Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας Νανάκης (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ), Έπαινος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_240

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμε,

Σεβασμία τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων χορεία,

κ. Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς,

κ. Πρόεδροι,

Ἐκλετοί συνάδελφοι, Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Κυρίες καί Κύριοι.

Ὁ σήμερον δικαίως τιμώμενος ἀπό τά δύο Τμήματα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμος, ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικό ἐκεῖνο πρότυπο τοῦ Πρωθιεράρχου, περί τοῦ ὁποίου μιλοῦν περισσότερο τά ἔργα καί λιγώτερο τά λόγια. Καρδιακό του βίωμα καί ἀπαρέγκλιτη πυξίδα τῆς κοσμοθεωρίας του, τό ἁγιογραφικόν ἀπόφθεγμα τῆς πρός Γαλάτας Ἐπιστολῆς «ν γάρ Χριστ ᾿Ιησο οὔτε περιτομή τί σχύει οὔτε κροβυστία, λλά πίστις δι᾿ γάπης νεργουμένη»[1], ὡς καί ἡ προτροπή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ»[2].

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_63

Δέν θά ὑπῆρχε πλέον εὔγλωττη διατύπωση περί τῶν ἀνωτέρω ἀπό τήν αὐτοβιογραφική καί ἄκρως ἀποκαλυπτική ἀποστροφή τοῦ Μακαριωτάτου κατά τόν Ἐνθρονιστήριο λόγο του, τήν 16ην Φεβρουαρίου 2008 στόν ἱστορικό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν: «δο γώ νάμεσά σας, στήν ποχή τν μεγαλόστομων διακηρύξεων, το πληθωρισμοῦ, τς κενολογίας καί τς ξύλινης γλώσσας, πρόθυμος νά διατυπώσω ψιπετες διακηρύξεις. Δέν χω νά καταθέσω προγραμματικές δηλώσεις. λλωστε ατές εναι δη διατυπωμένες παξ καί μέ περισσή σαφήνεια πί το Σταυρο»[3].

Ὁ ἀντισυμβατικός καί μεταρρυθμιστικός χαρακτῆρας τοῦ Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου διακρίνεται σέ κάθε πτυχή τῆς πολυδιάστατης διακονίας του καί τῆς σύνολης πνευματικῆς συγκρότησής του. Ἀπό τά χρόνια τῶν σπουδῶν του θά διαφανεῖ ἡ ρηξικέλευθη συνείδηση τοῦ Ἰωάννη Λιάπη, ὁ ὁποῖος, ἀνατρέποντας τήν φυσική φορά τῶν πραγμάτων, θά αιφνιδιάσει τό οἰκογενειακό καί τό φιλικό του περιβάλλον μέ τήν ἀπόφασή του νά ἱερωθεῖ.

Ὁ ἴδιος σέ συνέντευξή του στό «Βῆμα» τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2014, ἀπαντῶντας σέ δημοσιογραφική ἐρώτηση γιά τόν δρόμο πού ἐπέλεξε, θά ἐξομολογηθεῖ τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Ὁ δρόμος ὁ καθαρός ὁ δικός μου ἤταν νά γίνῳ ἀρχαιολόγος, ἤμουν ἕνας ἄνθρωπος ζωντανός, ἤμουν ἀθλητής, ὅλα αὐτά τά ζοῦσα μέχρι τήν τελευταία στιγμή. Ἀλλά μέ ἀπασχολοῦσε κυριολεκτικά ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀγάπη πού μαθαίνουμε στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει προσωπικές ἐπιλογές, δέν ἔχει ὅριο, ἐνῷ ἡ κοσμική ἀγάπη ἔχει πολλές φορές συμφέρον, ἔχει προτιμήσεις»[4].

