ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο: Συμπεράσματα – XIV Simposio Intercristiano: Conclusioni

ΙΔ Συμπόσιο_171

«Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» (Θεσσαλονίκη, 28-30 Αυγούστου 2016)

Του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας Παναγιώτη Αρ. Υφαντή

Σεβαστοί Πατέρες και σεβαστές μητέρες, αξιότιμοι συνάδελφοι, αγαπητές και αγαπητοί σύνεδροι,

Μόλις ολοκληρώθηκε το ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο, ένας ακόμη σταθμός που επιμηκύνει την ήδη μακρά πορεία των συναντήσεών μας, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος του Φραγκισκανικού Ινστιτούτου, πολύτιμος φίλος και “επίτιμος δημότης” της Θεσσαλονίκης αδελφός Luca Bianchi.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι το παρόν Συμπόσιο, εξαιτίας των ιδιαίτερων περιστάσεων που το ανέβαλαν για ένα χρόνο αλλά και των φονικών σεισμών στην Ιταλία που το σκιάζουν, δείχνει με έναν εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο την επιμονή μας να παραμένουμε μαζί για να αντιμετωπίζουμε και να μοιραζόμαστε, όχι μόνο τους θεολογικούς, ερευνητικούς, ποιμαντικούς και πνευματικούς μας προβληματισμούς αλλά και τις χρόνιες δυσκολίες ή τις αιφνίδιες συμφορές με πίστη και καρτερία, με δύο λόγια παρηγοριάς ή με λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλής προσευχής.

Από τη πλευρά μας, ως οικοδεσπότες, προσπαθήσαμε να αντισταθμίσουμε την έλλειψη των μέσων που θα καθιστούσαν ενδεχομένως το Συνέδριό μας πιο πολυτελές ή και πιο άνετο, με μια καρδιακή ανοιχτότητα και μια γενναιοδωρία γνήσιων αισθημάτων φιλίας και συμπάθειας. Και πράγματι, όποτε συνομιλούσαμε μαζί σας στα διαλείμματα των εργασιών, στον δρόμο ή στο δείπνο νιώθαμε, όπως κάθε φορά, να ενσαρκώνετε τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό του πνευματικού σας προδρόμου, πατέρα και αδελφού: Pax et bonum. Με την καλοσυνάτη και ειρηνική σας παρουσία επιβεβαιώνετε γιατί η Φραγκισκανική είναι μια από τις ελκυστικότερες και οικείες σε μας πνευματικές εκφράσεις της δυτικής χριστιανοσύνης. Και δίχως να το επιδιώκετε, δείχνετε πως οι άγιες αρετές της απλότητας και της αθωότητας συνθέτουν ένα διαχρονικό πρότυπο ενότητας τόσο για τους χριστιανούς και τις Εκκλησίες μεταξύ τους, όσο και για τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τον άλλο, όσο κοντινός ή μακρινός κι αν είναι, και με την κτίση ολόκληρη, τον “κοινό οίκο” όλων των όντων. Αυτό τον κτιστό κόσμο που μαρτυρεί τη δημιουργική θεία αγάπη και τον οποίο έχουμε την ευθύνη ως χριστιανοί να τον καταστήσουμε ένα δροσερό κήπο γεμάτο εμπειρίες και καρπούς συμφιλίωσης.

Ξεφυλλίζοντας κανείς το Πρόγραμμα του Συμποσίου και διαβάζοντας τους τίτλους των θεματικών ενοτήτων και τους τίτλους των εισηγήσεων, κατανοεί πως πρόκειται για μια πολυεδρική προσέγγιση του θέματος. Για λόγους συστηματικούς θα προσπαθήσω να συνοψίσω τους κύριους άξονες προβληματισμού και την πραγμάτευσή τους, επί τη βάσει τριών ερωτημάτων που κατά τη γνώμη μου συνδέουν σιωπηρά όλες τις εισηγήσεις. Δηλαδή, το γιατί, το τι και το πώς του νέου ευαγγελισμού ή του επανευαγγελισμού στην σύγχρονη Ευρώπη.

