Η εισήγηση του Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Σόφιας στο Β΄ Αγιολογικό Συνέδριο της Σμύρνης με θέμα: Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Ιωνία και οι βιβλικοί άγιοι (7-9/02/2016)
Η δράση του αποστόλου Παύλου στην Έφεσο ήταν όχι μόνο η μακρύτερη που είχε ποτέ ο απόστολος σε ένα μέρος συνέχεια, αλλά ίσως και η πιο αποτελεσματική[1]. Δεν άργησε όμως και η αντίδραση εναντίον του αποστόλου και της εις Χριστόν πίστεως[2], που κήρυττε εκείνος. Ο συγγραφέας των Πράξεων, ευαγγελιστής Λουκάς, χαρακτηρίζει την αντίδραση αυτή ως «τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ» (19, 23) και περιγράφη τα γεγονότα ως εξής:
23 Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ. 24 Δημήτριος γάρ τις ὀνόματι, ἀργυροκόπος, ποιῶν ναοὺς ἀργυροῦς Ἀρτέμιδος παρείχετο τοῖς τεχνίταις οὐκ ὀλίγην ἐργασίαν[3], 25 οὓς συναθροίσας καὶ τοὺς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐργάτας εἶπεν· ἄνδρες, ἐπίστασθε ὅτι ἐκ ταύτης τῆς ἐργασίας ἡ εὐπορία ἡμῖν[4] ἐστιν 26 καὶ θεωρεῖτε καὶ ἀκούετε ὅτι οὐ μόνον Ἐφέσου ἀλλὰ σχεδὸν πάσης τῆς Ἀσίας ὁ Παῦλος οὗτος πείσας μετέστησεν ἱκανὸν ὄχλον λέγων ὅτι οὐκ εἰσὶν θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν γινόμενοι. 27 οὐ μόνον δὲ τοῦτο κινδυνεύει ἡμῖν[5] τὸ μέρος εἰς ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰς οὐθὲν[6] λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος[7] αὐτῆς ἣν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη σέβεται. 28 Ἀκούσαντες δὲ καὶ γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ ἔκραζον λέγοντες· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων. 29 καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις[8] τῆς συγχύσεως, ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου. 30 Παύλου δὲ[9] βουλομένου εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον οὐκ εἴων αὐτὸν οἱ μαθηταί· 31 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἀσιαρχῶν, ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον. 32 ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον· ἦν γὰρ ἡ ἐκκλησία συγκεχυμένη καὶ οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν τίνος ἕνεκα συνεληλύθεισαν. 33 ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου συνεβίβασαν[10] Ἀλέξανδρον, προβαλόντων αὐτὸν τῶν Ἰουδαίων· ὁ δὲ Ἀλέξανδρος κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ δήμῳ. 34 ἐπιγνόντες δὲ ὅτι Ἰο
υδαῖός ἐστιν, φωνὴ ἐγένετο μία ἐκ πάντων ὡς ἐπὶ ὥρας δύο κραζόντων· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων. 35 Καταστείλας δὲ ὁ γραμματεὺς τὸν ὄχλον φησίν· ἄνδρες Ἐφέσιοι, τίς γάρ ἐστιν ἀνθρώπων ὃς οὐ γινώσκει τὴν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης[11] Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ διοπετοῦς; 36 ἀναντιρρήτων οὖν ὄντων τούτων δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ μηδὲν προπετὲς πράσσειν. 37ἠγάγετε γὰρ τοὺς ἄνδρας τούτους οὔτε ἱεροσύλους οὔτε βλασφημοῦντας τὴν θεὸν ἡμῶν. 38 εἰ μὲν οὖν Δημήτριος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τεχνῖται ἔχουσιν πρός τινα λόγον, ἀγοραῖοι ἄγονται καὶ ἀνθύπατοί εἰσιν, ἐγκαλείτωσαν ἀλλήλοις. 39 εἰ δέ τι περαιτέρω[12] ἐπιζητεῖτε, ἐν τῇ ἐννόμῳ ἐκκλησίᾳ ἐπιλυθήσεται. 40 καὶ γὰρ κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι στάσεως περὶ τῆς σήμερον, μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος περὶ οὗ [οὐ] δυνησόμεθα ἀποδοῦναι[13] λόγον περὶ[14] τῆς συστροφῆς ταύτης. καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀπέλυσεν τὴν ἐκκλησίαν. (Πραξ. 19, 24-40)
