Γρηγόριος Λαρεντζάκης (Ομότ. Καθ. του Πανεπιστημίου Γκράτς της Αυστρίας), Το Καθήκον της Ορθοδοξίας για Καταλλαγή και Ενότητα. Εξελίξεις και Προοπτικές σε Μεγάλα Θέματα του Οικουμενικού Διαλόγου, Collecta Academica XI, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014

Από το προλόγισμα του Αναπλ. Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Στυλιανού Τσομπανίδη

front1600x800-600x800Τὸ καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ καταλλαγὴ καὶ ἑνότητα πηγάζει ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα της. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ὁ αὐτονόητος πνευματικός της χῶρος, ἀποτελεῖ τὸ πεντόσταγμά της. Τὸ φανερώνει ἡ ἱστορία της καὶ ἡ πορεία της μέσα στὸν κόσμο. Τὸ ἔχουν δηλώσει κορυφαῖες ἐκκλησιαστικὲς καὶ θεολογικὲς προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συμμετέχοντας ἐνεργὰ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὰ διάφορα ὄργανά της δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ μετουσιώνουν σὲ πράξη τὴ μακραίωνα θεολογικὴ καὶ λειτουργικὴ παραδοσή τους, ἱκετεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Μέγα Βασίλειο «μνήσθητι Κύριε τῆς ἁγίας σου Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης καὶ εἰρήνευσον αὐτήν… τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε, τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».

Στὴν οὐσία ἡ ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ ἡ ἀνταπόκρισή της σὲ μία κοινὴ κλήση, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν πρόθεση τοῦ Θεοῦ νὰ δημιουργήσει ἐν Χριστῷ μία νέα ἀνθρώπινη κοινότητα. Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἐπιλογὴ μεταξὺ ἄλλων, ἀλλὰ ἀποτελεῖ αἴτημα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπιθυμία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ Πάθους προσευχήθηκε «ἴνα πάντες ἐν ὦσιν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑπεράσπισή της ἢ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀποκατάστασή της εἶναι ὄχι μόνο μία ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλὰ καὶ ὁμολογία πίστεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπως ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας ὑπογράμμισε στὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ὁμολογεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Πολὺ σωστὰ ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ χριστοκεντρικὴ ὀντολογία τῆς φύσεως καὶ τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο, ἡ ὁποία κατευθύνεται ἀπὸ τὴ ζωογόνο πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι, βεβαίως, ἀπὸ τὶς ὑποκειμενικὲς ἢ περιστασιακὲς ἐπιλογὲς μικρῶν ἢ μεγάλων ὁμάδων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Ἡ προσπάθεια γιὰ καταλλαγὴ καὶ ἑνότητα ἐπιβάλλεται μάλιστα σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορᾶ, ἀπὸ τὶς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες ζεῖ ὁ σύγχρονος κόσμος, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν ἀπαραίτητο νὰ μὴν πράττουν οἱ Ἐκκλησίες ξεχωριστά, ὅ,τι μποροῦν νὰ πράξουν ἀπὸ κοινοῦ. Εἶναι ἐκπεφρασμένη καὶ σταθερὴ ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀντιπροσωπευτικὴ σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας: «Εἶναι τόσον πολλὰ καὶ τόσον ἐπείγοντα τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὥστε νὰ καθίσταται ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη ἡ ἑνότης τῶν χριστιανῶν καὶ ἐγκληματικὴ ἡ δι’ οἱασδήποτε σκοπιμότητος παρεμπόδισις αὐτῆς».

Ἡ τεκμηρίωση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέκτησε ἀξία καὶ βαρύτητα ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ὁμοφώνων ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης στὸ Σαμπεζὺ τὸ 1986, ἡ ὁποία διευκρινίζει τὰ κίνητρα καὶ τὴ φύση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ στὰ θεσμικά της ὄργανα.