 Το γιατί του αιτήματος συνυφαίνεται με την ίδια την ταυτότητα του πιστού και με τη θεμελιώδη εντολή του ίδιου του Κυρίου (Μτ 28,19). Πρόκειται δηλαδή για μια δέσμευση, που κρίνει την ευαγγελική και βιβλική πιστότητα του χριστιανού και κάθε χριστιανικής κοινότητας. Η Εκκλησία ευαγγελίζεται όχι για να επεκταθεί γεωγραφικά, να εξασφαλίσει την αριθμητική της υπεροχή σε σχέση με τις άλλες θρησκείες ή να αυξήσει το θεσμικό της κύρος. Αλλά για να παραμείνει πιστή στον Χριστό, ως μια πιστή Νύμφη που μαρτυρεί για τον Νυμφίο. Και ο χριστιανός δεν ευαγγελίζεται για να επιδείξει και να αποδείξει τον ευσεβή ζήλο του και να ελπίσει σε ένα λαμπρότερο φωτοστέφανο. Αλλά απλώς και μόνο για να παραμείνει μέλος του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Σώματος του Χριστού. Εσχάτως, μάλιστα, αυτή η μαρτυρία απαιτεί ακόμη και το αιμάτινο μαρτύριο, όπως συνέβαινε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Έτσι, μέσα από τη φρίκη της βίας επιβεβαιώνεται η δύναμη του Σταυρού που μεταμορφώνει τα θύματα σε νικητές της ζωής και τους θύτες σε εφήμερες και αδύναμες μαριονέτες του κακού. Οι ομιλητές μας, εξάλλου, παραπέμποντας σε επίσημα εκκλησιαστικά και οικουμενικά κείμενα τόνισαν πως αυτή η δέσμευση του νέου Ευαγγελισμού δεν είναι προνόμιο ή χρέος μόνο του κλήρου, των επισκόπων, των μοναχών και των “αφιερωμένων”, παρά τη μεγάλη τους συμβολή και ευθύνη, που μας θύμισε ο Mons. Paolo Martinelli. Αντιθέτως, η ευθύνη του νέου ευαγγελισμού είναι ευθύνη καθενός πιστού ξεχωριστά, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, οικογενειακής και εκκλησιαστικής κατάστασης ή και θεσμικού ρόλου στην Εκκλησία.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως όσα είπαμε μέχρι εδώ αφορούν όλους τους χριστιανούς και την Εκκλησία κάθε τόπου και κάθε εποχής. Ωστόσο, αυτό που καθιστά το αίτημα του νέου ευαγγελισμού ακόμη πιο επιτακτικό σήμερα είναι το ζοφερό τοπίο της σύγχρονης Ευρώπης, σε επίπεδο πολιτισμικό και πνευματικό, οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό, εντέλει υπαρξιακό και ψυχολογικό -όπως μας θύμισαν αντιστοίχως, ο κοσμήτορας κ. Κωνσταντίνου, οι καθηγητές Cerare Alzati, Χρ.  Τσιρώνης, Στ. Τσομπανίδης και ο fra Alceo Grazioli. Όσο πιο άδεια από νόημα, αμήχανη ως προς τον προσανατολισμό, στερημένη από πατρική φροντίδα είναι η Ευρώπη τόσο μεγαλύτερη είναι η ευθύνη της Εκκλησίας και κάθε μέλους της ξεχωριστά να παρηγορήσει, να κατευθύνει, να δώσει ελπίδα, να στηρίξει τους πολίτες της, να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την ανωριμότητά τους και να τους δώσει δύναμη να την ξεπεράσουν. Ο νέος ευαγγελισμός καλείται να ξαναδώσει ισχυρά πολιτισμικά και πνευματικά σημεία αναφοράς στους μη χριστιανούς, στους αδιάφορους ή στους χριστιανούς που έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία, και αγνοούν ή έχουν λησμονήσει το σύστημα των αξιών, των συμβόλων, της βιβλικής μήτρας που γέννησε τα μνημεία της τέχνης, τα κατορθώματα της σκέψης και των πεποιθήσεων, όλων δηλαδή των στοιχείων που διακρίνουν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Επιπλέον, ένας σύγχρονος ευαγγελιστής της αγάπης, μπροστά στην επέλαση του κοινωνικού κακού και της ολιγαρχίας των ισχυρών, δεν μπορεί παρά να σταθεί στο πλευρό των αναξιοπαθούντων και κυρίως των φτωχών, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό τους τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού (πρβλ. Μτ 25,31-46). Σε αυτή την προοπτική, κατανοείται και η από αρκετούς ομιλητές, (όπως την κυρία Κούκουρα, και τους βιβλικούς καθ. Χαράλαμπο Ατματζίδη, π. Romano Penna και Πέτρο Βασιλειάδη), ανάδειξη της προφητικής διάστασης της ευαγγελιζομένης Εκκλησίας σήμερα, η οποία με παρρησία καλείται να ελέγξει τις άδικες δομές, να στρέψει το ενδιαφέρον στο καίριο και, ει δυνατόν, να μεταστρέψει δηλαδή θα οδηγήσει σε μετάνοια τους επίγειους κυρίους και ανταγωνιστές του Θεού.

