Ο χαιρετισμός του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Καθηγητή Παναγιώτη Σκαλτσή κατά την τελετή αναγόρευσης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών σε Επίτιμο Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_209

Μακαριώτατε

Σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία

Κύριε Πρύτανη

Κυρίες καί Κύριε Ἀναπληρωτές Πρύτανη

Κύριε Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς

Κύριε Πρόεδρε τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας

Κυρίες καί Κύριοι Συνάδελφοι

Ἀγαπητοί φοιτητές καί φοιτήτριες

Ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_15

«Ὅταν οἱ ἰδεολογίες, οἱ ἀντιπαλότητες, τά μίση καί οἱ ἔχθρες διαλύουν τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων στό ὄνομα κοσμοθεωριῶν ἤ κοσμικῶν συμφερόντων, ἡ δική μας εὐθύνη εἶναι νά βρίσκουμε τρόπους, ὥστε ἔργῳ καί λόγῳ νά διατρανώνεται ἡ ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ Θεανθρώπου γιά τόν κατακερματισμό τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καί αὐτό  νά καθορίζει τό ἦθος τῶν παρεμβάσεών μας στή ζωή τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά μαρτυροῦμε, μέ τόση ἀγωνία ὥστε νά γίνεται ὁ ἱδρώτας μας “ὡσεί θρόμβοι αἵματος”, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά ἑνώνονται οἱ ἄνθρωποι: “ἵνα ὦσιν ἕν”[1]. Καί αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μέ διακηρύξεις καί μεγαλοστομίες ἀλλά μέ θυσίες σταυρικοῦ ἤθους, φωταγωγημένες ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἐλπίδα».

Τά λόγια αὐτά ἔχουν τήν ἀναφορά τους στόν ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ τιμωμένου σήμερα Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄, μέ τή δική τους σημειολογία γιά τόν σοφόν ἐργάτην τῆς ἐπιστήμης, τόν «νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, (καί) διδακτικόν» πρωθιεράρχην, τόν ὑπεύθυνο, συνεπή καί συνεχιστή ἐκκλησιαστικό ἡγέτη. Συνεπή στά εὔχυμα περασμένα καί συνεχιστή στη γραμμή τοῦ χαρίσματος, πού ἡ Ἐκκλησία ξέρει νά οἰκονομεῖ καί ποικιλοτρόπως νά ἐπιδαψιλεύει.

Δύο σημεῖα ἀπό τόν μνημονευθέντα ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ Μακαριωτάτου θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σχολιάσω καί ἀναδείξω στήν ἀποψινή ἀκαδημαϊκή καί πνευματική αὐτή ἱερουργία.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_77

α) «Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά ἑνώνονται οἱ ἄνθρωποι»

Ἡ ἀλήθεια αὐτή τήν ὁποίαν ὁ Μακαριώτατος κάνει πράξη καθημερινά, λόγῳ τε καί ἔργῳ, ἑδράζεται στό γεγονός τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἐργαστήριο «εἰς τό διηνεκές» καταλλαγῆς, ἑνότητας, εἰρήνης καί συμφιλίωσης τοῦ ἀνθρώπου τόσο μέ τό Θεό, ὅσο καί μέ τό συνάνθρωπο. Ὁ Χριστός μέ τή σάρκωσή Του, τό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», κατήργησε ὅ,τι χώριζε  τούς ἀνθρώπους μεταξύ των και δημιούργησε μία νέα ἀνθρωπότητα, φέρνοντας τήν ἀγάπη καί τήν «ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν» εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ἔδωσε μάλιστα τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά παιδαγωγεῖται στήν εἰρήνη, ἀκόμη καί αὐτήν τῶν λογισμῶν, κυρίως μέσα ἀπό τό Μυστήριο τῆς εἰρήνης, τή θεία Λειτουργία[2], σέ μία ἀδιάσπαστη κοινωνία μαζί Του, ἀλλά καί δυνατότητα πρόγευσης τῶν ἐσχάτων.

Μέ βάση τη νέα αὐτή πραγματικότητα  ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος καί μάλιστα Ἱεράρχης, ὡς φορέας καί ἐκφραστής τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης, ἔχει εὐθύνη νά διατρανώνει παντοῦ καί νά ἐμπνέει πάντοτε τήν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ εἰρήνης, ἀλλά καί τό φῶς τῆς ἀναστάσιμης ἐλπίδας. Ὁ Μακαριώτατος εἶναι σηματωρός καί κήρυκας αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας πού ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, πού στέκεται ὡς ἀνάχωμα στά φαινόμενα παρακμῆς καί ἀλλοτρίωσης, σέ κάθε προσπάθεια εὐτελισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἐνθάρρυνσης τῆς βίας καί ποικιλόμορφης κυριαρχίας τοῦ κακοῦ. Στήν ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ συμφιλίωσης καί ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπου ἑδράζεται καί τό κοινωνικό-φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δομές τοῦ ὁποίου, χάρη στίς ἐνέργειες τοῦ Μακαριωτάτου, λειτουργοῦν ὑποδειγματικά γιά τόν φτωχό, τόν ἄστεγο, τόν πρόσφυγα, τόν μετανάστη, τόν πλησίον γενικότερα.  «Ἡ δική μας δουλειά – γράφει ὁ ἴδιος  –

εἶναι νά παράγουμε πνευματικά ἀντισώματα, προστατευτικά τοῦ κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ ἀπό κάθε φθοροποιό νόσο πού ἐκφυλίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὁδηγεῖ σέ ἐκπτωτικά φαινόμενα τόν κοινό μας βίο».