Σφοδρός πολέμιος τῆς προσωποκεντρικῆς διοίκησης, τῆς πολυπραγμοσύνης καί τοῦ «λαϊκιστικοῦ ἄμβωνα», ὁ μεθοδικός, ἀποτελεσματικός καί χαμηλῶν τόνων Ἱερώνυμος θά τηρήσῃ μία συνεπῆ καί ἀταλάντευτη στάση ἀπέναντι σέ φαινόμενα ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, ὅπως ἡ ἔκπτωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου σέ ἰδεολόγημα, ἡ ἐπιδίωξη τῆς παραμονῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν στά φῶτα τῆς δημοσιότητας, ἡ ἐξουσιομανία καί ἡ ἀναζήτηση ὑλικῶν ἀπολαβῶν. Σημαντικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητός του, πού διακρίνεται ὄχι μόνο γιά τόν ἁπλό ἀλλά οὐσιαστικό καί μεστό λόγο, ἀλλά καί γιά τό σεμνό καί ἀθόρυβα στιβαρό κοινωνικό ἔργο, διαδραμάτισε ἡ μαθητεία του στόν γέροντά του Μητροπολίτη Θηβῶν Νικόδημο, στόν μακαριστό ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος διαρκῶς ἐπανελάμβανε ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πολιτεύεται. Σημασία ἔχει νά εἶσαι ἄνθρωπος», ἀλλά καί ἡ πνευματική σχέση του μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη.

Ὁ σήμερον τιμώμενος Πρωθιεράρχης θά δώσει σπάνια μαθήματα ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί εὐπρέπειας, στά λεγόμενα καί γενόμενα περί τό 1998. Χαρακτῆρας ἀντισυμβατικός, θά μετατρέψει τόν πόνο πού προερχόταν ἀπό πάθη καί ἀδυναμίες ἀνθρώπινες, σέ κινητήρια δύναμη γιά τήν ἔξαρση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί κοινωνικοῦ του ἔργου στήν Βοιωτία. Ἐπιλέγοντας τήν συνειδητή ἀπομόνωση, πικραμένος μέ τά ἀνθρώπινα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, θά ἐπιδείξει σκανδαλιστική συγχωρητικότητα καί ἔλλειψη μνησικακίας, ἀκολουθώντας τήν πάντοτε ἐπαναστατική λογική τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καί τοῦ γνήσιου ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_123

Ἡ πλήρης ἀποκατάσταση, πέραν ἀπό τίς ἐν τῷ μεταξύ ἐκδοθείσες δικαστικές ἀποφάσεις, θά ἐπέλθει τήν 6η Φεβρουαρίου 2008, ἡμέρα μνήμης τοῦ προστάτου του Ὁσίου Λουκᾶ, ὅταν τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναδεικνύει, τόν ἀπό Θηβῶν καί Λεβαδείας Ἱερώνυμο σέ 20ό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος.

Ἀποστρεφόμενος τήν ἀλαζονεία πού κατά κανόνα συνοδεύει τά ὑψηλά ἀξιώματα, θά ἐπιδείξει κατά τήν πρωθιεραρχική του διακονία στό μέγιστο βαθμό τήν ἱκανότητα τοῦ νά διαλέγεται ἐπί ἴσοις ὅροις μέ τούς πάντες, ὄχι μόνο μέ τούς πτωχούς, τούς ἄνεργους, τούς βιοπαλαιστές, τούς ἐπιστήμονες, ἀλλά καί μέ τούς ἔχοντες κοσμική ἐξουσία, τούς πολιτειακούς καί τούς πολιτικούς παράγοντες, τούς διπλωμάτες, τούς ἀξιωματούχους καί τούς κοσμικούς ἄρχοντες. Ἡ ἀντισυμβατική ἄνεση αὐτή πηγάζει ἀπό τό γεγονός ὅτι αἰσθάνεται κομματικά ἀπεγκλωβισμένος, φρονώντας ὅτι «Αὐτό πού ἀπομένει γιά μένα εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τόν σεβασμό καί τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου. Σέ καμία περίπτωση, πάντως, δέν ἀποστρέφομαι τόν ἄνθρωπο πού ἔχει διαφορετικά πιστεύω ἀπό μένα»[5].