Περνάμε στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή στο τι του νέου ευαγγελισμού. Η απάντηση βρίσκεται ήδη στη βιβλική ρίζα του όρου, στο άγγελμα της σωτηρίας. Oπως τονίστηκε ήδη από τους χαιρετισμούς των εκκλησιαστικών και ακαδημαϊκών αρχών, από τις εισαγωγικές ομιλίες του Κοσμήτορα και του Σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη, και –εκτενέστερα- από την εισήγηση του ο Σεβ. Paolo Martinelli, το αίτημα του νέου ευαγγελισμού παραμένει ριζωμένο στο “γεγονός Χριστός”: στη χαρμόσυνη είδηση που αφηγούνται οι ιεροί συγγραφείς, ερμηνεύουν οι Πατέρες και το οποίο συντονίζει τους πνευματικούς βηματισμούς της Εκκλησίας στον χώρο και τον χρόνο. Ωστόσο, σε μια εποχή σύγχυσης, άγνοιας ή συστηματικής συκοφάντησης του Χριστιανισμού, της ιστορίας και της συμβολής του, σε ένα περιβάλλον που τείνει να γίνει επιθετικά ή και θεσμικά αντιχριστιανικό, ο νέος ευαγγελισμός αντιμετωπίζει και πρέπει να ανασκευάσει ποικίλα αυθαίρετα στερεότυπα, ανιστόρητα συνθήματα και ατεκμηρίωτες πεποιθήσεις, βασισμένες στις εμμονές της «ιδεοκρατίας», (καθ. Alzati), σε έναν θεοποιημένο υποκειμενισμό ή σε μια ιδεολογικοποιημένη επιστήμη η οποία στη συνείδηση πολλών ανθρώπων λειτουργεί σαν μια θρησκεία δίχως Θεό.

Σύμφωνα με την εμπειρία των εργατών του νέου Ευαγγελισμού στην Καθολική Ιταλία, η Εκκλησία σήμερα πρέπει να ξαναθυμίσει το αλφαβητάρι της πίστης και της εμπειρίας της: την αγάπη, την αλληλεγγύη, την αξία της θυσίας και της μοιρασιάς, τη συμφιλίωση, τη μετάνοια, τη δύναμη της ατομικής και συλλογικής προσευχής, την εμπιστοσύνη στην πατρική αγάπη του Θεού και την βεβαιότητα της σωτήριας που πηγάζει από τον Σταυρό. Κι ακόμη, τη συγχώρηση και τη διακονία, τη δωρεά της ύπαρξης και το θαύμα της συνύπαρξης.

