Και οι τρείς αυτοί λόγοι αποτελούν το infinitive του εκκλησιαστικού λόγου. Την αοριστία δηλ της ανυπαρξίας του διαλόγου με το μοντέρνο κόσμο και την εμμονή σε παρωχημένα μεθοδολογικά σχήματα που υπηρετούν βεβαίως την εξουσιαστική θεσμικότητα στο παζάρι των επιφαινομένων συγκρούσεων, αλλά αρνούνται να διαλεχθούν με την αμφισβήτηση και την αμφιβολία.

Αυτή ακριβώς η προσέγγιση των τριών λόγων που αναφέρει ο καθηγητής υφίσταται και στον καταγελτικό και αφοριστικό εκκλησιαστικό θεσμικό λόγο εναντίον του νέου ΠΣ του μαθήματος των θρησκευτικών. Είναι εκπληκτική η άρνηση και η ευκολία της χρήσης της άρνησης στην κατανόηση του μοντέρνου, όπως αυτό εκφράζεται στο χώρο της εκπαίδευσης σε μεθοδολογικό και παιδαγωγικό επίπεδο. Είναι εκπληκτικό επίσης το συμπέρασμα, το οποίο συνάγεται απόλη αυτή την καταγγελία, όσον αφορά στην άγνοια της πατερικής μεθοδολογίας και είναι επίσης εκπληκτικό τελικά το γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών έγινε χρηστικό εργαλείο για την επανάκτηση μιας όποιας χαμένης εξουσιαστικής θεσμικότητας. Όταν για πρώτη φορά το μάθημα των θρησκευτικών απαλλαγμένο από ακραίους ιδεολογικούς διαποτισμούς και ενταγμένο στο πλαίσιο ενός ανοικτού σχολείου, αποδεσμευμένο από ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις, καθίσταται μάθημα πολιτισμικό, απόλυτα γνωσιολογικό, δίνοντας πρωτεύουσα θέση στη Βίβλο, τα πατερικά και λειτουργικά κείμενα, την τέχνη και την ιστορία, εμπλουτισμένο με θρησκειολογικές γνώσεις προς διερεύνηση των επιστημονικών οριζόντων του μαθητή και στην κατανόηση της διαφορετικότητας, είναι εκπληκτικό το γεγονός να θωρείς τη θεσμική εκκλησία να αρνείται με ιδεολογικό φανατισμό τη μεθοδολογική παράδοση των Πατέρων, να αρνείται την οποιαδήποτε απόπειρα κατανόησης του μοντέρνου πολιτισμού και της πολυπολιτισμικής του σύνθεσης και να σπιλώνει πρόσωπα και ανθρώπους έχοντας ως μοναδικό σκοπό την επανάκτηση του χαμένου εξουσιασμού της στο παζάρι της επικυριαρχίας με το κράτος. [3]Αυτό βεβαίως σηματοδοτεί το γεγονός ότι ουσιαστικά η ίδια η εκκλησία δεν ενδιαφέρεται για την κατήχηση των μελών της και γιαυτό, όπως επισημαίνει ο καθηγητής στο παλαιότερο σύγγραμμά του Άσκηση αυτοσυνειδησίας[4], ζητά από το κράτος την αναπλήρωσή της μέσα από το μάθημα των θρησκευτικών στην εκπαίδευση. Αυτονόητο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει και δεν πρέπει να γίνει.

Ο Χρυσόστομος  Σταμούλης είναι καθηγητής στον συστηματικό τομέα με αντικείμενο τη δογματική και συμβολική θεολογία. Αυτό από μόνο του δεν ορίζει τίποτα και ταυτόχρονα ορίζει τα πάντα. Ο ίδιος γράφει στο κείμενο, «Το θαμπό μυστήριο», ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε το σφαγιασμό του διαφορετικού και των διαφορετικών, πολύ περισσότερο τη χυδαία και πορνική χολιγουντιανή προβολή του εάν θέλουμε να είμαστε έστω και ελάχιστα συνεπείς στην κλήση της αγάπης του πολιτισμού της σάρκωσης,[5] και ότι απέναντι σε μια εποχή ακραία φονταμενταλιστική δεν μπορούμε ως χριστιανοί παρά να προβάλουμε ως αντίβαρο σε αυτήν, την κοινωνία της ελευθερίας, της αγάπης και της δημιουργικότητας.