Τὸ κείμενο-ἀπόφαση μὲ τίτλο «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνηση», ποὺ πρόκειται νὰ ἐπικαιροποιηθεῖ στὴν ἐπικείμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τὸ 2016, ἀναφέρει μὲ ἐπίσημο καὶ σαφῆ τρόπο ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴ βαθιά της πεποίθηση καὶ τὴν ἐκκλησιαστική της αὐτοσυνειδησία ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίνει μαρτυρία τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς  Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι κατέχει κεντρικὴ θέση στὴν ὑπόθεση τῆς προώθησης τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν μέσα στὸ σύγχρονο κόσμο… Ἡ Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία πάντοτε ἐπιζητοῦσε νὰ προσελκύσει τὶς διάφορες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες σὲ μία ἀπὸ κοινοῦ πορεία ἀναζήτησης τῆς χαμένης ἑνότητας τῶν χριστιανῶν μὲ σκοπὸ νὰ καταλήξουν ὅλοι στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ ἀδιαλείπτως προσεύχεται ‘ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως’, μετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισή της καὶ συντέλεσε στὴ διάπλαση καὶ περαιτέρῳ ἐξέλιξή της. Ἄλλωστε ἡ Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία, ἐξαιτίας τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος ποὺ τὴ διακρίνει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας, πάντοτε ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὀρθοδόξη συμμετοχὴ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση δὲν εἶναι καθόλου ξένη πρὸς τὴ φύση καὶ τὴν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφραση τῆς ἀποστολικῆς πίστεως μέσα σὲ νέες ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση νέων ὑπαρξιακῶν αἰτημάτων… Ἡ πολυδιάστατη οἰκουμενικὴ δραστηριότητα [τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας] πηγάζει ἀπὸ αἴσθημα ὑπευθυνότητας καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ συνύπαρξη, ἡ ἀμοιβαία κατανόηση, ἡ συνεργασία καὶ οἱ κοινὲς προσπάθειες γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα εἶναι οὐσιώδεις, ‘ἴνα μὴ ἐγκοπὴν τινὰ δῶμεν τῷ εὐαγελίῳ τοῦ Χριστοῦ’ (Α΄ Κόρ. 9,12)».

Οἱ καρποὶ ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν οἰκουμενικὴ προσπάθεια εἶναι πλούσιοι καὶ τὰ «ἐπιτεύγματα» πολλά. Ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἄλλαξε τὴ φυσιογνωμία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἔβγαλε τὶς Ἐκκλησίες ἀπὸ ὁμολογιακὲς καὶ ἱστορικὲς ἀγκυλώσεις καὶ τὶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ συμμετάσχουν σὲ μία κοινότητα διαλόγου, ἀμοιβαίας εὐθύνης, συνεργασίας καὶ κοινῆς μαρτυρίας. Δημιουργήθηκε ἕνα μοναδικὸ στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δίκτυο ἐπικοινωνίας καὶ ἀλληλέγγυας συνεργασίας μιᾶς «κοινωνίας ἐκκλησιῶν» σὲ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ θεολογικὴ ἐκπαίδευση, τὴν ἱεραποστολή, τὴ διεκκλησιαστικὴ βοήθεια καὶ ποιμαντικὰ καὶ  κοινωνικὰ προβλήματα.

Ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, «ἦταν τόση ἡ δύναμη τοῦ φαινομένου τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ποὺ ὤθησε τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἔξοδο. Ἀπὸ τὴν ἔξοδο αὐτὴ ξεκίνησε ἕνα ταξίδι, τὸ ὁποῖο τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν αὐτάρκεια καὶ τοὺς ὁδήγησε νὰ ἀναζητήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τοὺς συνόδευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἕνα πνεῦμα μετανοίας, συγχώρεσης, συμφιλίωσης καὶ χριστιανικῆς ἀγάπης».

Ἀπὸ ὀρθόδοξη ὀπτικὴ κρίνεται ὡς ἰδιαίτερα θετικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸν εὐρύτερο χριστιανικὸ χῶρο οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ἡ λατρεία, ἡ ὑμνολογία, οἱ εἰκόνες, γενικότερα ἡ θεολογία καὶ ἡ πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγιναν ἀντικείμενα ὄχι μόνο ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν, εἰδικῶν περιοδικῶν καὶ πλήθους ἐκδόσεων, ἀλλὰ καὶ εὐρύτατου λαϊκοῦ ἐνδιαφέροντος. Ἀπὸ τὰ πιὸ οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα τῆς οἰκουμενικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας θεωρεῖται ἡ γενικὴ στροφὴ τόσο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὴ μελέτη τοῦ ἀνεξάντλητου θησαυροῦ τῆς ὀρθοδόξης πατερικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία δὲν περιορίζεται πλέον στὰ ἀκαδημαϊκὰ σπουδαστήρια, ἀλλὰ διαποτίζει προοδευτικῶς καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ περιεχόμενο τῆς θεολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. Μέσα στὰ θεσμικὰ ὄργανα τῆς σύγχρονης Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ὅπως τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ Συμβούλιο Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ὀρθόδοξη παρουσία ἐμπλούτισε τὴ θεολογικὴ προβληματική, προτείνοντας ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ προέκυπταν, βασισμένες στὴν κοινὴ πατερικὴ παράδοση τῆς ἑνιαίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας.