Είναι σαφές ότι το τι του ευαγγελισμού παραμένει τόσο παλαιό και συνάμα τόσο ριζοσπαστικό ή διαχρονικά επίκαιρο όσο και το ίδιο το Ευαγγέλιο ή το Σύμβολο της Πίστης. Ωστόσο, η κρίσιμη κατάσταση, το αδιέξοδο ή και η «υποκρισία» (p. Luca Bianchi) της σύγχρονης Ευρώπης καθώς και η δεσπόζουσα αδύναμη σκέψη επιβάλλουν ιδιαίτερους χειρισμούς, προκειμένου αυτός ο νέος ευαγγελισμός να καταστεί προσιτός και «ελκυστικός», σύμφωνα με την κοινή διαπίστωση του πατριάρχη Βαρθολομαίου και του πάπα Φραγκίσκου.

ΙΔ Συμπόσιο

Αυτοί οι χειρισμοί μάς οδηγούν στο τρίτο ερώτημα, δηλαδή στο πώς του επανευαγγελισμού. Οι ορθόδοξοι εισηγητές (καθ. Κωνσταντίνου, Τσιρώνης, Κεραμιδάς, Κούκουρα) παρουσίασαν και σχολίασαν τις σχετικές αναφορές της πρόσφατης Αγίας και  Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίες με παρρησία αλλά και ειλικρίνεια κατανοούν τον ευαγγελισμό ως μια μαρτυρία, απαλλαγμένη από τον επιθετικά προσηλυτιστικό ή και επεκτατικό χαρακτήρα του παρελθόντος, και τονίζουν τον κομβικό ρόλο της αγάπης, της ταπεινοφροσύνης και του σεβασμού προς το διαφορετικό κατά την προσφορά και διατύπωση της αλήθειας. Επιπλέον, οι ορθόδοξοι εισηγητές αναφέρθηκαν στο ασκητικό ήθος ως εσωτερική προϋπόθεση του φορέα του ευαγγελισμού και έμπρακτη ενσάρκωση του ίδιου του περιεχομένου του αγγέλματος. Ακόμη περισσότερο όμως υπογράμμισαν τη σημασία της συλλογικής βίωσης και επιβεβαίωσης του αγγέλματος μέσα από το ευχαριστιακό ήθος, που καλείται να απλωθεί σωστικά και θεραπευτικά πέρα από τον λειτουργικό χωρόχρονο στο άνυδρο έδαφος της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο καθ. Βασιλειάδης εστίασε στα αιτήματα της λειτουργίας μετά τη λειτουργία και ο καθ. π. Basilio Petrà μας ανέπτυξε τις ευαίσθητες πτυχές αλλά και τις απαραίτητες ή και επιβεβλημένες αλλαγές στην πρακτική του μυστηρίου της εξομολόγησης, προκειμένου να ανακαλύψει ο εξομολογούμενος το για αρκετούς αιώνες κρυμμένο πρόσωπο της θείας φιλανθρωπίας.

Από την άλλη πλευρά, οι καθολικοί αδελφοί μας, παρουσίασαν πιο συστηματικές, πρακτικές και δοκιμασμένες ήδη με επιτυχία εναλλακτικές μεθόδους επανευγγελισμού. Εξάλλου, οι προβληματισμοί και οι εμπειρίες τους γύρω από τον ευαγγελισμό ριζώνουν στη Β΄ Βατικανή, στα λαϊκά κινήματα της δεκαετίας του ‘60 και στις κατοπινές τους μεταμορφώσεις, στην εμπειρία των νεοκατηχουμένων ή εσχάτως στις εμπνευσμένες πρωτοβουλίες μεμονωμένων κληρικών, οι οποίες γνωρίζουν εντυπωσιακή απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Και εδώ, δεν λείπει η αυτοκριτική γύρω από τα αδιέξοδα του παρελθόντος και η ομολογία της ανάγκης για μια ακόμη πιο συστηματική και ευρύτερη θεολογική και πολιτισμική κατάρτιση των κατηχητών, αλλά και των δυσκολιών που προκύπτουν στη σχέση ανάμεσα στους αγάμους κληρικούς, μοναχούς ή αφιερωμένους πιστούς και στους έγγαμους λαϊκούς.

Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πώς είναι η ανάδειξη της ομορφιάς του αγγέλματος. Όπως τόνισε ο π. Andrea Lonardo, όταν κάποιος βιώνει την ομορφιά του Ευαγγελίου θέλει να τη μεταδώσει στον θλιμμένο, και όταν διατηρεί την ελπίδα και την πίστη ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, αυθόρμητα τις μεταγγίζει σε αυτόν που βουλιάζει στην απόγνωση, την αδιαφορία η την τοξική ανία. Ο ίδιος μας θύμισε ότι τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, πράγμα που συχνά τα καθιστά, άθελά τους, ευαγγελιστές των ίδιων των γονιών τους ή ακόμη και των κατηχητών τους.

Εξίσου πολύτιμη είναι η αξιοποίηση της τέχνης και της λογοτεχνίας στο έργο του νέου ευαγγελισμού ή ακόμη και μια διαφορετική, υπαρξιακή και όχι ηθικολογική, πνευματική και όχι δογματική, προσέγγιση των δέκα εντολών και άλλων αγιογραφικών εδαφίων που το ένα φωτίζει ερμηνευτικά το άλλο.

Παρά τις επιμέρους διαφορές, οι ομιλητές συγκλίνουν στην ανάγκη ενός νέου ευαγγελισμού που θα αναδείξει ξανά το μακραίωνο και ριζοσπαστικό, το ιστορικό και συνάμα εσχατολογικό, το κοινωνικό και μαζί πνευματικό, το θεραπευτικό και απελευθερωτικό φως του Χριστού στην Ευρώπη, σε αυτή την Ήπειρο, που αρνείται να παραδεχθεί πως όταν κήρυξε τον θάνατο του Θεού καταδίκασε σε αργό και βασανιστικό θάνατο τον ίδιο τον ανθρωπισμό της.

Θα κλείσω με τις ακόλουθες σκέψεις, που εκφράζουν όλα τα μέλη του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με αφορμή την πραγματοποίηση του ΙΔ΄  Διαχριστιανικού Συμποσίου θεωρούμε απαραίτητη τη δραστηριοποίηση όλο και περισσότερων νέων συναδέλφων για να συνεχιστεί και να αποφέρει περισσότερους καρπούς αυτή η πρωτοβουλία που με τη βοήθεια του Θεού συμπληρώνει 25 χρόνια ιστορίας. Γι’ αυτό και ευχαριστούμε από καρδιάς το Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Ενότητα των Χριστιανών για την πολιτισμική συνεργασία μεταξύ των Εκκλησιών, για την χορήγηση υποτροφιών σε ορθόδοξους φοιτητές και πτυχιούχους Θεολογίας προκειμένου να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές ειδίκευσης σε διάφορα Ποντιφικικά Πανεπιστήμια. Αυτή η θεάρεστη πρωτοβουλία μέχρι τώρα πραγματοποιείται αποκλειστικά μεταξύ των δύο Εκκλησιών, της Καθολικής και της Ορθόδοξης. Θα προτείναμε και θα ευχόμασταν στο μέλλον να πραγματοποιείται άμεσα και μεταξύ των ίδιων των Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών και των Ποντιφικικών  Πανεπιστημίων.

ΙΔ Συμπόσιο_82

Conclusioni XIV Simposio Intercristiano con tema «Evangelizzazione e rievangelizzazione nell’Europa del xxi secolo» (Tessalonica, 28-30 agosto 2016)

Reverendi Padri e madri, onorevoli colleghi e colleghe, cari partecipanti,

sta per finire il XIV Simposio Intercristiano, una ulteriore tappa che prolunga il percorso già lungo dei nostri incontri, che compiono quasi un quarto di secolo, come ha osservato l’attuale Preside dell’Istituto Francescano di Spiritualità, caro amico e collaboratore e, addirittura, cittadino onorario di Tessalonica fra Luca Bianchi.

Vorrei sottolineare che il presente Simposio, a causa delle circostanze particolari che hanno provocato il suo rinvio per un anno ma anche a causa dei terremoti micidiali in Italia Centrale che lo rattristano, mostra in modo eloquente la nostra volontà stabile di stare insieme per affrontare e condividere non solo le nostre preoccupazioni teologiche, spirituali e pastorali ma anche le angustie durature o le calamità improvvise con fede e pazienza, con due parole di consolazione o con pochi secondi di preghiera silenziosa.