Η διήγηση αυτή συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο μέρος[15] του βιβλίου των Πράξεων των αποστόλων, το οποίο κατ’ ορισμένους ερμηνευτές είναι το λιγώτερο γνωστό και μελετημένο, λαμβανομένου υπ΄ όψιν ότι οι μεγάλες σκηνές, που έχουν επηρεάσει και διαμορφώσει τη συνείδηση της Χριστιανοσύνης, προέρχονται ασφαλώς από τα πρώτα μέρη του βιβλίου[16]. Και εκτός αυτού από την αλληλουχία ενός αριθμού διηγήσεων ομοίου περιεχομένου στα επόμενα κεφάλαια θα μπορούσε να προκύψει η εντύπωση μιας ορισμένης μονοτονίας στο τελευταίο μέρος των Πράξεων. Αλλά ασφαλώς και αυτό το μέρος του βιβλίου έχει τη σπουδαιότητά του και δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτιμηθεί. Δε μπορούμε να μη συμφωνήσουμε και με τη γνώμη, ότι «η περιγραφόμενη σκηνή είναι η πιο γραφική από όλο το βιβλίο. Φέρει σε τόσο ψηλό βαθμό τη σφραγίδα της ψυχολογικής αλήθειας ώστε σε κάθε γραμμή της προδίδει τον αυτόπτη μάρτυρα»[17].
Κάνει εντύπωση ότι τη διήγηση αυτή περί του επεισοδίου στην Έφεσο ο συγγραφέας των Πράξεων την κατεχώρησε μετα την αναφορά του στο όλο το κηρυκτικό έργο του αποστόλου Παύλου στην πόλη εκείνη, όταν δηλαδή όχι μόνο πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν Ἀσίαν ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, Ἰουδαῖοι τε καὶ Ἕλληνες (19, 10) και οὕτως κατὰ κράτος τοῦ Κυρίου ὁ λόγος ηὔξανεν καὶ ἴσχυεν (19, 20) , αλλά και ο Παύλος ήδη είχε κάνει τα σχέδιά του για τα επόμενα ιεραποστολικά του βήματα∙ Ὡς δὲ ἐπληρώθη ταῦτα, ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν τὴν Μακεδονίαν καὶ Ἀχαΐαν πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι με ἐκεῖ δεῖ με καὶ Ῥώμην ἰδεῖν. 22 Ἀποστείλας δὲ εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο τῶν διακονούντων αὐτῷ, Τιμόθεον καὶ Ἔραστον, αὐτὸς ἐπέσχεν χρόνον εἰς τὴν Ἀσίαν (19, 21-22).
Σαν να έκρινε ο Λουκάς σε ένα σημείο ότι δεν ήταν αρκετά εκείνα όσα είχε διηγηθεί μέχρι εκεί για την αξιοσημείωτη διαμονή και δράση του αποστόλου Παύλου στην Έφεσο και θέλησε να προσθέσει κάτι, ακόμη πιο σημαντικό, το οποίο μάλιστα είχε διατηρηθεί στη μνήμη της εν Εφέσω εκκλησίας. Μιλούμε για στοιχεία από τη μνήμη της τοπικής εκκλησίας, διότι ο Λουκάς φαίνεται δε συνόδευσε τον Παύλο από το περιστατικό με τη δούλη των Φιλίππων[18] (Πραξ. 16, 17), κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του, και μέχρι την επιστροφή του από την Ελλάδα[19] μέσω Μακεδονίας και Τρωάδος (Πραξ. 20, 5), κατά την τρίτη περιοδεία του αποστόλου. Ενώ τις πληροφορίες για τα συμβάντα στην Έφεσο θα μπορούσε ο Λουκάς να τις μάθει, α΄) από τον ίδιο τον Παύλο αργότερα, β΄) από κάποιον των συνεργατών του αποστόλου που ήταν στην Έφεσο μαζί του και γ΄) από κάποιον Εφέσιο που ο Λουκάς συνάντησε κάπου αλλού[20].