Ἀξίζει, ἀκόμη, νὰ τονιστεῖ ὅτι μέσα ἀπὸ τὶς ἐπαφὲς καὶ τὸ διάλογο οἱ ὀρθόδοξοι μπόρεσαν νὰ ἀποκτήσουν μία καινούργια «θέα» τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τους καὶ νὰ λάβουν σύντονα μέτρα γιὰ τὴν ἔκφραση τοῦ περιεχομένου της. Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση κινήθηκε ἡ πανορθόδοξη συνοδικὴ διαδικασία πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Α΄. Ἀναμφίβολα, ἡ ἀφύπνιση τῆς συνοδικῆς συνείδησης καὶ ἡ ἐκκίνηση τῆς συνοδικῆς διαδικασίας ὀφείλονται στὶς συγκεκριμένες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα (Πατριαρχικὲς Ἐγκύκλιοι 1902, 1904, 1920). Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση διευκόλυνε καὶ ἐπίσπευσε αὐτὴ τὴ διαδικασία μέσω τῶν Πανορθοδόξων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ΄70 καὶ μετά. Ἔτσι, μὲ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση συνδέεται καὶ συμπορεύεται ἡ πανορθόδοξη κίνηση γιὰ τὴ σύσφιξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, γιὰ τὴν ἀνανέωση τῆς ζωῆς τους καὶ γιὰ τὴ συνειδητοποίηση τοῦ ἐνοποιοῦ τους ρόλου μέσα σὲ ἕνα διασπασμένο κόσμο.

Αὐτοὶ οἱ καρποὶ ὀφείλονται ἀναμφισβήτητα στὸ εὐγενικὸ ὅραμα, τὸν ἀνιδιοτελῆ ζῆλο καὶ τὴ θυσιαστικὴ προσπάθεια πολλῶν προσωπικοτήτων, ἐργατῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐργάτες, ποὺ πίστεψε ὁλόψυχα στοὺς σκοποὺς τῆς οἰκουμενικῆς προσπάθειας καὶ συντέλεσε ὥστε ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἰσακουστεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν πλήρη καὶ ὀρθὴ θέση της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση εἶναι ὁ καθηγητὴς Γρηγόριος Λαρεντζάκης. Ἐπὶ σειρὰ πολλῶν ἐτῶν ὁ καθηγητὴς Λαρεντζάκης μετέχει στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ὡς αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καὶ Θεολογίας καὶ ὡς «γεφυροποιός», πρεσβευτὴς τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς συνεννόησης. Προώθησε τὴν Τριαδολογία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ὁρατὴ καὶ πολύτιμη συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ σύγχρονη Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ θεολογία, δούλεψε μὲ δημιουργικὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴ θεσμικὴ συνεργασία τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Εὐρώπης, συνέδεσε τὴν πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴ δεκτικότητα γιὰ τὴν πραγματικότητα τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν. «Ἀνοικτὸς» ἔναντι τοῦ «ἄλλου», χωρὶς ὅμως νὰ σχετικοποιεῖ τὴν ἀλήθεια, συνέβαλε στὴ δημιουργία μιᾶς νέας ἐκκλησιολογικῆς τοποθέτησης τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες πάει πέρα ἀπὸ τὴν ἀπολύτη αὐτάρκεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τὴ σωτηριολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῶν ὀρθοδόξων. Βοήθησε, μὲ ἄλλα λόγια, στὴν ὑπέρβαση τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας καὶ ἔθεσε κάτω ἀπὸ ἄλλο πρίσμα τὸ ἐρώτημα γιὰ τὰ «ὅρια τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας». Τέλος, καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, καλλιέργησε ἐντατικὰ τὸν ὁραματισμό του γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατανοώντας την ὡς ζύμη γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητας.

Μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Γρηγόριος Λαρεντζάκης ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ κατάλληλους ἀνθρώπους γιὰ νὰ μᾶς πληροφορήσει ὑπεύθυνα καὶ πλήρως γιὰ τὶς νεότερες θεολογικὲς ἐξελίξεις στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο, ἐξελίξεις ποὺ εἶναι σημαντικὲς γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τὴ λύση σοβαρῶν προβλημάτων ποὺ ἀπασχολοῦν τὶς Ἐκκλησίες αἰῶνες τώρα καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τους, παραδίδεται στὴν κυκλοφορία τὸ ἀνὰ χείρας βιβλίο. Πρόκειται γιὰ μία συλλογὴ μελετῶν ποὺ ἀφοροῦν σὲ μεγάλα θέματα τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου καὶ ἀποτελοῦν σημαντικὴ συμβολὴ στὴ συνεχιζόμενη συζήτηση στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ στὴν πορεία τῶν προσπαθειῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου γιὰ συνεργασία, καταλλαγὴ καὶ ἑνότητα.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.