Da parte nostra, come ospitanti abbiamo cercato di controbilanciare la mancanza dei mezzi che avrebbero potuto rendere questo Simposio più lussuoso o comodo, con un’apertura di cuore e con una generosità di amicizia e di simpatia sincere. E infatti, quanto stavamo parlando con voi nelle pause dei lavori, camminando per la strada o seduti a tavola sentivamo, come sempre, incarnato in voi il saluto tipico del vostro ispiratore, padre e frate: Pax et bonum. Con la vostra presenza benevole e pacifica rendete chiaro perchè quella francescana è una della realizzazioni della cristianità occidentale più affascinanti e più vicine all’oriente. E magari inconsapevolmente mostrate che le sante virtù della semplicità e dell’innocenza compongono un modello diacronico di unità tanto tra i cristiani e le Chiese, quanto tra l’uomo con se stesso, con l’altro, vicino o lontano che sia, quanto tra l’uomo e la creazione intera, la “casa comune” di tutti gli esseri. Questo mondo creato che testimonia l’amore creativo di Dio e il quale noi abbiamo la responsabilità da cristiani a renderlo un giardino fresco pieno di esperienze e di frutti di riconciliazione.

Solo guardando il Programma del nostro Simposio e leggendo i titoli delle sessioni e delle singole relazioni, si capisce che si tratta di un approccio poliedrico del tema. Per motivi sistematici, cercherò in seguito di mettere in evidenza la trattazione del tema, sulla base di tre domande fondamentali che secondo me uniscono tacitamente tutti i contributi. Vale a dire, il perchè, il che cosa e il come della nuova evangelizzazione nell’Europa contemporanea.

 Il perchè della nuova evangelizzazione è strettamente connesso all’indentità stessa del fedele e al comandamento relativo del Signore. Si tratta cioè di un impegno che giudica la fedeltà biblica del cristiano e della Chiesa. In altre parole, la Chiesa evangelizza non per estendersi dal punto di vista geografico, nè per assicurare la sua superiorità aritmetica rispetto ad altre religioni, nè per aumentare il suo prestigio istituzionale, ma semplicemente per rimanere  fedele a Cristo, una Sposa che testimonia lo Sposo. Da parte sua, il cristiano non diventa evangelizzatore per mostrare o dimostrare il suo zelo devozionale e per sperare in una aureola più fulgente, ma solo per restare membro del corpo crocifisso e risorto di Cristo. Anzi, ultimamente questa testimoniaza richiede anche il martirio, come succedeva nei primi secoli cristiani. E così, mediante l’orrore della violenza, viene riconfermata la forza della Croce che trasforma le vittime in vincitori della vita e i carnefici in effimere e deboli marionette del male. I nostri relatori, del resto, citando documenti ufficiali ecclesiali ed ecumenici hanno sottolineato che questo impegno dell’evangelizzazione e della testimonianza non è un privilegio o un dovere solo dei vescovi, del clero, dei religiosi o dei consacrati, nonostante la il loro grande contributo e la loro grande responsabilità, che ci ha ricordato Mons. Paolo Martinelli. Al contrario, quella della rievangelizzazione è una responsabilità di ogni singolo fedele, indipendentemente dal sesso, dall’età, dallo stato familiare o dal suo ruolo istituzionale nella Chiesa.

Tutto quello che abbiamo già detto, potrebbe riguardare tutti i cristiani e la Chiesa di ogni luogo e di ogni epoca. Intanto, quello che rende il bisogno della nuova evangelizzazione ancora più imperativo oggi è il paesaggio lugubre del Europa contemporanea, dal punto di vita culturale e spirituale, sociale e politico, infine esistenziale e psicologico, come ci hanno mostrato rispettivamente, i Konstantinou, Alzati, Tsironis, Tsombanidis e Grazioli. Quanto più vuota di significato, disorientata, priva di cura paterna è l’Europa tanto più grande è la responsabilità della Chiesa o di ogni suo membro a consolare, a dare direzioni, speranze, e appoggio ai suoi cittadini, ad aiutarli riconoscere e superare la loro immaturità. La nuova evangelizzazione mira a dare nuovi punti di riferimento culturali e spirituali ai non cristiani, agli indifferenti o a cristiani che si sono allontanati dalla Chiesa, ignorano o hanno dimenticato il complesso dei valori, dei simboli, e della matrice biblica che ha generato i monumenti dell’arte, le conquiste del pensiero e di tutto quello che distingue la civiltà europea.