Στο Χρυσόστομο Σταμούλη αυτός ο πολιτισμός της σάρκωσης προϋποθέτει τη συνύπαρξη με τον άλλο όχι απλώς ως πράξη ανεκτικότητας απέναντι στον άλλο ή ατομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά ως τόπου όπου ο άλλος δεν είναι σαν τον εαυτό μας, δεν είναι όπως ο εαυτός μας, αλλά είναι ο εαυτός μας.

«…δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·

 δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·…»

και σε νεοελληνική απόδοση

«…δωσ’ μου τούτον τον ξένο που από βρέφος σαν ξένος μες στον κόσμο εξενώθη·

δωσ’ μου τούτον τον ξένο που οι ομόφυλοί του σαν ξένον θανατώνουν μισώντας·

δωσ’ μου τούτον τον ξένο που παράξενο μού είναι, σ’ αυτόν, του θανάτου το ξένο να βλέπω·

δωσ’ μου τούτον τον ξένο που είναι αυτός όπου ξέρει τους φτωχούς και τους ξένους στοργικά να φιλεύει·

δωσ’ μου τούτον τον ξένο που οι Εβραίοι, από φθόνο, απ’ τον κόσμο αποδιώξαν·

δωσ’ μου τούτον τον ξένο, να τον κρύψω σε τάφο, μιας κι ο ίδιος, σαν ξένος, δεν έχει πού το κεφάλι να γείρει·…»

Αυτό το συγκλονιστικό εκκλησιαστικό κείμενο, το Δοξαστικό του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου (ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής) και που κατά ένα περίεργο και ακατανόητο τρόπο έχει εξωβελισθεί για να εξυπηρετήσει πρακτικούς λόγους (περιφορά του Επιταφίου) ο Χρυσόστομος Σταμούλης το χαρακτηρίζει ως το μανιφέστο της Ορθόδοξης θεολογίας, καθώς το απλώς κοινωνικό και αλληλέγγυο «δος τω ξένω» μετατρέπεται ανατρεπτικά στο οντολογικό «δός μοι τούτον τον ξένον». Αυτή η διάκριση που επιχειρεί να καταθέσει ο συγγραφέας θα έλεγα, και το λέω με την ευθύνη ενός κοινωνιολόγου, είναι καταλυτική. Το πρόβλημα του πρόσφυγα και το πρόβλημα του μετανάστη τον απασχολεί βασανιστικά. Σε τέσσερα τουλάχιστον κείμενά του κάνει μνεία αυτού του «δοξαστικού μανιφέστου». Στα τέσσερα αυτά κείμενά του «Δος τω αδελφώ και τω ξένω», «Το «θέατρο» ενός διαλόγου σε τρεις πράξεις, Πράξη Τρίτη, Ο καιρός της ήττας», στη συνέντευξη στον Ηρακλή Φίλιο και στη προσφώνηση επί τιμή προς τη ποιήτρια Κική Δημουλά, φανερώνει ότι η υπόθεση της αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου, η αποδοχή της συνύπαρξης με τον διαφορετικό, η αποδοχή της αλληλεγγύης δεν αποτελεί υπόθεση ανταγωνισμού στο παζάρι της φιλανθρωπίας ανάμεσα σε κράτος, ΜΚΟ και φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, αλλά γεγονός το οποίο σχετίζεται άμεσα με το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός σαρκώνεται ως ο ξένος, ως ο μετανάστης, ως ο πρόσφυγας. Και το ερώτημα επανέρχεται για το αν ο άνθρωπος της Εκκλησίας σώζει εντός του αυτή τη σάρκωση. Δηλ. με πιο απλά λόγια εάν σώζει εντός του τον Χριστό και όχι μια ιδέα ή μια φαντασιακή προσέγγιση γιαυτόν. Εάν όντως κατανοεί ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος πάνω στο κόσμο είναι κατεικόνα Χριστού και για το εάν κατανοεί ότι η ένσαρκη θεία λειτουργία ασκείται ως ευχαριστιακή αγάπη μέσα σε ένα συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτισμό,[6] για να επικουρήσει την καθομοιωτική πορεία ανεξαρτήτως του όποιου πολιτισμού. Ο Χρυσόστομος Σταμούλης βιώνει την ευθύνη. Την ευθύνη του θεολόγου να διαλέγεται με τον μοντέρνο κόσμο. «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω», έγραφε ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του. Και η ευθύνη αυτή γίνεται στον Χρυσόστομο Σταμούλη, Καημός. Συμ-πάθεια. Αρνηση. Κατάφαση. Οι κραυγές των παραδοσιαρχικών περί γκρεμίσματος τη παράδοσης και εισβολής νεωτερισμών ξένων προς το οικείο σώμα αποτελούν τις σειρήνες της κινδυνολογίας. Μιας κινδυνολογίας που επικαλύπτει την ουσία του κινδύνου που δεν είναι άλλος από τη μανία για αποκλειστικότητα στην καθεστωτική και συστημική κυριαρχία. «Το βασίλειο της απαγόρευσης. Εκείνο το περίεργο σύννεφο, που χωρίς αμφιβολία σκέπασε τη γη της θεολογίας και έκοψε τη λαλιά της» γράφει ο ίδιος ο καθηγητής.[7]