Στην ιωνική πόλη Έφεσο λατρευόταν η Μεγάλη θεά Άρτεμις[21], η θεϊκή τροφός των ιερών όντων, με άλλα λόγια, όλων ανεξαιρέτως των όντων. Εκεί υπήρχε και ο περίλαμπρος ναός, το ιερό της θεάς που συγεκέντρωνε επισκέπτες-λάτρες από ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο[22]. Κατά την εποχή του κυρήγματος του αποστόλου Παύλου στην Έφεσο η Άρτεμις Εφεσία ήταν η κύρια θεότητα της πόλης της Εφέσου, και το άγαλμά της στεγαζόταν στο περίφημο ιερό της, το Αρτεμίσιο, που βρισκόταν περίπου 1200 μ. (ή 7 στάδια) από την αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων αποίκων. Η σύγχρονη έρευνα αναγνωρίζει την ιστορικότητα των πληροφοριών που παρέχουν διάφορες αρχαίες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες οι αρχικοί Έλληνες άποικοι χωρίς να πειράξουν τη λατρεία και το ίδιο το ιερό της Αρτέμιδος, αποδέχθηκαν τη λατρεία της θεάς των αυτοχθόνων, την οποία και ταύτισαν με την Αρτέμιδα.[23]
Γνωρίζοντες αρκετά από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης για την κηρυκτική δράση του αποστόλου Παύλου, μπορούμε να πούμε ότι θα ήταν παράδοξο, αυτός νά παρέμενε στην Έφεσο απολύτως ήσυχος τόσο μακρό χρόνο. Διότι μετά από τόσες επιτυχίες, τις οποίες σημείωσε εκεί το ευαγγέλιο του Κυρίου ήταν πολύ φυσικό να παρουσιασθούν και μεγάλες αντιδράσεις. Και μια ίσως η πιο σημαντική αντίδραση ήταν ακριβώς η περιγραφόμενη στο παρατιθέμενο πάνω χωρίο. Μάλλον αυτή τη βίαιη αντίδραση στο έργο του θα υπονοούσε ο απόστολος όταν έγραφε στους Κορνίθιους περί θηριομαχίας του στην Έφεσο[24], εννοών μάλλον τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξε στην πόλη αυτή από ανθρώπους με θηριώδεις διαθέσεις προς αυτόν ή και τη υπερβολική θλίψη του στην Ασία.[25]
Πράγματι το αποστολικό έργο του απ. Παύλου στην Έφεσο ήταν αξιοσημείωτο, όχι μόνο με τη λαμπρά νίκη του επί τους μάγους, αλλά και (πρωτίστως μάλιστα) με την εγκατάλειψη της λατρείας παγανιστικών θεών από τους Εφεσίους. Η δε εγκατάλειψη αυτή ήταν τόσο σημαντική, ώστε οι τεχνίτες οι οποίοι ζούσαν από την εξυπηρέτηση των σχετικών λατρευτικών αναγκών του λαού αισθάνθηκαν οικονομικά σοβαρά πληγωμένοι , γι΄αυτό και ξεσηκώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της αποστολικής δραστηριότητος. Ασφαλώς ο λόγος για τον ουκ ολίγον τάραχο ήταν μάλλον οικονομικός, αλλά όπως συμβαίνει πάντα (και ως τις μέρες μας ανά τον κόσμο) επιτήδειοι άνθρωποι σπεύδουν να εκμεταλλευθούν το θρησκευτικό στοιχείο, την πίστη του λαού, για να πάρουν με το μέρος τους τα πλήθη των θρησκευομένων.
Μπορούμε να δούμε τα τότε συμβάντα και από μια άλλη σκοπιά και να ερωτηθούμε∙ φοβόταν ο απόστολος Παύλος την εξέγερση εκείνη στην Έφεσο;
Θα ήταν υπερβολή και περιττή ηρωοποίηση της προσωπικότητάς του (που δεν τη χρειάζεται ο πράγματι ηρωικός απόστολος) να πούμε ότι δεν τη φοβόταν. Γιατί αυτός αρκετά καλά θα θυμόταν τι είχε συμβεί στα Λύστρα πριν από δέκα περίπου χρόνια, όταν η επιθυμία των ανθρώπων να τον θεοποιήσουν μαζί με το Βαρνάβα, εντελώς απροσδόκητα μετατράπηκε σε μια απόπειρα εναντίον των δύο, και ειδικά ο απόστολος Παύλος ξυλοκοπήθηκε τόσο δυνατά, σχεδόν μέχρι θανάτου. Οπωσδήποτε ο απόστολος θα θυμώταν καλλίτερα απ΄ όλους ακόμη και τα πραχθέντα από τον ίδιο εναντίον της οδού, δηλαδή της εις Χριστόν πίστεως πριν τη μεταστροφή του, όπως αναφέρει ο ίδιος αργότερα σε απολογία του προς τους Εβραίους∙ ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας (Πραξ. 22, 4). Επίσης και σε διάλογο με το Χριστό ο ίδος μαρτυρεί∙ ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ σέ, καὶ ὅτε ἐξεχύννετο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ συνευδοκῶν καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν ἀναιρούντων αὐτόν (Πραξ. 22, 19-21). Γι΄αυτό και ο απόστολος μάλλον πίστευε ότι ό΄τι και να του συμβεί δεν θα ήταν υπερβολικό σε σύγκριση με τα όσα εκείνος έπραξε εναντίον των χριστιανών παλαιότερα.
Βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο φόβος που ενδεχομένως να ένοιωθε ο απόστολος Παύλος στην Έφεσο κατά τη αναστάτωση των τεχνιτών και των εργατών δεν ήταν σε θέση να τον σταματήσει και αυτός επίμονα ήθελε να πάει στο θέατρο και να προσπαθήσει να μεταπείσει το πλήθος των διαμαρτυρομένων εναντίον της διάδοσης της νέας πίστεως στον Ιησού Χριστό και εναντίον του Παύλου προσωπικά. Τελικά δεν πήγε εκεί, στο θέατρο της πόλης μόνο επειδή τον εμπόδισαν τόσο οι μαθητές του, όσο και τινὲς τῶν Ἀσιαρχῶν, ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον (στ. 31). Τους άκουσε και δεν πήγε, εκτιμώντας σωστά την κατάσταση και αναμφιβόλως έχωντας πάντα στο νου του πόσα άλλα είχε ακόμη να πράξει σε εκπλήρωση της εντολής του Κυρίου∙ πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε (Πραξ. 22, 21).
Και να δούμε τώρα ορισμένες λέξεις-όρους που χρησιμοποιεί ο Λουκάς στην περιγραφή των γεγονότων στην Έφεσο.
Η λέξη τάραχος απαντά μόνο δύο φορές στα βιβλία της Καινής Διαθήκης[26] και τα δύο αυτά χωρία είναι στις Πράξεις των αποστόλων, δηλαδή τη χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Λουκάς. Σημειωτέον ότι και στις δύο περιπτώσεις η λέξη εισάγεται με το ρήμα είναι ή γίγνομαι: Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο (12, 18), και Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ (19, 23). Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το ότι και στα δύο χωρία ο ευαγγελιστής εξηγεί το ουσιαστικό τάραχος με το επίθετο ὀλίγος σε αρνητική μορφή – οὐκ ὀλίγος, σαν να είναι αγαπημένη φράση του, αντί να γράψει, π. χ. τάραχος πολύς ή τάραχος μέγας. Πάντως στο κεφ. ιβ΄ η σημασία της λέξεως είναι ηπιώτερη – εκεί σημαίνει μάλλον ισχυρά ανησυχία, αναστάτωση, ταραχή[27], ενώ στο κεφ. ιθ΄ σημαίνει αναταραχή, που συμπεριλαμβάνει μάλλον και βίαιες πράξεις[28].
Αξιοσημείωτη είναι και η λέξη θόρυβος στο χωρίο Πραξ. 20, 1, όπου ο συγγραφέας των Πράξεων συνοψίζοντας τα λεχθέντα στο β’ μέρος του ιθ’ κεφαλαίου, γράφει∙ Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι τὸν θόρυβον μεταπεμψάμενος ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ παρακαλέσας, ἀσπασάμενος ἐξῆλθεν πορεύεσθαι εἰς Μακεδονίαν (Πραξ. 20, 1). Αυτό αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ο Λουκάς ήταν άριστος γνώστης της Ελληνικής γλώσσας και άνετα χρησιμοποιεί τις λέξεις τάραχος και θόρυβος σαν συνώνυμα[29].
Η λέξη ὁδός χρησιμοποιείται από τον ευαγγελιστή Λουκά εκτός από τη βασική της έννοια του δρόμου, επίσης και με την έννοια της θρησκευτικής διδασκαλίας[30], και συγκεκριμένα της χριστιανικής πίστεως, του χριστιανισμού. Παραθέτουμε ακολούθως τα συναφή χωρία από τις Πράξεις∙
α’) θρησκεία οποιαδήποτε∙ (ο Θεός) ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν (14, 16)∙
β’) η σωτήριος διδασκαλία του Χριστού και η κατ΄ Αυτόν ζωή∙[31]
- αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (16, 17).
- οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· 26 οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ (18, 25-26).
- ὡς δέ τινες ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους, ἀποστὰς ἀπ᾽ αὐτῶν ἀφώρισε τοὺς μαθητάς καθ᾽ ἡμέραν διαλεγόμενος ἐν τῇ σχολῇ Τυράννου τινός (19, 9).
- ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας (22, 4).
- ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις (24, 14).
- Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· ὄταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ᾽ ὑμᾶς (24, 22).
Στην εν λόγω διήγηση του ευαγγελιστού Λουκά συναντάμε και έναν ενδιαφέροντα όρο – Ασιάρχες, ο οποίος ως λέξη είναι «άπαξ λεγόμενον» στη Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών αυτού του κειμένου σχετικά με τη σημασία του όρου. Σύμφωνα με ορισμένους, οι Ασιάρχες ήταν ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, μέλη ενός είδους τοπικής βουλής για την περιοχή – την επαρχία της Ασίας[32]. Άλλοι, όμως, πιστεύουν ότι ήταν ιερείς και μάλιστα αρχιερείς της λατρείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα, που είχαν επιλεχθεί ανάμεσα από τους διακεκριμένους και εύπορους πολίτες[33]. Τρίτοι πάλι, ισχυρίζονται ότι η λειτουργία τους ήταν περισσότερο αντιπροσωπευτική παρά διοικητική[34]. Όποια και αν ήταν η λειτουργία τους όμως οπωσδήποτε οι Ασιάρχες ήταν, πρώτον, σημαντικά πρόσωπα της κοινωνίας της πόλεως της Εφέσου, και, δεύτερον, ήταν πιστοί φίλοι του αποστόλου Παύλου, που ανησύχησαν να μην γίνει ο απόστολος θύμα επίθεσης και βίας του πλήθους των τεχνιτών και εργατών. Η πρωτοβουλία αυτή των Ασιαρχών όπως προστατεύσουν τον απόστολο είναι ενδεικτική, αφ΄ενός μεν για το κύρος που αυτός ήδη είχε αποκτήσει στην πόλη της Εφέσου και στη γύρω περιοχή, και αφ΄ετέρου, για το πόσο σημαντική ήταν και η προσωπικότητα του αποστόλου, αλλά και ο χριστιανισμός στην τότε κοινωνία της Εφέσου. Τρίτον, η συνηγορία των Ασιαρχών για τον Παύλο δείχνει και την ανοχή που υπήρχε μεταξύ των Εφεσίων σε ξένες ιδέες και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Έχουν έρθει πάλι καιροί δοκημασίας των χριστιανών. Και σήμερα αισθανόμασθε την έλληψη ανεκτικότητας ως σοβαρό πρόβλημα. Είναι απαραίτητη ανάγκη να τη γνωρίσουμε την ανεκτικότητα και να μάθουμε να τη ζούμε. Ας προσευχηθούμε εδώ και τώρα οι άγιοι αυτών των ιερών τόπων να πρεσβεύουν για όλους μας μπροστά στον Παντοδότη Θεό.
Γενηθήτω το θέλημά Του!
[1] Αυτά μπορεί να συμπεραίνει κανείς από τα εξής χωρία των Πράξεων 19 κεφ. «τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ ἔτη δύο, ὥστε πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀσίαν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ κυρίου, Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας» (στ. 10), «πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν, ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον πάντων, καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε» (στ. 18-19), αλλά ασφαλώς και από την ευρεία κλίμακα της αντίδρασης των «τεχνιτών» και των «εργατών», που παραπονήθηκαν ότι έχασαν τα κέρδη τους σχετιζόμενα με την ειδωλολατρική θρησκεία (στ. 23 εππ.).
[2] Κατά την έκφραση στην Κολ. 2, 5, ενώ στις Πραξ. 19, 20 βρήσκουμε ως συνώνυμη φράση την «ὁ λόγος τοῦ Κυρίου». Παρατηρητέον ότι το τελευταίο χωρίο στον κώδηκα Βέζα παρουσιάζει την παραλλαγή «ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐνίσχυσεν καὶ ἡ πίστις τοῦ Θεοῦ ηὔξανεν καὶ ἐπληθύνετο», δηλαδή σ΄αυτή την περίπτωση ενώνωνται οι φράσεις «ὁ λόγος τοῦ Κυρίου» και «ἡ πίστις τοῦ Θεοῦ». Ασφαλώς η πιο συνήθης φράση για το συγγραφέα των Πράξεων είναι «ὁ λόγος τοῦ Κυρίου», την οποία συναντάμε ήδη στις Πραξ. 6, 7∙ 12, 24, αλλά και στην Β’ Θεσσ. 3, 1.
