Ο χαιρετισμός του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στο Διεθνές διεπιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Η περιεκτική Οικολογία ως η νέα οδός προς την καταλλαγή»

Αγιασμός_40Τότε θα βόσκει ο λύκος με το αρνί μαζί,
κι η λεοπάρδαλη θα ξεκουράζεται με το κατσίκι αντάμα·
το μοσχάρι, ο ταύρος και το λιοντάρι μαζί θα βόσκουν,
κι ένα μικρό παιδί θα τα οδηγεί·
το βόδι κι η αρκούδα θα βόσκουνε μαζί,
μαζί θα ‘ναι και τα μικρά τους·
και το λιοντάρι και το βόδι άχυρα θα ‘χουν για τροφή.
Το νήπιο στην τρύπα της οχιάς,
και στων μικρών της τη φωλιάτο χέρι του θ’ απλώνει.
Κανένας δεν θα προξενεί κακό στον άλλο,
ούτε κανέναν θα μπορούν να εξολοθρέψουν στο όρος μου το άγιο,
γιατί η γνώση του Κυρίου θα γεμίσει ολόκληρη τη γη,
καθώς σκεπάζουν τ’ άφθονα νερά τις θάλασσες.

Αν επιχειρούσε κανείς να συνοψίσει μέσα σε λίγες φράσεις όλα όσα η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη οραματίζεται ως προοπτική καταλλαγής της ανθρωπότητας, δύσκολα θα εύρισκε καταλληλότερες από αυτές με τις οποίες ο προφήτης του η΄ π.Χ. αιώνα περιγράφει τη μεσσιανική εποχή. Και δεν είναι η μοναδική περιγραφή· μέσα από πλήθος ζωηρότατων εικόνων τόσο τα αφηγηματικά όσο και τα προφητικά και ποιητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και τα ερμηνευτικά αυτών κείμενα διάφορων εκκλησιαστικών συγγραφέων διακηρύσσουν σε ποικίλους τόνους ότι αρμονική σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος προϋποθέτει αρμονική σχέση ανθρώπου και Θεού. Στις δύο αφηγήσεις των πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως, όπου παρουσιάζεται η δημιουργία του κόσμου, η ιδέα του ανθρώπου ως διαχειριστή και όχι δυνάστη της φύσης προβάλλεται ιδιαίτερα γλαφυρά. Σύμφωνα με τη δεύτερη αφήγηση, ο Θεός τοποθετεί τον άνθρωπο σε έναν κήπο “ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν” (Γεν 2:15). Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μια ερμηνεία του σχετικού χωρίου από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, γιατί προέρχεται από μια εποχή (ι΄/ια΄  μ.Χ. αιώνας) που απέχει δέκα σχεδόν αιώνες από την εμφάνιση του οικολογικού προβλήματος. Αναλύοντας τη σχετική έκφραση ο Συμεών, τονίζει ότι οι δύο αυτές λέξεις αποτελούν αλληλένδετες έννοιες, που αναφέρονται στα δικαιώματα αλλά και στις υποχρεώσεις του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον που ζει. Η σωστή σχέση και χρησιμοποίηση της κτίσης, δηλαδή το “ἐργάζεσθαι”, υπονοεί απαραίτητα και το καθήκον της περαιτέρω προστασίας και της συντήρησης της κτίσης, δηλαδή το “φυλάσσειν”. Ο άνθρωπος καλείται να εργάζεται υπεύθυνα και να ασκεί το παραγωγικό και δημιουργικό του έργο ως αντιπρόσωπος και οικονόμος του Θεού, αλλά και ως επιστάτης και φύλακας του φυσικού κόσμου.

Τα παραπάνω δεν αποσκοπούν, βέβαια, στο να δείξουν ότι οι βιβλικοί ή κάποιοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς διακατέχονται από οικολογικές ευαισθησίες, αλλά στο ότι, θεωρούμενο το οικολογικό πρόβλημα ως μια μορφή κακού, μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως αντιμετωπίζεται κάθε μορφή κακού από τη Βίβλο, ως πρόβλημα, δηλαδή, σχέσεων.

Με βάση τη βιβλική θεώρηση του κακού, άρα και του οικολογικού προβλήματος, ως προβλήματος σχέσεων, η οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης θα πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των σχέσεων που διασπάστηκαν. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, τουλάχιστον από ορθόδοξη άποψη, η αποκατάσταση αυτή δεν θεωρείται ως ένα ηθικό πρόβλημα, ως μια εντολή αλλαγής στάσης, αλλά συνδέεται στενά με τη θεία ενανθρώπιση και παρουσία του Χριστού στον κόσμο, που δίνει στην κτίση τη δυνατότητα του αγιασμού μέσα από τον εκκλησιασμό του κόσμου -το μπόλιασμα, δηλαδή, στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού- και την ανάδειξη της ύλης σε μετοχή ζωής μέσα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Στον βαθμό που ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, τη σχετικότητα του κτιστού κόσμου, στον βαθμό που αποκαθιστά την αληθινή κοινωνία του με τον Θεό, και επομένως με τον συνάνθρωπό του και τον κόσμο, εξαγιάζεται ο ίδιος και δι’ αυτού ολόκληρη η κτίση. Αυτή η διαφορετική θεώρηση των σχέσεων του ανθρώπου με την κτίση, που καθίσταται δυνατή μόνο μέσα από την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος για την ανάπτυξη σχέσεων ανταγωνισμού, υπόκειται και στο ασκητικό ιδεώδες που η Ορθοδοξία προβάλλει ως τη ριζοσπαστικότερη απάντηση στον σύγχρονο καταναλωτικό τρόπο ζωής, μία, δηλαδή, από τις κύριες αιτίες της οικολογικής κρίσης.

Πρέπει επίσης να τονιστεί, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η θεώρηση της οικολογικής κρίσης ως κρίσης πρωτίστως και προπάντων πνευματικής δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί ατομικά, με την αλλαγή νοοτροπίας κάποιων ανθρώπων, ή χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων και κυρίως χωρίς την άμεση παρέμβαση στον τρόπο παραγωγής – κατανάλωσης, στην καρδιά, δηλαδή, της αγοράς.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης προς την κατεύθυνση της ριζικής αλλαγής των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και χωρίς συστηματική μελέτη και επεξεργασία κάποιας εναλλακτικής πρότασης για την οικονομία που θα αντικαταστήσει την ισχύουσα οικονομία της αγοράς, οποιαδήποτε συζήτηση για το οικολογικό πρόβλημα θα κινείται στο επίπεδο της θεωρητικής ενασχόλησης.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι τα πορίσματα του παρόντος συνεδρίου θα κινηθούν προς την κατεύθυνση της αναζήτησης τέτοιων εναλλακτικών προτάσεων, σας καλωσορίζω στους χώρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εύχομαι επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.