Βασική προτεραιότητα τοῦ Μακαριωτάτου ἀποτελεῖ ἡ σύνδεση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν δοκιμαζόμενη ἑλληνική κοινωνία. Κατά τρόπο προφητικό καί διορατικό θά ἐπιστήσει τήν προσοχή στήν ἐνίσχυση καί ἐνδυνάμωση τοῦ προνοιακοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα σέ μία ἐποχή προτοῦ νά ξεσπάσει ἡ οἰκονομική κρίση στήν χώρα μας. Προβαίνοντας σέ μία βαθυστόχαστη ἀνάλυση ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2010, ὁ Μακαριώτατος θά τονίσει τήν πνευματική καί ἠθική διάσταση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, συναρτώντας την μέ τήν ἐπικράτηση τῶν ἀτομοκεντρικῶν προταγμάτων τοῦ ἀντιεκκλησιαστικοῦ διαφωτισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικευμένης νεωτερικότητας, τήν εὐσεβιστική φιλαυτία, τήν ἀφροσύνη τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ πολιτισμοῦ πού οἰκοδομήθηκε μέ τά ἰδεολογικά προτάγματα τῆς νεωτερικῆς ἀλαζονείας, τῆς εὐδαιμονίας, τοῦ καταναλωτισμοῦ, τῆς κοινωνικῆς ἀποξένωσης καί τῆς πολιτιστικῆς ἀλλοτρίωσης. Γι’ αυτό καί θά ἐπισημάνει εὔστοχα ὅτι «ἡ οἰκονομική ἀνάκαμψη χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς ἀλλαγή τρόπου ζωῆς ὄχι μόνο ἀτομικά ἀλλά καί ὡς κοινότητα, ὡς ἐνορία, ὡς δῆμος, ὡς ἔθνος καί ὡς Ἐκκλησία θά εἶναι ἁπλῶς μία πρόσκαιρη μετάθεση τῆς κρίσης, ἡ ὁποία θά ἐπανέλθει δριμύτερη»[6].

Πρός ἀντιμετώπιση τῶν πιεστικῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας καί ὅλων τῶν φαινομένων πού ἀπαξιώνουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο[7] μέ τά πλήθη τῶν νεοπτώχων, τῶν κοινωνικά ἀποκλεισμένων, τῶν οἰκονομικῶν μεταναστῶν, τῶν προσφύγων, τῶν ἀνέργων καί τῶν ἀστέγων, θά δραστηριοποιηθεῖ μέ ἰδιαίτερη ἀποτελεσματικότητα ἡ «Ἀποστολή» ἀναπτύσσοντας τό ἀνθρωπιστικό ἔργο σέ συνεργασία μέ τίς Μητροπόλεις, τούς φορεῖς τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης καί τόν Ἰατρικό Σύλλογο Ἀθηνῶν. Καθιερώνοντας τό πρόγραμμα «Ἡ Ἐκκλησία στούς δρόμους», ὁ Μακαριώτατος θά συντελέσει στήν περαιτέρω ἐξωστρέφεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος πρός τούς ἀπόρους συνανθρώπους μας.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_108