[3] Στο Βυζαντινό κείμενο – ἐργασίαν οὐκ ὀλίγην. Η διαφορά αυτή δεν αναγράφεται στις κριτικές υποσημειώσεις των εκδόσεων των Nestle-Aland και των Kurt Aland κ. ά., αλλά μόνο στην έκδοση The New Testament in the Original Greek. Byzantine Texform, 2005. Compiled and arranged by Maurice A. Robinson and William G. Pierpont (Chilton Book Publishing: Southborough, Massachusetts, USA, 2005) (στο εξής: NT Byz), όπου βρήσκονται και οι επόμενες διαφορετικές αναγνώσεις.
[4] Ή ἡμῶν – όπ. παρ.
[5] ὑμῖν – στην έκδοση: Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική μετάφραση (1985).
[6] οὐδὲν – όπ. παρ.
[7] τὴν μεγαλιότητα – NT Byz.
[8] ἡ πόλις ὅλη – NT Byz.
[9] τοῦ δὲ Παύλου – NT Byz.
[10] προεβίβασαν – NT Byz.
[11] μεγάλης θεᾶς – NT Byz.
[12] περὶ ἑτέρων – NT Byz.
[13] δοῦναι – NT Byz.
[14] Το περί παραλείπεται στο NT Byz.
[15] Κατἀ τη διαίρεση του κειμένου του βιβλίου των Πράξεων από το Γερμανό καινοδιαθηκολόγο Jürgen Roloff το τελευταίο μέρος αρχίζει από 19, 21 και φτάνει μέχρι το τέλος του βιβλίου – 28, 31.
[16] Roloff, J. Die Apostelgeschichte. NTD 5, Göttingen und Zürich 1988, S. 288.
[17] Eduard Reuss. Die Geschichte des Heiligen Schrift Neuen Testament, Halle 1842, S. 234.
[18] Δηλαδή η «παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα πύθωνος» (16, 16), όταν ο Παύλος επισκεύφθηκε την πόλη των Φιλίππων.
[19] Πραξ. 20, 2. Με το άπαξ λεγόμενο Ελλάδα εννοείται η Αχαΐα και συγκεκριμένα η Κόρινθος.
[20] C. K. Barrett. The Acts of the Apostles. Vol. II. (ICC) Edinburgh, 1998, p. 921.
[21] Η θεά εικονιζόταν με πολλούς μαστούς και ήταν ουσιαστικά εξελληνισμένη μορφή της μικρασιατικής φρυγικής θεότητας Κυβέλης.
[22] Αναλυτικώτερα, βλ. R. Fleischer. Artemis von Ephesos und verwandte Kultstatuen aus Anatolien und Syrien. Leiden 1973. Πρβλ. και Στράβων, Γεωγραφία 14, 1, 20: «εἴτα λιμὴν Πάνορμος καλούμενος, ἔχων ἱερὸν τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος ∙ εἴθ΄ ἡ πόλις».
[23] Βλ. Η Άρτεμις Εφεσία και η λάτρεία της. Στο http://theseus-aegean.blogspot.bg/2014/01/blog-post_7.html
[24] «εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ» (Α’ Κορ 15, 32). Πιστεύουμε ότι σε δύο χωρία των επιστολών του ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στη δοκιμασία την οποία έζησε και αυτός ο ίδιος, αλλά και όλη η εκκλησία της Εφέσου κατά το τέλος της τριετούς κηρυκτικής του δράσης εκεί. Στην Α’ προς Κορινθίους γράφει∙ 30 Τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; 31 Kαθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν, [ἀδελφοί,] ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. 32 Eἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; (15, 30-32), και στη Β΄ προς Κορινθίους λίγο πιο αναλυτικά εξηγεί∙ Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν (1, 8). Αυτό σημειώνει και ο ιερός Χρυσόστομος∙ «ἐπειδὴ γὰρ ἐπηγγέλλετο εἰς Κόρινθον ἀπελθείν, ἀπολογεῖται ἅτε βραδύνας, καὶ λέγει τὸν πειρασμὸν λοιπόν, τὰ κατὰ Δημήτριον διηγούμενος».