Η εκκλησία οφείλει να διαλέγεται με την κάθε εποχή, τον κάθε πολιτισμό. Αυτή είναι η ιστορία της. Αυτή είναι η ιστορία της συνεχούς ενσάρκωσης του Λόγου. Αυτή είναι η ιστορία που υπερβαίνει τα ίδια τα όρια της ιστορίας, καθώς η αναφορά στο ιστορικό παράδειγμα έχει αξία όταν κατανοείται στη συνάφειά του. Προσλαμβάνει το πλήρωμα του χρόνου, ξεπερνά το κλειστοφοβικό παρελθόν, καθώς, «Δίχως άλλο η άρνηση του παρόντος και η συνακόλουθη απουσία από αυτό συνιστά αμαρτία».[8] Σε αυτό το παζάρι λοιπόν της εκκλησιαστικής άρνησης και απουσίας από το μοντέρνο και το διαλεγόμενο, η άρνηση και η απουσία προσλαμβάνουν στοιχεία ενός θεσμικού επιφαινόμενου που έρχεται να διεκδικήσει τη χαμένη αυτοκρατορία. Αυτό το επιφαινόμενο παζάρι, η αλεπού, η μοντέρνα θεολογική σκέψη του διαλόγου και της παρουσίας, έρχεται να το αποκαλύψει και να το εξωβελίσει. Αυτό κατορθώνει ο λόγος, η σκέψη και η γραφή του κου Χρυσόστομου Σταμούλη. Αναλαμβάνει την ευθύνη της παρουσίας του στην επιτακτική ανάγκη μιας νέας νοηματοδότησης της πραγματικότητας. Μιας νέας πραγματικότητας που αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της κατανόησης του άλλου μέσα από τη γνώση του άλλου. Τη γνώση που αίρει τη φοβική δαιμονοποίηση του άλλου, οδηγεί στο σεβασμό και τελικά στην αυτοσυνειδησία. Σε αυτό το πλαίσιο ως πρόεδρος του τμ. Θεολογίας, ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης έβαλε την υπογραφή του και όλη τη χαρισματική του δυναμική στη δημιουργία της Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών στο τμ. Θεολογίας του ΑΠΘ και έτσι από το Σεπτέμβριο του 2016 το Πρόγραμμα, παρά τις αντιδράσεις των εκπροσώπων της άρνησης και της απουσίας, υποδέχθηκε τους πρώτους φοιτητές του και λειτουργεί πλέον κανονικά εντός του γνωσιολογικού και επιστημονικού πλαισίου που ορίζει η ακαδημαϊκή κοινότητα.