Δέν θά ἦταν ἀταίριαστο ἐδῶ, ἡ στόχευση αὐτή τοῦ Μακαριωτάτου νά παραλληλισθεῖ μ’ ἐκεῖνο πού γράφει ὁ Ἕλληνας λογοτέχνης, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πάει ψηλά, ἐκεῖ πού «ἡ κάθε πέτρα εἶναι ψωμί, μέ τό σταυρό στή μέση». Να ἀνεβεῖ δηλαδή στό ἐπίπεδο ὅπου ἀναδεικνύεται ἡ τιμή καί ἡ εὐπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἐκεῖ πού ὅλα γίνονται Εὐχαριστία, φῶς, ἐλπίδα, Ἀνάσταση.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_332

β) «Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ξαναβρεῖ τούς τρόπους νά κεντρίζει καί νά ἐμπνέει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα»

Ὁ λόγος ἐδῶ γιά τή συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στήν παραγωγή πολιτισμοῦ. Παρότρυνση τοῦ Μακαριωτάτου πρός τούς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, γιά συνεργασία δημιουργική μέ σκοπό τήν οἰκοδομή καί πάλι πολιτισμοῦ σάν «τότε πού καί οἱ πέτρες μαρτυροῦσαν τό μεγαλεῖο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καθώς αὐτή ἐκφραζόταν μέσω τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν ναῶν καί τῶν μοναστηριῶν. Τότε πού ἡ Ἁγιά Σοφιά, ἤ τά μοναστήρια τοῦ Ὀσίου Λουκᾶ καί τοῦ Δαφνιοῦ μαρτυροῦσαν γιά τήν ἄρρητη γλώσσα τοῦ πολιτισμικοῦ ἐπιτεύγματος περί τῆς ἀναστημένης ἐλπίδας τοῦ ἀνθρώπου. Τότε πού ὁ πεζός καί ὁ ποιητικός λόγος γέννησαν ὕψιστης πολιτισμικῆς ἀξίας ἐκφράσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ὅπως ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἤ τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας ἀναδύθηκε τό κάλλος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς».

Μελετητής ὁ ἴδιος τῆς μνημειακῆς μας κληρονομιᾶς, ἐρευνητής τῆς πολιτισμικῆς μας παράδοσης και συγγραφέας σημαντικῶν ἱστορικο-θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος πονημάτων ἔρχεται καθηκόντως καί μέ τό κύρος τοῦ ἀξιώματός του νά προτείνει τή συνάντηση τῆς Ἐκκλησίας, πού «διδάσκει, κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τήν καλλονήν, ἤγουν τόν στολισμόν καί τήν εὐταξίαν τῆς κτίσεως», μέ τήν ἀκαδημαϊκή κοινότητα πού ἐρευνᾶ ἐπισταμένως τά κείμενα, τά μνημεῖα, τήν τέχνη καί κάθε πτυχή τῆς πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς καί τῆς πολιτισμικῆς μας παράδοσης. Κοινή μας εὐθύνη, τονίζει ὁ Μακαριώτατος, εἶναι «νά συναντηθοῦμε ξανά, Ἐκκλησία καί ἀνθρώπινη δημιουργικότητα, γιά νά οἰκοδομήσουμε καί πάλι πολιτισμό καί νά ἐγγράψουμε πολιτιστικές παρακαταθῆκες γιά τό αὔριο τῶν παιδιῶν μας καί τοῦ τόπου μας».

Τό Τμῆμα Θεολογίας ἐκτιμώντας τήν πολυσήμαντη καί πολυδιάστατη προσφορά τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμου Β΄ στήν ἐπιστημονική ἔρευνα, στήν ἀνάδειξη καί διάσωση τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς καί στήν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ καί φιλανθρωπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἔργου, μέ ἰδιαίτερη χαρά ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά προτείνει καί ψηφίσει τήν ἐπιτιμοποίησή του, ὡς ἔκφραση ἀναγνώρισης, εὐγνωμοσύνης καί ὑψίστης τιμῆς στό σεπτό πρόσωπό του.

%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82_285

[1] Ἰω. 17, 11.

[2] Βλ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ, «Ἱερουργοί καί Φιλοθεάμονες». Κεφάλαια Ἱστορίας καί Θεολογίας τῆς Λατρείας [Λειτουργικά καί Ὑμνολογικά Παράλληλα -1], ἐκδ. Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 617-637.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.