Inoltre, un evangelizzatore dell’amore cristiano oggi di fronte alla marcia del male sociale e dell’oligarchia dei potenti non può non stare al fianco dei bisognosi e soprattutto dei poveri, riconoscendo nel loro volto i fratelli più piccoli di Cristo. In questa prospettiva, si capisce la dimensione profetica, messa in evidenza da molti relatori (e soprattuto i biblisti), della Chiesa evangelizzatrice che con corraggio è chiamata a criticare aspramente le strutture sociali ingiuste, a volgere l’interesse all’essenziale ed eventualmente a convergere cioè a chiamare a conversione i signori terreni e antagonisti di Dio.

Passiamo adesso alla seconda domada che riguarda il che cosa della nuova evangelizzazione. La risposta si trova già nella radice etimologica ed evangelica del termine, nell’annuncio biblico. Come è stato ripetutamente sottolineato nei saluti delle nostre autorità ecclesiali ed accademiche, nelle omelie introduttive di mons. Spiteris e del Decano Konstantinou, e largamente analizzato dal mons. Paolo Martinelli, la rievangelizzazione rimane radicata sull’evento Cristo, sulla buona notizia raccontata dagli autori sacri, interpretata dai Padri e che dà il ritmo ai passi spirituali della Chiesa nello spazio e nel tempo. Eppure, in un epoca come la nostra, di confusione, di ignoranza e di diffamazione sistematica del Cristianesimo e della sua storia e del suo contributo culturale, in un ambiente che diventa più aggressivamente o istituzionalmente anticristiano, la nuova evangelizzazione affronta e deve confutare stereotipi ermeneutici, slogan superficiali e varie credenze, allimentate dalle ossessioni dell’«ideocrazia», (prof. Alzati), da un soggettivismo divinizzato o da una scienza ideologizzata che nella coscienza di molta gente ha il ruolo di una religione senza Dio.

Secondo l’esperienza degli lavoratori della nuova evangelizzazione nell’Italia cattolica, la Chiesa di oggi deve ricordare di nuovo l’abc della fede e della sua esperienza: l’amore, il valore del sacrificio e della condivisione, della riconciliazione, la penitenza, la forza della preghiera personale e comunitaria, la fiducia anell’amore paterno di Dio e la certezza della salvezza che scaturisce dalla Croce. E anche, il perdono, il servizio, la solidarietà, il dono della esistenza e la meraviglia della coesistenza.

E’ chiaro che il contenuto della rievangelizzazione rimane tanto vecchio e nello stesso tempo tanto radicale o attuale attraverso i tempi, quanto lo sono lo stesso evento cristologico, il Vangelo, il Simbolo della Fede. Tuttavia, la situazione critica, la via senza uscita o l’«ipocrisia» (p. Luca Bianchi) dell’Europa contemporanea e il pensiero debole dominante richiedono metodologie particolari, affinchè questa nuova evangelizzazione diventi accessibile e «attraente» (patriarca Bartolomeo e papa Francesco).