Αυτή, εν τέλει, βίωση της ευθύνης στον Χρυσόστομο Σταμούλη, για μια θεολογία των ανοικτών οριζόντων, των διαλόγων, της αναζήτησης του Άλλου, του Ξένου, του Διαφορετικού είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης σκέψης που το διακατέχει. Ακολουθώντας τον Ανδρέα Κάλβο στο «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», τολμά μια γόνιμη έξοδο προς το μοντέρνο άνθρωπο. Μια έξοδο ελευθερίας από την υποταγή σε νόρμες, κανόνες και τύπους. Μια έξοδο από τη θεολογική μονομέρεια και τον εκκλησιαστικό ευσεβισμό και ηθικισμό. Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης έρχεται να θέσει τη μοντέρνα θεολογία σε τροχιά σύγκρουσης με το πέλαγος του φόβου και της ενοχικότητας, με τον εθνοφυλετισμό, τη συμπόρευση με το φασισμό, τη βία και τον σεχταρισμό, το θρησκευτικό φονταμενταλισμό, την εξουσία, τη βία της δύναμης, τη βία της εξουσίας, τη βία του τέρατος, τον ολοκληρωτισμό, την ανυπαρξία και τον αυτοεγκλωβισμό. Εν τέλει έρχεται να θέσει ανάμεσα σε αυτούς που παζαρεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ένα λιθαράκι ελευθερίας. Αυτό το παζάρι εξουσιών που αφήνει απέξω τον πολιτισμό η εκκλησία οφείλει να το εγκαταλείψει.  Για να το πετύχει αυτό οφείλει να «συλλογάται καλά. Και για να συλλογάται καλά θα πρέπει να συλλογάται ελεύθερα».

[1] Albrecht von Haller, (1708-1777). Σημαντικός, πολυγραφότατος ιατρός  του 18ου αιώνος, ο οποίος με την εργασία του «De Partibus Sensilibus et Irritabilibus» το 1753, που μεταφράστηκε αμέσως στις ευρωπαϊκές γλώσσες εισήγαγε την «ερεθιστικότητα» και «αισθικότητα», ως βασικά στοιχεία της φυσιολογίας του ανθρώπινου οργανισμού. Ο Haller είχε συμμετάσχει στη συγγραφή ορισμένων λημμάτων σχετικά με τη Φυσιολογία στη δεκαεπτάτομη Γαλλική Εγκυκλοπαιδεία (1751-1765) των Diderot και D’Alembert, καθώς και σχετικών άρθρων Φυσιολογίας στους τέσσερις τόμους των Συμπληρωμάτων της (1776-1777). Η ποιητική συλλογή του τού 1734  «Versuch Schweizerischer Gedichte» (Δοκίμια από Ελβετικά ποιήματα) περιλαμβάνει 31 ποιήματα γραμμένα από το 1725 έως το 1756.  Στο δέκατο πέμπτο ποίημα, το οποίο περιέχει οκτώ τετράστιχα και είναι για τον αξιωματούχο της Βέρνης Isaac Steiger, εντοπίστηκε η φράση στο τέλος του δεύτερου τετράστιχου «Wer frei darf denken, denket wohl», που θέλει να πει «όποιος μπορεί να συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά». Είναι δηλαδή η φράση που ο Ρήγας Φεραίος αναγράφει στη σελ. 24 του βιβλίου του «Φυσικής απάνθισμα», Βιέννη, 1790.

[2] p.195

[3] pp. 183-186.

[4] Άσκηση Αυτοσυνειδησίας, Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 2004, pp.79-95.

[5] P. 169

[6] pp. 101-108

[7] p. 205

[8] p.202

O Χριστόφορος Αρβανίτης είναι Επίκουρος Καθηγητής στην ΠΑΕΑ Κρήτης.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.