[25] «τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν» (Β’ Κορ. 1, 8). Πιστεύουμε ότι σε δύο χωρία των επιστολών του ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στη δοκιμασία την οποία έζησε και αυτός ο ίδιος, αλλά και όλη η εκκλησία της Εφέσου κατά το τέλος της τριετούς κηρυκτικής του δράσης εκεί. Στην Α’ προς Κορινθίους γράφει∙ 30 Τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; 31 Kαθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν, [ἀδελφοί,] ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. 32 Eἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; (15, 30-32), και στη Β΄ προς Κορινθίους λίγο πιο αναλυτικά εξηγεί∙ Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν (1, 8). Αυτό υπογραμμίζει σχετικά και ο ιερός Χρυσόστομος στην ερμηνεία του των Πράξεων∙ «ἐπειδὴ γὰρ ἐπηγγέλλετο εἰς Κόρινθον ἀπελθείν, ἀπολογεῖται ἅτε βραδύνας, καὶ λέγει τὸν πειρασμὸν λοιπόν, τὰ κατὰ Δημήτριον διηγούμενος» (PG 60, 296).
[26] Και τέσσερις φορές στην Παλαιά Διαθήκη: Α’ Βας. 5, 9, Εσθ. 1, 4 και 7, Σοφ. Σολ. 14, 25.
[27] Στη νεοελλ. μετάφραση του 1985 – μεγάλη αναστάτωση, στου Π. Τρεμπέλα – ὄχι ὀλίγη ταραχή.
[28] Στη νεοελλ. μετάφραση του 1985 – ταραχές, στου Π. Τρεμπέλα πἀλι – ὄχι ὀλίγη ταραχή.
[29] Πρβλ. Θουκυδίδης. Ιστορίαι, 4, 104, 1 – «τῆς δὲ διαβάσεως αὐτοῦ ἄφνω τοῖς ἐν τῇ πόλει
γεγενημένης, καὶ τῶν ἔξω πολλῶν μὲν ἁλισκομένων, τῶν δὲ καὶ καταφευγόντων ἐς τὸ τεῖχος, οἱ Ἀμφιπολῖται ἐς θόρυβον μέγαν κατέστησαν» κ. ά.
[30] Πρβλ. τη χρήση της λέξης στην Παλαιά Διαθήκη, Ιερεμ. 10, 2 – «τάδε λέγει Κύριος κατὰ τὰς ὁδοὺς τῶν ἐθνῶν μὴ μανθάνετε» (πρβλ. H. Strack und P. Billerbeck. Kommentar zum NT aus Talmud und Midrasch. Bd. II, München 1956, S. 690).
[31] Κατά τον Οικουμένιο, «Ὁδὸν ἐκάλουν τὴν εἰς Χριστὸν… πίστιν… δι΄αὐτῆς γὰρ εἰς τὴν τῶν οὐρανών βασιλείαν, καὶ οὐ δι΄ἄλλης τινος εἰσερχόμεθα… Ἐνταῦθα ὁδὸν τὴν κατὰ Χριστὸν εἶπε πολιτείαν. Καὶ ἐν οἷς ἄλλοις ὁδοῦ μνημονεύει, τὸ κατὰ Χριστὸν κήρυγμα καὶ τὴν κατ΄ αὐτόν σημαίνει πολιτείαν» (βλ. Π. Τρεμπέλας. Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, σ. 289).
[32] Roloff, J. Die Apostelgeschichte, S. 293.
[33] Johannes Munck. The Acts of the Apostels (The Anchor Bible 31). New York, 1967, p. 195. Βλ. και Στράβωνα, Γεωγραφία 14, 1, 42: «ἡ τῶν Τραλλιανῶν πόλις… συνοικεῖται δὲ καλῶς, εἴ τις ἄλλη τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, ὑπὸ εὐπόρων ἀνθρώπων καὶ ἀεί τινες ἐξ αὐτῆς εἰσιν οἱ πρωτεύοντες κατὰ τὴν ἐπαρχίαν, οὓς Ἀσιάρχας καλοῦσιν».
[34] Gerhard Schneider. Die Apostelgeschichte. 2. Teil (HThKNT). Freiburg i. Br., 1982, S. 276.