Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η ημερίδα που διοργάνωσε ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ με θέμα "Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος" στη Θεσσαλονίκη

Καιρός_140

Η σύντομη εισαγωγική παρέμβαση του 
ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη στη δεύτερη ενότητα της ημερίδας του ΚΑΙΡΟΥ στην οποία προήδρευε

Το μάθημα των θρησκευτικών, αλλά και γενικότερα η θρησκευτική εκπαίδευση, στο δημόσιο χώρο στην χώρα μας, έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης από την εποχή της μεταπολίτευσης, τόσο στην ευρύτερη κοινωνία, όσο και εντός της Εκκλησίας της Ελλάδος και του θεολογικού εκπαιδευτικού δυναμικού. Από την πρώτη κιόλας απόπειρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της μεταπολίτευσης παρατηρείται μια παρατεταμένη κρίση, για την αντιμετώπιση της οποίας τείνει να διαρραγεί η ενότητα και της ευρύτερης εκπαιδευτικής κοινότητας, και του θεολογικού κόσμου, αλλά και της επίσημης Εκκλησίας.

Τα πραγματικά αίτια αυτής της κακοδαιμονίας οφείλονται στην αδυναμία της σύλληψης, πρόσληψης, και κυρίως κατανόησης του φαινομένου της νεωτερικότητας. Από πλευράς όμως του δικού μας εσωτερικού εκκλησιαστικού και θεολογικού χώρου οφείλεται σε μια απελπιστικά τραγική έλλειψη γνώσης της Ορθόδοξης κατανόησης της αποστολής της Εκκλησίας. Η Εκκλησία  δεν υπάρχει για τον εαυτό της αλλά για τον κόσμο. Το μέλλον της παρουσίας της στη δημόσια σφαίρα κατά την νεωτερική και μετα-νεωτερική εποχή εξαρτάται εν πολλοίς από τον τρόπο με τον οποίο καταθέτει την μαρτυρία της.

Καιρός_159

Πριν από μερικές δεκαετίες σημαίνων κοινωνιολόγος της θρησκείας, ο Peter Berger, οριοθετώντας τη σχέση της Εκκλησίας με τη σύγχρονη νεωτερική πραγματικότητα, διέκρινε δύο κύριες συμπεριφορές της Εκκλησίας: εκείνη της προσαρμογής και εκείνη της α­ντίστασης. Στο βιβλίο μου Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία. Η Πρόκληση της Ορθοδοξίας (εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2002), ανέλυσα διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους η «προσαρμογή» είναι ασύμβατη με την φύση και την ταυτότητα της Εκκλησίας, τονίζοντας ότι η Εκκλησία οφείλει να αντιπαραθέτει το όραμα μιας άλλης οικουμένης, που θεμελιώνεται στο σύ­νολο των σχέσεων και όχι των δομών, το όραμα μιας οικουμένης που είναι έκφραση ζωντανής αλληλεπίδρασης, και όχι αυτονομίας των νόμων που οδηγούν στο θάνατο, το όρα­μα μιας οικουμένης στην οποία όλοι οι άνθρωποι πάσης φυ­λής και γλώσσας, ο κόσμος των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων, των χριστιανών και των πιστών των άλλων θρησκευμά­των, των πιστών και των απίστων, των δικαίων και των αμαρ­τωλών, είναι δημιουργήματα του ενός Θεού. Εξίσου όμως ασύμβατη με την αυθεντική ιεραποστολική της μαρτυρία, και εν πολλοίς αναποτελεσματική σε βάθος χρόνου, είναι η συγκρουσιακή «αντίσταση».