ΙΔ Συμπόσιο_148

Queste metodologie ci conducono alla terza domanda, cioè al come della rievangelizzazione. I relatori ortodossi (Konstantinou, Tsironis, Keramidas, Koukoura) hanno presentato e commentato i riferimenti relativi del recente Santo e Grande Sinodo della Chiesa Ortodossa, che con parresia e franchezza intendono la rievangelizzazione come una testimonianza, liberata dal carattere aggressivamente proselitistico o imperialistico del passato. E sottolineano il ruolo nodale dell’amore, dell’umiltà e del rispetto verso il diverso durante l’offerta e la formulazione della verità. Inoltre hanno messo in evidenza l’ethos ascetico come presupposto interiore del portatore dell’annuncio e incarnazione concreta dello stesso suo contenuto. Ancora di più hanno sottolineato l’importanza dell’esperienza comunitaria e la riconferma del contenuto dell’annuncio, attraverso l’ethos eucaristico che va diffuso oltre il luogo e il tempo liturgico nella terra secca della realtà sociale. Il prof. Vassiliadis si è concentrato sui vari aspetti della liturgia dopo la liturgia mentre il p. Basilio Petrà ci ha presentato i punti sensibili e i cambiamenti necessari nella pratica della confessione, affinchè il fedele riscopra il volto della misercordia divina, velato per alcuni secoli.

Dall’altra parte, i nostri fratelli cattolici hanno esposto delle pratiche più sistematiche e metodi di rievangelizzazione alternativi già sperimentati con successo . Daltronde, le riflessioni e le esperienze riguardanti l’evangelizzazioni si radicano sul Vaticano II ma anche nei movimenti laicali degli anni sessanta, e delle loro evoluzioni successive, e anche sull’esperienza neocatecumenale o ultimamente sulle iniziative ispirate di signoli sacercodi, che sono accettati ampiamente nei vari strati sociali.

Neanche qui, manca l’autocritica riguardo le difficoltà del passato e la condìfessione di una necessità per una formazione dei catechisti più sistematica e larga dal punto di vista teologico e culturale o riguardo i problemi che emergono nei rapporti tra i sacerdoti, religiosi e consacrati celibi e i laici, sposati con famiglia o senza.

Una qualità fondamentale del come evangelizzare consiste nel manifestare la bellezza dell’annuncio. Come ha sottolineato don Andrea Lorardo quando uno sperimenta la bellezza salvifica del Vangelo desidera trasmetterla all’afflitto, e quanto conserva la speranza e la fede, anche nelle condizioni più ddifficili, le trasmette spontaneamente a colui e sprofonda nella disperazione, nell’indifferenza e nella noia velenosa. Lo stesso don Andrea ci ha ricordato che i bambini devono essere trattati con serietà e sincerità. Perciò, molto spesso gli stessi bambini, diventano, senza averne conscienza, gli evangelizzatori dei parenti o addirittura dei loro catechisti.

Ugualmente utile per l’opera della rievangelizzazione è la letteratura e in generale l’arte, oppure l’ulilità della letteratura nell’opera della rievangelizzazione oppure un approccio dei dieci comandamenti o altre pericope bibliche diverso, esistenziale e non moralistico, spirituale o non dogmatico.

Nonostante le differenze parziali, i relatori convergono nella necessità di una nuova evangelizzazione capace di manifestare di nuovo la luce di Cristo eterna e radicale, storica ed escatologica, sociale e insieme spirituale, terapeutica e liberatoria nell’Europa, in un Continente che rifiuta ammettere che quando dichiarà la morte di Dio ha condannato a una morte lenta e tormentata il suo stesso umanesimo.

Finisco con un pensiero che esprime tutti i docenti del Dipartimento di Telogia della Facoltà Teologica dell’Università “Aristotele” di Tessalonica. In questo XIV Simposio Intercristiano e nella prospettiva di intensificare il proseguimento dei nostri lavori, riteniamo opportuno coinvolgere sempre nuovi gionani colleghi in questa iniziativa che, con la grazie di Dio, compie 25 anni. A questo scopo rivolgiamo un profondo ringraziamento alla Commissione del Pontificio Consiglio per l’unità dei cristiani per la collaborazione culturale tra le Chiese, per l’offerta di borse per giovani ortodossi student o già laureati per specializzarsi in varie Università Pontificie. Questa benemerita iniziativa adesso coinvolge direttamente le Chiese stesse, Cattolica e Ortodossa. Proponiamo e speriamo che questa iniziativa coinvolga direttamente anche le Università stesse, Ortodosse e Pontificie.

Grazie per la vostra attenzione.

Panaghiotis Yfantis

Univeristà Aristotele di Tessalonica

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.