Ἀγωνιῶν διά τήν πορεία τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμικοῦ γίγνεθαι, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος θά ἐπισημάνει τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά κεντρίζει καί νά ἐμπνέει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα γονιμοποιώντας τίς τέχνες καί τίς ἐπιστήμες καί παράγοντας πολιτισμό. Πρός τοῦτο θά ἐνθαρρύνει τήν συνάντηση καί τό σμίξιμο τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς φορεῖς τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητας (ἀνθρώπους τῶν τεχνῶν, τῶν γραμμάτων, τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας) πρός οἰκοδομή πολιτιστικῶν παρακαταθηκῶν διά τό μέλλον τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους καί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Ἐρειδόμενος ἐπί τῆς δυσχιλιετοῦς παροδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά ἐπισημάνει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἡ μοναδική αὐτή κατάφαση τῆς Ὀρθοδοξίας πρός κάθε τομέα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργικότητας ἀνέδειξε τήν Ἐκκλησίαν μας ὄχι μόνο σέ δημιουργό τέχνης, ἡ ὁποία σφράγισε ὁλόκληρες περιόδους τῆς ἱστορίας καί τῆς δυσχιλιετοῦς ζωῆς της, ἀλλά ἐπιπλέον σέ κιβωτό τῆς κοσμικῆς κλασικῆς παιδείας, γραμματείας καί καλλιτεχνικῆς παράδοσης ἀνά τούς αἰῶνες. Μέ ὅλους αὐτούς τούς τρόπους, Θεολογία καί Τέχνη ἀνέκαθεν ἀπετέλεσαν δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους ἐκφράσεις ἑνός κοινοῦ βάθους»[8]. Συμβάλλοντας ἐμπράκτως πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, ὁ Μακαριώτατος θά ἱδρύσει τό Συνοδικό Πολιτιστικό Κέντρο, τήν Βιβλιοθήκη τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί τήν Σχολή Βυζαντικῆς καί Παραδοσιακῆς Μουσικῆς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.

Πρωταρχική θέση στήν ἀρχιεπισκοπική ἀτζέντα κατέχει ἡ ἀναβάθμιση τῆς θέσης τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου μέ τήν κατάρτιση μορφωμένων καί ποιοτικῶν λειτουργῶν τοῦ Θυσιαστηρίου. Ἀποστρεφόμενος τήν δημοσιοϋπαλληλική καί τήν καριερίστικη νοοτροπία, θά συστήσει τό «Ἵδρυμα Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως» μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐνίσχυση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῶν Ἐνοριῶν καί τήν ἀναδιαρθρωτική παρέμβαση, ὥστε οἱ τελευταῖες νά διακονήσουν ἐπαρκέστερα τό «ἐκκλησιολογικό καί σωτηριολογικό ὄραμα»[9], μέ τήν στελέχωσή τους, διά κατηρτισμένου καί συγχρόνως διαπαιδαγωγουμένου κληρικοῦ δυναμικοῦ. Θά πρέπει ὅλως ἰδιαιτέρως νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἐπιμορφωτική προσπάθεια δέν ἀποτελεῖ ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας, καθώς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἐνθάρρυνε τήν συμμετοχική διαδικασία τῶν ἐν Ἑλλάδι Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων στήν ὅλη προσπάθεια, ἐπιζητώντας τρόπους γιά τήν προαγωγή τῆς γόνιμης συνεργασίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Θεολογικῆς Ἐπιστήμης.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_361

Ἄκρως ἀποκαλυπτική τυγχάνει ἡ τοποθέτηση τοῦ Μακαριωτάτου κατά τήν τελευταία συνεδρίαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν προηγούμενο μῆνα: «Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἄποψή μου, δέν πρέπει νά ζητήσει ποτέ τόν χωρισμό ἀπό τό λαό της, γιατί αὐτό ἐπιδιώκεται. Ἐκεῖ ἀποβλέπει τό ἐγχείρημα. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε, εἶναι καί θά ὑπάρχει μάνα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει. Ἡ Πολιτεία ἄν τό θελήσει καί ἔχει τήν συγκατάθεση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ἄς τό ἐπιχειρήσει, τηρώντας βεβαίως τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχει ἀναλάβει ἀπέναντι τῆς Ἐκκλησίας καί τίς σχετικές συμβάσεις»[10].

Ὑπό τό πρῖσμα τοῦτο θά πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ ἡ πρόσφατη σθεναρή παρέμβαση τοῦ Μακαριωτάτου, πρός τήν πολιτική ἡγεσία τῆς Χώρας, ὑπέρ τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα, μέ σαφῶς ὀρθόδοξο προσανατολισμό τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Κατά τόν Μακαριώτατο, ἀπαιτεῖται ἐν προκειμένῳ ἡ ἀναζήτηση τρόπων συνεργασίας μέ τήν Πολιτεία καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό στερεότυπες, ἰδεολογικά φορτισμένες καί ἄνευ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου πολωτικές διατυπώσεις. Καί τοῦτο, καθώς ἡ Ἐκκλησία, μέ ἐπίγνωση τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης, ὀφείλει νά ἔχει λόγο «γιά τή διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα πολίτη, γιά τήν θρησκευτική ἤ γενικώτερη ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας, γιά τήν παράδοσή μας, τή γλῶσσα μας, τήν ἱστορία μας καί τόσα ἄλλα οὐσιώδη τοῦ βίου μας»[11].