Η κρίση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω οφείλεται τόσο στην επιφυλακτικότητα της Εκκλησίας, αλλά και πολλών θεολόγων, να αναγνωρίσουν τα θετικά επιτεύγματα της Διαφωτισμού, δηλαδή της νεωτερικότητας, όσο και στη μη αποδοχή από τη σύγχρονη διανόηση της ύπαρξης διαχρονικών θεσμών, αυτών δηλαδή, που όπως Εκκλησία, ανάγουν την ύπαρξή τους στην προ-νεωτερικότητα, και επομένως και της δυνατότητας να διαδραματίσει και η θρησκευτική εκπαίδευση, ουσιαστικό ρόλο στη δημόσια εκπαίδευση, χωρίς αναγκαστικά να αλλοτριωθεί ή να αφομοιωθεί από τη νεωτερικότητα.

Καιρός_164

Αν σήμερα είναι εφικτός – αλλά και κατά την ταπεινή μου γνώμη επιθυμητός – ένας τέτοιος διάλογος, αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην αδιαφιλονίκητη μετάβαση της πνευματικής ζωής της οικουμένης στην μετα-νεωτερικότητα, κατά την οποία η θεωρία της άκρατης εκκοσμίκευσης και η εξ αυτής απορρέουσα περιθωριοποίηση της θρησκείας (και κατά συνέπεια και της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο δημόσιο χώρο) σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας διανόησης είναι τόσο αποκρουστική, όσο δημοφιλής και αυτονόητη εμφανιζόταν σαράντα με πενήντα χρόνια πριν. Οι περισσότεροι σήμερα  πλέον ότι είναι θεμιτό ο θεολογικός προβληματισμός να διαδραματίζει κάποιο ρόλο, γιατί όχι και σημαντικό, προς αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ρεζί Ντεμπρέ. Με δεδομένη μάλιστα την επικίνδυνη προέλαση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (globalization), την αδυναμία της πολιτικής να ελέγξει την αυτόνομη και ανεξέλεγκτη πορεία της οικονομίας, τη ραγδαία ανάπτυξη της βιολογίας και της ιατρικής τεχνολογίας (κλωνοποίηση, και γενικά η βιο-ηθική), πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο, όχι μόνον θεμιτό, αλλά και επιθυμητό, ίσως και επιβεβλημένο. Θα πρέπει μάλιστα να επιζητείται, τουλάχιστο στο βαθμό που ενθαρρύνονται οι λεγόμενες «κινήσεις πολιτών».

Όπως και να έχουν τα πράγματα, αναγνωρίζεται πλέον δειλά-δειλά ότι η θρησκεία αποτελεί εξόχως σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε να μην αποκλείεται από τη δημόσια εκπαίδευση, τις δημόσιες κοινωνικές, πολιτιστικές, ακόμη και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα οι θεολόγοι κινδυνεύουμε να το χάσουμε εξαιτίας φανατικών αντιδράσεων, που περισσότερο υποκινούνται από το συναίσθημα παρά από τη λογική.

Κατά τη γνώμη μου, με δεδομένη τη νέα αυτή μετα-νεωτερική και πολυπολιτισμική πραγματικότητα, η όποια στρατηγική από την πλευρά της Εκκλησίας, αλλά και των θεολόγων, στον τομέα της θρησκευτικής εκπαίδευσης οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της την Ορθόδοξη κατανόηση της αποστολής της Εκκλησίας, την πρόοδο δηλαδή που έχει συντελεστεί στο χώρο της θεολογίας της αυθεντικής Ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας. Είναι λυπηρό το παράδειγμα της επιστολής που απέστειλε στον «Καιρό» μητροπολίτης της ευρύτερης περιοχής του λεκανοπεδίου της Αττικής, στην οποία αναμασώντα επιχειρήματα, καθαρά παλαιότερου  προτεσταντικού ιεραποστολικού προβληματισμού, που ανάγονται στο ξεπερασμένο πλέον διαχριστιανικά «παράδειγμα» χριστιανικής μαρτυρίας. και μάλιστα παρουσιαζόμενα ως Ορθόδοξα!