Ἐντός τῶν κατευθυντήριων τούτων γραμμῶν κινούμενος, ὁ Πρωθιεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά κρατήσει σαφεῖς ἀποστάσεις ἀπό τίς ἀκραίες φωνές ὅλων τῶν ἀποχρώσεων καί κατευθύνσεων, τονίζοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κύμβαλον ἀλλαλάζον, ἀπεναντίας ὀφείλει νά συνδιαλλέγεται μέ ὅλες τίς πολιτικές δυνάμεις τῆς Χώρας.

Ὑπερασπιζόμενος σθεναρά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀναδεικνύει τήν συμβατική ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας, γιά τή μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί τή λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν, καί προτείνει τή σύσταση «Ταμείου Ἐκκλησιαστικῆς Προνοίας» μέ σκοπό τή δημιουργία ἑνός δικτύου προνοιακῶν ἔργων μέ σύγχρονες προδιαγραφές[12]. Περαιτέρω θά καταδικάσει τήν πολιτικολογία ἀπό ἄμβωνος καί θά ἀντιπροτείνει ὡς ἐνδεδειγμένη τήν στάση ἐκείνη πού διασφαλίζει στήν Ἐκκλησία τό ἀναγκαῖο μῖγμα ἀπόστασης ἀπό τά ἐγκόσμια καί τῆς ταύτισής της μέ τόν ἀνθρώπινο πόνο.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_370

Ἡ συμβολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στή σύσφιξη τῶν διορθοδόξων σχέσεων εἶναι οὐσιαστική. Ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἀναρρήσεώς του στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο θά δώσει τό ξεκάθαρο καί ρηξικέλευθο στίγμα του. Ἀντιτασσόμενος στήν προοπτική τῆς ἐσωστρέφειας καί τῆς αὐτοπεριχαράκωσης τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στά στενά καί κατά βάση ἐθνικά ὅριά τους, θά ὑπογραμμίσει τήν ἀνάγκη προβολῆς καί ἐνδυνάμωσης τῆς διορθόδοξης ἑνότητας. Ἔμπρακτη ἀπόδειξη πρός τοῦτο ἀποτελεῖ ἡ διακριτική, νουνεχής καί καθοριστική συμβολή τοῦ σήμερον τιμωμένου Προκαθημένου, στήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγή καί ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν περασμένο Ἰούνιο στήν Κρήτη.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀναγνωρίζει τή σημασία καί τό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου καί τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου στήν πορεία σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας. Θά τονίσει χαρακτηριστικά: «που καί ταν ο νθρώπινες δυναμίες πιτρέπουν νά ναφύονται διαιρέσεις καί συμφωνίες, φείλουμε νά καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια περβάσεως τν προβλημάτων, μέ πίγνωση, τι πάρχει σφαλής γγυητής τς νότητας, ποος εναι τό Σεπτό Κέντρο τς Οκουμενικς ρθοδοξίας, τό πολύπαθο Οκουμενικό μας Πατριαρχεο.