Καιρός_110

Εδώ και πενήντα και πλέον χρόνια η χριστιανική θεολογία κατέληξε σε μια νέα κατανόηση της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή – με άλλα λόγια τα ιδανικά της νεωτερικότητας – έπαψε να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, και πλέον εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού.  Ο ίδιος ο Θεός πλέον να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής, της προόδου, της εξέλιξης. Αυτήν, άλλωστε, την κατανόηση της «Αποστολής της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο» διακηρύσσει επίσημα και συνοδικά η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σχετικό ομότιτλο κείμενο, το οποίο ομόφωνα πριν από λίγες εβδομάδες υπέβαλε η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στη Πανορθόδοξη Σύνοδο.

Με αυτό το σκεπτικό και αυτές τις θεολογικές προϋποθέσεις αποδέχτηκα κι εγώ την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στην διαμόρφωση της φιλοσοφίας των νέων προγραμμάτων για το μάθημα των θρησκευτικών στο λύκειο. Λεπτομέρειες για συνολικό σχεδιασμό όλων των βαθμίδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά τις εμπειρίες από την πιλοτική εφαρμογή τους, παρουσίασαν οι κύριοι Σταύρος Γιαγκάζογλου, Πολύβιος Στράντζαλης και Μαρία Συργιάννη.

Καιρός_129

Μέχρι σήμερα η θρησκευτική εκπαίδευση ήταν αναγκασμένη να ακολουθήσει δύο δρόμους: Ή τη σύγκρουση με τα σύγχρονα νεωτερικά ιδεώδη και τα πολυπολιτισμικά δεδομένα, ή την πλήρη υποταγή της σ’ αυτά. Είναι καιρός η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί να αφουγκραστούν την αυθεντική Ορθόδοξη κατανόηση περί χριστιανικής μαρτυρίας και να αλλάξουν ριζικά τη στρατηγική τους στο δημόσιο πολυπολιτισμικό πλέον σχολείο. Τόνισα, πως ούτε η αντίσταση ούτε η προσαρμογή της Εκκλησίας προς τη νεωτερικότητα μπορούν να δώσουν αξιόπιστη και αποτελεσματική λύση. Υπάρχει, όμως η δοκιμασμένη στην ιστορία της Εκκλησίας τρίτη λύση του ιστορικού συμβιβασμού, ή άλλως κοινωνικής ενσωμάτωσης, η παρακαταθήκη δηλαδή των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας της η Εκκλησία όχι μόνο συμβιβάστηκε με τους «νεωτερικούς» – αν μπορούσε βέβαια καταχρηστικά να τους ονομάσει έτσι – για τα δεδομένα της εποχής θεσμούς της πολυπολιτισμικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όχι μόνο σεβάστηκε την άλλοτε αποκαλούμενη πόρνη Βαβυλώνα (Αποκάλυψη), αλλά και ενέταξε τους φορείς της (αυτοκράτορες κλπ.) και στις λειτουργικές της δέλτους. Το μόνο που διατήρησε ανόθευτο ήταν η ταυτότητά της (κι αυτή όχι χωρίς δυσκολίες) και το δικαίωμα της προφητικής κριτικής της στάσης απέναντι στις ιστορικές εξελίξεις.

Καιρός_160

Η θρησκευτική εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο, με το μάθημα των θρησκευτικών, ασφαλώς και υπηρετεί την αποστολή και διακονία της Εκκλησίας, ως η προφητική θεολογική της συνείδηση. Θα πρέπει όμως οι εκπαιδευτικοί μας να διαλέγονται με συναδέλφους και ιδεολογίες από όλα τα γνωστικά αντικείμενα εντός της σχολικής κοινότητας, με στόχο τη γνήσια κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου, υπερασπιζόμενοι με τρόπο διαλεκτικό τις πανανθρώπινες αξίες και παρακολουθώντας κριτικά την αλματώδη εξέλιξη της κοσμικής επιστήμης. Κυρίως, όμως, οφείλουν να υπηρετούν και την ευρύτερη κοινωνία, αποτελώντας μοχλό ενότητας, καταλλαγής, θεραπείας και μεταμόρφωσης του κόσμου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.