Κατά τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό ἐκρηκτικό μηχανισμό, πού προσλαμβάνει τόν κόσμο καί τόν μεταμορφώνει. Ὡς ἐκφραστές τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης, οἱ ἐκκλησιαστικοί ταγοί καλοῦνται νά ὑποστασιάσουν τό σταυρικό ἦθος, φωταγωγημένο ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἐλπίδα καί τήν ἐσχατολογική προοπτική. Ἐπί τῇ βάσει τούτων θεωρεῖται ὡς ἐπιβεβλημένη ἡ διατύπωση λόγου ὑπό τῆς Ποιμαινούσης Ἐκκλησίας, ὅταν ἀπαξιώνονται τά οὐσιώδη τοῦ βίου καί ὑποθηκεύεται τό μέλλον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, δέν ἔχει δικαίωμα νά σιωπᾶ καί νά ἀδιαφορεῖ. Ἐν τούτοις, ὁ λόγος τῆς δέν θά πρέπει νά εἶναι καταγγελτικός καί ἱεροεξεταστικός, ἀλλά ἀπόρροια τῆς αὐτοεξετάσεως καί τῆς αὐτοκριτικῆς της. Κατά τόν τιμώμενο Πρωθιεράρχη, ἀπαραίτητη τυγχάνει ἡ ἐνδοσκόπηση, ἡ αὐτομεμψία, ἡ αὐτογνωσία καί ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας ἐντός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος[13]. «Ἡ Ἐκκλησία δέν νομιμοποιεῖται νά λέει κούφια λόγια, ἀλλά νά ἔχει λόγο οὐσιαστικό, ἀγαπητικό, καί σωστικό καί πάντως ὄχι συνθηματολογικό, ἐκκοσμικευμένο καί διασπαστικό»[14], θά τονίσει πολύ χαρακτηριστικά κατά τήν πρώτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού προήδρευσε ὁ Μακαριώτατος, τήν 24ην Ἰουνίου 2008.

Τό ἀντισυμβατικό καί βαθύτατα ἐκκλησιολογικό μήνυμα πού πηγάζει ἀπό τήν σύνολη πορεία τοῦ σήμερον τιμωμένου Πρωθιεράρχου, ἀποτελεῖ ἴσως τήν πλέον ἠχηρή παρακαταθήκη πρός ὅλους ἡμᾶς τούς παρόντες, ἀλλά καί τούς ἐπιγενομένους. Μία παρακαταθήκη πολύτιμη ὄχι μόνο γιά τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, ἀλλά καί γιά τήν διασφάλιση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας καί τοῦ δοκιμαζόμενου Ἑλληνικοῦ ἔθνους μας.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_18

[1] Πρός Γαλάτας, 5:6.

[2] Α’ Ἰωάννου, 3: 16.

[3] Ἐνθρονιστήριος Λόγος Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου Β’, 16/02/2008, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[4] Ὅ.π.

[5] «Ἱερώνυμος Β’: Ὁ ἀνθρώπινος Ἀρχιεπίσκοπος», ὅ.π..

[6] «Ἀρχιεπίσκοπος – Εἰσηγήσεις. Προσφώνηση ἐνώπιον τοῦ σώματος τῆς Ἱεραρχίας», 05/10/2010, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[7] «Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου κατά τήν ἔκτακτη Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας», 08/03/2016, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[8] «Ἀρχιεπίσκοπος -Εἰσηγήσεις. Εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου στήν ἡμερίδα Θεολόγων Ἐκπαιδευτικῶν τῆς Ἱ.Μ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως μέ θέμα: ‘Θεολογία καί Τέχνη’», 15/02/2011, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[9] «Εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερωνύμου ἐνώπιον τῆς τακτικῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», 4/10/2011, ὅ.π..

[10] Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερωνύμου, Εἰσήγησις εἰς τήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (4/10/2016), http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/repository/eisigisi_mak_102016.pdf, σ. 47.

[11] «Εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερωνύμου ἐνώπιον τῆς τακτικῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», 4/10/2011, ὅ.π..

[12] «Εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερωνύμου ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα: Ἐκκλησιαστική περιουσία. Ἱστορική ἀναδρομή. Νέα πρόταση», 15/10/2009.

 http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[13] «Εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου στήν πρώτη Συνεδρία τῆς Ἱ. Σ. Ἱ.», 02/10/2012, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

[14] «Εἰσήγησις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου στήν ἔκτακτη Σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας», 24/06/2008, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/default.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.